Σε ικανοποιητικό επίπεδο εξελίσσεται στο Ρέθυμνο η μελισσοκομία, μία από τις αγροτικές ενασχολήσεις που απαιτεί ιδιαίτερες γνώσεις, υπομονή και τέχνη για να αποδώσει τα προσδοκώμενα.
Η Κρήτη αποτελεί αναλογικά την πρώτη περιοχή στον κόσμο σε ό,τι αφορά τα μελισσοσμήνη που εκτρέφονται και αντίστοιχα στην παραγωγή μελιού, αλλά και στην κατανάλωσή του από τους ντόπιους κατοίκους και τους επισκέπτες του νησιού.
Αμέσως μετά το λάδι, θεωρείται ένα από τα κατεξοχήν παραγόμενα προϊόντα της Κρήτης, χωρίς ωστόσο να έχει καταφέρει να πιστοποιήσει με ονομασία προέλευσης το τοπικό είδος μελιού, το «πευκοθύμαρο».
Η παραγωγή καλύπτει τις τοπικές ανάγκες, διοχετεύεται σε ολόκληρη την Ελλάδα αλλά ελάχιστα εξάγεται στο εξωτερικό.
Τα θέμα διατήρησης της ποιότητας του προϊόντος, της πιστοποίησης και βέβαια της εξαγωγής του, απασχολούν τον Μελισσοκομικό Συνεταιρισμό Ρεθύμνου, ο οποίος λειτουργεί με στόχο την προώθηση των θεμάτων που άπτονται της παραγωγής και της διάθεσης.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Μελισσοκομικού Συνεταιρισμού κ. Νίκο Μπιρλιράκη, με βάση τα μελισσοκομικά βιβλιάρια που έχουν εκδοθεί από την τοπική Διεύθυνση Αγροτικής Ανάπτυξης, στην Περιφερειακή Ενότητα Ρεθύμνου, υπάρχουν περίπου 200 μελισσοκόμοι.
Ωστόσο, ο πραγματικός αριθμός δεν μπορεί να διαπιστωθεί γιατί υπάρχουν και άτομα που δεν βγάζουν βιβλιάρια, καθώς διατηρούν λιγότερα από δέκα μελισοσσμήνη.
Στον συνεταιρισμό συμμετέχουν μόλις 35 μελισσοκόμοι, επαγγελματίες του είδους, που αξιοποιούν κάθε σύγχρονη τεχνική προστασίας των μελισσών και αξιοποίησης του μελιού.
Μιλώντας για το επίπεδο της μελισσοκομίας στο Ρέθυμνο ο κ. Μπιρλιράκης είπε στην εφημερίδα μας, ότι «σίγουρα δεν είμαστε σε κακό επίπεδο αλλά δεν μπορούμε να πούμε, ότι είμαστε και στο επιθυμητό επίπεδο. Έχουμε πολλά βήματα μπροστά να κάνουμε, και οφείλουμε να τα κάνουμε, αν θέλουμε να διατηρήσουμε την κατάσταση στον κλάδο μας. Υπάρχει πολύς χώρος μπροστά για να διανύσουμε, κυρίως όσον αφορά όχι τόσο την ποσότητα, τον αριθμό των κυψελών που υπάρχουν, όπου θεωρώ ότι εκεί είμαστε και καλυμμένοι, αλλά όσον αφορά την ποιότητα στον τρόπο εργασίας που έχουμε, μας χρειάζεται κυρίως επιμόρφωση».
Μεγάλη παραγωγή σ’ ολόκληρη την Κρήτη
Σύμφωνα με τον κ. Μπιρλιράκη, υπολογίζεται, ότι σε ολόκληρη την Κρήτη η παραγωγή μελιού ξεπερνά τις τρεις χιλιάδες τόνους ετησίως, ανάλογα με τη χρονιά πάντα, καθώς οι καιρικές συνθήκες επηρεάζουν καταλυτικά.
Στο Ρέθυμνο παράγονται περίπου πεντακόσιοι τόνοι ετησίως, οι οποίοι διατίθενται στην τοπική αγορά κυρίως από τους ίδιους τους μελισσοκόμους.
Για τον πολύ σημαντικό τομέα της διάθεσης, ο κ. Μπιρλιράκης τόνισε, ότι: «το μέλι μας επειδή είναι διαπιστωμένα καλής ποιότητας, βρίσκει την ανταπόκριση που χρειάζεται και πουλιέται αρκετά. Το περισσότερο από σπίτι σε σπίτι, καθώς η μεγαλύτερη ποσότητα φεύγει κάπως έτσι. Άλλη ποσότητα φεύγει και σε μαγαζιά τυποποιημένο πάντα, αλλά και στην εγχώρια αγορά. Ασφαλώς θα πρέπει να συνυπολογίσουμε το μέλι που καταναλώνουν οι επισκέπτες, είτε το καταναλώνουν εδώ ή το παίρνουν και φεύγουν εντός ή εκτός Ελλάδος. Οι κρητικοί εκτός από την πρωτιά που έχουν στην κατανάλωση του ελαιολάδου παγκοσμίως, έχουν και την πρωτιά σε κατανάλωση μελιού. Το καλό είναι ότι δεν μας μένει, οι παραγωγές απορροφούνται».
Ωστόσο οργανωμένη εξαγωγή δεν υπάρχει και ουσιαστικά δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία.
Μιλώντας για αυτό, ο πρόεδρος του Συνεταιρισμού Μελισσοκόμων Ρεθύμνου, δήλωσε, ότι: «σε περιορισμένη κλίμακα κάνουμε εξαγωγές, δεν γνωρίζω στοιχεία και δεν θα ήθελα να δώσω κάποια νούμερα εσφαλμένα, γνωρίζω όμως, ότι αρκετοί συνάδελφοι οργανωμένοι έχουν προβεί και στη δημιουργία μικρών μονάδων. Έχουμε αρκετά συσκευαστήρια στην Κρήτη σε μικρό επίπεδο μεν, αλλά είναι αρκετά. Μικρές μονάδες που δημιουργήθηκαν είτε εντασσόμενες σε κάποιο αναπτυξιακό νόμο ή σε κάποιο αγροτουριστικό πρόγραμμα».
Με αργό βηματισμό και όχι οργανωμένα
Ενώ λοιπόν γίνεται αντιληπτό, ότι υπάρχει επαρκής παραγωγή και ενώ έχουν γίνει κάποια βήματα με μικρές μονάδες τυποποίησης και διάθεσης, γίνεται αντιληπτό, ότι όλη αυτή η διαδικασία γίνεται κατά κύριο λόγο με πρωτοβουλία μεμονωμένων προσώπων και όχι οργανωμένα.
Ο συντονισμός ενεργειών, ωστόσο, αποτελεί ζητούμενο για τον κλάδο, καθώς ήδη υπάρχει κορεσμός σε ό,τι αφορά την εκτροφή μελισοσμηνών στο νησί και παράλληλα έχει αρχίσει να γίνεται εκμετάλλευση της μεγάλης ζήτησης του προϊόντος, γεγονός, που ανησυχεί τους επαγγελματίες μελισσοκόμους, οι οποίοι δεν θέλουν να τεθεί θέμα ποιότητας.
Ξεκινώντας από το θέμα της εκτροφής μελισσών στο νησί ο κ. Μπιρλιράκης τόνισε μιλώντας στην εφημερίδα μας ότι δεν υπάρχουν περιθώρια αύξησης του αριθμού των μελισσοκόμων. Είπε χαρακτηριστικά ότι «αν λάβουμε ως δεδομένο την υφιστάμενη κατάσταση στο νησί μας θα απαντήσω όχι, δεν υπάρχουν περιθώρια ανάπτυξης και άλλων μελισοσμηνών. Αυτή τη στιγμή η Κρήτη είναι η πρώτη περιοχή παγκοσμίως σε μελισσοχωρητικότητα, έχει τις περισσότερες κυψέλες ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο στον κόσμο. Αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν εμπλουτίσουμε τη χλωρίδα του τόπου μας, και αν αντιμετωπίσουμε το ζήτημα της ερημοποίησης σε περιοχές της Κρήτης, οι οποίες πάσχουν. Αυτές οι περιοχές, θα μπορούσαν να εμπλουτιστούν με μελισσοκομικά φυτά και να δημιουργηθούν προϋποθέσεις ανάπτυξης, να δοθεί δηλαδή η δυνατότητα και σε άλλους ανθρώπους να ασχοληθούν με την μελισσοκομία».
Ο ίδιος θεωρεί, ότι πρέπει να αναπτυχθούν πρωτοβουλίες συνολικής αντιμετώπισης των ζητημάτων παραγωγής και προώθησης του τοπικού μελιού, με πρώτο τον χαρακτηρισμό και την πιστοποίηση του «πευκοθύμαρου» που είναι το κατ’ εξοχήν Κρητικό μέλι.
Παράλληλα, θα πρέπει η πολιτεία να δώσει στους Κρητικούς μελισσοκόμους, δυνατότητες, τις οποίες έχει δώσει σε συναδέλφους τους, που δραστηριοποιούνται σε πιο μικρά νησιά και άλλες περιοχές.
Χαρακτηριστικά δήλωσε, ότι: «πρέπει να αντιμετωπισθεί και να σχεδιαστεί η μελισσοκομία της Κρήτης σε νέα βάση, προσδοκώντας ότι η νέα βάση θα είναι καλύτερη από την προηγούμενη, που δεν ήταν τόσο δυνατή. Από πλευράς της κεντρικής διοίκησης του κράτους η Κρήτη είναι ριγμένη. Γιατί όταν βλέπουμε, ότι δίνονται πάρα πολλές επιχορηγήσεις σε όλα τα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου, προκειμένου να αγοράζουν ζάχαρες και να ταΐζουν τις μέλισσες, στην Κρήτη δεν μας επιχορηγούν για τίποτα. Ούτε για ένα βασικό μας αίτημα, την δυνατότητα επιχορήγησης για την κατασκευή των αποθηκών, που θα συγκεντρώνουμε το μέλι μας. Εξαιρούν την Κρήτη από κάθε πρόβλημα και αυτό είναι άδικο.
Η Κρήτη είναι μεγάλο νησί, ασφαλώς δεν μπορεί να συγκριθεί με την Κάλυμνο ή τη Σάμο. Έχει άλλες δυνατότητες, αλλά ακριβώς επειδή έχουμε άλλες δυνατότητες πρέπει να μας δουν και με άλλο μάτι, γιατί εμείς μπορούμε να αναπτύξουμε τη μελισσοκομία, να κάνουμε εξαγωγές, να προωθήσουμε το προϊόν μας σε οποιαδήποτε αγορά. Ένα μικρό νησί τι θα κάνει αφού δεν έχει μεγάλη παραγωγή; Δεν λέμε να πάρει από τα μικρά νησιά και να το δώσει σε εμάς. Αλλά δεν πρέπει να συνεχίσουν να εξαιρούν πάντα την Κρήτη».
Αυτό, είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα, το οποίο σήμερα αντιμετωπίζουν οι μελισσοκόμοι του νησιού μας, ενώ αμέσως μετά μπαίνει ζήτημα και για την ραγδαία αύξηση που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια στον αριθμό των ανθρώπων που αποφασίζουν να ασχοληθούν με την εκτροφή μελισσών και την παραγωγή μελιού.
«Η μελισσοκομία τα τελευταία χρόνια είναι της μόδας», δηλώνει ο κ. Μπιρλιράκης για να συμπληρώσει ότι: «τα τελευταία χρόνια ολοένα και περισσότεροι, προσπαθούν να αναπιάσουν μέλισσες και να ασχοληθούν με τη μελισσοκομία. Δεν είναι κακό, είναι μία πάρα πολύ ωραία ενασχόληση, με καλές και κακές στιγμές, με συγκινήσεις, με μια ποικιλία συναισθημάτων εκτός των άλλων. Δεν είναι όμως ένας κλάδος και μια απασχόληση που προσφέρεται για αρπαχτές. Λυπάμαι που βλέπω τέτοιους ανθρώπους, που θεωρούν, ότι θα πάρουν 5-10 κυψέλες και στα επόμενα τρία χρόνια θα τις έχουν κάνει 50, 80, ή 100, πιστεύοντας, ότι θα ρέει το χρήμα άφθονο στις τσέπες τους. Θα τους απογοητεύσω. Το πιο πιθανό είναι, ότι σκεπτόμενοι κατ’ αυτό τον τρόπο τα επόμενα χρόνια θα πάθουν οικονομική ζημιά και μάλιστα μεγάλη.
Η μελισσοκομία δεν προσφέρεται για αρπαχτές. Προσφέρεται για ανθρώπους με οικολογικές ευαισθησίες. Ο μελισσοκόμος κατά πρώτο και κύριο λόγο πρέπει να είναι φυσιολάτρης. Να αγαπά τη φύση, τον τόπο του, τη μέλισσα. Με τον καιρό και με την πάροδο αρκετών χρόνων, εφόσον έχει αποκτήσει και τις ανάλογες γνώσεις, ναι θα βγάλει κάποιο οικονομικό όφελος. Όχι φοβερό αλλά θα βγάλει, θα πληρωθεί για τον κόπο του. Ο άλλος που το βλέπει σαν αρπαχτή θα απογοητευτεί γρήγορα».