H ενημέρωση, η έγκαιρη διάγνωση και κυρίως η διαχείριση μέσω ψυχοθεραπευτικής παρέμβασης και φαρμακευτικής αγωγής μπορούν να προσφέρουν ουσιαστική υποστήριξη στα άτομα με ΔΕΠΥ, βελτιώνοντας σημαντικά την ποιότητα ζωής τους, σύμφωνα με τον Παναγιώτη Σίμο, καθηγητή Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης
Στο νευροψυχολογικό ιατρείο του ΠΑΓΝΗ σχεδόν τα μισά περιστατικά είναι νέοι φοιτητές και επαγγελματίες, οι οποίοι στα 20 και στα 30 τους καταλαβαίνουν για πρώτη φορά ότι έχουν σοβαρά προβλήματα και έχοντας ακούσει ήδη για τη ΔΕΠΥ
Σχεδόν 1 στα 10 παιδιά πάσχουν από τη Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας, μία νευροαναπτυξιακή νόσο που επιβαρύνει σημαντικά την καθημερινότητα ανθρώπων όλων των ηλικιών. Τα αφανή συμπτώματα της ΔΕΠΥ οδηγούν συχνά στον στιγματισμό των ατόμων ως κακοί μαθητές, ανοργάνωτοι φοιτητές και εργαζόμενοι που είναι επιρρεπείς σε λάθη, ενώ στην πραγματικότητα τα άτομα με ΔΕΠΥ εμφανίζουν δυσκολίες συγκέντρωσης, οργάνωσης του προγράμματός τους, διαχείρισης του χρόνου τους και συγκράτησης γνώσεων και πληροφοριών, συμπτώματα τα οποία προκαλούν εκτεταμένο άγχος, ακόμα και κατάθλιψη, σε ορισμένες περιπτώσεις. Τα τελευταία χρόνια, η καλύτερη ενημέρωση γονέων και εκπαιδευτικών έχει οδηγήσει σε αυξημένες διαγνώσεις περιστατικών, με ενήλικες ακόμα και σε μεγάλη ηλικία να εντοπίζουν τα συμπτώματα και να απευθύνονται σε ψυχιάτρους, οι οποίοι μπορούν να χορηγήσουν φαρμακευτική αγωγή και να προσφέρουν ψυχοθεραπευτική παρέμβαση.
Η ευφυΐα και το υψηλό διανοητικό επίπεδο είναι παράγοντες που μπορούν να εξομαλύνουν τις πρακτικές δυσκολίες που προκαλεί η ΔΕΠΥ στα άτομα, αλλά μόνο σε ένα πλαίσιο διαχείρισης και όχι αντιστροφής της. «Η ΔΕΠΥ εμφανίζεται σε όλους τους ανθρώπους, άντρες, γυναίκες, έξυπνους και λιγότερο έξυπνους, πλούσιους και φτωχούς, απλά η εξέλιξη της διαταραχής προφανώς επηρεάζεται από το νοητικό επίπεδο. Όσο πιο έξυπνος είσαι τόσο πιο εύκολα μπορείς να προσαρμοστείς σε αυτήν την κατάσταση», ανέφερε μεταξύ άλλων, μιλώντας στα «Ρ.Ν.», ο Παναγιώτης Σίμος, καθηγητής, Αναπτυξιακής Νευροψυχολογίας, στον Τομέα Ψυχιατρικής και Επιστημών Συμπεριφοράς της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης και υπεύθυνος του νευροψυχολογικού ιατρείου στο ΠΑΓΝΗ.
«Η ΔΕΠΥ δεν περνάει πραγματικά ποτέ»
Όχι ως γενετική, αλλά ως ψυχιατρική διαταραχή θεωρείται η ΔΕΠΥ, με τους επιστήμονες να μην έχουν συνδέσει ακόμα τη διάγνωσή της με κάποια εξέταση του εγκεφάλου, σύμφωνα με τον κ. Σίμο. «Η ΔΕΠΥ είναι μία νευροαναπτυξιακή διαταραχή, καθώς το αναπτυξιακό κομμάτι έχει να κάνει με το γεγονός ότι εκδηλώνεται στην πρώτη παιδική ηλικία, και το νευρολογικό κομμάτι έχει να κάνει με το ότι παρότι δεν υπάρχει εξέταση του εγκεφάλου που μπορεί να διαγνώσει τη ΔΕΠΥ, έχουμε πολύ σοβαρές υπόνοιες ότι οφείλεται σε κάποια δυσλειτουργία του εγκεφάλου. Η δυσλειτουργία δεν ξέρουμε που οφείλεται, δεν μπορεί να πιστοποιηθεί με εξετάσεις, αλλά σίγουρα επηρεάζει τόσο τις γνωστικές και συμπεριφορικές ικανότητες και την ικανότητα να μπορούμε να ελέγξουμε την προσοχή μας, όσο και τη λειτουργικότητά μας. Δεν είναι γενετική, αλλά θεωρείται ψυχιατρική διαταραχή, παρότι έχει νευρολογικές διαστάσεις».
Τα συμπτώματα της ΔΕΠΥ δεν περνάνε ποτέ, ανεξάρτητα από την ηλικία του ατόμου, ωστόσο όσο μεγαλύτερη ηλικία, τόσο μικρότερη η εμφάνιση της υπερκινητικότητας, σύμφωνα με τον κ. Σίμο. «Υπολογίζουμε γύρω στο 5-10% των παιδιών των γενικών σχολείων ότι έχουν ΔΕΠΥ, το οποίο σαφώς είναι ένα μεγάλο ποσοστό. Επειδή η ΔΕΠΥ δεν περνάει πραγματικά ποτέ, όσο μεγαλώνει κανείς μειώνεται η υπερκινητικότητα, αλλά όχι η απροσεξία, υπολογίζουμε ότι είναι το ίδιο ποσοστό στους ενήλικες. Έχουμε αύξηση των διαγνωσμένων περιστατικών τα τελευταία χρόνια, αλλά αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι πλέον γνωρίζουν για τη ΔΕΠΥ, περισσότεροι εκπαιδευτικοί είναι εκπαιδευμένοι στη ΔΕΠΥ, οπότε παρατηρούν τέτοιες εκδηλώσεις και παραπέμπουν τους μαθητές τους, ενώ οι ενήλικες διαβάζουν στο διαδίκτυο και παίρνουν πληροφορίες», σημείωσε ο κ. Σίμος, ο οποίος πρόσθεσε ότι οι παιδοψυχίατροι και οι ψυχίατροι είναι αρμόδιοι για τη διάγνωση και τη χορήγηση αγωγής του ατόμου. «Η διάγνωση σε παιδιά κάτω των 18 γίνεται από παιδοψυχίατρο και στους ενήλικες από ψυχίατρο. Στο ΠΑΓΝΗ έχουμε επικουρικό ρόλο στο να κάνουμε αξιολογήσεις αυτών των ανθρώπων, μετά από παραπομπή συνήθως από τον αρμόδιο γιατρό, ο οποίος έχει την ευθύνη για την αγωγή και την τελική διάγνωση».
«Οι άνθρωποι δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν στην καθημερινότητα»
Προβλήματα σε σχολικούς, ακαδημαϊκούς και εργασιακούς χώρους δημιουργούν τα συμπτώματα του ΔΕΠΥ, με πολλούς ανθρώπους να έρχονται αντιμέτωποι με προκλήσεις σε βασικές λειτουργίες της καθημερινότητας, οι οποίες για άλλους ανθρώπους είναι αυτονόητες και κυρίως γίνονται αυτοματοποιημένα. Ο κ. Σίμος επεσήμανε: «Το βασικό σύμπτωμα της ΔΕΠΥ είναι η δυσκολία των ανθρώπων να ανταπεξέρχονται στην καθημερινότητα. Οι φοιτητές δεν μπορούν να μελετήσουν αρκετό χρόνο, η ζωή τους είναι ανοργάνωτη, ενώ οι εργαζόμενοι μπορεί να έχουν δυσκολίες στη δουλειά τους, να μην μπορούν δηλαδή να επεξεργαστούν πολλές πληροφορίες, να ξεχνούν και να κάνουν λάθη. Καμιά φορά αυτά ξεφεύγουν από την εργασία και περνούν στην καθημερινότητα. Τα άτομα με ΔΕΠΥ ξεχνούν τα κλειδιά τους, που έχουν παρκάρει το αυτοκίνητο, αθετούν ραντεβού, αργούν και φαίνονται αφηρημένοι».
Επιπλέον, ο καθηγητής τόνισε ότι τα συμπτώματα δεν εντείνονται στην ενήλικη ζωή, απλά μπορεί η διάγνωση να έρθει καθυστερημένα. «Στο νευροψυχολογικό ιατρείο του ΠΑΓΝΗ σχεδόν τα μισά περιστατικά είναι νέοι φοιτητές και επαγγελματίες, οι οποίοι στα 20 και στα 30 τους καταλαβαίνουν για πρώτη φορά ότι έχουν σοβαρά προβλήματα και έχοντας ακούσει για τη ΔΕΠΥ ζητούν μία επιβεβαιωμένη αξιολόγηση και γνωμάτευση».
«Αν κάποιος είναι απλά αφηρημένος δεν υπάρχει περίπτωση ΔΕΠΥ»
Αναφορικά με την διαφορά μεταξύ της «αφηρημάδας» και της έλλειψης συγκέντρωσης, με την αναγνώριση της πραγματικής συμπτωματολογίας του ΔΕΠΥ, ο κ. Σίμος ανέφερε: «Σχεδόν πάντα ο άνθρωπος που έχει ΔΕΠΥ είναι αφηρημένος, αλλά όχι όλοι οι άνθρωποι που απλά είναι αφηρημένοι έχουν ΔΕΠΥ. Για να διαγνωστεί η ΔΕΠΥ υπάρχει μία σειρά από διαγνωσμένα κλινικά κριτήρια, τα οποία εξετάζονται μέσω συνέντευξης, ερωτηματολογίων και κάποιων τεστ. Υπάρχει μία σειρά από εκδηλώσεις και συμπεριφορές ταυτόχρονα στον ίδιο άνθρωπο και θα πρέπει αυτές να δυσκολεύουν την καθημερινότητά του, προκειμένου να υπάρχει ΔΕΠΥ. Αν είναι απλά αφηρημένος, αλλά τα καταφέρνει να ανταποκρίνεται αποτελεσματικά στις απαιτήσεις της ζωής του, τότε δεν υπάρχει περίπτωση ΔΕΠΥ».
Άγχος και κατάθλιψη είναι δύο συνέπειες με τις οποίες έρχονται αντιμέτωπα τα άτομα με ΔΕΠΥ, που δυσκολεύονται να διαχειριστούν τις καθημερινές επιβαρύνσεις στη ζωή τους.«Αν ένα άτομο είναι απόλυτα λειτουργικό και δεν έχει καμία δυσκολία στην καθημερινότητα, τότε δεν έχει ΔΕΠΥ. Βλέπουμε όμως ότι οι άνθρωποι με υψηλό νοητικό δυναμικό, με πολλή προσπάθεια καταφέρνουν να ανταπεξέρχονται στην καθημερινότητα, αλλά δυσκολεύονται πολύ. Αυτή η δυσκολία σε πολλές περιπτώσεις δημιουργεί άγχος, ακόμα και καταθλιπτική συμπτωματολογία, οπότε προκύπτει επιβάρυνση, είτε υποκειμενική είτε πραγματική», συμπλήρωσε ο κ. Σίμος.
Φαρμακευτική αγωγή και ψυχοθεραπευτική παρέμβαση
Απαραίτητη για τα παιδιά είναι η ψυχοθεραπευτική υποστήριξη, καθώς όπως επεσήμανε ο κ. Σίμος, από μικρή ηλικία χρειάζεται να αρχίσουν να καταλαβαίνουν τον εαυτό τους και τις δυσκολίες που δημιουργεί το ΔΕΠΥ, ακόμα και για την αποφυγή άλλων προβλημάτων, όπως η κατάχρηση ουσιών, τα ατυχήματα και οι τραυματισμοί. «Υπάρχουν δύο φάρμακα παγκοσμίως που χορηγούνται σε εκατομμύρια ανθρώπους, στην Ελλάδα έχουμε ένα, το οποίο είναι πάρα πολύ αποτελεσματικό και συνιστάται σε ανθρώπους και ειδικά σε παιδιά με μεγάλη επιβάρυνση της λειτουργικότητάς τους, δηλαδή έναν μαθητή που δεν μπορεί να παρακολουθήσει το μάθημα στο σχολείο, ή έναν φοιτητή που δεν περνάει μαθήματα ή έναν επαγγελματία που κάνει τόσα λάθη, ώστε να κινδυνεύει να απολυθεί. Η φαρμακευτική αγωγή έχει πολύ λίγες παρενέργειες, οι περισσότερες περνούν γρήγορα και είναι πολύ αποτελεσματική. Σε συνδυασμό με την φαρμακευτική αγωγή, γίνονται και ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις, μέσω της γνωστικής συμπεριφορικής θεραπείας, οι οποίες βοηθούν στην αντιμετώπιση του άγχους και τη δημιουργία προγράμματος».
Στερεότυπα και λάθος εκτιμήσεις
Τα άτομα με ΔΕΠΥ συχνά στιγματίζονται από μικρή ηλικία για την ευφυΐα τους, την απροσεξία τους και την έλλειψη ενδιαφέροντος που επιδεικνύουν σε διάφορες καταστάσεις, ενώ πολλοί γονείς απορρίπτουν, εσφαλμένα σύμφωνα με τον κ. Σίμο, τη φαρμακευτική αγωγή για τα παιδιά τους. «Τα παιδιά με ΔΕΠΥ ήταν κάποτε τα άτακτα, τα απρόσεκτα και πολλές φορές τα χαζά, οι κακοί μαθητές, κάτι που δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Για τους ενήλικες υπάρχει το στερεότυπο του αφηρημένου, το οποίο δεν είναι έλλειψη ενδιαφέροντος και κινήτρου, αλλά ένα άτομο που πραγματικά δεν μπορεί να προσέξει. Επίσης, πολλοί γονείς δεν δέχονται τη φαρμακευτική αγωγή, ενώ θα μπορούσε αυτή να βοηθήσει πολύ τα παιδιά τους και τη ζωή τους».