Από τις ευλογημένες στιγμές της πολύχρονης αυτής έρευνας γύρω από την τοπική ιστορία είναι και η συνεργασία με τον εξαίρετο συμπολίτη αντιστράτηγο ε.α κ. Νικόλαο Σαμψών.
Βαθύς γνώστης της ιστορίας, πατριώτης χωρίς εθνικιστικές παρωπίδες ο κ. Σαμψών είναι το καταλληλότερο πρόσωπο για σύγκριση στοιχείων και συμπεράσματα που δίνουν εγκυρότητα σε μια έρευνα από διαφορετικές πηγές.
Ο γνωστός Ρεθύμνιος ευπατρίδης γεννήθηκε το 1942 στο Ατσιπόπουλο. Πατέρας του ήταν ο Ατσιπουλιανός Ευάγγελος Σαμψών και μητέρα του η Άννα Δασκαλάκη.
Απόφοιτος της στρατιωτική σχολή Ευελπίδων από το 1964 και μέχρι το 1981, ταυτόχρονα με την καριέρα του αξιωματικού, συνεχίζει με περαιτέρω λαμπρές σπουδές, αποκτώντας εξειδίκευση στις Τηλεπικοινωνίες και τα Ηλεκτρονικά μέσα.
Το 1974-1975 εκπαιδεύεται στην Αμερική και το 1975 στο Παρίσι σε θέματα και πάλι Ηλεκτρονικού Πολέμου.
Το 1976-1977 κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στο Cranfield Institute Of Technology (ινστιτούτο τεχνολογίας Κράνφιλντ Αγγλίας) και παίρνει MSc (μάστερ οφ σάιενς) στην Επιχειρησιακή Έρευνα.
Τέλος το 1980-1981 εκπαιδεύεται στην Ανωτέρα σχολή Πολέμου στη Θεσσαλονίκη και τη σχολή Εθνικής Άμυνας.
Γνωρίζει τρεις ξένες γλώσσες: Αγγλικά άριστα, και Γερμανικά – Γαλλικά πολύ καλά.
Επιπλέον του αρέσει πολύ το διάβασμα και κυρίως βιβλίων ιστορικού περιεχομένου.
Με πολλές και γερές περγαμηνές λόγω της εκπαίδευσής του και με ισχυρά εφόδια τη βαθιά γνώση, την πνευματική καλλιέργεια, την ακεραιότητα του χαρακτήρα του, το προσωπικό θάρρος και την ατσάλινη θέληση, που απαιτούν οι αντίξοες και ενίοτε σκληρές συνθήκες στο χώρο του Στρατού, υπηρετεί την πατρίδα με ιδιαίτερο ζήλο από διάφορες σημαντικές θέσεις, όχι μόνο στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό, καθώς ανεβαίνει σταδιακά την κλίμακα της στρατιωτικής ιεραρχίας.
Κατά τη διάρκεια της πολυετούς υπηρεσίας του στο Στρατό, ασχολήθηκε, μεταξύ των άλλων, με τη σχεδίαση Στρατιωτικών Συστημάτων Επικοινωνιών, Αυτοματοποιημένων Συστημάτων Διοίκησης και Ελέγχου του Στρατού και έλαβε μέρος στην εκπόνηση μελετών για τον εκσυγχρονισμό του Στρατού. Οι εμπειρίες του καλύπτουν κυρίως τους τομείς επικοινωνιών-ηλεκτρονικών, ηλεκτρονικών υπολογιστών, προγραμματισμού, οργανώσεως εργασίας και βελτιστοποίησης. Και η βαθειά του εγκυκλοπαιδική μόρφωση τον καθιστά πολύτιμο σε συγκυρίες που χρειάζεται μια ανταλλαγή απόψεων σε «ευαίσθητα» εθνικά ζητήματα. Γιατί παραμένει δίκαιος και αντικειμενικός.
Μετά την επιτυχή συνεργασία μας για τη συμμετοχή του Ρεθύμνου στην εποποιία του 1940, ήρθε η στιγμή να εμβαθύνουμε στα γεγονότα του 1922 και στη Μικρασιατική Καταστροφή. Κι εκείνος είχε να μας πει σχετικά: «Πολύ μελάνι έχει χυθεί για την εξιστόρηση των επιχειρήσεων του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία και τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, που είχε σαν συνέπεια δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και αιχμαλώτους και τον ξεριζωμό του Ελληνικού στοιχείου από τις προγονικές εστίες του. Τα αίτια της καταστροφής είναι πολλά και οι ευθύνες βαρύνουν πρωτίστως την πολιτική ηγεσία αλλά και την στρατιωτική ηγεσία της εποχής εκείνης. Η αναφορά σ’ αυτή την μεγάλη εθνική τραγωδία με τη συμπλήρωση φέτος 100 χρόνων γίνεται με πόνο ψυχής, επιβάλλεται όμως για δύο λόγους, για την απότιση χρέους τιμής και ευγνωμοσύνης στη μνήμη αυτών, που πότισαν με το αίμα τους τη γη της Μικράς Ασίας και για προβληματισμό και εξαγωγή χρησίμων συμπερασμάτων».
– Από πού ορμώμενοι κάποιοι μιλάνε για ήττα του στρατού μας;
Ο Ελληνικός Στρατός δεν νικήθηκε! Έφτασε νικηφόρος έξω από την Άγκυρα και διατάχθηκε να αποχωρήσει από τη Μικρά Ασία γιατί αυτό ζήτησαν οι «Σύμμαχοι μας», που είχαν στραφεί εναντίον μας μετά τις εκλογές του 1920 και την επάνοδο του βασιλιά Κωνσταντίνου στον θρόνο της Ελλάδος. Ακόμη και οι Ρώσοι ήταν εναντίον μας και εξόπλιζαν τον Κεμάλ.
Απόδειξη αυτού του γεγονότος είναι το κείμενο της συνέντευξης του Οικουμενικού Πατριάρχη Μελετίου Δ’ με τον πρωθυπουργό της Αγγλίας Λόϊδ Τζώρτζ, τον οποίο επισκέφθηκε στο Λονδίνο την 18η Ιανουαρίου 1922. Το κείμενο αυτής της συνεντεύξεως, το οποίο υπέγραψαν οι στρατηγοί Ιωάννου, Ζυμπρακάκης, Καλομενόπουλος και Μαζαράκης την 2α Φεβρουαρίου 1922 στην Κωνσταντινούπολη, διανεμήθηκε στη Στρατιά Μικράς Ασίας πριν από την καταστροφή.
– Κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα από αυτό;
– Ο Λόϊδ Τζώρτζ είπε μεταξύ των άλλων και τα παρακάτω:
«Ο βασιλεύς Κωνσταντίνος εξεμηδένισεν όλας τας συμπαθείας τας οποίας είχεν η Ελλάς. Η γενική κατάστασις τώρα είναι τοιαύτη, ώστε εμποδίζει τους φίλους της Ελλάδος να φανούν χρήσιμοι εις την χώραν σας. Ένεκα του βασιλέως Κωνσταντίνου, εκείνοι οι οποίοι συνεπάθουν τους Τούρκους έγιναν τώρα πολύ περισσότερον ισχυροί εις βάρος πάντοτε των Ελληνικών συμφερόντων…..Ενόσω ευρίσκεται ο Κωνσταντίνος εις την Ελλάδα είναι αδύνατον εντελώς αδύνατον να μείνετε εις την Μικράν Ασίαν. Αυτό το είπα σαφώς εις τον κύριον Γούναρην…… Προσωπικώς είμαι φίλος των Ελλήνων αλλ’ ένεκα του Κωνσταντίνου όλοι οι άλλοι συνάδελφοι μου είναι εναντίον μου».
Το πλήρες κείμενο της συνέντευξης, που επισυνάπτεται βρέθηκε στο προσωπικό αρχείο του στρατηγού Γεωργίου Σπυρίδωνος, ο οποίος ήτο διευθυντής του Γραφείου Επιμελητείας της Ελληνικής Στρατιάς κατά τη Μικρασιατική Εκστρατεία.
– Πως ακριβώς εξελίχθηκαν τα γεγονότα πριν από την μεγάλη τραγωδία;
– Στα μέσα Αυγούστου 1921 ο Ελληνικός Στρατός βρισκόταν μια ανάσα από την Άγκυρα και έδιδε ένα σκληρό και αιματηρό αγώνα στην τελική τοποθεσία άμυνας του Τουρκικού Στρατού στη γραμμή Πολατλή – Τσαλ Νταγ – Αρντίζ Νταγ – Καλέ Γκρότο. Η οχυρωμένη αυτή τοποθεσία ήταν οργανωμένη σε τέσσερις γραμμές σε βάθος 20 χιλιομέτρων και η εκπόρθηση της ήταν αδύνατη για τον ταλαιπωρημένο και εξαντλημένο Ελληνικό Στρατό, που είχε φτάσει στα όρια των δυνατοτήτων του. Είχε καταλάβει την πρώτη γραμμή αμύνης με πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Ανάμεσα σ’ αυτούς υπήρξαν και οι τρομακτικές απώλειες του 44 Συντάγματος Πεζικού του Ρεθύμνου, διότι διατάχθηκε να καταλάβει την κορυφή του Καλέ Γκρότο, Ουλού Ντάγ (υψ.1483 μ.), με δύο τάγματα απέναντι σε δυο αμυνόμενες Τουρκικές Μεραρχίες! Ο στόχος επιτεύχθηκε τελικά με ταυτόχρονη επίθεση δυο ταγμάτων Ευζώνων και δυο ταγμάτων Πεζικού.
Την 24 η Αυγούστου 1921 η Ελληνική Στρατιά της Μικράς Ασίας διατάχθηκε να οπισθοχωρήσει. Πέρασε πάλι τον Σαγγάριο προς τα πίσω και εγκαταστάθηκε σε μια γραμμή άμυνας ανατολικά του Αφιόν Καραχισάρ, όπου και παρέμεινε σχεδόν σε απραξία για ένα περίπου χρόνο μέχρι την εξαπόλυση της γενικής επίθεσης του Τουρκικού Στρατού την 13 η Αυγούστου 1922. Κατά την διεξαγωγή του υποχωρητικού αγώνα έγιναν πολλά λάθη, που οδήγησαν στην τραγωδία της μάχης στην κοιλάδα του Αλή Βεράν. Εκεί βρέθηκε το μεγαλύτερο μέρος του Ελληνικού Στρατού ( Α΄ και Β’ Σώματα Στρατού ) με επικεφαλής τον υποστράτηγο Νικόλαο Τρικούπη περικυκλωμένο από πολλαπλάσιες Τουρκικές Δυνάμεις, όπως φαίνεται στο παρακάτω σχεδιάγραμμα και δεν είχε καμιά δυνατότητα διαφυγής.
– Άρα δεν νικήθηκε ο στρατός μας σε κάποια μάχη εννοώ που να έκρινε την έκβαση της εκστρατείας
Ο Ελληνικός Στρατός δεν νικήθηκε! Καταστράφηκε όταν οι στρατιώτες μας βρέθηκαν για πέντε ημέρες νηστικοί, διψασμένοι, άυπνοι, εξαντλημένοι από τις συνεχόμενες μάχες που έδιδαν, χωρίς πυρομαχικά και με καταρρακωμένο το ηθικό τους. Δεν μπόρεσαν να αντέξουν σ’ αυτή την τρομακτική πίεση, που έφερε το τραγικό τέλος με χιλιάδες νεκρούς και αιχμαλώτους. Παρά ταύτα πολέμησαν σαν λιοντάρια με όσα πυρομαχικά τους είχαν μείνει και με τη λόγχη. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις τριών γενναίων αξιωματικών, που πολέμησαν στην πρώτη γραμμή και έπεσαν ηρωικά. Μέχρις εσχάτων…
Ο αντισυνταγματάρχης Κωνσταντίνος Τσάκαλος από το Μεσολόγγι, διοικητής του 2ου Συντάγματος. Βρίσκεται στην πρώτη γραμμή με τη σημαία του Συντάγματος στα χέρια του και παρασύροντας μια χούφτα γενναίων στρατιωτών του ορμά κατά των Τούρκων. Γύρω του όλοι ζωντανοί, νεκροί και τραυματίες, είναι πεσμένοι στο έδαφος. Το Τουρκικό Πυροβολικό από τα γύρω υψώματα βάλλει σε ρυθμό πολυβόλων, ανασκάπτει την κοιλάδα και σκορπά τον θάνατο.
Μια οβίδα του κόβει και τα δυο πόδια και ζητά να τον στήσουν πάνω-πάνω σε ένα βράχο για να διευθύνει τον αγώνα. Το πρόσωπό του φωτίζεται από ένα πονεμένο χαμόγελο, αλλά ο θάνατος σκοτεινιάζει γρήγορα το βλέμμα του. Ρωτά με αγωνία: «Πως πάμε;». «Νικήσαμε …οι Τούρκοι φεύγουν», του απαντούν θέλοντας να γλυκάνουν τις τελευταίες του στιγμές. «Πεθαίνω ευχαριστημένος» ψέλλισε και άφησε την τελευταία του πνοή. Ήταν απόγευμα της 17ης Αυγούστου 1922.
Ο αντισυνταγματάρχης Δημήτριος Καλιαγκάκης, από τη Δαύλεια Βοιωτίας, διοικητής του 26ου Συντάγματος. Το Σύνταγμα του μάχεται εναντίον της 3ης Τουρκικής Μεραρχίας, που επιτίθεται από τη νότια πλευρά της κοιλάδος του Αλή Βεράν. Ο αγώνας είναι άνισος και το Τουρκικό Πυροβολικό σκορπά ανελέητα τον θάνατο παντού. Μια οβίδα τον τραυματίζει θανάσιμα, δεν αφήνει όμως κανένα να ασχοληθεί μαζί του. Συγκεντρώνει όσες δυνάμεις του έχουν απομείνει και εμψυχώνει τους στρατιώτες του. Το Σύνταγμα ορμά ακάθεκτο κατά των Τούρκων και ο Καλιαγκάκης αφήνει την τελευταία του πνοή. Το ημερολόγιο έδειχνε 16 Αυγούστου 1922.
Ο αντισυνταγματάρχης Αθανάσιος Σακέτας από την Σπάρτη, επιτελάρχης της ΧΙΙ Μεραρχίας Πεζικού. Την 20 η Αυγούστου 1922, η μάχη του Αλή Βεράν έχει κριθεί σε βάρος του Ελληνικού Στρατού. Στην κοιλάδα του θανάτου υπάρχουν σκόρπια εκατοντάδες πτώματα Ελλήνων στρατιωτών και οι κραυγές των τραυματιών δημιουργούν μια πραγματική κόλαση. Τα πυρομαχικά έχουν τελειώσει, οι στρατιώτες έχουν εξαντληθεί από την πείνα και τη δίψα και η πειθαρχία είναι ανύπαρκτη. Κάτω απ’ αυτές τις τραγικές συνθήκες ο υποστράτηγος Νικόλαος Τρικούπης διοικητής του Α’ Σώματος Στρατού σε συνεννόηση με τον Στρατηγό Κίμωνα Διγενή διοικητή του Β’ Σώματος Στρατού, αποφασίζει την παράδοση στους Τούρκους. Συγκεντρώνει τους Αξιωματικούς και τους ανακοινώνει την απόφασή του. Στο άκουσμα της λέξης «παράδοση» οι αξιωματικοί έμειναν άφωνοι, έγιναν κατάχλωμοι λες και είχε στραγγίσει το αίμα από τις φλέβες τους. Και όταν τους είπε ότι οποιαδήποτε άμυνα θα ήταν άσκοπη θυσία, έσκυψαν όλοι τα κεφάλια τους και βυθίσθηκαν σε βαθιά θλίψη. Μόνο ένας δεν έσκυψε το κεφάλι του, ο Αθανάσιος Σακέτας, που έγινε έξω φρενών. Άφησε βαριές βρισιές να ξεφύγουν από τα χείλη του και βγήκε έξω. Καβάλησε το άλογό του και κάλπασε κατά των Τούρκων με γυμνό το σπαθί του. Οι Τούρκοι αιφνιδιάσθηκαν προς στιγμήν. Βλέποντας όμως ότι ακολουθείται από λίγους στρατιώτες, συγκέντρωσαν τα πυρά τους επάνω του και ο γενναίος Σπαρτιάτης έπεσε από το άλογό του διάτρητος από τις σφαίρες. Ήταν η αποφράδα ημέρα της 20ης Αυγούστου 1922.
Οι Ρεθύμνιοι που έπεσαν στο πεδίο της μάχης
Υπήρξαν και άλλοι πολλοί αξιωματικοί και στρατιώτες, που πολέμησαν γενναία και έπεσαν στο πεδίο της μάχης. Μεταξύ αυτών ήταν και δύο Ατσιπουλιανοί Αξιωματικοί, ο ανθυπολοχαγός Γεώργιος Παπατζανής και ο ταγματάρχης Παντελής Σταγάκης καθώς και οι λοχίας Μανούσος Γιαννούλης, στρατιώτες Ελευθέριος Γιαννούλης και Γεώργιος Κασέλας και οι Εμμανουήλ Περπιράκης και Ηλίας.
H μάχη του Αλή Βεράν με τις τραγικές συνέπειες της, επισφράγισε το τέλος του ελληνισμού στη Μικρά Ασία. Χιλιάδες νεκροί και αιχμάλωτοι μεταξύ των οποίων και οι υποστράτηγοι Νικόλαος Τρικούπης, Κίμων Διγενής και Δημήτριος Δημαράς. Οι αιχμάλωτοι οδηγήθηκαν στα βάθη της Μικράς Ασίας και πολλοί απ’ αυτούς εξαφανίσθηκαν, άλλοι δόθηκαν από τους Τούρκους «δώρο» στους Γερμανούς για να εργασθούν σε εργοστάσια της Γερμανίας και όσοι κατάφεραν να επιβιώσουν επέστρεψαν στην Ελλάδα με την ανταλλαγή των αιχμαλώτων.
– Αναφερθήκατε και σε μια ανατριχιαστική λεπτομέρεια άγνωστη στους περισσότερους
– Ναι σας έλεγα ότι ακόμη και 400 τόνοι οστών, που αντιστοιχούσαν σε 50.000 Έλληνες νεκρούς, δύο χρόνια μετά την καταστροφή πωλήθηκαν από τους Τούρκους στους Γάλλους και φορτώθηκαν σε πλοίο με προορισμό την Μασσαλία για «βιομηχανική χρήση» όπως αναφέρει ο Αντώνης Πισσάνος στο βιβλίο του «Αιχμάλωτοι του Κεμάλ» καθώς και ο Ηλίας Βενέζης στο βιβλίο του «Το νούμερο 31328».
Κατά την γνώμη μου η παράδοση δεν μπορεί να θεωρηθεί προδοσία εκ μέρους του υποστράτηγου Τρικούπη. Επιβλήθηκε από την τραγική κατάσταση του Ελληνικού Στρατού στο πεδίον της μάχης, στην κοιλάδα του θανάτου, στο Αλή Βεράν. Αυτό που δεν συγχωρείται είναι η παράδοση των τριών υποστρατήγων, Νικολάου Τρικούπη, Δημητρίου Δημαρά και Κίμωνα Διγενή, οι οποίοι για λόγους στρατιωτικής τιμής και εθνικής υπερηφάνειας θα έπρεπε να αυτοκτονήσουν αντί να δεχθούν την ατιμωτική αιχμαλωσία, ακολουθώντας το λαμπρό παράδειγμα του γενναίου Σπαρτιάτη αντισυνταγματάρχη Αθανασίου Σακέτα.
Ο Νικόλαος Τρικούπης αιχμάλωτος μπροστά στον Κεμάλ φάνηκε να διερωτήθηκε αν έπρεπε να αυτοκτονήσει και ο Κεμάλ του είπε κυνικά, ότι αυτή η επιλογή αφορά αυτόν προσωπικά. Τελικά οι τρεις υποστράτηγοι παρέμειναν αιχμάλωτοι στην Τουρκία ένα χρόνο και επέστρεψαν στην Ελλάδα το 1923 στα πλαίσια της συμφωνίας ανταλλαγής αιχμαλώτων.
Η Μικρασιατική Καταστροφή αναμφισβήτητα υπήρξε η μεγαλύτερη εθνική συμφορά στην ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Πέρα από τις χιλιάδες νεκρούς, στρατιωτικούς και αμάχους,τους αιχμαλώτους, τις καταστροφές, τα βασανιστήρια και τις μαζικές δολοφονίες των αιχμαλώτων, χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες εκπατρίσθηκαν από τις προγονικές τους εστίες και έφτασαν στην Ελλάδα ρακένδυτοι, με βαθιά ψυχικά τραύματα και τραγικές μνήμες. Εδώ ήταν αναγκασμένοι να δώσουν ένα τιτάνιο αγώνα για να επιβιώσουν και να βελτιώσουν τις συνθήκες ζωής των οικογενειών τους, πράγμα που πέτυχαν με πολύ κόπο και πόνο μετά από αρκετά δύσκολα χρόνια.
Από τα αίτια της καταστροφής επικεντρώνω το ενδιαφέρον μου μόνο στο θέμα του εθνικού διχασμού, που έπαιξε καταλυτικό ρόλο. Αυτός ο διχασμός είναι η προαιώνια κατάρα της Ελληνικού Γένους, που μας οδήγησε και σε άλλες περιπέτειες μετά την Μικρασιατική Καταστροφή και εξακολουθεί να καταδυναστεύει και σήμερα την πολιτική ζωή της χώρας μας. Ας προβληματισθούμε λοιπόν ιδιαίτερα σήμερα, που 100 χρόνια μετά την καταστροφή, οι Τούρκοι πανηγυρίζουν τη νίκη τους, ονειρεύονται γαλάζιες πατρίδες, αμφισβητούν την κυριαρχία μας στα νησιά του ανατολικού αιγαίου και ζητούν την αποστρατικοποίηση τους και το μισό Αιγαίο.
-Αναφέρεστε στις υπερφίαλες δηλώσεις των γειτόνων που χθες ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο
– Πράγματι 30 Αυγούστου 2022 ( ZaferGunu ), οι Τούρκοι πανηγυρίζουν την νίκη τους κατά του Ελληνικού Στρατού, που σήμανε το τέλος του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία.
Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για καθαρή νίκη, γιατί ο Ελληνικός Στρατός έφτασε νικηφόρος στα πρόθυρα της Άγκυρας και διατάχθηκε από την πολιτική ηγεσία του ύστερα από την επιμονή των «Συμμάχων» του, που τον εγκατέλειψαν, να αποχωρήσει από τη Μικρά Ασία.
Κατά τη φάση αυτή έγιναν πολλά λάθη και ο Ελληνικός Στρατός εξουθενωμένος από τις συνεχείς μάχες, νηστικός, διψασμένος και χωρίς πυρομαχικά επί πέντε ημέρες, υπέκυψε στη Μάχη του Αλή Βεράν.
Ας είναι αιωνία η μνήμη των πεσόντων και των θυμάτων της Μικρασιατικής Καταστροφής.