Με αυξήσεις που αγγίζουν το 15% θα έρθουν αντιμέτωποι οι επιβάτες των πλοίων από την 1η Μαΐου, προκαλώντας έντονες ανησυχίες στους κατοίκους των νησιών αλλά και στον τουριστικό κλάδο.
Οι αυξήσεις των τιμών συνδέονται με την ανάγκη πράσινης μετάβασης του στόλου, αλλάζοντας τα δεδομένα στην ακτοπλοΐα, όπως ανέφερε η καθηγήτρια Ναυτιλιακής Οικονομικής του τμήματος Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών του Πανεπιστημίου Αιγαίου, Μαρία Λεκάκου, στην Τηλεόραση Creta και εκπομπή της Σώτιας Πεντεδήμου.
H κ. Λεκάκου εξήγησε πως οι αυξήσεις συνδέονται άμεσα με τη μετάβαση της ναυτιλίας σε ένα πιο πράσινο μοντέλο λειτουργίας. Όπως ανέφερε, τα κράτη μέλη του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν συμφωνήσει στη μετάβαση για ένα πιο πράσινο περιβάλλον και για έναν πιο δίκαιο κόσμο, σε επίπεδο κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης.
Συγκεκριμένα ανέφερε: «Η ναυτιλία και η ακτοπλοΐα παίζει τον ρόλο της για ένα πιο πράσινο περιβάλλον και έτσι λοιπόν για να μειώσουμε την επίπτωσή μας στο φαινόμενο του θερμοκηπίου πρέπει να αλλάξουμε τον τρόπο παραγωγής, να απομακρυνθούμε από τους υδρογονάνθρακες και να επικεντρωθούμε σε νέες μορφές παραγωγής. Σε αυτό μοντέλο ο ακτοπλοϊκός στόλος μας πρέπει να κάνει έναν καλό αγώνα δρόμου για να προσαρμοστεί. Ο κανονισμός δεν είναι νέος, είναι ένας κανονισμός στο πλαίσιο της πράσινης συμφωνίας που προβλέπει τη μετάβαση και την απόδοση μονάδων με βάση τα όρια των εκπομπών των πλοίων. Άρα οι αυξήσεις είναι μια πραγματικότητα».
Η μετάβαση αυτή όμως έχει υψηλό κόστος, το οποίο σε μεγάλο βαθμό μεταφέρεται στους επιβάτες. Οι νέες κανονιστικές απαιτήσεις, που αφορούν στη συμμόρφωση των πλοίων με τα όρια εκπομπών και η ανάγκη αντικατάστασης ή μετασκευής πλοίων με φιλικότερες προς το περιβάλλον τεχνολογίες είναι παράγοντες που οδηγούν σε αυτές τις αυξήσεις, ανέφερε η κ. Λεκάκου: «Η χώρα μας για χρόνια και ορθώς αντιμετωπίζει την ακτοπλοΐα ως υπηρεσία δημοσίου συμφέροντος, η οποία υλοποιείται από ιδιώτες. Άρα λοιπόν η πράσινη μετάβαση και ο ρόλος της ακτοπλοΐας πρέπει να βρουν μια νέα ισορροπία. Στη νέα ισορροπία απαιτούνται δεδομένα και σχεδιασμός, κάτι στο οποίο υστερούμε αυτήν τη στιγμή. Για πολλά χρόνια και ίσως με βάση τη μεγάλη παράδοση στη χώρα μας στη ναυτιλία, έχουμε μια πολιτική που βασίζεται πάνω στο πλοίο».
Η κ. Λεκάκου τονίζει ότι απαιτείται μια πιο συστηματική προσέγγιση στον σχεδιασμό της ακτοπλοϊκής πολιτικής, ενώ παράλληλα επεσήμανε την ανάγκη για συλλογή δεδομένων, προκειμένου να σχεδιαστούν καλύτερες πολιτικές: «Η πρώτη ανάγκη είναι να δούμε το θέμα συστηματικά και συστημικά, που αφορά στην ανάγκη ανανέωσης του ακτοπλοϊκού στόλου. Το υπουργείο έκανε ήδη κινήσεις για να εξασφαλιστούν πόροι για να ενισχύσουμε τη μετάβαση, δηλαδή κατασκευές ή μετασκευές των πλοίων. Υπάρχει μια μεγάλη μελέτη που πραγματοποιείται από χρηματοοικονομικό όμιλο για να δει το κόστος της μετάβασης, κάτι που θα έπρεπε να είχαμε κάνει εδώ και χρόνια. Είναι ένα μεγάλο μειονέκτημα. Επίσης κάτι το οποίο πρέπει να δούμε είναι το μοντέλο του δικτύου. Πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε διαφορετικά εξασφαλίζοντας κανόνες κινητικότητας και επιχειρηματικότητας. Όπως και για την Κρήτη, έτσι και για τα υπόλοιπα νησιά, πέραν από τη μετάβαση των κατοίκων είναι και για τον τουρισμό».
Δημιουργία παρατηρητηρίου για τη ρύθμιση της ακτοπλοΐας
Τη δημιουργία ενός σύγχρονου και συντονισμένου μηχανισμού παρακολούθησης της ακτοπλοΐας μέσω της σύστασης ενός Παρατηρητηρίου προτείνουν ειδικοί και αρμόδιοι φορείς, με στόχο τη διασφάλιση δίκαιων ναύλων, καλύτερης εξυπηρέτησης και βιώσιμης ανάπτυξης για τα ελληνικά νησιά.
Κεντρική πρόταση αποτελεί η ανάπτυξη ενός «τριγωνικού συστήματος» συνεργασίας, που θα περιλαμβάνει το κράτος, τις ακτοπλοϊκές εταιρείες και τους ίδιους τους κατοίκους των νησιών.
«Πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να υπάρξει ένα παρατηρητήριο. Αφού προσδιορίσεις τις ανάγκες και δεις την οικονομική ικανότητα που είναι άλλη στην Κρήτη και άλλη στη Σάμο, πρέπει να προσδιορίσει το κράτος μας αυτό που προβλέπεται από τον ευρωπαϊκό κανονισμό, δεν το έχουν κάνει τα κράτη-μέλη, αλλά πρέπει να δούμε πόσα αντέχει να πληρώσει ο Κρητικός, ο Σαντορινιός και ο Λευκαδίτης. Οπότε να έχουμε ένα κατώφλι, που μετά βέβαια το κενό θα πρέπει να επιστρέφεται ή να καλύπτεται από κρατικούς φόρους, αφού έχουμε βάλει και κανόνες για το πόσες φορές την ημέρα θα συνδέεται το κάθε νησί. Θεωρώ ότι πρέπει να ξεκινήσουμε με ένα παρατηρητήριο και ότι πρέπει να υπάρξει μια ρυθμιστική αρχή. Θα πρέπει να παρακολουθεί αυτήν την υπηρεσία δημοσίου συμφέροντος, με τη συμμετοχή και των ιδιωτικών. Υποστηρίζω το τριγωνικό σύστημα, την εμπλοκή των κατοίκων, την αποδοχή των εταιρειών και τον εποπτικό ρόλο του κράτους».
Αποστολή του παρατηρητηρίου θα είναι η συλλογή και η ανάλυση δεδομένων για τις τιμές των ναύλων, τη ζήτηση και τις ανάγκες των νησιωτών, σημείωσε η κ. Λεκάκου.
Προτάσεις Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας
Η ακτοπλοΐα βρίσκεται σε σταυροδρόμι, με τη βιώσιμη ανάπτυξη να αποτελεί μονόδρομο. Ωστόσο η επιβάρυνση των επιβατών και οι ανισότητες μεταξύ περιοχών καθιστούν απαραίτητη την παρέμβαση του κράτους για τη διαμόρφωση ενός δικαιότερου πλαισίου. Τις προτάσεις του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας παρουσίασε η κ. Λεκάκου κατά τη διάρκεια της συνέντευξης: «Αυτό που προτείνει ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας είναι μια ευρωπαϊκή πρακτική. H μετάβαση στα νέα καύσιμα γίνεται με αβεβαιότητα, ενώ στα αεροπλάνα είπαν ότι μεταβαίνουμε όλοι στα βιοκαύσιμα. Στη ναυτιλία έχουμε πολλές διαφορετικές επιλογές, οι οποίες δεν έχουν επιβεβαιωθεί ή δεν έχουν οργανωθεί πλήρως ώστε να μπορεί κάποιος εύκολα να διαλέξει την καλύτερη επιλογή. Σε αυτόν τον τομέα μπορεί να αξιοποιηθεί και το ταμείο Καινοτομίας το οποίο συγκεντρώνει τα χρήματα που αποδίδουν οι ναυτιλιακές εταιρίες όταν προσεγγίζουν τα ευρωπαϊκά λιμάνια με το σύστημα ανταλλαγή ρύπων. Άρα είναι κάτι το οποίο μπορεί να λειτουργήσει. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι πρέπει να οργανωθούμε, αλλά πρέπει να δούμε και που θα στοχεύσουμε. Άρα το να χρησιμοποιήσουμε ως base line τις τιμές των καυσίμων σήμερα και να επιδοτηθούν από εργαλεία που θα προκύψουν για παράδειγμα από το ταμείο Καινοτομίας είναι μια λογική λύση».
Επιμέλεια: Μαγδαληνή Κουντουνιώτη