Μια σημαντική επισήμανση έχουμε να κάνουμε με το άρθρο μας αυτό που αφορά στο θέμα της αγιοκατάταξης των Αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων. Είναι γεγονός ότι η επίσημη από το Πατριαρχείο αγιοκατάταξή τους ήλθε πολύ αργά, 153 χρόνια μετά το μαρτύριό τους (!), όταν σήμερα παρακολουθούμε αναγνωρίσεις Αγίων, ειρηνικά τελειωθέντων, σε ελάχιστα, μόλις, χρόνια από την κοίμησή τους. για τον άγιο Παΐσιο, για παράδειγμα, απαιτήθηκαν 21, μόλις, χρόνια, για τον Όσιο Ιάκωβο τον νέο 26, για τον άγιο Πορφύριο 22 κ.ο.κ.
- Η άποψη του Θεοχάρη Δετοράκη
Ο αείμνηστος καθηγητής της Βυζαντινής Φιλολογίας, στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης, Θεοχάρης Δετοράκης, θεωρεί – όπως ο ίδιος κατά λέξιν σημειώνει – ότι και «Η αγιοποίηση των αγίων Τεσσάρων Μαρτύρων έγινε ενωρίς, αλλά δεν έχει σωθεί η σχετική πατριαρχική πράξη και ότι επί των ημερών του μακαριστού μητροπολίτου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Τίτου Συλλιγαρδάκη εκδόθηκε Πατριαρχική και Συνοδική πράξις αγιοποιήσεως των Τεσσάρων Νεομαρτύρων Ρεθύμνης, για να τηρηθεί η εκκλησιαστική τάξη»1.
Στην άποψή του αυτήν ο αείμνηστος καθηγητής οδηγείται από το γεγονός ότι ήδη από το έτος 1836, δώδεκα χρόνια, δηλαδή, από τον μαρτυρικό θάνατό τους, φιλοτεχνείται η πρώτη φορητή εικόνα τους (βλ. εικόνα), ενώ ήδη από το έτος 1852 έχουμε και την πρώτη Ακολουθία τους. Οπότε, ο Θεοχάρης Δετοράκης θεωρεί ότι «σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, η καθιέρωση της εορτής των Κρητών Νεομαρτύρων ως αγίων έγινε στο διάστημα ευθύς μετά τη μεγάλη εθνική επανάσταση (1821- 1830), στα πρώτα χρόνια της Αιγυπτιοκρατίας στην Κρήτη (1830- 1840)».
Θεωρούμε, πάντως, όλως απίθανη την περίπτωση αυτήν, να χάθηκε, δηλαδή, η πρώτη Πράξη αγιοκατάταξης των Αγίων και να χρειάσθηκε να επαναληφθεί για δεύτερη φορά το έτος 1977, επί αοιδίμου Μητροπολίτου Τίτου Συλλιγαρδάκη, απλά, όπως σημειώνεται από τον αείμνηστο καθηγητή, «για να τηρηθεί η εκκλησιαστική τάξη». Όχι, πιστεύουμε ότι η πράξη αγιοκατάταξης της 29ης Αυγούστου 1977 είναι η πρώτη και μοναδική που έγινε για τους παρακάτω λόγους:
- Η αναγνώριση των Αγίων στους χρόνους της Τουρκοκρατίας
Το μαρτύριο των Αγίων έλαβε χώρα στις 28 Οκτωβρίου 1824, επέπεσε, δηλαδή, μέσα στη φωτιά και την ανεμοζάλη της επανάστασης του Εικοσιένα, στη μέση, ακριβώς, της δεκαετίας του γενικού ξεσηκωμού των Ελλήνων (1821- 1830), όταν ο αγώνας των Κρητικών υποχώρησε προσωρινά και η τουρκική κυριαρχία επανήλθε και πάλι στο νησί. Υπήρξε, για τον λόγο αυτόν, η κρισιμότερη και επικινδυνότερη περίοδος του Ελληνορθοδόξου Πατριαρχείου από την Άλωση της Κωνσταντινούπολης μέχρι και τους δύστηνους εκείνους της εθνικής Επανάστασης των Ελλήνων χρόνους. Μόλις τρία χρόνια πιο πριν, μετά τη λειτουργία του Πάσχα (10 Απριλίου 1821), ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄ συνελήφθη, κηρύχθηκε έκπτωτος και απαγχονίστηκε στην κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, ενώ την ίδια ημέρα, μετά τον απαγχονισμό του Γρηγορίου, στο πλαίσιο των σουλτανικών αντιποίνων, συλλαμβάνονταν, επίσης, από τις οθωμανικές αρχές και φυλακίζονταν στις φυλακές του Μποσταντζή της Κωνσταντινουπόλεως, οι μητροπολίτες Αγχιάλου Ευγένιος, Εφέσου Διονύσιος, Νικομηδείας Αθανάσιος, Δέρκων Γρηγόριος, Θεσσαλονίκης Ιωσήφ, Αδριανουπόλεως Δωρόθεος και Τυρνόβου Ιωαννίκιος. Ακολούθως, ο Αγχιάλου Ευγένιος μεταφέρθηκε στην Πύλη του Γαλατά, δίπλα στην ομώνυμη γέφυρα, και οι Νικομηδείας Αθανάσιος και Εφέσου Διονύσιος σε άλλα σημεία της πόλης, όπου και απαγχονίστηκαν, ενώ ακολούθησαν, στις 3 Ιουνίου 1821, οι απαγχονισμοί και των υπόλοιπων φυλακισμένων μητροπολιτών σε διαφορετικά σημεία της Κωνσταντινούπολης.
Είναι, λοιπόν, όλως φυσικό μέσα στον χαλασμό αυτόν της κρισιμότατης εκείνης για το ελληνικό Γένος περιόδου και τον γενικό εκείνο όλεθρο εξ αιτίας των φοβερών πολεμικών γεγονότων να μην είχε σταθεί δυνατόν να γίνει η αγιοκατάταξη των Αγίων. Στο σημείο αυτό, έχουμε να προτείνουμε τη σαφέστατη ομολογία τού μόνου αρμοδίου επί του θέματος αυτού, του επισκόπου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Ιλαρίωνος Κατσούλη (1869-1880), προς τον Μητροπολίτη Κρήτης Μελέτιο Καβάσιλα, με αφορμή το βιβλίο του που μόλις είχε εκδοθεί με τις Ακολουθίες Κρητών Αγίων. Την ομολογία αυτή του Ιλαρίωνος εντοπίζουμε σε επιστολή του προς τον Μητροπολίτη Κρήτης (με ημερομηνία 4 Σεπτεμβρίου 1877), στην οποία, μεταξύ άλλων, σημείωνε τα εξής επί του εν λόγω θέματος αποκαλυπτικά: «Πάντες οἱ Ἅγιοι εἰς οὕς ἀναφέρονται αἱ Ἀκολουθίαι αὗται εἶναι ἀνεγνωρισμένοι ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας καὶ καταχωρημένοι εἰς τὰ ἐκκλησιαστικὰ Μηναῖα, πλὴν τῶν ἐν Ρεθύμνῃ 4 Μαρτύρων, οἵτινες εἶναι μεταγενέστεροι, ἀλλὰ καὶ τοὺς Ἁγίους τούτους, ὡς ἀναφέρεται εἰς τὸν Βίον αὐτῶν, εἶχεν ἀναγνωρίσει καὶ ἐσεβάσθη τὰ λείψανά των ὁ καθ᾽ ἥν ἐποχὴν ἐμαρτύρησαν γενόμενος ἀρχιερεὺς Ρεθύμνης Ἰωαννίκιος, ἄνθρωπος ἐπὶ μεγάλῃ παιδείᾳ διακρινόμενος, ὅστις ἐχρημάτισε καὶ μέλος τῆς ἐπὶ τῶν Βιβλίων Ἐξεταστικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Πατριαρχείου καὶ ἐκεῖθεν προεβιβάσθη εἰς τὴν Μητρόπολιν Ἰωαννίνων. Ἐπίσης, τοὺς ἀνεγνώρισεν ὁ καὶ Ἀπολυτίκιον καὶ Κοντάκιον ποιήσας εἰς αὐτοὺς Μητροπολίτης Κρήτης Μελέτιος, κάτοχος παιδείας ὡσαύτως» Και προσθέτοντας ότι και ο αμέσως προηγούμενος τον ίδιου, Επίσκοπος Καλλίνικος, εξέδωσε Ασματική Ακολουθία των Νεομαρτύρων, κλείνει λέγοντας:
«Κατόπιν τούτων μετατεθεὶς κἀγὼ εἰς τὴν ἐπαρχίαν ταύτην ὤφειλον νὰ ἀναγνωρίσω τὴν κοινῶς ἤδη ὑπὸ τῶν ἐπαρχιωτῶν μου παραδεδεγμένη καὶ πανηγυριζομένην ἑορτὴν τῶν Ἁγίων τούτων. Διό καὶ ἐθεώρησα καθῆκον μου ἀρχιερατικὸν νὰ συγκαταριθμήσω καὶ τὴν Ἀκολουθίαν ταύτην μεταξὺ τῶν ἄλλων, ὧν ἡ ἔκδοσις πρὸ πολλοῦ μελετωμένη ἐπέπρωτο νὰ πραγματοποιηθῇ μόλις ἐφέτος».2
Η ομολογία του επισκόπου Ρεθύμνης Ιλαρίωνος είναι σαφέστατη και αποκαλυπτική και δεν επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση. Οι Άγιοι Τέσσερις Μάρτυρες στην εποχή του (Σεπτέμβριος 1877) δεν είχαν ακόμα αναγνωριστεί επίσημα από την Εκκλησία και ούτε ήταν καταχωρημένοι εις τα Μηναία της Εκκλησίας, όμως ανεπίσημα τους είχε, ήδη, αναγνωρίσει άπασα η τοπική των Ρεθυμνίων Εκκλησία, σεβόμενη και τιμώσα τα τίμια λείψανά τους και εκδίδοντας γι’ αυτούς ασματική Ακολουθία και απολυτίκιο.
Θεωρούμε, λοιπόν, ότι είναι φύσει αδύνατον να συνέβησαν όλα όσα επικαλείται ο αείμνηστος καθηγητής Θεοχάρης Δετοράκης. η εικόνα τους, δηλαδή, το συναξάρι και η Ακολουθία τους να έγιναν μετά την αγιοκατάταξή τους, στα πρώτα χρόνια της Αιγυπτιοκρατίας στην Κρήτη (1830- 1840). Απλούστατα, θεωρούμε ότι ο πιστός λαός της Ρεθύμνης αναγνώρισε εντελώς αυθόρμητα την αγιότητά τους αμέσως μετά το μαρτύριό τους και προχώρησε από πολύ ενωρίς, ίσως και από το επόμενο, κιόλας, του μαρτυρίου τους έτος να τους τιμά, τελώντας κατά την επέτειο του μαρτυρίου τους θείες Λειτουργίες αφιερωμένες στη μνήμη τους, στις οποίες έκαναν, πιθανόν, χρήση της ακολουθίας των Αγίων Πάντων, που χρησιμοποιείται «ἐν πάσῃ ἑορτῇ καθ᾽ ἥν ἤθελεν εἶσθαι ἔλλειψις τῶν ἁρμοδίων βιβλίων» Χωρίς, επίσης, να έχει προηγηθεί καμιά αναγνώρισή τους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο- συνετάγη και η προαναφερθείσα πρώτη Ακολουθία τους, που δημοσιεύθηκε το έτος 1852 και φιλοτεχνήθηκε και η πρώτη τους εικόνα, ποίημα Ιωάννου Φραγκόπουλου, Ζακυνθίου, 1836, που σήμερα φυλάσσεται στον Μητροπολιτικό Ναό του Ρεθύμνου. Λίγο αργότερα, τέλος, το έτος 1877, αφιερωνόταν στους Αγίους Τέσσερις Μάρτυρες το νότιο κλίτος του ι. ναού του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στο χωριό Ακτούντα Αγίου Βασιλείου και δέκα χρόνια μετά (1888) και στο χωριό τους, τις Μέλαμπες, γινόταν η πρώτη προσπάθεια ανέγερσης ι. ναού, από τον λόγιο επίσκοπο Λάμπης και Σφακίων Ευμένιο Ξηρουδάκη, χωρίς ο πιστός λαός να έχει ουδεμίαν ανάγκη και της επίσημης αναγνώρισής τους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, για να τα πράξει όλα αυτά.
www.ret-anadromes.blogspot.com
- Δετοράκης, Θεοχάρης 2005: 112-113.
- Αρχείο Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης, φάκ. Ιεράς Μητροπόλεως 1877 (στην Αλεβύζου, Χλόη Ντενίζ 2010: 54-55).