Η είδηση ότι μια 14χρονη σε κατάσταση μέθης πήγε το βράδυ του Σαββάτου στο νοσοκομείο Ρεθύμνου είναι άσχημη για πολλούς λόγους. Πρώτα απ’ όλα για το περιεχόμενό της. Σε δεύτερο επίπεδο και ενδεχομένως ακόμα πιο σοβαρό, επειδή έχει πάψει να μας κάνει εντύπωση. Διαβάζουμε βιαστικά τον τίτλο και πάμε παρακάτω. Το ίδιο συμβαίνει και στην πράξη, όχι μόνο στη θεωρία. Η εικόνα ανήλικων που πίνουν αλκοόλ, ακόμα και όταν μπαίνει στο οπτικό μας πεδίο, κατά κανόνα αντιμετωπίζεται ως κανονικότητα.
Στην προκειμένη περίπτωση, η 14χρονη τα έπινε σε μια εκδήλωση. Είναι βέβαιο ότι δεν έπινε μόνη της. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι δεν τη σέρβιρε κάποιος άλλος παρανόμως και είχε φέρει η ίδια το αλκοόλ που κατανάλωσε, είναι επίσης βέβαιο ότι στον χώρο υπήρχαν πολλοί ενήλικες οι οποίοι δεν της έδωσαν την παραμικρή σημασία.
Το θέμα δεν τίθεται στην ηθικοπλαστική του διάσταση. Ούτε είναι ζητούμενο να κάνουμε κήρυγμα στους νέους για τις βλαβερές συνέπειες του αλκοόλ.
Το θέμα τίθεται στην κοινωνική του διάσταση. Αν συνέβαινε σπάνια δεν θα το συζητούσαμε καν. Συμβαίνει συχνά, στην Κρήτη, συμβαίνει συχνά και στο Ρέθυμνο. Μέχρι πρότινος μπορούσαμε να το εντάξουμε στην γενικότερα λανθασμένη νοοτροπία περί «μαγκιάς» και «λεβεντιάς» που επικρατούσε σε διάφορες περιοχές του τόπου μας. Ισχύει ακόμα βέβαια.
Ωστόσο τα περιστατικά προκύπτουν όλο και πιο συχνά στο αστικό περιβάλλον και αφορούν και αγόρια μα και κορίτσια. Και πάλι μπορούμε να εντάξουμε αρκετά εξ’ αυτών στο πλαίσιο των παθογενειών με τοπικά χαρακτηριστικά: η κουλτούρα του αλκοόλ , η κουλτούρα της ατιμωρησίας , η κουλτούρα των γνωριμιών (όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους, ουδείς καταγγέλλει κανέναν), η κουλτούρα της ανευθυνότητας και η κουλτούρα του «γύρευε τη δουλειά σου» έχουν βαθιές ρίζες στο κρητικό έδαφος.
Αλλά δεν φταίνε μόνο τα τοπικά χαρακτηριστικά. Φταίει και κάτι βαθύτερο, που πλέον εξαπλώνεται παντού: Η αποσάθρωση της κοινωνικής ενσυναίσθησης. Ο ατομικισμός που ενισχύθηκε μετά την πανδημία. Η παραίτηση. Αυτά δημιουργούν το έδαφος όπου μια παρέα ανηλίκων μπορεί να πίνει μέχρι λιποθυμίας, ενώ γύρω τους βρίσκονται δεκάδες ενήλικοι – και κανείς δεν παρεμβαίνει.
Αν αδιαφορούμε επειδή «δεν είναι το δικό μας παιδί» αυτό που πίνει μεθυσμένο δίπλα μας, τότε ας μην έχουμε αυταπάτες: όταν – όχι αν, αλλά όταν – έρθει η σειρά του δικού μας παιδιού, κάποιος άλλος θα κάνει ακριβώς το ίδιο. Θα κοιτάξει αλλού.