Μικρό απάνθισμα από ηρωίδες της ζωής που τίμησαν την υψηλή αποστολή τους
Για μια γενιά σαν τη δική μου, η μάνα δεν αποτελεί μόνο τον ζωοφόρο άγγελο, που μας χάρισε ο Θεός, σαν έμπρακτη συγγνώμη για την παρακοή του ανθρώπου.
Είναι η αφανής ηρωίδα της ζωής, που είχε ταυτίσει την ύπαρξή της με τη θυσία.
Είναι η μάνα που με κάθε καιρό έκανε χιλιόμετρα για να φέρει από το χωριό λίγο μαγειρεμένο φαγητό στο παιδί της που σπούδαζε στην πόλη. Μαθημένη στη θυσία η μάνα ζούσε και ανέπνεε για τα παιδιά της. Δεν ήταν όμως πάντα ρόδινες οι μέρες της.
Είναι πολλές οι μάνες της οδύνης.
Από όσες ιστορίες άκουσα και διάβασα κράτησα αυτές με τη συγκλονιστικότερη τραγικότητά τους.
Όπως για παράδειγμα αυτή της πρεσβυτέρας του παπά Μάρκου Πλυμάκη, από τις πιο φωτεινές παρουσίες στην ενορία της Μητρόπολης.
Αυτός είχε μια κόρη τη Χαρίκλεια. Από μικρή έπαιρνε τα γράμματα και ο παπά Μάρκος δεν θέλησε να της στερήσει το δικαίωμα της γνώσης. Συνέχισε λοιπόν η μικρή και πήρε πτυχίο δασκάλας.
Όπως ήταν φυσικό πολλά άξια παλικάρια την έβαλαν στα όνειρά του Κατάφερε όμως να την αποκτήσει ένας από τους καλύτερους εμπόρους της αγοράς ο Δημήτρης Μακρυλάκης, άνθρωπος με λεπτότητα και από τους πιο σοβαρούς επιχειρηματίες.
Από τον γάμο της αυτό η Χαρίκλεια απέκτησε δυο κοριτσάκια όμορφα και χαριτωμένα που τα μεγάλωνε υποδειγματικά. Κι εκεί που απολάμβανε τη λατρεία του συζύγου και τα αγαθά ενός τόσο επιτυχημένου γάμου, αρρώστησε ξαφνικά. Ήταν μόλις πέντε χρόνια παντρεμένη.
Ο άντρας της δεν άφησε γιατρό να μην ζητήσει θεραπεία για τη γυναίκα του γεμάτος ελπίδα για τη σωτηρία της. Δυστυχώς όμως ο Θεός κάλεσε την Χαρίκλεια κοντά του πριν προλάβουν καλά καλά οι δικοί της άνθρωποι να προετοιμαστούν για το μοιραίο.
Ράγιζαν και οι πέτρες στο θέαμα της κοπέλας που αναπαυόταν στο ανθοστόλιστο φέρετρο θυμίζοντας άγγελο από χρωστήρα χαρισματικού ζωγράφου. Πολλά γόνατα λύγισαν στο στερνό αντίο. Και τότε ήρθε το δεύτερο σκληρό χτύπημα της μοίρας για τον άτυχο παπά Μάρκο. Εκεί που έσκυψε η τραγική μητέρα η παπαδιά να νεκροφιλήσει το παγωμένο πρόσωπο της θυγατέρας της, έπεσε νεκρή. Δεν άντεξε η πληγωμένη καρδιά της αυτή τη δοκιμασία.
Την άλλη μέρα δυο φέρετρα περνούσαν από την αγορά με τα ερμητικά κλειστά μαγαζιά σε ένδειξη πένθους για τη διπλή συμφορά στην ενορία τους.
«Διπλή συμφορά αισχυλείου πλοκής…» όπως θα έγραφε την επομένη ο τύπος.
Περιμένοντας τον γιο
Από τις τραγικές μάνες και η Ντομπριάνσκυ που ο γιος της Ανατόλ θύμιζε κούρο της μυθολογίας.
Ο πατέρας Ντομπριάνσκυ ήρθε στην πόλη μας με την οικογένειά του το 1921, αναζητώντας καλύτερες μέρες. Δυστυχώς γι’ αυτόν όμως δεν είχε την καλή τύχη του Κοβάλσκυ. Για τον ίδιο η ζωή στάθηκε σκληρή. Ευτυχώς που είχε ένα θείο χάρισμα που του έδινε ψωμί. Ο χρωστήρας του δημιουργούσε έργα τέχνης. Ζωγράφιζε λοιπόν για να ζήσει.
Αυτή την οικογένεια περιγράφει αριστοτεχνικά και λεπτομερέστατα η δέσποινα του Ρεθύμνου κ. Μαρία Τσιριμονάκη στο πολύτιμο για την ιστορία του τόπου βιβλίο της «Εν Ρεθύμνω».
Αναφέρει λοιπόν ότι η τοπική κοινωνία είχε αγκαλιάσει με αγάπη την οικογένεια των Ρώσων προσφύγων, που φιλοξενούσε ο Κοβάλσκυ. Κι ένας τρόπος διακριτικής βοήθειας, ήταν να εμπιστεύονται οι καλές οικογένειες τις κόρες τους στον πατέρα Ντομπριάνσκυ για μαθήματα ζωγραφικής.
Όσο μεγάλωνε ο νεαρός Τόλικ ή Τόλια, όπως χαϊδευτικά τον αποκαλούσαν οι φίλοι της οικογένειας, τόσο εντυπωσίαζε με την ομορφιά του κι ας ήταν κάπως «ζωηρός». Ήταν πολύ ψηλός, ξανθός με γαλανά μάτια. Είχε το σμιλεμένο αθλητικό κορμό ενός Ερμή και την αρμονία των χαρακτηριστικών ενός Απόλλωνα.
Ήταν όμως δύσκολη η ζωή και από αξιοπρέπεια ο πατέρας Ντομπριάνσκυ δεν μπορούσε να μείνει για πολύ ακόμα φιλοξενούμενος και να γίνει κάποια στιγμή βάρος με τους δικούς του, λόγω της μεγάλης τους ανέχειας.
Αρχικά η οικογένεια μετοίκησε στον Πύργο της Ηλείας, αφήνοντας κι εκεί ο πατέρας πολλά έργα ζωγραφικής όπως και στο Ρέθυμνο. Αργότερα έφυγαν από την Πελοπόννησο, ήρθαν στην Αθήνα και βολεύτηκαν κάπως σε ένα σπίτι στο Παλαιό Φάληρο.
Ο Τόλια στο μεταξύ είχε μεγαλώσει κι «έκαιγε» καρδιές πραγματικά. Είχε όμως από τον πατέρα του κληρονομήσει την έμφυτη ευγένεια και γνωρίζοντας καλά τη θέση του απέφευγε να δίνει αφορμές που θα έβαζαν σε περιπέτεια και την οικογένειά του.
Το 1936, ενώ το Βερολίνο ετοιμάζεται για τους Ολυμπιακούς αγώνες, ο γνωστός πρύτανης της χιτλερικής προπαγάνδας, ο Γκαίμπελς ήρθε στην Ολυμπία να παραλάβει την Ολυμπιακή φλόγα.
Μαζί με τον Γκαίμπελς ήταν και μια ιδιαίτερα ταλαντούχα και μοιραία γυναίκα, η Leni Riffensthal σκηνοθέτιδα των αγώνων, πρωταγωνίστρια του Εθνικού Θεάτρου της Γερμανίας και δεύτερη ευνοούμενη του Χίτλερ (μετά την Εύα Μπράουν).
Όταν η φράου Riffensthal συγκέντρωσε τους λαμπαδηφόρους να τους σκηνοθετήσει για το δρώμενο, ήταν φυσικό να προσέξει αμέσως τον Τόλια που ξεχώριζε.
Εντυπωσιασμένη από τον Ανατόλ η Γερμανίδα κατάλαβε πως την είχε συγκινήσει τόσο που δεν επρόκειτο να τον αποχωριστεί. Και χωρίς να χάσει καιρό προσπάθησε να τον πάρει μαζί της με την υπόσχεση να τον κάνει μεγάλο σταρ του κινηματογράφου. Κι ο νέος ακολούθησε.
Πέρασαν τα χρόνια, μεσολάβησε ο πόλεμος και οι γονείς δεν είχαν κανένα νέο από τον γιο τους.
Κάθε πρωί η άτυχη μάνα παρακαλούσε τον άνδρα της να ψάξει μήπως μάθει κάτι για το παιδί τους. Εκείνος μη έχοντας άλλη δυνατότητα επισκεπτόταν τον Κώστα Μαμαλάκη στο γραφείο του στην Τράπεζα στον οποίο είχε εναποθέσει τις ελπίδες του να μάθει κάποια στιγμή την τύχη του παιδιού του. Κι ο αξέχαστος συμπολίτης μας φρόντιζε όσο μπορούσε να παρηγορεί τον Ρώσο φίλο του.
Κι ένα πρωί έγραψαν οι εφημερίδες τον θάνατο του Ντομπριάνσκυ. Κατεβαίνοντας την Πανεπιστημίου είχε σωριαστεί νεκρός. Έμεινε πίσω η γυναίκα του να ζει και να ελπίζει την επιστροφή του παιδιού της. Μέχρι που πέρασε κι αυτή στον τόπο της αιώνιας γαλήνης χωρίς να αντικρίσει ξανά τον Τόλια της.
Μάνα των πέτρινων χρόνων
Από τις μάνες των πέτρινων χρόνων και η Ελένη Μαθιουδάκη σύζυγος του σπουδαίου αγωνιστή καθηγητή Ιωάννη Μαθιουδάκη και μητέρα του Μανόλη, δημοσιογράφου, πρώην προέδρου της ΕΣΗΕΑ.
Πέρασαν τραγικές μέρες μάνα και γιος μετά την εκτέλεση του πατέρα από τους ναζί στη Γκιουμπριά. Μας έχει αφηγηθεί ο γιος της Μανόλης.
«Κείνα τα δύσκολα χρόνια δεν έφτανε ποτέ το φαγητό και για το βράδυ. Τότε η μητέρα μου εύρισκε διάφορες προφάσεις για να πάρω εγώ τη μερίδα της. Πότε ήταν αδιάθετη, πότε πονούσε το στομάχι της. Με φρόντιζε όσο έτρωγα κι έβλεπα στα μάτια της μια ικανοποίηση που μόνο πολύ αργότερα καταλάβαινα τι μπορεί να σημαίνει».
Αλλά παρά την τρυφεράδα που έδειχναν οι πράξεις της ποτέ δεν έχασε την αυστηρότητά της προσπαθώντας να είναι και μάνα και πατέρας για το παιδί της.
«Από μικρό παιδί», μας λέει ο κ. Μανόλης Μαθιουδάκης, «με είχε μάθει να μην επιβαρύνω τους άλλους. Το κρεβάτι μου έπρεπε να στρωθεί από τα δικά μου χέρια …». Κι ήρθαν τα χρόνια της εφηβείας για τον Μανόλη.
Από νωρίς αυτή η θαυμάσια γυναίκα φρόντισε να δώσει αρχές και νόημα ύπαρξης στο παιδί της.
«Να μάθεις του έλεγε συχνά, πως η γυναίκα αξίζει τον σεβασμό. Ιδιαίτερα στη γειτονιά σου πρέπει να είσαι το παράδειγμα. Μην ακούσω κακομοίρη μου πως δεν σεβάστηκες τους ανθρώπους που σου λένε την καλημέρα τους και σ’ εμπιστεύονται».
Όμως η κυρία Ελένη υποχρεώθηκε και άλλες φορές να φανεί αυστηρή προκειμένου να διαπαιδαγωγήσει σωστά το παιδί της.
Θυμάται ο γιος της και χαμογελά.
«Μεταξύ των πολλών αρετών της η μητέρα μου είχε και το χάρισμα της συνέπειας και της ακρίβειας.
Έτσι χρειάστηκε μια δυο φορές που σαν νέος κι εγώ άργησα να επιστρέψω στο σπίτι να υποστώ τις συνέπειες της αργοπορίας μου. Βρήκα την πόρτα κλειδωμένη και έμεινα έξω να κόβω βόλτες στο πεζοδρόμιο …Και το ωραίο δεν ξέρετε ποιο είναι. Με τον τρόπο που με μεγάλωνε δεν ένοιωσα πικρία για την τιμωρία μου. Ήξερα ότι δίκαια έπασχα. Αυτό είχε καταφέρει σε μένα η μάνα μου. Και την ευγνωμονώ».
Το μαρτύριο της Παπαδιάς
Από τους σπουδαίους αγωνιστές της Αντίστασης και ο παπά Αλεβυζάκης από τις Αλώνες. Ένα από τα παιδιά του καρπός του γάμου του με μια άξια γυναίκα την Αθηνά το γένος Σήφη Δουλαβεράκη – ήταν ο Σήφης που είχε τελειώσει την Ανωτάτη Εμπορική και είχε επιστρέψει στο χωριό και βοηθούσε τον πατέρα του στον αγώνα με δυο ακόμα αδέλφια του.
Σε κάποιο μπλόκο που «έπεσε» με τον εξάδελφό του Ευθύμη Νουφράκη, βρέθηκε πάνω του σημείωμα του Λι Φέρμορ στον πατέρα του. Ήταν απλές ευχές για τα Χριστούγεννα. Αν και δεν ήταν τόσο σημαντικό σε περιεχόμενο, οι Γερμανοί συνέλαβαν τους δυο νεαρούς και τους μετέφεραν στο σπίτι του παπά Αλεβυζάκη. Με βίαιο τρόπο απομόνωσαν την παπαδιά και άρχισαν να βασανίζουν σε άλλο δωμάτιο τα δυο παιδιά για να αποκαλύψουν τους συνεργάτες τους.
Συγκλονίζεται κάθε ευαίσθητος άνθρωπος στη σκέψη εκείνης της γυναίκας, που χαμένη σε αναφιλητά άκουγε τις κραυγές πόνου του παιδιού της αλλά και του άλλου παλικαριού, ανίσχυρη να τους προσφέρει βοήθεια.
Ίδιο μαρτύριο πέρασε και η πρεσβυτέρα του παπά Αντώνη Ξυδάκη όταν οι ναζί κυνηγώντας να συλλάβουν τον ιερέα μετά τη Μάχη της Κρήτης, άρχισαν να βασανίζουν μπροστά της ένα της παιδί για να την υποχρεώσουν να καταδώσει τον άνδρα της. Δεν πήραν λέξη αλλά από τότε η παπαδιά δεν ξαναβρήκε την υγειά της.
Όλα τα παιδιά ήταν δικά της
Με μια γυναίκα που δεν αξιώθηκε να αποκτήσει δικά της παιδιά, αλλά έγινε μια αγκαλιά για όλα θα κλείσει το σημερινό μας αφιέρωμα.
Η Ευαγγελία Μαραγκουδάκη ήταν από τις πρώτες γυναίκες που ανέδειξε η έρευνά μου όταν ξεκίνησα αυτή την προσπάθεια το 1977.
Είχε μια σπάνια ομορφιά η Ευαγγελία κόρη του πρωτομάστορα και ξακουστού τεχνίτη Βασίλη Σταματάκη και γεννήθηκε το 1882. Από μικρή φαινόταν πως θα γίνει καλλονή όταν μεγαλώσει. Εκείνη όμως έδειχνε μεγάλη έφεση στα γράμματα και σε κάθε τομέα που διευρύνει το πνεύμα και τρέφει την ψυχή. Οι γονείς της ποτέ δεν της έβαλαν φραγμό στην πνευματική της εξέλιξη αδιαφορώντας για τα ήθη της εποχής. Αφού το ήθελε θα της έδιναν όλα τα εφόδια για καλές σπουδές.
Έτσι σε μια ηλικία που οι κοπέλες είχαν το νου τους στον «πρίγκιπα του παραμυθιού» ετοιμάζοντας τα προικιά τους, η Ευαγγελία ήταν η μοναδική κοπέλα της εποχής της που είχε απολυτήριο ελληνικού και ίσως η μοναδική στο Ρέθυμνο που μιλούσε άπταιστα Ιταλικά και Γαλλικά. Για την Ευαγγελία όμως δεν ήταν αυτό αρκετό. Διάβαζε ασταμάτητα όσα βιβλία έφθαναν στα χέρια της. Κι ήταν αρκετά αυτά. Σε μια τρυφερή ακόμα ηλικία η πανέμορφη Ρεθεμνιωτοπούλα είχε αποκτήσει μια τεράστια εγκυκλοπαιδική μόρφωση.
Με τόσα προσόντα ήταν φυσικό να ήταν όνειρο κάθε μητέρας για τον γιο της. Οι καλύτερες οικογένειες έδιναν τα πάντα να την κάνουν νύφη τους. Εκείνη όμως διάλεξε με τα δικά της κριτήρια.
Τυχερός ήταν ένας έμπορος από τη Λούτρα, ο Μανόλης Μαραγκουδάκης. Ο γάμος της ήταν όπως τον ονειρευόταν και ο σύζυγος αποδείχτηκε μια εξαιρετική επιλογή. Δυστυχώς όμως δεν άργησαν να εμφανιστούν τα πρώτα σύννεφα στην τόσο ανέμελη ζωή της. Περνούσε ο καιρός και η φύση δεν έστελνε κανένα μήνυμα για τη μεγάλη αποστολή που είναι και η πεμπτουσία της ζωής κάθε γυναίκας. Το σπίτι έμενε βουβό από φωνές παιδιών. Η φύση δεν θα χάριζε ποτέ το ευλογημένο αυτό δώρο στην Ευαγγελία. Εκείνη όμως συνειδητή Χριστιανή, αποδέχτηκε το θέλημα του Δημιουργού. Αποδέχτηκε με αξιοπρέπεια τη μοίρα της κι αποφάσισε να γίνει «μητέρα» όλων εκείνων των παιδιών που θα την είχαν ανάγκη. Απέραντη η αγκαλιά της έγινε μια ζεστή φωλιά για κάθε δυστυχισμένο παιδί. Το σπίτι της ανοικτό πάντα φρόντιζε να δίνει χαρά σε κάθε μικρό επισκέπτη. Κι αφού ήταν τόσο στοργική με τα ξένα παιδιά μπορούμε να φανταστούμε πόσο δοτική θα ήταν για τα παιδιά των συγγενών της.
Όταν πέθανε ο άνδρας της ένοιωθε να χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της. Αρχικά σκέφτηκε να κλειστεί σε μοναστήρι. Άνθρωπος που δεν ήθελε να επανέρχεται στα ίδια όταν αποφάσιζε για την πορεία του, έφυγε αμέσως για την Αθήνα και φρόντισε να συναντήσει ανθρώπους που θα την έφερναν κοντά στο σκοπό της. Εκείνοι όμως έδειχναν ξαφνιασμένοι.
«Μα είναι δυνατόν;» της είπε κάποιος από τους πιο αξιοσέβαστους που ζήτησε τη συμβουλή του.
– Μα είναι δυνατόν εσύ, της είπε, η γεμάτη ζωντάνια, ν’ αφήσεις στη μέση το έργο που άρχισες; Δεν καταλαβαίνεις πόσο απαραίτητη είσαι στο Ρέθυμνο κοντά στα «παιδιά» σου;.
Στο άκουσμα αυτό μια σειρά από εικόνες εμφανίστηκαν μπροστά της και την προβλημάτισαν. Ήταν η θέα των νοικοκυρών που συναντούσε τα πρωινά όταν περνούσε βιαστικά από τις γειτονιές και τις έβλεπε ν’ ασχολούνται με το σπίτι αλλά σταματούσαν στο πέρασμά της για να τη χαιρετίσουν με μεγάλο σεβασμό. Κι εκείνη απαντούσε με μια μελωδική καλημέρα που γέμιζε χαρά κι αισιοδοξία όλο το στενό.
Μια άλλη εικόνα ήταν η θέα των παιδιών που περίμεναν από εκείνη να χορτάσουν την πείνα τους και να βρουν στη ζεστή της αγκαλιά παρηγοριά για την τραγική τους μοίρα.
Σαν να έβλεπε το βλέμμα τους να την ρωτάει με αφάνταστη θλίψη: «Μάνα που μας αφήνεις;».
Η Ευαγγελία στη σκέψη αυτή τινάχτηκε σαν να ξύπνησε από λήθαργο. Κατάλαβε ποιος ήταν ο μεγάλος της προορισμός. Κι αποφάσισε να επιστρέψει, αφού προηγουμένως φρόντισε να συνδεθεί με την Πανελλήνια κίνηση των συνεργαζομένων Χριστιανικών σωματείων «Ο Απόστολος Παύλος». Επέστρεψε στο Ρέθυμνο με αποστολή την δημιουργία έργου εσωτερικής ιεραποστολής που θα ωφελούσε την πόλη.
Ήταν γύρω στα 60 αλλά πίστευε ότι είχε ξαναγεννηθεί.
Τα χρόνια περνούσαν και τα προβλήματα υγείας άρχισαν να την ταλαιπωρούν. Μάταια τα ανίψια της την παρακαλούσαν να πάει κοντά τους να τη φροντίζουν. Εκείνη δεν ήθελε ν’ αφήσει το σπίτι της, την μεγάλη κυψέλη δημιουργίας.
Οι κοινωνικές εξελίξεις στη μικρή μας πόλη, άλλαξαν και τον τρόπο ζωής. Τώρα ο χρόνος δεν περίσσευε ούτε για μια επίσκεψη. Η Ευαγγελία υπέφερε όσο έβλεπε τα «παιδιά» να απομακρύνονται, έχοντας πια τόσες υποχρεώσεις. Μα δεν τους χρέωνε σκοπιμότητα. Είχε κατανόηση για όλους. Η μοναξιά όμως την έπνιγε. Και τότε εύρισκε καταφύγιο στο γράψιμο…
«Χριστέ μου, αν δεν σε ένοιωθα τόσο πολύ μέσα μου, πόσο βαριά θα ήταν τώρα τα γηρατειά».
Σιγά-σιγά η υγεία της άρχισε να κλονίζεται περισσότερο. Τώρα τ’ ανίψια της δεν άκουγαν τις παρακλήσεις της να μην νοιάζονται τόσο γι’ αυτή. Κι ήταν διαρκώς κοντά της. Μερικές φορές μαζεύονταν αρκετά πιάτα με φαγητό που άδειαζαν όμως γρήγορα. Δεν ήταν η Ευαγγελία που απολάμβανε το κάθε φαγητό αλλά οι πεινασμένοι που χτυπούσαν την πόρτα τους. Μπορεί η ίδια να έμενε νηστική κι ας είχαν φροντίσει τα ανίψια της να μην της λείπει τίποτα. Για τον άγγελο αυτό καλοσύνης και προσφοράς ήταν αρκετό ότι κάποιος πεινασμένο χόρτασε σπιτικό φαγητό. Έτσι χόρταινε η ίδια.
Πέθανε πάμπτωχη αλλά πλούσια από την αγάπη και φροντίδα των ανιψιών και των άλλων συγγενών της.
Η ψυχή της πέταξε την ημέρα των Τριών Ιεραρχών του 1976. Κι όταν έφυγε ένοιωσαν να ορφανεύουν εκατοντάδες παιδιά. Ήταν παιδιά στα οποία αφιερώθηκε επιβεβαιώνοντας ότι μάνα είναι όποια νοιώθει αγάπη για ένα παιδί και ας μην το έχει γεννήσει.
Χρόνια πολλά σε όλες τις μανούλες που γιορτάζουν αύριο.