Επιμέλεια κειμένου: ΕΙΡΗΝΗ Δ. ΘΥΜΙΑΤΖΗ
Την Πέμπτη 19η Μαρτίου, στο Σπίτι του Πολιτισμού, παρουσιάστηκε η ποιητική συλλογή του Ρεθεμνιώτη ως προς την καταγωγή, Ηλία Ν. Κοπανάκη, μόνιμα διαμένοντα πια στα Χανιά.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που μας ξαφνιάζει με τη γραφίδα του. Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από την ολοκλήρωση της εμπεριστατωμένης, ιστορικής μελέτης, του πολυσέλιδου βιβλίου του, Μαρουλάς Ρεθύμνου: Αναψηλάφηση μιας μακραίωνης πορείας στον χρόνο, και ο Ηλίας προχώρησε αποφασιστικά στη γεμάτη καλαισθησία έκδοση της συγκεκριμένης ποιητικής συλλογής του. Ο μαυροκόκκινος τίτλος της, Ίσκιος του έρωτα, αγκαλιάζει το απαύγασμα της ποιητικής εξωτερίκευσης δεκαπέντε χρόνων, αρχής γενομένης από τα φοιτητικά χρόνια του Ηλία. Πενήντα οκτώ ποιήματα ενσαρκώνουν τη συναισθηματική νοημοσύνη και φιλτράρουν τις εμπειρίες και τις αναμνήσεις συγκεκριμένων χρόνων από την ενήλικη ζωή του εμπνευστή τους. Η ποιητική συλλογή, «εκδόσεις Όστρια» (Δεκέμβρης 2014), αφιερώνεται στις κόρες του, Νεφέλη και Ελένη.
Αναμφίβολα, ο Μαρουλάς με τις τουρκικές αρχιτεκτονικές πινελιές και τον βενετσιάνικο χαρακτήρα που διασώζει, σηματοδοτεί τα βιώματα και τις νοηματοδοτήσεις του Ηλία, αφού αποτελεί το γενέθλιο σημείο αναφοράς του. Αυτό αποτυπώθηκε, άλλωστε, στο πολυσέλιδο βιβλίο του, σε ποιητικές εκφράσεις της συλλογής του, και στην πρώτη διαφάνεια της παρουσίασης, όπου δέσποζε ο προαναφερόμενος οικισμός με τη φυσική ομορφιά του. Η επίδραση αυτή επιβεβαιώθηκε και από την κ. Ειρήνη Βογιατζή, πρόεδρο του Συνδέσμου Φιλολόγων Ν. Ρεθύμνου, που μαζί με την κ. Σύρμω Παγώνη, και οι δυο καταξιωμένες φιλόλογοι της πόλης μας, ανέλαβαν να μας μυήσουν στην ποίηση του Ηλία.
Η κα Βογιατζή αναφέρθηκε μεταξύ άλλων στη φιλαναγνωσία του Ηλία, για να τεκμηριώσει ότι «με την ποίηση ασχολείται περισσότερο ερασιτεχνικά και μάλλον διαισθητικά στην αρχή. Οι πρώτες ποιητικές απόπειρες είναι οι μαντινάδες που γράφει από τα 18 του χρόνια, εκατοντάδες μαντινάδες (αδημοσίευτες ακόμα)». Συνέχισε επισημαίνοντας ότι την ίδια περίπου εποχή, τη φοιτητική περίοδο, η καθημερινότητα, ιδιωτική και δημόσια, αποτυπώνεται δειλά σε έναν «λοφίσκο από λέξεις», όπως αντιλαμβάνεται στην αρχή την ποιητική του γραφή ο Ηλίας. «Το βιωμένο συναίσθημα σε όλες του τις αποχρώσεις, η συνείδηση που παρατηρεί, που ενατενίζει, που στοχάζεται, που εκφέρει λόγο διαθλάται μέσα από την ποιητική φωνή».
Οι στίχοι -έτσι του αρέσει να αποκαλεί τα ποιήματα του ο Ηλίας- γιατί, όπως δηλώνει μάλλον από μετριοφροσύνη, το ποίημα εν τέλει είναι βαριά λέξη, είναι μια διαδικασία συνυφασμένη με την ίδια την ύπαρξή του που τον συντροφεύουν συνεχώς. Η πραγματικότητα, η στιγμή, το τυχαίο αποτελούν έμπνευση που απελευθερώνει τις λέξεις και μορφοποιεί τις ιδέες. Γι’ αυτό και ο Ηλίας, όπως έχει εξομολογηθεί, έχει γράψει στίχους παντού: ταξιδεύοντας σε τρένα, αεροπλάνα, πλοία, στα πάρκινγκ των εθνικών οδών, φυλάγοντας στη σκοπιά, αναμένοντας σε ιατρεία και ραντεβού, δουλεύοντας στο γραφείο.
«Στο κομψό, μικρού σχήματος βιβλίο η γραφιστική απεικόνιση συνειρμικά παραπέμπει στις συνδηλώσεις του έρωτα» υπογράμμισε η κ. Βογιατζή σχολιάζοντας το εξώφυλλο της συλλογής, ενώ τα επιλεγμένα από την περίοδο της μινωικής ως την κλασική περίοδο της ελληνικής αρχαιότητας σχέδια που συνοδεύουν τα ποιήματα, την επεξεργασία των οποίων έκανε ο Ηλίας με τη βοήθεια ξενόγλωσσου βιβλίου για την αρχαιοελληνική τέχνη, σχεδόν παρεμβαίνουν στην πράξη της ανάγνωσης.
Η ίδια επεσήμανε ότι «στη λεκτική εκφορά του τίτλου η απουσία άρθρου προσδίδει αοριστία, συνοψίζει, καθολικεύει και διευρύνει το σημασιολογικό περιεχόμενο της γενικής που ακολουθεί, εναποθέτοντας στα βιώματα και τις σκέψεις του αναγνώστη τις πολλαπλές ερμηνείες του».
Τους κανόνες νεοτερικής γραφής που τη διαπερνούν καθώς και τον διάχυτο προβληματισμό, τα εναγώνια ερωτήματα της ζωής και του θανάτου, τις ανθρώπινες σχέσεις σε συνδυασμό με τη φύση, και όλα υπό τη σκιά του έρωτα, ενός έρωτα όχι «σαρκικού-αισθησιακού» αλλά με τη μορφή της «αναγέννησης», υπογράμμισε στη συνέχεια η κα Παγώνη αναφερόμενη στην ποιητική συλλογή του Ηλία. Τόνισε ότι ο ποιητής παράγει τη συλλογή «a priori», αφού γράφει και μετά «εντρυφεί» στα μονοπάτια της ποίησης, μελετώντας τους κανόνες της.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η συλλογή περιλαμβάνει και δυο ποιήματα αφιερωμένα στον Αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας, κ.κ. Στυλιανό Χαρκιανάκη, ενώ κατά την κ. Παγώνη, τόσο τα ολιγόστιχα, όσο και τα εκτενέστερα αφηγηματικά, οι ανατροπές των λέξεων και ο συνδυασμός του καθημερινού λεξιλογίου με το ποιητικό, αποκαλύπτουν ότι η συγκίνηση και η ευαισθησία γίνονται αφορμή για δημιουργία.
Ακολούθως, τη σκυτάλη του λόγου πήρε ο Ηλίας επισφραγίζοντας κι επικυρώνοντας τη σκοπιμότητα αυτής της εκδήλωσης. Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι, όσο μετριόφρον και ήπιο είναι το παρουσιαστικό του, τόσο ζήλο και πάθος εκπέμπει μέσα από τον μεστό σε περιεχόμενο λόγο του. Ειδικότερα, ο Ηλίας υπογράμμισε ότι από τα ποιήματα της συγκεκριμένης συλλογής, κάποια είναι βιωματικά -με τη φυσική βίωση ενός σχετικού γεγονότος- ενώ τα περισσότερα προέρχονται από την πνευματική ή ορθότερα ψυχική βίωση γεγονότων παρμένων μέσα από ποικίλες εκφάνσεις της καθημερινότητας, της επιστημονικής προσέγγισης, των κοινωνικών αγώνων και ανησυχιών ενός λαού και μιας πάτριας γης, τόσο παρόντων και συνάμα τόσο «ασίμωτων» και τόσο μακρινών. Συνέχισε αναφέροντας ότι η ποίηση στην Ελλάδα και παντού έχει καταντήσει μια κλειστή υπόθεση «διά ολίγους κι εκλεκτούς». Μακριά από τον λαό, ξέχωρα από το λαϊκό αισθητήριο, τη λαϊκή σοφία και τις αγωνίες του κοινωνικού υποκειμένου, έχει καταντήσει μια ακόμα υπόθεση των πεφωτισμένων, του αποξενωμένου μιμητισμού ή της επιφοίτησης. Πολλοί υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει ποίηση πια, δεν υπάρχουν ποιητές…
Αργότερα ο Ηλίας εξήγησε ότι την ποίηση, με την ευρύτερη έννοια του όρου, μπορεί να τη διακρίνει κανείς μέσα στην καθημερινότητα, στις εικαστικές εκφράσεις, στις τέχνες, μέσα στις διαπροσωπικές σχέσεις, μέσα στο κοινοτικό πνεύμα μιας πολιτείας. «Όμως η ποίηση τούτη εδώ, του γραπτού λόγου, έχει μια διαφορά σε σύγκριση με όλες τις άλλες μορφές της. Είναι η τελική προσπάθεια γραπτής απεικόνισης του Απείρου Λόγου, που στόχο έχει να συμπυκνώσει και να συμπληρώσει το ακτινοβόλο καταστάλαγμα της ανθρώπινης διάνοιας, ψυχικής διάθεσης και εμπειρίας. Υπό την έννοια αυτήν, η ποίηση δεν είναι ή δεν πρέπει να είναι είδος πολυτελείας». Αξιοσημείωτη, ωστόσο, είναι η επισήμανση του Ηλία, σύμφωνα με την οποία «η ελληνική ποίηση μοιάζει με εκείνα τα μικροσκοπικά ευωδιαστά ενδημικά φυτά που φύονται στις απόκρημνες ελληνικές πλαγιές, μα συνάμα και με τους γιγαντιαίους αγέρωχους πλατάνους που ορθώνονται στις πλατείες των ορεινών χωριών της πατρίδας μας, αποτελώντας έτσι ένα κάλεσμα για συνεύρεση, έλλογη και έναρθρη λογική επικοινωνία, αλληλοκατανόηση, αλληλοϋποστήριξη και σεβασμό του διαφορετικού».
Αξίζει να τονισθεί ότι κατά τη διάρκεια της παρουσίασης της συγκεκριμένης ποιητικής συλλογής, η αδελφή του Ηλία, Αναστασία, και ο ανιψιός του, Νίκος Ανδρουλάκης, έκαναν μικρά διαλείμματα με απαγγελία ποιημάτων, επιβεβαιώνοντας την ποιητική αξία του δημιουργού τους.
Στο Σπίτι του Πολιτισμού διάχυτη ήταν η ζεστασιά και η οικειότητα που οφειλόταν στους εκλεκτούς συγγενείς, φίλους και γνωστούς της οικογένειας του Ηλία, που είχαν έρθει για να πλαισιώσουν την εκδήλωση και να (υπο)στηρίξουν ένα ακόμα πόνημά του. Μια μικρή έκπληξη περίμενε τους παρευρισκόμενους, καθώς κατά την έξοδό τους από την αίθουσα της παρουσίασης ένας μπουφές με σπιτικές λιχουδιές, λαχταριστά γλυκίσματα και ποτηράκια ρακής ήταν διαθέσιμος.
Αναμφίβολα, ο συμπολίτης μας φάνηκε ότι διαθέτει ηθική καλλιέργεια, οικογενειακή αγωγή, πνεύμα κοινοτισμού και κοινωνική ευαισθησία, χαρίσματα που δικαιολογούν την τιμητική αναγνώριση του έργου του.
Από τη δική μας μεριά, ευχόμαστε η ποιητική συλλογή του Ηλία να συναντήσει ούριο άνεμο στο ταξίδι της!