Tης ΕΙΡΗΝΗΣ Δ. ΘΥΜΙΑΤΖΗ
Στον κατάλληλα διαμορφωμένο χώρο του Βιβλιοπωλείου «Αυτογνωσία», στο πατάρι, η Κατερίνα Λαμπρινού, φιλοξένησε το απόγευμα της περασμένης Παρασκευής, 19 του Δεκέμβρη, την παρουσίαση της νουβέλας του Ιάκωβου Ανυφαντάκη*. Ο νεαρός συγγραφέας, σοβαρός, απλός και συνεσταλμένος στη ζωή αλλά πιο τολμηρός στη γραφή, διαλεύκανε με υπομονή αρκετά σημεία του πονήματός του, που ο ίδιος χαρακτήρισε ως «αρκετά εγκεφαλικό και συναισθηματικά απόμακρο».
Η ατμόσφαιρα ήταν θερμή κι ευχάριστη. Αίσθηση φρεσκάδας σκόρπιζαν τα μπουμπούκια από τριαντάφυλλα στο βάζο πάνω στο γραφείο, μπροστά από το οποίο κάθονταν ο συγγραφέας και ο κ. Γιώργος Τσιώλης, αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, με κεντρικό ρόλο στην παρουσίαση. Θερμό ήταν και το κοινό, που είχε διάθεση για συζήτηση, διευκολύνοντας την ανάλυση της νουβέλας. Με τάξη κι αρμονία, τέθηκαν αρκετά ερωτήματα στον συγγραφέα, τόσο από το ακροατήριο όσο κι από τον καθηγητή που τα συντόνιζε. Η εκδήλωση κέντρισε το ενδιαφέρον όσων προσήλθαν, σε βαθμό που όποιοι δεν είχαν διαβάσει το βιβλίο να σπεύσουν να το φυλλομετρήσουν και να το αγοράσουν.
Όσοι βρεθήκαμε εκεί, είχαμε την τύχη να ακούσουμε ποικίλες οπτικές ανάγνωσης του έργου, που προέκυψαν μέσα από μια αμοιβαία, ανα-στοχαστική διάθεση. Αυτές, όπως διαπιστώσαμε, δεν ήταν ευκρινείς κι εύληπτες κατά την πρώτη επαφή με τη νουβέλα.
Αναμενόμενο είναι, ότι το ύφος γραφής του συγγραφέα και το περιεχόμενο της νουβέλας θα σαγηνεύσει κάποιους, θα προβληματίσει μερικούς και θα γίνει αντικείμενο (αυστηρής) κριτικής από άλλους. Αξίζει, όμως, να διαβαστεί, ώστε κάθε ευαίσθητος αναγνώστης να έχει τεκμηριωμένη άποψη για το βιβλίο, μιας και είναι υποψήφιο για τα κρατικά βραβεία πρωτοεμφανιζόμενου πεζογράφου. Καλοτάξιδο και καλότυχο να είναι!
Ωστόσο, αξίζει να σταχυολογήσουμε μερικά βασικά σημεία της παρουσίασης που έκανε ο κ. Τσιώλης, ώστε να σκιαγραφηθούν οι άξονες της αφήγησης που ξεκινά ουσιαστικά από την τυχαία συνάντηση δύο παλιών γνωστών σε μια «ανέραστη» παραλία στο Δρέπανο. Είναι μια παραλία, που συχνάζουν κυρίως οικογένειες με παιδάκια και γιαγιάδες. Ο κεντρικός ήρωας και αφηγητής (37χρονος λέκτορας Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων), συναντά στην παραλία τη Γεωργία, με την οποία είχε μια συντροφική σχέση που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ ερωτικά (παρά τις ερωτικές φαντασιώσεις του αφηγητή). Και οι δύο ξεκίνησαν μαζί διδακτορική διατριβή στη γερμανική φιλολογία. Η Γεωργία, παρότι καλύτερο μυαλό από εκείνον, παράτησε αιφνιδίως την εκπόνηση της διατριβής της, όταν κάποια στιγμή γνώρισε έναν φορτηγατζή και τον ακολούθησε σε κάποιο χωριό της Καλαμάτας και δέχτηκε να ζήσει μαζί του σε μια πολύ καταπιεστική σχέση. Εν συνεχεία διορίστηκε ως φιλόλογος σε ένα χωριό της Κρήτης και παντρεύτηκε τον φαρμακοποιό του χωριού. Από τότε έχει μια «τακτοποιημένη ζωή με τα παιδιά της», χωρίς να δίνει δικαιώματα και όντας στο χωριό «η γυναίκα του φαρμακοποιού του Σταμάτη».
Μεταξύ άλλων, ο κ. Τσιώλης, υπογράμμισε τη μαεστρία της γραφής και την αφήγηση σπονδυλωτών ιστοριών, που διευκολύνουν τη γνωστική πρόσβαση στη ζωή ανθρώπων, διαφορετικών κι ετερόκλιτων, οι οποίοι είναι ήρωες μιας πεζής αντι-ηρωικής καθημερινότητας. «Ερχόμαστε αντιμέτωποι με διαφορετικές βιογραφίες, διαφορετικές επιλογές ζωής αλλά και οπτικές. Το κοινό στοιχείο, ωστόσο, είναι πως όλες αυτές οι ζωές εμπεριέχουν εσωτερικές αντιφάσεις και έχουν σε κάποιες διαστάσεις τους το στοιχείο του ανεκπλήρωτου».
Ο συγγραφέας, σύμφωνα με τον κ. Τσιώλη, φέρνει αυτές τις κατά τα άλλα πεζές ζωές στα όριά τους. Δείχνει ότι κάτω από το πέπλο της πεζότητας, των κοινωνικών συμβιβασμών, του καθωσπρεπισμού υπάρχει ένα δυναμικό μιας μη-βιωμένης ζωής και μιας διαφορετικής τροπής, που θα μπορούσαν να είχαν πάρει τα πράγματα για τον καθένα από τους ήρωες. Οι σύγχρονες βιογραφίες στο συγκεκριμένο βιβλίο, αναδεικνύονται ως «ενδεχομενικές βιογραφίες» με την έννοια ότι ο συγγραφέας πειραματίζεται αφηγηματικά με τις ζωές αυτές: τις μαστορεύει τρόπον τινά, φτιάχνει εναλλακτικά σενάρια και τα δοκιμάζει. Πώς το πετυχαίνει αυτό; Είτε κινητοποιώντας τη φαντασία του, είτε με αναφορά σε άλλα λογοτεχνικά έργα, στον «Κλόουν» του Χάινριχ Μπελ, στον «Θάνατο στη Βενετία» του Τόμας Μαν, στη «Μαντάμ Μποβαρύ» του Φλωμπέρ. Αναμφίβολα, το στοιχείο της διακειμενικότητας είναι διάχυτο σε αυτή τη σύντομη νουβέλα.
Σύμφωνα με τον κ. Τσιώλη, το θέμα της «ενσώματης βίωσης της παρόδου του χρόνου» αποδίδεται στο βιβλίο με έναν δραματικό τόνο, που άλλοτε σχετίζεται με την αλλαγή του βάρους κι άλλοτε με σημάδια φθοράς λόγω ασθένειας και ιατρικής παρέμβασης. Ο χρόνος που περνά και χάνεται, καθώς και η αποτύπωση αυτής της εξέλιξης πάνω στο σώμα διαπερνά με πιεστικό τρόπο το βιβλίο και συνδέεται με μια «αίσθηση του πεπερασμένου του βίου».
Ακολούθως, ο καθηγητής, αναφερόμενος σε συγκεκριμένα παραδείγματα, τόνισε ότι το βιβλίο του Ιάκωβου Ανυφαντάκη θέτει με αδιόρατο τρόπο πολυάριθμα διλήμματα, που είναι δύσκολο να απαντηθούν. Διερωτάται π.χ. μήπως τελικά ο ήρωας προσπαθώντας να κερδίζει την αθανασία μέσα από τη διακεκριμένη επιστημονική δουλειά και την έκδοσή της, τελικά χάνει τη μοναδική δυνατότητα που έχει να ζήσει. Ένα άλλο δίλημμα που τίθεται κάτω από τις γραμμές είναι ποια από τις δύο επιλογές είναι επιλογή φόβου και ποια γενναιότητας. Συγκεκριμένα, ενώ θα υπέθετε κανείς ότι η θέση του αφηγητή είναι πως η καταφυγή της Γεωργίας στον παραδοσιακό ρόλο και στη σταθερότητα είναι μια επιλογή φόβου, ενώ η δική του να ακολουθήσει μια εξατομικευμένη τροχιά δείχνει γενναιότητα, ο ίδιος αναγνωρίζει στην Γεωργία πως «Από πολλές απόψεις υπήρξε γενναία στη ζωή της». Την ίδια στιγμή της εξομολογείται ότι «ο γάμος, τα παιδιά. Το ότι εγώ δεν έχω κάνει τίποτε από αυτά ίσως τελικά να οφείλεται σε έναν φόβο που δεν θέλω να το παραδεχτώ».
Μια επιπρόσθετη διαπίστωση του κ. Τσιώλη είναι ότι στη συγκεκριμένη νουβέλα βρίσκει πρόσφορο έδαφος η συζήτηση για τις «βιογραφίες της ρευστότητας και της διακινδύνευσης στις σύγχρονες κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας», όσο και αν αυτές φαίνονται με μια πρώτη ματιά σταθερές και καθορισμένες. Υπονοείται ότι οι πάσης φύσεως επιλογές είναι πάντα διακινδυνευμένες, αφού η εξέλιξή τους είναι άγνωστη κι απρόβλεπτη. «Οι επιλογές εμπεριέχουν αναγκαστικά το στοιχείο της απώλειας. Ο Alberto Melucci σημειώνει σε ένα βιβλίο του: όταν επιλέγω και αποφασίζω – «τέμνω» (διαχωρίζω) και άρα χάνω αυτό που δεν επέλεξα. Ενώ σχεδόν ποτέ δεν είμαι βέβαιος ότι έκανα τη σωστή επιλογή».
Τελειώνοντας ο καθηγητής, δεν παρέλειψε να επισημάνει αναφορικά με το συγκεκριμένο βιβλίο ότι «στη σύγχρονη ζωή έχουν καταρρεύσει τα συνεκτικά και καθολικά ισχύοντα συστήματα νοηματικών αναφορών, που καθόριζαν με ένα δεσμευτικό για όλους τρόπο τι είναι ορθό και τι όχι, τι είναι σημαντικό και τι λιγότερο σημαντικό. Αυτό καθιστά τις σύγχρονες βιογραφίες πολύπλοκες και αντιφατικές. Αφήνει όμως και πολλά περιθώρια πειραματισμών – είτε στην πραγματική ζωή είτε στις αφηγηματικές της αποδόσεις».
* Σημειώνεται ότι ο συγγραφέας γεννήθηκε στο Ηράκλειο, σπούδασε Κοινωνική Θεολογία στην Αθήνα κι είναι υποψήφιος διδάκτορας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο με αντικείμενο τη μνήμη του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου. Διηγήματά του έχουν διακριθεί σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς κι έχουν δημοσιευθεί σε περιοδικά (Εντευκτήριο, Πλανόδιον, The Books’ Journal), καθώς και στον συλλογικό τόμο «Είμαστε όλοι μετανάστες» (εκδόσεις Πατάκη, 2007).