Άλλωστε μελετώντας την ιστορική διαδρομή, των αναπτυξιακών πολιτικών και οικονομικών επιλογών, της μεταπολεμικής περιόδου στην Ελλάδα, θα διαπιστώσουμε ότι οι σχεδιαζόμενοι προγραμματισμοί, καταλήγουν σ’ ένα στενό κύκλο διαπλεκόμενων σχέσεων πολιτικού, τραπεζικού και επιχειρηματικού κεφαλαίου.
Ενώ υπήρξε θεσμοθετημένος σχεδιασμός, ο οποίος παρ’ όλες τις αστοχίες και τα λάθη που είχε, εισήγαγε έννοιες όπως αειφορία, φέρουσα ικανότητα, βιώσιμη ανάπτυξη, κοινωνική συνοχή, προστασία φυσικού και πολιτιστικού πλούτου, παρέμεινε μόνο στη θεωρία και ουδέποτε εφαρμόστηκε.
Σήμερα πλέον αντικρίζοντας την πρωτοφανή λεηλασία του ελληνικού τοπίου, τις οικονομικές συνθήκες τις οποίες βιώνουν οι πολίτες αυτού του τόπου και την κατάρρευση του κοινωνικού ιστού, αμφισβητείται το πρότυπο παραγωγής και κατανάλωσης, καθώς και η χωρική οργάνωση που έχει ακολουθηθεί.
Τα παραπάνω συνέβαλαν στη κρίση που βιώνει η χώρα μας. Αυτή η κρίση, η οποία δεν είναι μόνο Ελληνική, αλλά Ευρωπαϊκή, είναι πολιτική, οικονομική και κοινωνική. Υπήρξε μία ψεύτικη ευημερία, που όμως οι παρενέργειές της ήταν από καιρό ορατές, με φαινόμενα που διαβάζουμε εύκολα στο φυσικό και δομημένο περιβάλλον. Ένα φυσικό περιβάλλον, που αγνοήθηκε και θυσιάστηκε στο μοντέλο του μαζικού τουρισμού και της κατανάλωσης. Δημιουργήθηκε ένα οικιστικό περιβάλλον διάσπαρτο και αδιάφορο, χωρίς αναφορές στον τόπο και την παράδοση, χωρίς ίχνος αρχιτεκτονικής έρευνας, χωρίς τις αναγκαίες υποδομές, που είχε σαν αποτέλεσμα την περιβαλλοντική υποβάθμιση και την διάσπαση της χωρικής και κοινωνικής συνοχής. Η όποια εξάπλωση του οικιστικού ιστού έγινε χωρίς επαρκή σχεδιασμό. Προκλήθηκε κατάρρευση του παραγωγικού τομέα, υποβάθμιση της υγείας, της εκπαίδευσης και του πολιτισμού. Σε όλα τα παραπάνω συνέβαλλαν τα μέγιστα η υπέρμετρη κατανάλωση αγαθών και φυσικών πόρων, καθώς και οι επιδοτήσεις χωρίς σχεδιασμό και έλεγχο. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι η φτωχοποίηση του μεγαλύτερου τμήματος του πληθυσμού, η ανεργία, η ανασφάλεια και η εξάπλωση της βίας.
Εν μέσω αυτής της κρίσης γίνεται σήμερα η αναθεώρηση του Χωροταξικού Περιφερειακού Πλαισίου Κρήτης, χωρίς όμως να φαίνεται ότι στόχο του αποτελεί η αντιστροφή όλων των παραπάνω φαινομένων.
Έχει όμως ουσιαστικό ρόλο η αναθεώρηση του χωροταξικού περιφερειακού πλαισίου;
Την ώρα που συζητείται η αναθεώρηση του χωροταξικού σχεδιασμού της Κρήτης, έχει θεσπιστεί η αλλαγή του με όρους καθαρά οικονομικούς. Η κεντρική θέση της κυβέρνησης, είναι η αποπληρωμή του χρέους, η οποία πρόκειται να γίνει βάσει της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας (δηλαδή ξεπούλημα).
Οι παρεμβάσεις στο χώρο από εδώ και πέρα θα γίνονται με μη πολεοδομικούς νόμους και σχέδια. Οι μεταβολές των πόλεων, των οικισμών και του περιβάλλοντος, δεν θα προκύπτουν από τις επιδιώξεις των κατοίκων τους και τους σχεδιασμούς των δημόσιων ή συλλογικών φορέων, αλλά από τη συγκυριακή κίνηση του διεθνούς και τοπικού κεφαλαίου. Με άλλα λόγια το ξένο και εγχώριο επενδυτικό κεφάλαιο θα ορίζει σχεδόν αποκλειστικά το μέλλον κάθε τόπου και κατ’ επέκταση του συνόλου της χώρας.
Γι αυτό εισάγονται δύο νέα νομοθετικά εργαλεία: Τα Ειδικά Σχέδια Χωρικής Ανάπτυξης Δημοσίων Ακινήτων και τα Ειδικά Σχέδια Ανάπτυξης Στρατηγικών Επενδύσεων (fast track), με τα οποία κάθε θεσμοθετημένη ρύθμιση καταργείται και επί της ουσίας, αντί να προσαρμόζεται ο ιδιώτης επενδυτής στη νομοθεσία, προσαρμόζεται η νομοθεσία στις επιθυμίες του επενδυτή.
Για να ξεπεραστεί η κρίση υποστηρίζονται δύο απόψεις:
Η πρώτη, που λέει ότι το υφιστάμενο μοντέλο πρέπει να συνεχιστεί και ζητούμενο είναι η εκποίηση της δημόσιας περιουσίας, η δημιουργία δεξαμενής φτηνού εργατικού δυναμικού και η προώθηση της χώρας ως ενεργειακός κόμβος. Όλα αυτά, που είναι και οι σημερινές πολιτικές επιλογές, αποκαλούνται «ανάπτυξη».
Η δεύτερη, ότι υπάρχει πλέον ανάγκη για αντικατάσταση του σημερινού προτύπου παραγωγής με ένα νέο μοντέλο, βασιζόμενο στις ανθρώπινες ανάγκες, θέση που υποστηρίζεται από τους πιο επιφανείς χωροτάκτες και αρχιτέκτονες σε παγκόσμιο επίπεδο.
Το νέο αυτό μοντέλο πρέπει να βασίζεται στην κοινωνική συνοχή και στην οικολογία, να στηρίζεται στις πραγματικά παραγωγικές δυνάμεις και στους πόρους κάθε περιοχής. Ο εναλλακτικός τρόπος για την παραγωγική, χωρική, πολιτιστική και οικολογική συγκρότηση θα πρέπει να είναι τα ζητούμενα. Οι κατευθύνσεις του νέου μοντέλου θα έπρεπε να αφορούν στα ζητήματα της καθημερινής ζωής στις πόλεις και τους οικισμούς και στα ζητήματα στέγασης, εκπαίδευσης, υγείας και πολιτισμού. Δηλαδή στην προάσπιση και ποιοτική αναβάθμιση των κοινωνικών και φυσικών αγαθών.
Τα Ειδικά Χωροταξικά, τα Ειδικά Σχέδια Χωρικής Ανάπτυξης Δημοσίων Ακινήτων και τα Ειδικά Σχέδια Ανάπτυξης Στρατηγικών Επενδύσεων πρέπει να καταργηθούν, γιατί είναι αντίθετα με τη δεύτερη άποψη, την οποία θεωρούμε ότι είναι η μοναδική μας διέξοδος. Ο σχεδιασμός πρέπει να έχει επίκεντρο τον άνθρωπο και τις ανάγκες του και όχι να προασπίζει το κέρδος των λίγων.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν υπάρχει ουδέτερος σχεδιασμός. Κάθε επέμβαση έχει επιπτώσεις στο περιβάλλον και στην ζωή των ανθρώπων, γι’ αυτό οφείλουμε να σχεδιάζουμε με υπευθυνότητα και γνώση. Είναι χρέος μας να διεκδικήσουμε την κατάργηση όλων των νόμων που παραδίδουν τους αιγιαλούς και τις παραλίες, τα δάση, τα βουνά και τους αρχαιολογικούς χώρους με μόνο κριτήριο το κέρδος.
Η πράσινη ανάπτυξη, όρος που συχνά χρησιμοποιείται στα χωροταξικά πλαίσια, για να είναι πράσινη, πρέπει πρώτα να είναι ανάπτυξη, να παράγει εισόδημα, παιδεία και ποιότητα ζωής, κατανεμημένα ισόρροπα στην κοινωνία και στο χώρο, ώστε ο πληθυσμός να συγκρατείται στον τόπο του, να παράγει όσα του χρειάζονται, και να διαμορφώνει ο ίδιος το χώρο του σωστά, εντασσόμενος στο οικοσύστημα ως κυρίαρχο στοιχείο του.
Με βάση τις παραπάνω αρχές, οι προτάσεις του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων Ρεθύμνου για ένα νέο χωροταξικό περιφερειακό πλαίσιο, που θα δώσει κατευθύνσεις και θα ρυθμίζει πραγματικά το χώρο, είναι οι εξής:
Στο Γενικό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης της χώρας προτάσσεται ο στόχος της ανταγωνιστικότητας, έναντι του στόχου που εμείς υποστηρίζουμε, δηλαδή της «χωρικής και κοινωνικής συνοχής». Σύμφωνα με το εθνικό χωροταξικό, οι αναπτυξιακές επιλογές βασίζονται σε πόλους, δίπολα πόλεων και άξονες ανάπτυξης. Η λογική του είναι να έχουμε πόλεις ανταγωνιστικές, ώστε να επιτευχθεί η ανάπτυξη. Αντίθετα, η λογική η δική μας, όχι μόνο για την Κρήτη, αλλά και για όλη την Ελλάδα, είναι η οργάνωση ενός δικτύου πόλεων, συμπληρωματικών η μία με την άλλη.
Καταρχήν να επισημάνουμε την τεράστια επέκταση που προτείνεται στο ΓΠΣ, που καταργεί την έννοια της συμπαγούς πόλης, αγνοώντας δασικές εκτάσεις, φαράγγια, γεωργική γη, κτηνοτροφία. Ο σχεδιασμός δεν επεμβαίνει στη σημερινή πόλη, αδιαφορώντας για χρόνια προβλήματα που παραμένουν άλυτα όπως: η θεσμοθέτηση χρήσεων στη παλιά πόλη με μικτό σύστημα και όχι με ζώνες, η ανάγκη για αύξηση των ελεύθερων χώρων, η ουσιαστική ανάπλαση όλων των υποβαθμισμένων συνοικιών της πόλης, η δέσμευση των στρατιωτικών εγκαταστάσεων στον Κουμπέ, της σχολής Χωροφυλακής, του δημοτικού οικοπέδου των Τεσσάρων Μαρτύρων και η ενοποίησή του με το Δημοτικό Κήπο, ως ελεύθερους και κοινωφελείς χώρους, η διατήρηση της ιστορικής μνήμης της πόλης, μέσω της κήρυξης ως νεώτερα μνημεία, των βιομηχανικών κτηρίων (π.χ. στον Κουμπέ) και των προσφυγικών κατοικιών, αναβάθμιση όλων των δημοσίων κτηρίων εκπαίδευσης και υγείας. Ιδιαίτερα για το λιμάνι, απαιτείται σχεδιασμός του χώρου χωρίς την προσθήκη κτηρίων, αφαίρεση των περιφράξεων και εγκατάσταση υποδομών για την εξυπηρέτηση σκαφών. Ξέρουμε βέβαια ότι βρίσκεται προς εκποίηση, μαζί με τα άλλα λιμάνια της Κρήτης, πληρώνοντας κακές μελέτες, τις οποίες θα καρπωθούν οι επενδυτές. Υποχρέωση όλων μας είναι να διεκδικήσουμε το δημόσιο χαρακτήρα του λιμανιού.
Οι τεράστιες επεκτάσεις που έγιναν στους οικισμούς στο παρελθόν και πλέον ορισμένες γίνονται και στο Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο Ρεθύμνου και στα ΣΧΟΟΑΠ, δεν είναι ούτε χωροταξία, ούτε πολεοδόμηση. Η πραγματικότητα είναι το ξεπούλημα της γης, όπου παραβιάζεται κάθε κανόνας νομιμότητας, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη κανένα επιστημονικό κριτήριο. Χωρίς όραμα, χωρίς συγκεκριμένους στόχους, με αλλοπρόσαλλα ή αντιφατικά προγράμματα, με αδύναμη δημόσια διοίκηση και με την πλειοψηφία των πολιτών να κατευθύνεται μόνο από προσωπικό συμφέρον.
Η κάθε επέκταση επιβάλλεται να είναι ιδιαίτερα φειδωλή, τόσο ως προς τη θέση, όσο και προς την έκτασή της, πρέπει να γίνεται με κριτήρια λογικής που σέβεται τους ελεύθερους και κοινόχρηστους χώρους, τη γεωργική γη, την κτηνοτροφία και την προστασία των συνεκτικών τμημάτων των οικισμών. Πρέπει να προστατευτούν οι ιστορικοί τόποι, οι παραδοσιακοί οικισμοί, τα δάση και οι περιοχές ιδιαίτερου φυσικού κάλους. Οι παραλιακοί οικισμοί, οι οποίοι έχουν αλλοιωθεί από έργα εκτός κλίμακας (πχ αλιευτικό καταφύγιο Πλακιά), πρέπει να αντιμετωπιστούν με ιδιαίτερη ευαισθησία.
Το σύγχρονο αίτημα είναι οι ανθρώπινοι οικισμοί με βιώσιμη ανάπτυξη, με κοινωνική συνοχή, με πολιτιστική και περιβαλλοντική ταυτότητα. Ανά ομάδα οικισμών πρέπει να υπάρξει σχέδιο διαχείρισης της ενέργειας, του υδάτινου δυναμικού και των απορριμμάτων, ώστε να αποφεύγονται τα τεράστια και κοστοβόρα δίκτυα, ιδιαίτερα αγαπητά στις μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες. Οι επεκτάσεις επιβάλλεται να βρίσκονται σε άμεση γειτνίαση με τα υφιστάμενα οικιστικά σύνολα, δημιουργώντας συνεκτικούς οικισμούς, αποφεύγοντας τη διάσπαση της συνέχειάς τους από οδικούς άξονες υπεραστικής κυκλοφορίας. Το εμβαδόν των επεκτάσεων πρέπει να τεκμηριώνεται από δημογραφικά και οικονομικά στοιχεία (αυξητική τάση πληθυσμού και δεικτών ανάπτυξης) με δεδομένη την έκταση των υφιστάμενων οικιστικών υποδοχέων που είναι ήδη πολύ μεγάλη.
Οι οδικοί άξονες που έχουν διανοιχτεί έως σήμερα, στις περισσότερες περιπτώσεις, εκτιμούμε ότι είχαν αρνητικά αποτελέσματα, δεδομένου ότι δαπανήθηκαν πολλά χρήματα και δεν έφεραν ουσιαστικές βελτιώσεις στη ζωή των κατοίκων (πχ ασφάλεια). Αντιθέτως υπήρξαν πολλές περιπτώσεις, όπου οι διανοίξεις κατέστρεψαν ανεπανόρθωτα το φυσικό μας πλούτο, όπως την παραλία της Τριόπετρας, το δρόμο προς το Ιδαίον Άντρον και το δάσος στα Αγκουσελιανά, καθώς και τον αρχιτεκτονικό μας πλούτο, όπως συνεκτικά τμήματα οικισμών τα οποία διέσχισαν, τεμαχίζοντας τον οικιστικό ιστό και τους κοινόχρηστους χώρους, οι οποίοι αποτελούν και το ουσιαστικότερο κομμάτι της κοινωνικής ζωής των κατοίκων. Τα τελευταία χρόνια το φαινόμενο των δρόμων στα βουνά για την εγκατάσταση κεραιών, αιολικών πάρκων και φωτοβολταϊκών έχει αλλοιώσει ορεινούς όγκους, κορυφογραμμές και δάση, καταστροφές που δυστυχώς δεν είναι αντιστρέψιμες.
Πρέπει επιτέλους καταρχήν να ιεραρχήσουμε τις προτεραιότητές μας σχετικά με τα έργα και τις υποδομές που πρέπει να πραγματοποιηθούν προκειμένου οι πόλεις και τα χωριά να γίνουν βιώσιμα. Δεν μπορεί όλα τα χρηματοδοτούμενα έργα να είναι μόνο δρόμοι.
Κατά δεύτερον πριν από τη χάραξη νέων δικτύων, πρέπει να γίνει οριοθέτηση των συνεκτικών τμημάτων των οικισμών και να δημιουργηθεί ζώνης προστασίας με κοινόχρηστους χώρους και αστικό πράσινο. Η κυκλοφορία των οχημάτων πρέπει να περιορίζεται έως τη ζώνη προστασίας γύρω από τα συνεκτικά τμήματα, όπου θα υπάρχουν χώροι στάθμευσης. Είναι απαραίτητη η πεζοδρόμηση των οδικών δικτύων μέσα στα συνεκτικά τμήματα (ή χαρακτηρισμό τους ως ήπιας κυκλοφορίας), προκειμένου να προστατευτεί ο οικιστικός ιστός και οι κοινόχρηστοι χώροι, οι οποίοι πρέπει να αναπλαστούν και να αναβαθμιστούν με υπογειοποιημένα τα δίκτυα κοινής ωφέλειας, αποκατάσταση
σημαντικών κτηρίων κ.τλ.
Σε αυτή τη ζώνη προστασίας θα μπορούσε να τοποθετηθεί και το προτεινόμενο οδικό δίκτυο που θα παρακάμπτει τον κάθε οικισμό, όχι διασχίζοντάς τον, αλλά σε επαφή με τους χώρους στάθμευσης.
Στις μέρες μας, εν μέσω της οικονομικής κρίσης ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι στρέφονται στην επιστροφή στα εξωαστικά κέντρα και στην αυτοπαραγωγή, προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν τη φτώχεια και την ανεργία. Είναι ορατό μάλιστα το φαινόμενο της αυξανόμενης προσέλευσης πολιτών σε συσσίτια και του πολλαπλασιασμού των κινήσεων πολιτών, όπου διατίθενται προϊόντα ποιότητας σε χαμηλές τιμές.
Κατανοούμε λοιπόν, ότι η γεωργική και η κτηνοτροφική γη, είναι πραγματικά πρώτης προτεραιότητας και πρέπει να προστατευτεί, καθώς αποτελεί ουσιαστικό αντίμετρο στις σημερινές συνθήκες. Πρέπει να αντιστραφεί το φαινόμενο της εξάρτησης από τα εισαγόμενα προϊόντα, που σήμερα είναι το 75% των προϊόντων διατροφής και να επιδιώξουμε σχετική διατροφική αυτάρκεια. Οι ντόπιες ποικιλίες πρέπει να αναδειχθούν και να προωθηθούν. Τα παραγόμενα προϊόντα πρέπει να μην είναι επιβλαβή για την υγεία. Πρέπει να υπάρξει εκπαίδευση του πληθυσμού ως προς την αξία αυτής της παραγωγής και της μεταποίησης των προϊόντων της. Η κατανάλωση των τοπικών αγαθών από τα τουριστικά καταλύματα και τα καταστήματα εστίασης, πρέπει να υποστηριχτεί από το κράτος. Αυτή η διαδικασία πρέπει να υποστηριχθεί από τη γεωργική σχολή Ασωμάτων, η οποία μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά στην όλη προσπάθεια. Να γίνει σύνδεση με το Μεσογειακό Αγρονομικό Ινστιτούτο Χανίων. Η καλλιέργεια και η βόσκηση πρέπει να είναι ισόρροπες και να μην λειτουργούν εις βάρος άλλων φυσικών πόρων, όπως η βόσκηση σε μεγάλα υψόμετρα και προστατευόμενες περιοχές.
Η Κρήτη, ως τόπος, διαθέτει ακόμα μια τεράστια ποικιλία χαρακτηριστικών, τα οποία την καθιστούν ως κύριο τουριστικό προορισμό της χώρας. Το ισχύον μαζικό πρότυπο της τουριστικής δραστηριότητας έχει οδηγήσει τον τόπο στην εικόνα του βόρειου μετώπου της Κρήτης, που όλοι αντικρίζουμε σήμερα. Υπάρχει πλήρης εξάρτηση από τα μεγάλα τουριστικά γραφεία, πολύ απλά γιατί δεν έχουμε επισκέπτες που ζητούν να έρθουν, αλλά τουρίστες που τους φέρνουν, συχνά μετά από διακρατικές συμφωνίες.
Η Κρήτη είναι σε θέση να αναπτύξει τον ποιοτικό τουρισμό, προστατεύοντας και αναδεικνύοντας τους φυσικούς και πολιτιστικούς της πόρους, ώστε να ανταποκριθεί στην αναπτυσσόμενη ζήτηση για αντίστοιχα τουριστικά προϊόντα. Πρέπει να αναπροσδιοριστεί εκ νέου ως προορισμός, όπου ο επισκέπτης θα απολαμβάνει τις μοναδικότητες του τόπου, όσον αφορά στον πολιτισμό, στη γευσιγνωσία, στα παραγόμενα προϊόντα, στο τοπίο και στις δραστηριότητες που σχετίζονται με αυτό.
Οι δύο τεράστιες ξενοδοχειακές μονάδες, που σχεδιάζονται να κατασκευαστούν στο Κάβο Σίδερο και την Τριόπετρα, απέχουν πολύ μακριά από τις παραπάνω λογικές. Το προγραμματιζόμενο λιμάνι στο νότο, του οποίου η κύρια δραστηριότητα θα είναι η κυκλοφορία εμπορικών πλοίων με containers, θα αλλάξει τελείως τα χαρακτηριστικά της περιοχής και θα καταστρέψει κάθε ήπια τουριστική προοπτική.
Η ανάπτυξη του τουρισμού δεν θα πρέπει όμως να αποτελεί αυτοσκοπό. Στόχος πρέπει να είναι, η τουριστική ανάπτυξη να συμβάλλει στην οικονομική και κοινωνική πρόοδο της Κρήτης, βελτιώνοντας τόσο τα εισοδήματα και τις συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων της, όσο και τις γενικότερες προοπτικές ανάπτυξης του τόπου.
Για τα στερεά απορρίμματα, αυτή τη στιγμή, εκπονούνται μελέτες συλλογής και διαχείρισης σε κάθε νομό. Για την περιβαλλοντικά ορθή και οικονομικά και χωρικά δίκαιη διαχείριση των απορριμμάτων, πρέπει να ελαχιστοποιήσουμε τις ποσότητες, με την διαλογή στην πηγή, την επαναχρησιμοποίηση, την ανακύκλωση, την κομποστοποίηση. Ως φορέας κατασκευής και διαχείρισης πρέπει να είναι οι δήμοι.
Με την ίδια λογική πρέπει να αντιμετωπίζονται και τα υπολείμματα της κατασκευής των οικοδομών, τα υλικά κατεδάφισης και προϊόντα εκσκαφών. Αυτά μπορούν να χρησιμοποιούνται για την αποκατάσταση των παλιών λατομείων και όχι να πετάγονται παρανόμως στα φαράγγια και στους επικλινείς χώρους των παραθαλασσίων περιοχών.
Υπάρχουν εξαιρετικά παραδείγματα αποκατάστασης παλιών λατομείων στον Ελλαδικό χώρο. Για τα υγρά απόβλητα, πρέπει να εκπονηθούν μελέτες, λαμβάνοντας υπόψη ευαίσθητες περιοχές. Παράδειγμα προς αποφυγή είναι η κατασκευή των αντλιοστασίων του π. Δήμου Αρκαδίου στο προστατευόμενο παράκτιο οικοσύστημα, τα οποία πρέπει να κατεδαφιστούν όλα. Το φαινόμενο κατά το οποίο αποδέκτες των υγρών αποβλήτων, είναι τα φαράγγια και τα ποτάμια, πρέπει να σταματήσει. Ιδιαίτερα τα απόβλητα των ελαιοτριβείων, των σφαγείων και των αγροτικών συνεταιρισμών, δημιουργούν τεράστια προβλήματα. Πολλά από αυτά τα απόβλητα, κάποιες φορές το χρόνο καταλήγουν στη θάλασσα. Πρέπει επειγόντως να σφραγιστούν όλες οι μονάδες που δεν έχουν εγκατάσταση διαχείρισης των αποβλήτων τους.
Είναι θετικό το πρόγραμμα που υπάρχει, για την κατασκευή εγκαταστάσεων βιολογικού καθαρισμού ανά ομάδες οικισμών, το οποίο όμως πρέπει να πραγματοποιηθεί. Επίσης, πρέπει όλοι οι υφιστάμενοι βιολογικοί καθαρισμοί να ελεγχθούν και να αποκατασταθεί η σωστή λειτουργία τους.
Είναι κοινή λογική ότι ο ποιοτικός τουρισμός με τη συνεργασία στον τομέα της γεωργοκτηνοτροφίας, η ενίσχυση του πρωτογενούς τομέα, η προστασία και η ανάδειξη του φυσικού και πολιτιστικού χώρου και η ενίσχυση των δραστηριοτήτων της ήπιας τουριστικής ανάπτυξης στους ορεινούς και ημιορεινούς όγκους, δεν μπορούν να συνυπάρξουν με τις υφιστάμενες εγκρίσεις των ΑΠΕ που φαίνονται στο χάρτη της ΡΑΕ, δεδομένου ότι έχουν τοποθετηθεί κατά βούληση, αγνοώντας όλα τα παραπάνω.
Πράσινο νησί, όπως αναφέρεται στην αναθεώρηση του χωροταξικού, σημαίνει μείωση της κατανάλωσης και όχι το κυνήγι της αύξησής της. Σημαίνει αυτοπαραγωγή και διαχείριση του νερού, της ενέργειας και των απορριμμάτων σε μικρή κλίμακα, που να σέβεται τη φέρουσα ικανότητα του κάθε τόπου, προστατεύοντας τη φυσιογνωμία του και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του. Μικρή κλίμακα σημαίνει, ότι τοποθετούμε φωτοβολταϊκά πάνελ στα δώματα των κτηρίων (δημόσιων και ιδιωτικών), μετά από σχεδιασμό, όπου οι εγκαταστάσεις δεν θα είναι ορατές από κοινόχρηστους χώρους. Υποστηρίζουμε ότι καμία ανεμογεννήτρια δεν θα πρέπει να τοποθετηθεί στα βουνά (όπως και καμία κατασκευή γενικότερα στις κορυφογραμμές).
Πρέπει να ανακληθούν όλες οι άδειες, που έχουν εγκριθεί από τη ΡΑΕ, προκειμένου να υπάρξει ο κατάλληλος σχεδιασμός, που θα προασπίζει όλα τα παραπάνω. Ήδη, οι κατασκευασμένες εγκαταστάσεις, μαζί με τους δρόμους προσπέλασης και τα δίκτυα, έχουν προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά στο τοπίο και έχουν κοστίσει πάρα πολλά χρήματα στο δημόσιο.
Σύλλογος Αρχιτεκτόνων Ρεθύμνου (τμήμα Σ.Α.Δ.Α.Σ Π.Ε.Α.)