Το 50% των πολιτών κινδυνεύει να βρεθεί στο οικονομικό περιθώριο, καθώς δεν καλύπτει φορολογικές υποχρεώσεις, χρωστάει δάνεια και αγοράζει αγαθά χαμηλότερης ποιότητας, σύμφωνα με έρευνα της Γενικής Συνομοσπονδίας Επαγγελματιών, Βιοτεχνών, Εμπόρων Ελλάδας (ΓΣΕΒΕΕ).
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία, επτά στους δέκα καταναλωτές έχουν περιορίσει ακόμη και την αγορά ειδών διατροφής, ενώ τέσσερις στους 10 αγοράζουν προϊόντα χαμηλότερης ποιότητας. Παράλληλα, σχεδόν το 50% παραδέχεται ότι θα αγόραζε προϊόντα χωρίς απόδειξη, προκειμένου να ωφεληθεί.
Με βάση τα στοιχεία της έρευνας, το 93,1% των νοικοκυριών, είχε σημαντική μείωση των εισοδημάτων μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Ο μέσος όρος μείωσης του οικογενειακού εισοδήματος σε σχέση με 3 χρόνια πριν καταγράφεται στο 38%.
Δραματική εικόνα παρουσιάζεται σε σχέση με τα ποσοστά απασχόλησης. Σχεδόν το 40% των νοικοκυριών έχουν στην οικογένεια ένα τουλάχιστο άτομο σε ανεργία. Συνακόλουθα, οι συντάξεις αποτελούν για το 40% των νοικοκυριών την κυριότερη πηγή εισοδήματος.
Το 50% των νοικοκυριών αντιμετωπίζει πλέον σοβαρές οικονομικές δυσκολίες, αφού για την κάλυψη των βασικών υποχρεώσεων αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει πόρους από πηγές πέραν του τρέχοντος εισοδήματος- δανεισμό από φίλους/συγγενείς, κάρτες, αποταμίευση.
Το 40% περίπου των νοικοκυριών, λόγω της απομείωσης των εισοδημάτων, ανέφερε ότι έχει καθυστερημένες οφειλές, μεγαλύτερο μέρος των οποίων αφορά τις πάγιες ανάγκες του νοικοκυριού (φως, νερό, ενέργεια), τις οφειλές προς εφορία και τις δανειακές υποχρεώσεις.
Δραματική επίπτωση έχει επέλθει στις καταναλωτικές συνήθειες. Σχεδόν το 70% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι έχει κάνει περικοπές ακόμη και στα είδη διατροφής (το ποσοστό φθάνει ακόμη και το 80% για εισοδήματα έως 10.000 ευρώ). Επιπλέον, το 80% έχει κάνει περικοπές στις μετακινήσεις, το 92% στις δαπάνες ένδυσης-υπόδησης και το 83,2 στη θέρμανση του νοικοκυριού. Σχεδόν το 90% του πληθυσμού έχει κάνει περικοπές σε ό,τι αναφέρεται ως δαπάνες για «διασκέδαση και διαχείριση ελεύθερου χρόνου» (εστιατόρια, καφέ, σινεμά, ταξίδια, αρτοποιεία).
Επιπλέον, το 42,5% των νοικοκυριών δήλωσε ότι αγοράζει προϊόντα χαμηλότερης ποιότητας.
Η άμβλυνση της φορολογικής συνείδησης επιτείνεται λόγω της οικονομικής δυσπραγίας και της ανάγκης για επιβίωση, σημειώνεται στην έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ. Συγκεκριμένα, το 47% των νοικοκυριών παραδέχεται ότι μπορεί και να μη λάμβανε απόδειξη προκειμένου να επιβαρυνθεί λιγότερο.
Παράλληλα, από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά παρατηρείται επίσης μεγάλη αστάθεια όσον αφορά τη συμπεριφορά του 52% που προς το παρόν επιθυμεί τη φορολογική ευταξία. Το 49% αποδοκιμάζει την υιοθέτηση πολιτικής κοινωνικού αυτοματισμού για τη δυνατότητα μη πληρωμής σε περιπτώσεις μη έκδοσης αποδείξεων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, η αγορά οδηγείται σε μια παρατεταμένη «ετήσια χειμερία νάρκη». Οι καταναλωτές σε μεγάλο ποσοστό (68,8%) αναμένουν τις εκπτώσεις προκειμένου να κάνουν τις αγορές τους. Τούτο σηματοδοτεί για το εμπόριο μια νεκρή, αγοραστικού ενδιαφέροντος, περίοδο πέραν των 10 μηνών, καθώς όπως προκύπτει οι καταναλωτές δεν αναζητούν περισσότερο χρόνο για έρευνα αγοράς αλλά ενδιαφέρονται για οικονομικές και συμφέρουσες λύσεις.
Με βάση τα στοιχεία της έρευνας, το 93,1% των νοικοκυριών, είχε σημαντική μείωση των εισοδημάτων μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Ο μέσος όρος μείωσης του οικογενειακού εισοδήματος σε σχέση με 3 χρόνια πριν καταγράφεται στο 38%.
Δραματική εικόνα παρουσιάζεται σε σχέση με τα ποσοστά απασχόλησης. Σχεδόν το 40% των νοικοκυριών έχουν στην οικογένεια ένα τουλάχιστο άτομο σε ανεργία. Συνακόλουθα, οι συντάξεις αποτελούν για το 40% των νοικοκυριών την κυριότερη πηγή εισοδήματος, εικόνα απογοητευτική για την παραγωγική δυναμική της χώρας. Οι όποιες, δε, νέες περικοπές των συντάξεων θα δώσουν τη χαριστική βολή στα νοικοκυριά, ιδιαίτερα τα πολυμελή.
Το 50% των νοικοκυριών, αντιμετωπίζει πλέον σοβαρές οικονομικές δυσκολίες (αφού για την κάλυψη των βασικών υποχρεώσεων αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει πόρους από πηγές πέραν του τρέχοντος εισοδήματος- δανεισμό από φίλους/συγγενείς, κάρτες, αποταμίευση).
Το κλίμα απαισιοδοξίας αποτυπώνεται για άλλη μια φορά και στη συγκεκριμένη έρευνα, όπου πάνω από το 72% των νοικοκυριών, αναμένουν περαιτέρω συρρίκνωση του εισοδήματός τους εντός του 2013. Επιπλέον, το 49% του πληθυσμού δηλώνει ότι δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις φορολογικές του υποχρεώσεις. Λαμβάνοντας υπόψη πρόσφατα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., το ποσοστό των πολιτών που βρίσκεται στα όρια της φτώχειας αυξήθηκε από 16,3% το 2010 στο 22,9% του πληθυσμού το 2011. Υπολογίζεται ότι η εντεινόμενη ανεργία, οι περαιτέρω μειώσεις στις κοινωνικές μεταβιβάσεις, και τις φοροαπαλλαγές θα επιτείνουν το πρόβλημα. Προφανείς οι συνέπειες στη ζήτηση και στις επιχειρήσεις.
Το 40% περίπου των νοικοκυριών, λόγω της απομείωσης των εισοδημάτων, ανέφερε ότι έχει καθυστερημένες οφειλές, μεγαλύτερο μέρος των οποίων αφορά τις πάγιες ανάγκες του νοικοκυριού (φως, νερό, ενέργεια), τις οφειλές προς εφορία και τις δανειακές υποχρεώσεις.
Το 81% των ερωτώμενων θεωρεί ότι οι τιμές των αγαθών που αγοράζουν (καλάθι νοικοκυράς) αυξήθηκαν την τελευταία χρονιά, μια χρονιά πολύ μεγάλη ύφεσης (συρρίκνωση 6,5 % ΑΕΠ). Με τα συγκεκριμένα στοιχεία και την κατάλληλη αναγωγή είναι προφανές ότι πάνω από 20% του πληθυσμού δεν μπορεί να καλύψει τις βασικές ανάγκες επιβίωσης αλλά και υποχρεώσεις (σε σχέσεις με τράπεζες- εφορίες, έναρξη επιτηδεύματος- Τειρεσίας).
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο σύνολο του πληθυσμού το 47% δηλώνει ότι έχει οικονομικές υποχρεώσεις προς τράπεζες.
Ένα ακόμη πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι η δραματική επίπτωση που επήλθε στις καταναλωτικές συνήθειες. Σχεδόν το 70% των ερωτηθέντων δήλωσε ότι έχει κάνει περικοπές ακόμη και στα είδη διατροφής, το 80% στις μετακινήσεις, το 92% στις δαπάνες ένδυσης- υπόδησης και το 83,2 στη θέρμανση του νοικοκυριού. Σχεδόν το 90% του πληθυσμού έχει κάνει περικοπές σε ό, τι αναφέρεται ως δαπάνες για «διασκέδαση και διαχείριση ελεύθερου χρόνου» (εστιατόρια, καφέ, σινεμά, ταξίδια, αρτοποιεία).
Επιπρόσθετα, το 42,5% των νοικοκυριών δήλωσε ότι αγοράζει προϊόντα χαμηλότερης ποιότητας.
Η κρίση ποιότητας διέπει πλέον όλες τις οικονομικές συναλλαγές (ζήτηση και προσφορά χαμηλότερης ποιότητας αγαθών και υπηρεσιών). Το γεγονός αυτό οδηγεί μακροπρόθεσμα στη μείωση της ανταγωνιστικότητας και της δυνατότητας εξωστρέφειας των επιχειρήσεων, αλλά και στην υποβάθμιση της ποιότητας ζωής των καταναλωτών.
Η άμβλυνση της φορολογικής συνείδησης επιτείνεται λόγω της οικονομικής δυσπραγίας (ανάγκη για επιβίωση), καθώς το 47% των νοικοκυριών παραδέχεται ότι μπορεί και να μη λάμβανε απόδειξη προκειμένου να επιβαρυνθεί λιγότερο.
Η χαλάρωση της φορολογικής συνείδησης είναι πιο εμφανής και τείνει αυξανόμενη στις περιπτώσεις πολυμελών οικογενειών που έχουν αυξημένο κίνδυνο για την οικονομική τους επιβίωση. Από τα ποιοτικά χαρακτηριστικά παρατηρείται επίσης μεγάλη αστάθεια όσον αφορά τη συμπεριφορά του 52% που προς το παρόν επιθυμεί τη φορολογική ευταξία.
Ακόμα, το 49 % αποδοκιμάζει την υιοθέτηση πολιτικής κοινωνικού αυτοματισμού για τη δυνατότητα μη πληρωμής σε περιπτώσεις μη έκδοσης αποδείξεων.
Όπως επισημαίνεται στην έρευνα, η αγορά οδηγείται σε μια παρατεταμένη «ετήσια χειμερία νάρκη». Εμφανής είναι από την έρευνα και η ραγδαία μεταβολή των καταναλωτικών ηθών: οι καταναλωτές σε μεγάλο ποσοστό (68,8%) αναμένουν τις εκπτώσεις προκειμένου να κάνουν τις αγορές τους. Κάτι που σημαίνει παρατεταμένη για το εμπόριο νεκρή περίοδο, πέραν των 10 μηνών. Όπως φαίνεται από τα στοιχεία, το 22% των νοικοκυριών δηλώνει ότι προμηθεύτηκε βασικά αγαθά μέσω των δικτύων «χωρίς μεσάζοντες» και το 6% μέσω κοινωνικών παντοπωλείων.
Σημαντική τάση συρρίκνωσης έως και μηδενισμού των εσόδων των νοικοκυριών από επιχειρηματική δραστηριότητα μελών τους. Μόλις το 12,6% δηλώνει ως κύρια πηγή εισοδήματος την επαγγελματική/ επιχειρηματική δραστηριότητα. Αναδεικνύεται και από αυτό το στοιχείο η αποδυνάμωση της παραγωγικής και οικονομικής δραστηριότητας, αλλά και πόσο σημαντικά επηρεάζεται η ζήτηση και η βιωσιμότητα των νοικοκυριών από το συνεχή στραγγαλισμό των συντάξεων. Ο περιορισμός της ζήτησης γενικότερα είναι και η βασική αιτία συρρίκνωσης έως και μηδενισμού εισοδημάτων από επιχειρηματική δραστηριότητα.
Η μείωση της καταναλωτικής δαπάνης είναι αξιοσημείωτη σε όλους τους κλάδους. Ο κλάδος της ένδυσης-υπόδησης πλήττεται περισσότερο, καθώς το 92,5 % των νοικοκυριών κατέγραψε δραστικές περικοπές στην εν λόγω δαπάνη. Μεγάλες απώλειες καταγράφηκαν στον κλάδο της εστίασης με, σχεδόν το 93 % των νοικοκυριών, να περιορίζει τις δαπάνες για τις συγκεκριμένες υπηρεσίες, ενώ το 88 % των νοικοκυριών μείωσε τις εξόδους του για καφέ-σινεμά (που θεωρούνται οικονομικές λύσεις ψυχαγωγίας). Σχεδόν το 70% έφτασε στο σημείο να κάνει περικοπές ακόμη και στην κατανάλωση ειδών διατροφής. Οι σχετικές μειώσεις, έχουν συμπαρασύρει όχι μόνο τις εμπορικές αλλά και τις παραγωγικές επιχειρήσεις, τα έσοδα του κράτους από τη φορολογία, τις θέσεις εργασίας και κατ επέκταση και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Συμπερασματικά, η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών, Βιοτεχνών, Εμπόρων Ελλάδας, αναφέρει τα εξής: «Τα αποτελέσματα της έρευνας τεκμηριώνουν για άλλη μια φορά τις θέσεις της ΓΣΕΒΕΕ όσον αφορά τις συνέπειες της σκληρής περιοριστικής πολιτικής που εφαρμόζεται, και που προκαλεί αλυσιδωτές επιπτώσεις στην παραγωγή, την κατανάλωση, την επιχειρηματική δραστηριότητα, τις επενδύσεις, και ως εκ τούτων και στην απασχόληση. Τα στοιχεία αποτυπώνουν με το πιο παραστατικό τρόπο ότι τα ελληνικά νοικοκυριά, όχι μόνο αντιμετωπίζουν ήδη μεγάλες δυσκολίες, αλλά και ότι δεν θα αντέξουν σε επιπλέον επιβαρύνσεις σε ΔΕΗ, φόρους και εισοδηματικές περικοπές, αντιδρώντας απρόβλεπτα, ασύμμετρα και μαζικά.
Η Γενική Συνομοσπονδία Επαγγελματιών, Βιοτεχνών, Εμπόρων Ελλάδας, εκτιμά ότι οι νέες φορολογικές ρυθμίσεις και η ακολουθούμενη με όλο και μεγαλύτερη ένταση πολιτική εσωτερικής υποτίμησης έχει πλέον φθάσει στα ιστορικά της όρια, ενώ έχει εξωθήσει στα οικονομικά τους όρια καταναλωτές και επιχειρήσεις. Μεγάλη πιθανότητα για την πλειοψηφία των νοικοκυριών που «υποφέρουν» τα όρια αυτά να είναι μη αναστρέψιμα. Η προώθηση στοχευμένων παρεμβάσεων σε ό,τι αφορά στην κινητικότητα της οικονομίας (επενδύσεις) σε μικρή κλίμακα, τη δίκαιη κατανομή βαρών, τη μείωση του Φ.Π.Α (ιδιαίτερα στην εστίαση) και την άσκηση πολιτικών απασχόλησης για την ραχοκοκαλιά της απασχόλησης που είναι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελεί επιτακτική ανάγκη».
Η έρευνα έγινε σε δείγμα 1.207 νοικοκυριών στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας την περίοδο Δεκεμβρίου, με στόχο την καταγραφή των επιπτώσεων της οικονομικής κρίσης στο εισόδημα, τις δαπάνες των νοικοκυριών, καθώς και την αποτύπωση της στάσης των καταναλωτών σχετικά με την ποιότητα διαβίωσης, τις φορολογικές και άλλες οικονομικές υποχρεώσεις.