Από τις μεγαλύτερες δοκιμασίες της Ορθοδοξίας ήταν η περίοδος της εικονομαχίας. Κάποιοι πνευματικοί άνθρωποι που μεγαλουργούσαν στα τέλη του 7ου και αρχές του 8ου αιώνα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία παρουσίαζαν θεωρίες διχαστικές ως προς την προσκύνηση των εικόνων χαρακτηρίζοντας την πράξη ειδωλολατρική. Από τις θεωρίες αυτές επηρεάστηκε ο αυτοκράτορας Λέων ο Γ‘ και το 726 απαγόρευσε την ύπαρξη των εικόνων. Μέχρι τις 11 Μαρτίου του 843 που ο Μιχαήλ ο Γ’ με τη μητέρα του τη Θεοδώρα και τον Πατριάρχη Μεθόδιο έφεραν μετά από Σύνοδο την ειρήνη στην Εκκλησία συνέβησαν πολλά και τραγικά.
Η Κυριακή της Ορθοδοξίας μας έδωσε την αφορμή να σκεφτούμε τους ισχυρούς δεσμούς των χριστιανών με τις εικόνες που σε κρίσιμες ώρες αποτελούν ένα καταφύγιο για τον δοκιμαζόμενο και να μνημονεύσουμε αγιογράφους που έγραψαν ιστορία στο Ρέθυμνο.
Και πρώτα ο Εμμανουήλ Τζάνες Μπουνιαλής (1610-1690) που γνωρίσαμε καλύτερα στις πρώτες διοργανώσεις του Αναγεννησιακού Φεστιβάλ (επί νομαρχίας Βασιλικής Μόσιαλου).
Ο αριστοτέχνης στην επιμέλεια λευκωμάτων κ. Μάνος Τσάκωνας είχε επιμεληθεί μια σειρά έργων του μεγάλου αγιογράφου. Το λεύκωμα αυτό είχε εντυπωσιάσει ντόπιους και ξένους ειδικούς και απλούς θιασώτες με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ούτε δείγμα εξ όσων γνωρίζω και εύχομαι να κάνω λάθος. Έτσι μάθαμε για τον Μπουνιαλή αδελφό του ποιητή Μαρίνου, που σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια μαζί με τον Θεόδωρο Πουλάκη θεωρείται ο σημαντικότερος αγιογράφος του δεύτερου μισού του 17ου αιώνα. Το σημαντικότερο έργο του «Το Ιερό Μανδήλιο» ολοκληρώθηκε το 1659.
Ανήκε, διαβάζουμε στη συνέχεια, σε γνωστή οικογένεια του Ρεθύμνου και ήταν ευπαίδευτος. Εκτός από ζωγράφος, ήταν στιχουργός και συγγραφέας ιερών ακολουθιών. Ήταν έγγαμος, αλλά, καθώς χήρεψε νωρίς δεν άφησε απογόνους. Αδελφοί του ήταν ο ποιητής του «Κρητικού Πολέμου» Μαρίνος Τζάνες Μπουνιαλής και ο ζωγράφος Κωνσταντίνος Τζάνες που έζησε μαζί του στην Βενετία μέχρι το τέλος της ζωής του.
Το 1636 χρονολογείται το παλαιότερο σωζόμενο έργο του. Πρόκειται για την άψογη, από κάθε άποψη εικόνα του Αγίου Σπυρίδωνα, η οποία εκτίθεται στο Μουσείο Κορρέρ της Βενετίας και φέρει την υπογραφή του «Ποίημα Εμμανουήλ ιερέως του Τζάνε». Το ίδιο έτος ήταν ήδη δόκιμος ζωγράφος και είχε χειροτονηθεί ιερέας. Όταν άρχισε ο Κρητικός Πόλεμος ήταν ακόμα στην Κρήτη και μάλλον έφυγε από την πατρίδα του μετά την κατάληψη του Ρεθύμνου από τους Οθωμανούς το 1646.
Τον Απρίλιο του 1648, βρίσκεται στην Κέρκυρα, όπου συνεργαζόταν με τον επίσης πρόσφυγα του Κρητικού Πόλεμου γνωστό ζωγράφο Φιλόθεο Σκούφο. Στην Κέρκυρα, όπου έμεινε τουλάχιστον ως το τέλος του 1654, συνδέθηκε με το λόγιο Κρητικό ιερομόναχο Καλλιόπιο Καλλιέργη, ο οποίος ήταν εφημέριος στον ναό των Αγίων Ιάσονος και Σωσιπάτρου. Ζωγράφισε τότε ο Τζάνες πολλές εικόνες για τον ναό. Τον Μάρτιο του 1658 βρίσκεται στη Βενετία, όπου και παρέμεινε ως τον θάνατό του. Το 1660 εξελέγη εφημέριος στο ναό του Αγίου Γεωργίου, θέση που κράτησε, με μικρά διαλείμματα, έως το 1685. Τα τελευταία χρόνια διορίστηκε προϊστάμενος της Φλαγγίνειου Σχολής στην Ελληνική Κοινότητα της Βενετίας.
Μια πληρέστατη εργασία γι’ αυτόν διαβάσαμε και στην εξαίρετη ιστοσελίδα του κ. Κωστή Ηλία Παπαδάκη, που αναφέρει επίσης έναν ακόμα σπουδαίο Ρεθεμνιώτη αγιογράφο τον Ηλία Μόσκο(1649-87) εργάστηκε στη Ζάκυνθο -στην οποία είναι γεγονός ότι στράφηκε το μεγαλύτερο κύμα των προσφύγων από την Κρήτη – ενσωματώνοντας και αυτός στην εικονογραφία των έργων του άφθονα δυτικά στοιχεία.
Έργα και των δύο υπάρχουν στο Μουσείο Μπενάκη.
Στον κ. Παπαδάκη οφείλουμε επίσης τη γνωριμία με έναν ακόμα σπουδαίο αγιογράφο και δάσκαλο τον Νέστορα Βασσάλο, που είχε δημιουργήσει φυτώριο καλλιτεχνών στο Ρέθυμνο.
Στην αρχή ο Νέστορας πρόσφερε τις πνευματικές του υπηρεσίες σε πολλά χωριά της επαρχίας Ρεθύμνου, στου Γάλλου, στην Αγία Ειρήνη, στο Ρουσσοσπίτι και τα Μικρά Ανώγεια. Από το 1916 έως το – 1934 ο Νέστωρ διετέλεσε και οικονόμος (εις τύπον ηγουμένου – επιστάτη) της Ι. Μονής Μυριοκεφάλων. Ταυτόχρονα, παρέδιδε στους Ρεθυμνιώτες νέους μαθήματα ζωγραφικής και αγιογραφίας.
Η προσέλευση μαθητών ήταν μεγάλη και ο Νέστορας αντιλαμβάνεται πως είναι καιρός να αξιοποιήσει το γεγονός για την πρόοδο της πολιτιστικής ζωής του Ρεθύμνου.
Όπως αποδεικνύεται και από μια επιγραφή ιστορικής φωτογραφίας του 1927, συστήνει άτυπα «όμιλο μαθητευόντων και μαθητευουσών καλλιτεχνών», με 102 μαθητές και μαθήτριες.
Στη μεγάλη αυτή μορφή της τοπικής εκκλησίας οφείλουμε και το μοναστήρι στον Κουμπέ.
Αυτός ήταν και ο λόγος που ο πατήρ Νέστωρ έμεινε στα χρονικά του τόπου σαν μια άγια μορφή. Ένας πνευματικός πατέρας υψηλού αναστήματος.
Ένας άλλος μεγάλος καλλιτέχνης αγιογράφος ήταν ο Αντώνιος Χατζή Γεωργίου Βεβελάκης που αποτέλεσε το θέμα διδακτορικής διατριβής του σεβαστού πρωτοπρεσβύτερου π. Χαράλαμπου Κ. Καμηλάκη, επίκ. καθηγητής της Χριστιανικής Αρχαιολογίας και Τέχνης, προϊστάμενου τού Μητροπολιτικού μας ναού.
Σύμφωνα με το σημαντικό αυτό πόνημα του π. Χαραλάμπους, ο Αντώνιος Χατζή Γεωργίου Βεβελάκης, ζωγράφος του ΙΘ’ αιώνα, γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το έτος 1819 και πέθανε το 1914. Είναι ο σπουδαιότερος και δημιουργικότερος αγιογράφος της εποχής του στον χώρο του Ρεθύμνου. Το ύφος της αγιογραφίας του χαρακτηρίζεται από έναν εκλεκτικιστικό συγκερασμό παραδοσιακού, σε ό,τι αφορά στη θεματολογία και τη σύνθεση και δυτικού σε ό,τι αφορά στην απόδοση των παραστάσεων, το οποίο δυτικό, τελικά, φαίνεται να υπερισχύει στα έργα του Βεβελάκη, χωρίς, όμως, ουδόλως να αλλοιώνει τον θρησκευτικό τους χαρακτήρα.
Απόδειξη ο μητροπολιτικός ναός του Ρεθύμνου, όπου ο Βεβελάκης έχει ζωγραφίσει όλες της Δεσποτικές εικόνες του τέμπλου, τις εικόνες του Δωδεκάορτου, δύο εικόνες του Σκευοφυλάκιου και τέσσερις του Εκκλησιαστικού Μουσείου. Πολλές εικόνες του Βεβελάκη υπάρχουν διάσπαρτες και στις Κυκλάδες (Τήνο, Νάξο και Σύρο), δεδομένου ότι μετά τον θάνατο της συζύγου του και λόγω της τότε εμπόλεμης κατάστασης της Κρήτης, ο Βεβελάκης κατέφυγε πρόσφυγας- όπως και πολλοί άλλοι Κρητικοί- στις Κυκλάδες και πιο συγκεκριμένα στην Τήνο. Στο διάστημα παραμονής του στην Τήνο ζωγράφισε εικόνες σε ναούς της Νάξου και της Σύρου, όπου μάλιστα υπήρχε και δρόμος αφιερωμένος στον εν λόγω Κρητικό ζωγράφο: «οδός Αντωνίου Βεβελάκη του Κρητός».
Θα πρέπει να αναφέρουμε και τον Ιερόθεο Μπραουδάκη (Πραουδάκη) για τον οποίο γνωρίζουμε όσα αναφέρει ο Παντελής Πρεβελάκης στο «Χρονικό μιας Πολιτείας».
Κάθε αναφορά σ’ αυτόν περιοριζόταν στη σχέση του με την αγιογράφηση του τρούλου της Αγίας Βαρβάρας. Στο άρθρο του Σταύρου Κελαϊδή που αναφέραμε σε προηγούμενο εκτενές αφιέρωμα βρήκαμε και άλλα ενδιαφέροντα στοιχεία που αναδεικνύουν την προσωπικότητα του μακαριστού Ιεράρχη.
Σύμφωνα με το Γεώργιο Εκκεκάκη ο Ιερόθεος Μπραουδάκης γεννήθηκε το 1836 στη Μήλο από γονείς Σφακιανούς.
Σπούδασε στην Αθήνα και στο Μόναχο όπου έμαθε άριστα τη Γερμανική γλώσσα και αξιοποίησε το ταλέντο του στο σχέδιο και στη ζωγραφική. Αρχικά εξελέγη επίσκοπος Κυδωνίας και στη συνέχεια Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου από το 1882 μέχρι το 1896. Διετέλεσε εφημέριος και στην Τύνιδα. Η ενασχόλησή του με τα εικαστικά στάθηκε ευεργετική, καθώς αναβαθμίστηκε η αισθητική των ναών της πόλης.
Από τα έργα ζωής του Ιερόθεου ήταν η εικόνα στον θόλο της Αγίας Βαρβάρας του Παντοκράτορα.
Για την τιτάνια αυτή προσπάθεια του Μητροπολίτη να δημιουργήσει αυτό το σπουδαίο έργο αναφέρει ο Πρεβελάκης στο «Χρονικό μιας Πολιτείας»: «Ο δεσπότης ο Ιερόθεος, ο μέγας ιεράρχης, πριν να πιάσει να ζωγραφίζει τον Παντοκράτορα στον θόλο της Αγίας Βαρβάρας, νήστεψε δυο βδομάδες και προετοιμάστηκε σα να ‘χε να μεταλάβει. Στην Τρίτη βδομάδα, ανέβηκε πάνω στη σκαλωσιά, με τις μπογιές και τα κοντύλια του κι έβαλε αρχή. Να στοχαστείς ένα θεόρατο καυκί, μ’ άνοιγμα φαρδύτερο από δυο οργιές κι εκεί από κάτω τον εξηντάρη δεσπότη κι αγιογράφο ξαπλωμένο ανάσκελα τη σκαλωσιά, δώδεκα μπόγια πάνω από τη γης, να στορίζει τη φοβερή μορφή του Παντοκράτορα». Στον ίδιο αγιογράφο ανήκουν και οι περισσότερες τοιχογραφίες του ναού.
Ένα χρόνο πριν αποδημήσει εις Κύριον το 1895 ο Επίσκοπος Ιερόθεος Μπραουδάκης ίδρυσε στην Αγία Ειρήνη ιερατική σχολή στην οποία φοίτησαν την ίδια χρονιά δέκα μαθητές, υπότροφοι των μονών της Επισκοπής Ρεθύμνης.

Σπουδαίος αγιογράφος ήταν και ο Γαβριήλ Πάγκαλος
Ευτυχώς που διασώζει βασικά στοιχεία από τη ζωή και το έργο του μια νεκρολογία (20 Οκτωβρίου 1940 στην «Κρητική Επιθεώρηση») με την υπογραφή του Γυμνασιάρχη Μιχαήλ Πρεβελάκη. Επίσης μια ωραία παράδοση που άφησε σε κείμενό του ο Γαβριήλ Πάγκαλου μας διασώζει επίσης ο κ. Κωστής Παπαδάκης στο έργο του που αναφέρεται στον οικισμό Αγαλλιανού Αγίου Βασιλείου.
Ποιος ήταν όμως ο Γαβριήλ Πάγκαλος που εκτός από προικισμένο χέρι Αγιογράφου διέθετε και αγγελική φωνή;
Γεννήθηκε στα Πλευριανά Μυλοποτάμου το 1870. Από μικρός φαινόταν αυτός ο αγγελόμορφος νέος ότι θα αφιερωνόταν στο Θεό. Είχε πραγματικά μια ωραία μορφή που συναγωνιζόταν την ομορφιά της ψυχής του.
Αγαπούσε την εκκλησία κι όταν άλλα παιδιά περνούσαν τον χρόνο τους παίζοντας εκείνος προτιμούσε την απομόνωση για νοερή προσευχή. Ίσως να τον είχε επηρεάσει και ο θείος του Μεθόδιος Λαγουβάρδος ηγούμενος της Ιεράς Μονής Ασωμάτων που ο Γαβριήλ αγαπούσε ιδιαίτερα. Με αυτές τις ενδείξεις κανένας δεν ξαφνιάστηκε που νεότατος ο ευσεβής νεαρός προεχειρίσθη τόσον ενωρίς εις Ιεροδιάκονο.
Εκτός των άλλων ο Γαβριήλ υπήρξε και θεματοφύλακας του αρχαιολογικού μας πλούτου.
Ο αείμνηστος Εμμανουήλ Καούνης έβλεπε στο πρόσωπό του έναν σημαντικό συνεργάτη που τον βοηθούσε στο σημαντικό έργο του να αναδεικνύει και να προστατεύει τον αρχαιολογικό μας πλούτο. Πολύτιμες οι πληροφορίες που έδωσε ο Γαβριήλ στον Καούνη για τον τάφο του Χορτάτζη και το ναΐδριο της Αγίας Παρασκευής από τα αρχαιότερα της Κρήτης.
Όταν ήρθαν οι δύσκολες εποχές για τη Μονή Ασωμάτων βρίσκουμε το Γαβριήλ να καλύπτει τη θέση εφημερίου στο ιστορικό Μοναστηράκι.
Σε ένα λεύκωμα του φιλοπρόοδου πολιτιστικού συλλόγου του χωριού αναφέρεται σχετικά για τον Γαβριήλ.
Γαβριήλ Πάγκαλος Ιερομόναχος και αργότερα Ηγούμενος της Ιεράς Μονής Ασωμάτων. Έζησε πολλά χρόνια στο Μοναστηράκι, σαν υπεύθυνος για την ενορία. Ταλαντούχος αγιογράφος, ζωγράφισε πολλές φορητές εικόνες και φιλοτέχνησε το ξύλινο τέμπλο του Σωτήρα Χριστού.
Έχει αφήσει πίσω του ένα τεράστιο και αξιόλογο έργο από το Βένι μέχρι τα γύρω χωριά της Μονής των Ασωμάτων.
Σε μια λειτουργία του, έτυχε να παρακολουθεί ανάμεσα στο εκκλησίασμα και ο Γυμνασιάρχης Μιχαήλ Πρεβελάκης. Αναφέρει λοιπόν στη νεκρολογία του (Νεκρολογία Μιχαήλ Πρεβελάκη) ότι από τη μια ο εφημέριος Γαβριήλ Πάγκαλος, από την άλλη ο πρόκριτος του χωριού Αντώνιος Καφφάτος, στο ψαλτήρι, τον έκαναν να θυμάται εκείνη την ημέρα. Είχε λέει την αίσθηση ότι παρακολουθούσε ένα μυστήριο κάτω από ανοικτούς ουρανούς.
Ο Γαβριήλ Πάγκαλος φέρεται να έχει αγιογραφήσει την πρώτη εικόνα των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων.
Μια ακόμα σημαντική μορφή της Αγιογραφίας ήταν και η Γερόντισσα Πανσέμνη Αυγουστάκη.

Η κατά κόσμον Παγώνα είδε το φως της ζωής στις 23 Αυγούστου 1926 στις Μέλαμπες Αγίου Βασιλείου και ήταν το τρίτο από τα πέντε τέκνα, του Χαριλάου Αυγουστάκη και της Μαρίας Παπαδογιάννη.
Ήταν μόλις 16 χρόνων όταν προσήλθε στη Μονή του Σωτήρος κοντά στη Μακαρία από την οποία και έλαβε μοναχική παιδεία. Εκεί διδάχτηκε αγιογραφία από τον Νέστορα Βασσάλο. Έδωσε πνοή στο μοναστήρι με την ευσέβεια και την χαρισματική της φύση που ακτινοβολούσε αγάπη και πραότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι διετέλεσε ηγουμένη πενήντα δύο χρόνια από τα ογδόντα που απαρνήθηκε τα εγκόσμια.
Για τη συμβολή της Πανσέμνης στην ανάπτυξη της Αγιογραφίας ο εκλεκτός λόγιος του τόπου μας κ. Μιχάλης Τζεκάκης αναφέρει σχετικά.
«Τρία χρόνια μετά τον ερχομό του μακαριστού Τίτου το 1973, μια νεαρή κοπέλα του Ρεθύμνου η Μαρία Θωμά, γόνος Μικρασιατικής οικογένειες, μετά από την προβλεπόμενη από τους ιερούς κανόνες δοκιμασία, κείρεται Μοναχή και εντάσσεται στη Μονή με το όνομα Μαριάμ. Ουσιαστικά είναι η πρώτη αδελφή, που μπαίνει στη Μονή μετά την κοίμηση του Γέροντος. Η έμπειρη Πανσέμνη διαισθάνεται από την πρώτη στιγμή πως πρόκειται για ένα θεόσταλτο δώρο.

Ο ερχομός της Μαριάμ σηματοδοτεί σημαντικές εξελίξεις. Με τη συμπαράσταση του Επισκόπου της, η Πανσέμνη παίρνει καινοτόμες και τολμηρές πρωτοβουλίες, που την αναδεικνύουν σε εξέχουσα ηγετική μορφή. Ως εκείνη τη στιγμή τόσο ο γέρων Νέστωρας όσο και η μαθήτριά του η Πανσέμνη ζωγράφιζαν με την τεχνοτροπία, τα χρώματα και τα υλικά της δυτικίζουσας ζωγραφικής του 19ου αιώνα, την τεχνοτροπία των Ναζαρηνών. Όμως στο τέλος της δεκαετίας του ’40 ο Φώτης Κόντογλου από το Αϊβαλή της Μικράς Ασίας ξεκινά μια επανάσταση. Ξαναφέρνει στην Ελλάδα την ξεχασμένη τέχνη της Ορθόδοξης Ανατολής, τη Βυζαντινή.
Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’50 δειλά-δειλά εμφανίζονται εικόνες του Κόντογλου στο Ρέθυμνο (στον Άγιο Νικόλαο δίπλα στο κολυμβητήριο, στο Εκκλησάκι του Ε. Νησιανάκη δίπλα στο ξενοδοχείο Ιβίσκος, στου Κόρακα την Καμάρα, στο τέμπλο των 4 Μαρτύρων στη Λεωφόρο και στο τέμπλο των Τεσσάρων Μαρτύρων στις Μέλαμπες.
Η Πανσέμνη με την ευελιξία και την ευρύτητα της σκέψης της «πιάνει» τα μηνύματα των καιρών. Δεν έχει καμιά αμφιβολία πια, ότι μονάχα η Βυζαντινή Τέχνη εκφράζει το πνεύμα και την θεολογία της Ορθόδοξης παράδοσης και ξεκινά με «αρετή και τόλμη» τη δική της επανάσταση, ξεπερνά τον ίδιο της τον εαυτό!!! Γύρω στο 1973 στέλνει τη Μαριάμ να μαθητεύσει σε ένα μοναστήρι της Αττικής που καλλιεργείται η βυζαντινή ζωγραφική. Η ταπεινή Μαριάμ, κάνει υπακοή και κι’ αρχίζει με τη σειρά της να φανερώνει τις μεγάλες δυνατότητές της. Δεν είχε πέσει έξω η Πανσέμνη … Μια νέα εποχή αρχίζει στο εργαστήριο ζωγραφικής με τη Μαριάμ επικεφαλής….»
Η αγιογραφία στο Ρέθυμνο δεν εξαντλείται με τους σπουδαίους αγιογράφους που αναφέραμε. Σε πρώτη ευκαιρία θα επανέλθουμε και με άλλες μορφές που άφησαν το αποτύπωμά τους στην αγιογραφία.