Ξεκίνησες από τη λεβεντομάνα Κρήτη, χωρίς να γευτείς ακόμα αμούστακος τα κάλλη της. Χωρίς να σου φτερουγίσει την καρδιά η πονηρή ματιά γειτονοπούλας σου.
Δε ρυτίδωσες ανακατεύοντας τα εύφορα εδάφη του χωριού σου και δε σαλάγησες τα ζωντανά στη στάνη σου.
Δε χόρτασες τη λύρα σου και δεν ταρακούνησαν το χώμα στιβάλια σταλμένα από εντολές γερών και γυμνασμένων ποδιών στο άκουσμα του δικού σου πεντοζάλη.
Η Κρητικιά μάνα σου δε σε χόρτασε και δεν αξιώθηκες να τη δεις λεβεντόκορμη δίπλα σου στα νυφικά σου έθιμα.
Ήρθες στη χώρα του Πύρρου των θαμμένων ηρώων του ’40, στις κορφές που το σάλτο της Ηπειρώτισσας τα χρόνια εκείνα χαμήλωναν με μια δρασκελιά.
Είχες το όνειρο στον κόρφο σου να σπουδάσεις την τέχνη του τυροκόμου και τη δίψα να χορτάσεις τους καλεσμένους σου κεράσματα από τυρί κρητικό φτιαγμένα με γνώση επιστήμονα.
Όμως η μαύρη μοίρα σου, στάθηκε εμπόδιο στις προσμονές σου. Μοίρα με τη μορφή των δικών σου πατριωτών που με τη δύναμη του πολιτικού τους ινστρούχτορα σου έσκαβαν το δρόμο της ζωής σου. Δεν αντιστάθηκες λες και σε καλούσε η γη της Ηπείρου που τόσους αγωνιστές πατριώτες σου αγκάλιασε, να μείνεις μόνιμα κοντά της, ξαπλωμένος με τη σταματημένη απορία στα χλωμά μάτια και ένα χαμόγελο στα λευκά σου χείλη χλευάζοντας τον χάρο.
Με την γενναία σου πράξη έστειλες σάλπισμα στην κοιμισμένη γενιά σου και στην αποχαυνωμένη κοινωνία σου. Ήταν η τελευταία σου γενναία απάντηση στο βασανιστικό ερώτημα όλων μας για τη μετάβασή μας στην ανυπαρξία.
Τώρα όλοι θρηνούν για τη γενναιότητά σου μάλλον παρά για τη θέλησή τους να αλλάξουν τα πράγματα. Τάραξες τα νερά του ωχαδερφισμού μα εισέπραξες το τίμημα του άταφου Ιαπετού.
Τώρα κρυμμένοι στις ντροπές τους αναζητούν την λύτρωση μα δε σε νοιάζει. Νίκησες το θάνατο ενώ αυτοί οι μέχρι πριν λίγο κριτές σου είναι ανίκανοι να νικήσουν την αλήθεια.
Καλό σου ταξίδι, πολεμιστή της ζωής. Ας είναι ζεστό και μητρικό το χώμα της πατρίδας σου, μιας και η δεύτερη σου γη σου φέρθηκε μέχρι το τέλος της πορείας σου, αδιάντροπα ανήθικα.
* Ο Κωνσταντίνος Τζέκης είναι αντιστράτηγος ε.α. της ΕΛ.ΑΣ.