Ήταν ο πατέρας του μεγάλου Κρητικάρχη που άφησε έντονο το αποτύπωμά του και στην Παγκρήτιο
Είναι αναρίθμητες οι αναφορές στο Γεώργιο Βογιατζάκη, τον σπουδαίο Κρητικάρχη που είχε μεταβάλει το γραφείο του στην Αθήνα σε υπουργείο Κρήτης. Δεν υπήρχε θέμα που να αφορά στην ανάπτυξη του νησιού και ο Βογιατζάκης να αδιαφορήσει. Με το ίδιο πάθος που αγωνιζόταν να έχουν δουλειά όλα τα Κρητικόπουλα που έφθαναν στην πόρτα του ζητώντας την υποστήριξή του αγωνιζόταν και για τα θέματα του τόπου. Κι ας μην ήταν πολιτικός.
Οι πράξεις αυτές που έδιναν στον Γεώργιο Βογιατζάκη την αίγλη του γνήσιου ευπατρίδη θα πρέπει να ήταν τα καλύτερα μνημόσυνα για τους ηρωικούς προγόνους του που έδωσαν τα πάντα για την πατρίδα τους.
Πράγματι όλοι οι Μπογιατζήδες, ο ένας πιο γενναίος από τον άλλο είχαν πάρει από νωρίς τη θέση τους στο πάνθεον των ηρώων της Κρήτης.
Εκείνος όμως που πέρασε με επίσης χρυσά γράμματα στην τοπική ιστορία ήταν ο πατέρας του Γεωργίου Βογιατζάκη, ο Παναγιώτης.
Με στοιχεία, που είχα εντοπίσει σε εργασίες του Πάρη Κελαϊδή, νόμιζα ότι είχα μελετήσει σε βάθος τη ζωή και το έργο του ήρωα αυτού.
Έρχεται όμως μια εργασία του Χριστόφορου Σταυρουλάκη, που δημοσιεύτηκε στο «Βήμα» Ρεθύμνης 9 Φεβρουαρίου 1958, να μου αναδείξει και άλλες πτυχές από τη πολυσήμαντη ζωή του ήρωα.
Την ιδέα να γράψει για το συγγενή του ο πολυγραφότατος απόστρατος συνταγματάρχης και λάτρης της παράδοσης πήρε από μια σειρά εκδηλώσεων που γίνονταν εκείνη την εποχή στη μνήμη ηρώων. Είχε τιμηθεί με πρωτοβουλία του Ειρηναίου Γαλανάκη ο Μελχισεδέκ Τσουδερός, που είχε σκοτωθεί στο Πολεμάρχι Κισσάμου, είχε γίνει εκδήλωση στο Ροδάκινο για να τιμηθούν οι ήρωες του Φραγκοκάστελλου και παράλληλα είχε τελεστεί και το ετήσιο μνημόσυνο του Παναγιώτη Βογιατζάκη.
Πήρε λοιπόν την αφορμή ο Σταυρουλάκης να σημειώσει πολλά και ενδιαφέροντα για τον συγγενή του κάνοντας παράλληλα και μια αναφορά στην οικογένεια των Βογιατζάκηδων.
Ήταν πράγματι μεγάλοι πατριώτες. Μόνο στο Αρκάδι είχαν αφήσει τα κόκκαλά τους έξι λεβέντες πρώτα ξαδέλφια του Παναγιώτη. Ήταν πέντε αδέλφια Μιχάλης, Μάρκος, Δημήτρης, Αλέξης και Γιάννης, που με τον πρώτο τους θείο Μανόλη αποτελούσαν το περίφημο εξάρι της Πηγής. Ήταν όμως από τη ρίζα των Βογιατζάκηδων του Χρωμοναστηριού.
Κατά τη θρυλική άμυνα του Αρκαδίου ο Μιχάλης, ο Δημήτρης και ο Αλέξης μαζί με το θείο τους Μανόλη έπεσαν μαχόμενοι στο δυτικό προμαχώνα τ’ Αρκαδιού στις 8 του Νοέμβρη.
Τ’ άλλα δυο αδέλφια ο Γιάννης και ο Μάρκος πήραν μέρος στην περιώνυμη και αφαντάστου ηρωισμού έξοδο του Ντελή Δράκου στις 9 του Νοέμβρη. Κατά την έξοδο αυτή και οι 40 παράτολμοι πολεμιστές εσφάγησαν μέχρις ενός σε μια άνιση μάχη σώμα με σώμα, αφού κατέστρεψαν περί τους 200 Τούρκους στα αμπέλια και στις κουκουναριές.
Δυο ακόμα πρωτοξαδέλφια του Παναγιώτη είχαν πέσει ηρωικά μαχόμενα στις μάχες του Βρύσινα.
Από νωρίς στο μετερίζι
Αξίζει όμως να εστιάσουμε στο βίο και την πολιτεία του Παναγιώτη Βογιατζάκη με βάση νεότερα στοιχεία που μας δίνει ο Χριστόφορος Σταυρουλάκης.
Ο Παναγιώτης λοιπόν γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1874. Ήταν μοναχογιός του καπετάν Γιώργη. Σύμφωνα με τα έθιμα της εποχής θα έπαιρνε το όνομα Κωστής του παππού του. Είχε προηγηθεί ένας γιος που δεν επέζησε. Γι’ αυτό στη δεύτερη εγκυμοσύνη της η μητέρα του έταξε το παιδί στην Παναγία. Κι έτσι όταν γεννήθηκε ένα αγόρι του έδωσαν το όνομα Παναγιώτης.
Ο πατέρας του ήταν μεγάλος αγωνιστής. Όπως μας ενημερώνει σχετική μελέτη του Πάρη Κελαϊδή, στις 20 Οκτώβρη 1866, στη μάχη που έδωσε ο Πάνος Κορωναίος, στην τοποθεσία Ακόνια του Βρύσινα, έλαβαν μέρος μαζί με άλλους Χρωμοναστηριώτες ο Μπογιατζηδογιώργης, ως απλός ακόμη πολεμιστής μαζί με τον αδελφό του Νικόλα και τα εξαδέλφια του Μανόλη, Παναγιώτη και Στυλιανό.
Ο Παναγιώτης ήταν πολύ νέος ακόμα σχεδόν όταν δολοφονήθηκε ο πατέρας του από Τούρκους που ήθελαν να κόψουν την ορμή της ομάδας του καπετάν Μπογιατζηδογιώργη που είχε γίνει εφιάλτης τους.
Το φονικό έγινε τον Σεπτέμβρη του 1895 στην τοποθεσία Τράχαλο πάνω από το χωριό Μύλοι. Έτσι βρέθηκε ο Παναγιώτης με το όπλο στο χέρι πριν ακόμα βγάλει γένια. Αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να τηρήσει τα έθιμα της εποχής και να εκδικηθεί το θάνατο του πατέρα του πριν από το σαρανταήμερο μνημόσυνό του. Έχοντας κατάλληλα προετοιμαστεί έκανε τις περιπολίες του αναζητώντας το φονιά. Ήταν ο αιμοβόρος Τσικλής περιώνυμος για τη θηριωδία του.
Επιστρέφοντας στο χωριό για το μνημόσυνο μαθαίνει ότι ο Τούρκος είχε πρόγραμμα να πάει στους Μύλους για δουλειά, περνώντας με τη συνοδεία του από τη θέση που είχε δολοφονήσει τον Μπογιατζηδογιώργη.
Χωρίς να χάσει καιρό ο Παναγιώτης δρομώνει με τρία ξαδέλφια του στον Τράχαλο και στήνει καρτέρι στον Τσικλή. Κάποια στιγμή νομίζει ότι τον βλέπει να προβαίρνει μόνο που δεν ήταν ο πραγματικός φονιάς. Κάποιον άλλο είχε στείλει ο Τούρκος στη θέση του, ο οποίος τα ‘χασε όταν είδε μπροστά του το γιο του σκοτωμένου. Όταν κατάλαβε τις προθέσεις του, μάταια ορκίστηκε πως δεν ήταν αυτός ο αίτιος. Δυο σφαίρες τον έριξαν νεκρό.
Άστραψαν και βρόντησαν οι Τούρκοι του Χρωμοναστηρίου μετά το φονικό αυτό. Επικήρυξαν τον Παναγιώτη, που δεν είχε άλλη επιλογή από την ένωση με τους επαναστάτες της Μεταπολίτευσης. Και η δράση που ανέπτυξε ήταν εντυπωσιακή. Αναλώματα της τελευταίας επανάστασης 1895-97, ο Παναγιώτης Βογιατζής επικεφαλής μιας ομάδας αγωνιστών του Χρωμοναστηρίου ακολούθησε και συνέπραξε στο Σώμα του Καπετάν Κανάκη Δελληγιανάκη καθ’ όλο το διάστημα της επανάστασης εκείνης.
Έλαβε μέρος στη μάχη του Ατσιποπούλου στις 15 του Φλεβάρη 1897 που δόθηκε διαδοχικά στις θέσεις Γάλλου, Τσαγιάκο και Βιολί Χαράκι, συμμετείχε στη συμπλοκή του Ονιθέ πάνω από τα Γουλεδιανά τον Ιούνιο του ’97 όταν ρέμπελοι Τουρκοκρητικοί με απόσπασμα τουρκικού στρατού είχαν σκοτώσει άμαχους Χριστιανούς και είχαν λεηλατήσει το χωριό παίρνοντας μαζί τους και 350 πρόβατα. Πολέμησε και στη μάχη της Τραπέζας κοντά στον Κάστελλο στις 23 Ιουλίου του ’97, όπου σκοτώθηκε τότε και ο γενναίος οπλαρχηγός του Καστέλλου Γιώργης Τσικινάς.
Σε όλες τις μάχες διακρίθηκε ο Παναγιώτης Βογιατζής και είχε καταφέρει να είναι από τα πιο αξιοσέβαστα πρόσωπα.
Όταν τέλειωσε η επανάσταση και δόθηκε αμνηστία ο Παναγιώτης επέστρεψε στο χωριό. Ένας άντρας με λεβεντιά και χάρη. Και τι παράξενο. Τώρα που είχε λείψει από την ατμόσφαιρα η μυρωδιά του μπαρουτιού κι είχε σβήσει ο αχός της μάχης δεν ήταν πια ο άγριος πολεμιστής. Είχε γίνει πια ένας ήρεμος άνθρωπος με μια έμφυτη αρχοντιά στους τρόπους και στην ομιλία του. Κέρδισε το γενικό σεβασμό χωρίς να καταβάλει προσπάθεια. Το 1898 πήρε την απόφαση να κάνει κι αυτός οικογένεια.
Πάμπτωχος αλλά πάντα αξιοπρεπής
Παντρεύτηκε την Αμαλία Χατζηδάκη από την Παντάνασσα. Μόλις είχε αρχίσει να απολαμβάνει τις χαρές του πατέρα από τα πρώτα του παιδιά σήμανε ο Βενιζέλος στα 1905 το προσκλητήριο του Θερίσου.
Ο Παναγιώτης ήταν ο πρώτος που έτρεξε κι έμεινε από τότε απόλυτα αφοσιωμένος στον Εθνάρχη. Δεν τον εγκατέλειψε ποτέ. Και για τις ανάγκες του κόμματος των Φιλελευθέρων δεν δίστασε να θυσιάσει σχεδόν ολόκληρη την περιουσία του.
Την εποχή που αναφερόμαστε η Κρήτη είχε διαιρεθεί σε δήμους. Ένας από τους επτά δήμους της επαρχίας Ρεθύμνης ήταν ο Δήμος Βρυσιναίων. Δήμαρχος από το 1906 μέχρι το 1912 ήταν ο Παναγιώτης.
Για την ιστορία να προσθέσουμε ότι στον δήμο αυτό που αριθμούσε 2.841 κατοίκους είχαν υπαχθεί 20 χωριά: Χρωμοναστήρι, που ήταν και η έδρα, Αμπελάκι, Αρμένοι, Άγιος Ευτύχιος, Αγία Ειρήνη, Άγιος Γεώργιος, Γουλεδιανά, Γιαννούδι, Καπεδιανά, Καρέ, Κούμοι, Μύλοι, Μύρθιος, Μισσίρια, Ξερό Χωριό, Όρος, Πρασσές, Ρουσσοσπίτι, Σελλί, Φωτεινού. Στο Δήμο ανήκαν και τα Μετόχια Αποθαμένου και Αλμπάνη, όπως και η Μονή Χαλεβί. Ήταν όλα κτισμένα στους πρόποδες του Βρύσινα, που σε όλες τις κρητικές επαναστάσεις ήταν το ορμητήριο των αγωνιστών.
Το υψηλό αξίωμα έγινε αφορμή για πολλές δαπάνες, ο Παναγιώτης ήταν άνθρωπος της προσφοράς και βράχος εντιμότητας, οπότε δεν άργησε να μείνει πάμπτωχος και με μεγάλη οικογένεια.
Αν και είχε κάνει ένα όνομα στο εμπόριο αναγκάστηκε να αφήσει τα επόμενα μεγάλα του σχέδια και να ψάξει για καμιά θέση στο Δημόσιο. Γιατί στο σπίτι τα έφερνε πια πολύ δύσκολα και τα παιδιά του δεν έπρεπε να ζουν τόσο στερημένα.
Στην απελπισία του αποφάσισε να χτυπήσει την πόρτα του Βενιζέλου. Εκείνος τον δέχτηκε με χαρά και τον ρώτησε με αγάπη ποια θέση θα ήθελε να επιλέξει ο ίδιος.
– Βρες δήμαρχε, του είπε, σαν τι σου ταιριάζει κι εδώ είμαστε. Έλα πάλι να δούμε.
Βρήκε άνθρωπο να καταλάβει το πνεύμα του. Ο Παναγιώτης ήταν τύπος της ξεκάθαρης κουβέντας. Περίμενε από το Βενιζέλο μια συγκεκριμένη πρόταση. Τι να διαλέξει και κουραφέξαλα. Θύμωσε και δεν ξαναπάτησε στο πρωθυπουργικό γραφείο. Είχε κι έναν εγωισμό…
Διορισμός στο τελωνείο
Για καλή του τύχη διοικητής νήσων του Αιγαίου υπηρετούσε τότε ένας μακρινός του συγγενής. Ο Μίνως Πετυχάκης, που έδειξε αμέσως ενδιαφέρον και τον διόρισε στο Τελωνείο Μυτιλήνης. Από εκεί πήρε μετάθεση στο Τελωνείο Χανίων και το 1919 ανέλαβε καθήκοντα στον Πειραιά, όπου και συγκέντρωσε στην Αθήνα όλη την πολυμελή του οικογένεια.
Η ζωή τα έφερε να ζήσει τα επόμενα σαράντα χρόνια με την οικογένειά του, που λάτρευε και να επισκέπτεται κατά διαστήματα την Κρήτη που ποτέ δεν ξεχνούσε.
Είχε την ευτυχία να δει τις πρώτες επιτυχίες του Γιώργη του που είχε εξελιχθεί μόνος και χωρίς καμιά στήριξη από πουθενά και να καμαρώσει τις κόρες του καλοπαντρεμένες. Πήρε όμως κι ο χάρος μερτικό το δεύτερο αγόρι του που πέθανε στα εννιά χρόνια του από θανατηφόρα επιδημία και μια από τις κόρες του. Ήταν η Ιωάννα που πέθανε από πλευρίτιδα, ενώ ήταν αρραβωνιασμένη και ετοιμαζόταν για το γάμο της.
Ένα σπάνιο ντοκουμέντο
Από τα σπάνια ντοκουμέντα που μας δίνει ο Χριστόφορος Σταυρουλάκης αναφερόμενος στη δράση του Παναγιώτη είναι και μια επιστολή που απευθύνεται στο γιατρό Γεώργιο Σαουνάτσο.
Να θυμίσουμε, για την ιστορία ότι πρόκειται για τον σπουδαίο επιστήμονα (1863-1947) που έγραψε γι’ αυτόν ο Γεώργιος Καλομενόπουλος.
Ήταν κι αυτός από τους πατριώτες που πέθανε πάμπτωχος. Πριν από μήνες είχε γίνει και μείζον ζήτημα η πώληση του τάφου του απροειδοποίητα.
Ο Σαουνάτσος λοιπόν συμμετείχε στην επιτροπή που στήριζε με εράνους και άλλες δράσεις τους αγώνες 1912-1913.
Η επιτροπή λειτουργούσε με μεγάλη μυστικότητα αλλά είχε καταφέρει να προσφέρει σπουδαίες υπηρεσίες.
Γράφει λοιπόν στον Γεώργιο Σαουνάτσο ο Παναγιώτης Βογιατζάκης:
«Αγαπητέ Σύντεκνε
Στενοχωρούμαι πολύ διότι ένεκα της οικονομικής μου θέσεως δεν δύναμαι να λάβω μέρος εις τον αγώνα τον σημερινόν και πίπτω πολύ αδόξως εις αυτήν την περίστασιν αν και με παρακαλούν πολλοί να τεθώ επικεφαλής των και να μεταβώμεν εκεί όπου η φωνή της πατρίδος μας προσκαλεί.
Γνωρίζω ότι είσαι εις εκ των πρώτων εις την επιτροπήν και σε παρακαλώ να μεσολαβήσεις και υποβοηθηθώ να συλλέξω τους άνδρας και μεταβώ εκεί. Εύρε λοιπόν τον θεοφιλέστατον Επίσκοπον συνεννοηθείτε και εάν δύνασθε να με υποβοηθήσετε στείλε μου μιαν σημείωσιν να έλθω να συννενοηθώμεν διότι χρειάζεται καιρός να συνάξω τους ανθρώπους επειδή προς το παρόν δεν είπα εις κανέναν τίποτε και είναι αφορμή τα ανωτέρω που σου γράφω.
Είναι άδικον να χάσω ότι έχω εργασθεί μέχρι σήμερον. Θα περιμένω απάντησιν σου το Σάββατον δια να έλθω την Κυριακήν και να μην αμελήσεις.
Σε γλυκοασπάζομαι ο σύντεκνός σου Π. Βογιατζής».
Την επιστολή αυτή ο Σταυρουλάκης είχε εξασφαλίσει για τις έρευνές του από το αρχείο του Γεωργίου Σαουνάτσου που τον εκτιμούσε πολύ.
Καθολική συγκίνηση
Ο Παναγιώτης αν και είχε χάσει την περιουσία του προσφέροντας συνεχώς στον αγώνα, εν τούτοις ήταν από τα πλέον αξιοσέβαστα πρόσωπα.
Πέθανε σε ηλικία 82 ετών στις αρχές του 1957. Η νεκρώσιμη ακολουθία εψάλη στο ναό της Ζωοδόχου Πηγής στην οδό Ακαδημίας. Αναρίθμητα ήταν τα στεφάνια που έστειλαν οι άνθρωποι που τον τιμούσαν και αρκετές ήταν οι προσωπικότητες που παρέστησαν στην κηδεία. Ανάμεσά τους και ο Σοφοκλής Βενιζέλος.
Αρκετά και τα δημοσιεύματα στις εφημερίδες της εποχής που αναφέρθηκαν στη ζωή και το έργο του.
Αντιπροσωπευτικό το παρακάτω μικρό απόσπασμα:
«Ο αείμνηστος Παναγιώτης Βογιατζάκης καθόλον το μακρόν διάστημα του βίου του διεκρίθη δια τα εξαίρετα χαρίσματά του. Υπήρξεν η προσωποποίησις της εννοίας του καλού Κρητικού εις όλας του τας εκδηλώσεις. Θαρραλέος πολεμιστής, χρηστός πολίτης, πρότυπον οικογενειάρχου, πιστού και αφοσιωμένου συντρόφου».
Επικήδειο, όπως μαθαίνουμε επίσης από τον Πάρη Κελαϊδή, εκφώνησε ο τότε πρόεδρος της Παγκρητίου Ενώσεως Ανδρέας Νάθενας απόστρατος αξιωματικός που σκιαγράφησε με απόλυτη ακρίβεια το έργο και την προσφορά του Παναγιώτη Βογιατζάκη.
Του αγέρωχου πολεμιστή, του πρώτου δημάρχου Βρυσιναίων, που έδωσε τα πάντα για το Δήμο και τους δημότες του απομένοντας ο ίδιος πάμπτωχος μα πάντα αξιοπρεπής και περήφανος. Σαν γνήσιος Κρητικός.
Άφησε εποχή στην παγκρήτιο
Αντάξιος γιος του ο Γεώργιος που κοντά στα άλλα άφησε και εποχή στην Παγκρήτιο Ένωση, που κράτησε το πηδάλιό της για 24 χρόνια.
Από τα σπουδαιότερα επιτεύγματά του ήταν ο δεύτερος όροφος της Παγκρητίου Ενώσεως, η συμβολή στη δημιουργία της Κρητικής Εστίας για τους άπορους φοιτητές του νησιού, τα παγκόσμια συνέδρια Κρητών, η έκδοση βιβλίων και πάνω από όλα η διάδοση της ιδέας του συγκρητισμού. Πάλεψε γι’ αυτό ο Βογιατζάκης, επειδή δεν ήθελε να βλέπει διχασμένο το Κρητικό στοιχείο. Ίδια στάση είχε κρατήσει και στο ξέσπασμα του Εμφύλιου. Κόντρα στο ρεύμα προσπαθούσε να νουθετήσει τους φανατικούς.
Όσο γενναιόδωρος ήταν με το Ρέθυμνο και τις ανάγκες του άλλο τόσο φρόντιζε και για την άλλη Κρήτη. Από τις μεγαλύτερες δωρεές του ήταν αυτή στην Ιστορική και Αρχαιολογική Εταιρεία Δυτικής Κρήτης την εποχή που γινόταν οι μεγάλες ανασκαφές στο Βρύσινα. Γι’ αυτό και η Εταιρεία τον ανακήρυξε μεγάλο ευεργέτη της.
Ο Γεώργιος Βογιατζάκης πίστευε στη φιλία και αφοσιωνόταν στους φίλους του. Για παράδειγμα είναι γνωστή η πολύχρονη φιλία του με τον Σοφοκλή Βενιζέλο, που είχε την ατυχία μάλιστα να τον δει να ξεψυχά στα χέρια του! Αυτή η εμπειρία ήταν από τις χειρότερες που βίωσε ο μεγάλος Ρεθεμνιώτης ευεργέτης.
Διατηρούσε φιλίες όμως και με ηγέτες κρατών, με πολιτικούς, με ανθρώπους του πνεύματος και της τέχνης. Όλοι τον σέβονταν και τον εκτιμούσαν βαθειά.
Το αρχοντικό του στο Χρωμοναστήρι γέμιζε κατά καιρούς με προσωπικότητες από το διεθνές πολιτικό, οικονομικό, επιχειρηματικό, καλλιτεχνικό στερέωμα. Κι όλοι είχαν να κάνουν με τη φιλοξενία του Άρχοντα Βογιατζάκη.
Αν κάποιος γνώστης των πραγμάτων της Κρήτης, θα ήθελε σήμερα να διακρίνει στοιχεία του λαμπρού αυτού Ρεθεμνιώτη δεν έχει παρά να προσέξει την κόρη του Φαλή. Αυτή τη σπάνια και αξιοθαύμαστη γυναίκα. Ακολουθώντας πιστά τα χνάρια του πατέρα της κατάφερε να είναι κι η ίδια τόσο πολύτιμη και μοναδική όσο κι εκείνος.
Αυτό είχε αναγνωριστεί από πολλούς φίλους του κι ο Βογιατζάκης καμάρωνε όταν το άκουγε.
Ο Γεώργιος Βογιατζάκης πέθανε στις 27 Απριλίου του 2001.
Αλλά ζει πάντα μέσα από τις ζωές εκείνων που ευεργέτησε και βοήθησε να προκόψουν και από τα εκατοντάδες μικρά και μεγάλα έργα που είχε υπογράψει η μεγάλη του γενναιοδωρία.