Γυναίκες που έζησαν τα γεγονότα αφηγούνται
Όποτε επισκέπτομαι τα χωριά του Κέντρους έχω την αίσθηση ότι θα συναντήσω μορφές που χαράχτηκαν στη μνήμη μου τότε που 40 χρόνια μετά την περιπέτειά τους μου κατέθεταν τραυματικές εμπειρίες από το κάψιμο των χωριών.
Πέρασαν όμως τα χρόνια. Και τέσσερις ακόμα δεκαετίες μετά γυρίζω πίσω το χρόνο για να ξαναθυμηθούμε εκείνα τα ρεπορτάζ που αποδείχτηκαν χρήσιμα για τους επόμενους ερευνητές.
Έγραφα λοιπόν τότε για τις γυναίκες του Κέντρους:
Σήμερα έχουν μόνο τα εγγόνια και τα δισέγγονα τον πρώτο λόγο. Τα χέρια άλλοτε έκαιγαν επίμαχα έγγραφα για να μην πέσουν στα χέρια των Ναζί, τώρα ζυμώνουν με περίσσια τέχνη το ψωμί της ειρήνης και το γεύονται στο τραπέζι νέων νοικοκυρών, νιώθοντας μετά από πολλά χρόνια τη γλύκα του.
Οι γυναίκες του Κέντρους που πριν ακόμα χαρούν τον καλό τους τον σαβάνωσαν και τον έθαψαν, αφού τον ξεχώρισαν από τον μακάβριο σωρό που άφησε πίσω του το εκτελεστικό απόσπασμα, σήμερα έχουν συμβιβαστεί με τη μοίρα τους και ζουν με τις μνήμες μιας εποχής συγκλονιστικής.
Οι νεότερες έζησαν τα φρικτά γεγονότα του Αυγούστου του 1944, σε τρυφερή ηλικία σήμερα, διηγούνται με συγκίνηση πια και όχι με σπαραγμό εκείνα τα γεγονότα.
Η κ. Ζαχαρένια Μαυρογιαννάκη είναι μια αεικίνητη κυρία με μια σπάνια εκφραστικότητα στις κινήσεις και στην έκφραση του προσώπου της. Όπως θυμάται εκείνες τις μέρες, τις τονίζει με το βλέμμα και τους κυματισμούς της φωνής και σε μεταφέρει στη μοιραία εκείνη Τρίτη. Θυμάται και τι δεν θυμάται από κείνη τη μέρα.
Ένα λάθος θα έστελνε στο απόσπασμα ζωές
Νέα κοπέλα ήταν η κ. Ζαχαρένια Μαυρογιαννάκη εκείνη την αποφράδα μέρα που κύκλωσαν οι εχθροί το χωριό διψώντας για εκδίκηση. Πριν καλά καλά να καταλάβει τι συμβαίνει βρέθηκε με ένα βουργιάλι στα χέρια και την εντολή να καταστρέψει το περιεχόμενο χωρίς να το καταλάβει κανείς. Η Ζαχαρένια δεν περίμενε δεύτερη κουβέντα.
«Ήξερα μόνο -μας αφηγείται- ότι ένα λάθος μου έφερνε στο απόσπασμα ζωές, για μένα δε με ένοιαζε. Αλλά τι έφταιγαν οι άλλοι.
Πήρα λοιπόν την βούργια ακολουθώντας τις οδηγίες. Κάποιοι από τους Γερμανούς με πήραν είδηση. Κατάλαβαν ότι κάτι γίνεται. Προσπάθησα να κρατήσω την ψυχραιμία μου. Κάποιος με ρώτησε άγρια τι με έλεγαν εκείνοι που με πλησίασαν. Εγώ έκανα την ανήξερη. Μ’ έσπρωξε βίαια. Αλλά δεν τα ‘χασα. Συνέχισα να μη δίνω σημασία.
Η καρδιά μου πήγαινε να σπάσει. Κάποια στιγμή κατάφερα να ξεφύγω απαρατήρητη. Έφτασα σ’ ένα φούρνο που ήταν εκεί κοντά και με μύριες προφυλάξεις έβγαζα από του βούργια χαρτί χαρτί και το έκαιγα. Έπειτα, όπως μου είχαν πει, περνούσα το χέρι μου από τη στάχτη έτσι ώστε να διαλυθεί καλά. Ούτε ξέρω πότε έφτασα στο τελευταίο χαρτί. Είχα τελειώσει. Πρέπει να σας πω ότι μέσα στην έγνοια μου ήταν να μη φανεί ο καπνός και με προδώσει. Όλα πήγαιναν καλά. Και τα επικίνδυνα χαρτιά κάηκαν μέχρι το τελευταίο».
Αμέσως μετά άρχισε μια Οδύσσεια για την κ. Ζαχαρένια, καθώς κάποια γειτόνισσά της είπε πως ο άντρας της ήταν μέσα στους σκοτωμένος.
Και κείνη το πρώτο που σκέφτηκε ήταν να εξασφαλίσει κάπου τα παιδιά της κι έπειτα να γυρίσει να θάψει τον νεκρό της για να μην τον μολέψουν τα σκυλιά.
Στάθηκε τυχερή. Ο άντρας της ζούσε. Είναι ένας από τους σημαντικούς αγωνιστές που συμμετείχε σε επιχειρήσεις πλάι στα γνωστά στελέχη της αντίστασης.
Μαρτυρία Καλλιόπης Παττακού – Κάψιμο των χωριών του Κέδρους
Μια ακόμα συγκλονιστική μαρτυρία γυναίκας εκπαιδευτικού της Καλλιόπης Παττακού-Σαριδάκη για τα τραγικά γεγονότα στο Άνω Μέρος στις 22 Αυγούστου 1944. Μας εστάλη από το αρχείο της κας Αγάπης Παττακού για την «Κιβωτό Μνήμης» και την ευχαριστούμε.
Η Καλλιόπη με το σύζυγό της Θεοχάρη Σαριδάκη (Παύλο Κεδραίο) που υπήρξε από τους στυλοβάτες της πολιτιστικής ζωής του Ρεθύμνου και από τους γλαφυρότερους αρθρογράφους των γεγονότων της 22 Αυγούστου 1944 στο Αμαριώτικο Κέντρος.
«Το ξύπνημά μας της 22ας Αυγούστου, ήρθε με τα γαυγίσματα των σκυλιών που προαισθάνονταν το κακό. Για αυτό, όταν στις 6.00 π.μ., οι Γερμανοί χτύπησαν τις πόρτες μας ουρλιάζοντας, να συγκεντρωθούμε όλοι στο σχολείο, είχαν ήδη σκοτώσει ή πυροβολήσει τα περισσότερα για να πάψουν να αλυχτούν.
Βρισκόμουν στο χωριό λόγω θερινών διακοπών των Γυμνασίων. Όλες οι οικογένειες ξεκινήσαμε και φτάσαμε στο Σχολείο, όπου μάθαμε ότι θα κάψουν το χωριό. Εκεί οι κατακτητές, χώρισαν στην μια αίθουσα τους νέους άνδρες και παιδιά άνω των 12 ετών, και στην άλλη τα γυναικόπαιδα και τους ηλικιωμένους. Στην συνέχεια ένας Γερμανός αξιωματικός ονόματι Luis γνωστός μου από τα μαθήματα Γερμανικών που μας έκανε στο Γυμνάσιο, μας έδωσε εντολή να γυρίσουμε στα σπίτια μας και να πάρομε ότι μπορούμε να σηκώσαμε, γιατί τα σπίτια θα καταστραφούν. Η μητέρα μου σκέφτηκε και πήρε ένα σακί ψωμί και κουβέρτες. Πίσω στο σχολείο, έγινε διαχωρισμός των ομήρων: εφήβων κοριτσιών και ηλικιωμένων. Στα 10 έφηβα κορίτσια ήμουν εγώ, η αδελφή μου Αρτεμισία Παττακού, οι ξαδέλφες μου Κακιώ Κυριακάκη, Αργυρή Μαθιουδάκη, Αγγέλα Μαθιουδάκη και Ελένη Λεμονάκη, Ευανθία Φραγκουδάκη, Μαρία Κουγιτάκη, ένα κορίτσι από τις Δρυγιές και μια άγνωστη φιλοξενούμενη στον Καπαρό. Ξεκινήσαμε σε φάλαγγα, μπροστά εμείς και οι υπόλοιποι πίσω μας, φρουρούμενοι από οπλισμένους Γερμανούς στρατιώτες, μέσα στο λιοπύρι, ξυπόλυτα παιδιά, εξαθλιωμένοι, χωρίς φαγητό με λίγο νερό που μας έφερναν κάπου κάπου. Περάσαμε τις Δρυγιές, Βρύσες, Καρδάκι και φτάσαμε στο Γερακάρι. Εκεί είδαμε τον πρώτο σκοτωμένο στην άκρη του δρόμου! Μετά προχωρήσαμε στις Ελένες. Στη συνέχεια στρατοπεδεύσαμε σε ένα αμπέλι στον Μέρωνα, όπου κοιμηθήκαμε, τρόπος του λέγειν, αφού με τους φακούς έψαχναν κάποιον και μας ξυπνούσαν. Το πρωί, μας άφησαν να περιμένουμε να έλθουν τα αυτοκίνητα φορτηγά, με τα λάφυρα, από τους μαγατζέδες των σπιτιών μας που πήραν πριν τα κάψουν. Εμάς τους ομήρους, μας έβαλαν πάνω από τα σακιά με τα στάρια και τα άλλα λεηλατημένα προϊόντας μας, με προορισμό το Ρέθυμνο. Τους υπόλοιπους τους άφησαν να πάνε όπου ήθελαν. Η οικογένειά μου πήγε στην Πατσό, μαζί με πολλούς άλλους Ανωμεριανούς. Οι δικοί μου φιλοξενηθήκαν στην οικογένειας Προκοπάκη (στου Προκόπη), κλαίγοντας για την άγνωστη τύχη μας.
Οι όμηροι φτάσαμε τη νύκτα στο Ρέθυμνο και μάλιστα στο Φρούριο στην Φορτέτζα. Κοιμηθήκαμε σε βρεγμένο πλακόστρωτο. Τη νύκτα ακούσαμε τον πυροβολισμό της εκτέλεσης, κάτω από το κάστρο, του αδελφού του Παντελονόκωστα. Την επόμενη μας ξεχώρισαν. Τα 10 κορίτσια του Άνω Μέρους και τα 20 των Βρύσων μας έβαλαν στην εκκλησία του Κάστρου. Τα 50 κορίτσια του Γερακαριού σε ένα άλλο ερείπιο, κατάλυμα και τους μεγάλης ηλικίας ομήρους πάνω από 50 ετών, τους άφησαν σε υπαίθριο χώρο. Στις 20 ημέρες, απελευθέρωσαν έμενα και την Κακιώ Κυριακάκη ως μικρότερες, ενώ οι υπόλοιποι έμειναν κει 1 μήνα, μέχρι την κατάρρευση του Μετωπίου, το οποίο και τις/τους γλύτωσε. Οι πληροφορίες έλεγαν πως η τύχη μας θα ήταν: είτε η βύθιση, όποιου σκάφους μας επιβίβαζαν, στα ανοιχτά, για να μας πνίξουν ή να καταλήξουμε στο Άουσβιτς!
Η αδελφή μου και εγώ φύγαμε, γεμάτες ψώρα, και τυφοειδή πυρετό».
Η όμηρος που ρεζίλεψε τους ναζί
Όμορφη κοπέλα, καλοσυνάτη και προκομμένη η Ευτυχία ήταν το καμάρι των γονιών της Σπύρου και Ευθαλίας Φωτάκη.
Η ορφάνια χτύπησε νωρίς την πόρτα της. Έχασε τον πατέρα της Ιούλη του 44. Δυο μέρες μόλις μετά το εξάμηνο μνημόσυνό του, που έγινε με την τάξη στην εκκλησία του χωριού, ήρθε η μεγάλη συμφορά.
Τρίτη 22 Αυγούστου 1944, η Ευτυχία όπως το συνήθιζε ξύπνησε πολύ πρωί. Στο σπίτι κοιμόταν ήσυχα η μάνα της, ο αδελφός της Γιώργης με την γυναίκα του Ελευθερία και την 5χρονη κόρη τους Θάλεια.
Ήσυχα για να μην τους ξυπνήσει η Ευτυχία, ανέβηκε στην πετρόσκαλα, προς το δώμα και κάθισε να προγραμματίσει τις δουλειές της μέρας.
Μια στιγμή η καρδιά της σκίρτησε. Περνούσε από κει ο Κωστής που αργότερα θα γινόταν άντρας της. Μα δεν είχε την γλυκιά ηρεμία άλλων ημερών. Ανήσυχοι ήταν και τρεις-τέσσερις άνδρες από το χωριό που ακολουθούσαν. Τραβούσαν με βιάση τον δρόμο προς το Σελί, επειδή είχαν ακούσει πυροβολισμούς. Αποφάσισαν για καλό και για κακό να φύγουν από το χωριό. Δύσκολοι καιροί. Δεν ήξερες τι θα φέρει η επόμενη ώρα.
Ανέβαιναν σαν τα μυρμήγκια.
Με καρδιοχτύπι τους παρακολουθούσε και η Ευτυχία. Μια σιωπηλή προσευχή άνθισε μέσα της. Ας τους φύλαγε ο Θεός από την κακή ώρα.
Μόλις το βλέμμα της έπεσε τυχαία προς τη Βίγλα, πάγωσε το αίμα της Γερμανοί στη σειρά, σαν τα μυρμήγκια, ανηφόριζαν από το Κάτω Χώρι. Πλησίαζαν στο χωριό.
Άνθρωπος αισιόδοξος η Ευτυχία προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της. Γιατί να βάζει κακό ο νους της; Οι Γερμανοί θα έρχονταν να πάρουν πάλι κόσμο για τα έργα στο Τυμπάκι. Δεν ήταν η πρώτη φορά που συμμετείχαν και οι Κρυοβρυσανοί, στις αγγαρείες που ήταν στην ημερήσια διάταξη.
Όταν κατέβηκε να ειδοποιήσει τη μάνα της για την είσοδο των Γερμανών στο χωριό, χάρηκε που την είδε στον ίδιο εφησυχασμό. Ας τέλειωναν όμως το συντομότερο οι αδικοθάνατοι να φύγουν. Και μόνο η θέα τους σε γέμιζε ανατριχίλα.
Κανένας δεν υποψιαζόταν τη συμφορά.
Κανένας χωριανός δεν έδειχνε ανησυχία. Έμειναν να δουν τι γύρευε πάλι ο εχθρός από το χωριό τους.
Ξάφνου φάνηκε στην αυλή ένας Γερμανός. Κοίταξε άγρια την Ευτυχία.
«Κομ» της είπε και την τράβηξε στο σχολειό. Εκεί είχαν ήδη μονομεριάσει άντρες και γυναίκες. Τι ήταν πάλι αυτό; Δεν είχε ξαναγίνει τέτοια μάζωξη.
Μια στιγμή φάνηκε ένας Έλληνας διερμηνέας.
«Να πάτε τους είπε στα σπίτια σας και να πάρετε ό,τι μπορείτε να σηκώσετε, γιατί το χωριό θα καεί».
Θρήνος και οδυρμός ακολούθησαν τα λόγια του.
Κλαίγοντας με λυγμούς η Ευτυχία γύρισε σπίτι. Η μάνα της ήταν αδιάθετη εκείνη την ημέρα και έμεινε περισσότερο στο κρεβάτι. Μόλις της είπε τα καθέκαστα η κόρη της έκανε να σηκωθεί. Ο νους μπέρδεψε από την αγωνία. Τι να πάρει κανείς τέτοιες ώρες; Τι να σκεφτεί όταν βλέπει να κινδυνεύει η ζωή του;
Τα πράγματα έγιναν χειρότερα στη θέα ενός Γερμανού και πάλι στην αυλή. Σαστισμένες οι γυναίκες βιάστηκαν να βγουν από το σπίτι, χωρίς να πάρουν σχεδόν τίποτα. Ούτε τρόφιμα ούτε και ρούχα.
Κατέβαιναν προς τη Βρύση σμίγοντας και με άλλες γυναίκες από το χωριό. Εκεί πηγαίνοντας προς το Συκονέρι, ήρθε και χώθηκε ανάμεσά τους ο Νικολής ο Βαβουράκης, κρατώντας αγκαλιά τον Μανόλη του. Ακολούθησε μέχρι το Κάτω Χώρι και από εκεί έφυγε βρίσκοντας διέξοδο σε έναν οχετό.
Στο Συκονέρι περίμεναν φορτηγά αυτοκίνητα. Οι Γερμανοί ανέβασαν σπρώχνοντας τον κόσμο και ξεκίνησαν για το Σπήλι.
Στην καρότσα φρόντισαν να έχουν όρθιες γυναίκες για να αποτρέψουν τυχόν επίθεση από αντάρτες.
Όρθια και η Ευτυχία κοιτούσε αφηρημένη το τοπίο.
Ένας Γερμανός που ήταν πλάι της είπε κοιτάζοντας τα βουνά:
«Εδώ πολλοί παρτιζάνοι».
«Νιξ παρτιζάνοι» του αποκρίθηκε η κοπέλα φτύνοντας σχεδόν τις λέξεις. Τόσος θυμός είχε αρχίσει να συσσωρεύεται μέσα της.
«Είσαι σλαβίνα» (κατεργάρα) της λέει ο Γερμανός και δεν έδωσε συνέχεια στην κουβέντα.
Ούτε βέβαια και η Ευτυχία είχε καμιά πρεμούρα να τον ενθαρρύνει.
Κάποτε φθάσανε στο Σπήλι.
Οι καημένοι οι Σπηλιανοί έκαναν ό,τι μπορούσαν για να περιποιηθούν τους πρόσφυγες. Από το βρισκούμενο τους έδωσαν αλλά με τόση αγάπη.
Η μοναδική έγνοια που είχε η Ευτυχία ήταν η μάνα της. Δεν μπορούσε να περπατήσει. Που να πήγαιναν;
Η Ευτυχία ζούσε πρωτόγνωρες καταστάσεις. Αλλά μια παράξενη δύναμη μέσα της δεν την άφηνε να συμβιβαστεί με τη μοίρα της.
Μια στιγμή ο φρουρός στρατιώτης έπαψε να τις επιτηρεί και πλησίασε τον οδηγό του αυτοκινήτου. Πιάσανε κουβέντα.
«Πάμε να φύγουμε» είπε τότε η Ευτυχία στη Γεωργία και την τράβηξε από το φουστάνι.
Πήραν να τρέχουν στα περιβόλια. Άγνωστα μέρη γι’ αυτές που δεν ήξεραν καθόλου την περιοχή πέρα από το χωριό τους. Άβγαλτες κοπέλες χωρίς να ξέρουν πως είναι ο κόσμος έξω από την Κρύα Βρύση. Μα εκείνη την ώρα είχε νικήσει κάθε δισταγμό η λαχτάρα τους να ξεφύγουν από τον κλοιό των Γερμανών.
Σύντομα κατάλαβαν πως είχε γίνει αντιληπτή η απόδρασή τους. Ένιωθαν πίσω τους ν’ ακολουθούν οι διώκτες τους. Η Γεωργία φοβήθηκε. Σταμάτησε και άφησε τους Γερμανούς να την φτάσουν και να τη συλλάβουν.
Η Ευτυχία ούτε γύρισε να κοιτάξει. Έβαλε φτερά στα πόδια κι έτρεχε χωρίς κι αυτή να ξέρει που πηγαίνει… Ο νους της μόνο δούλευε ακατάπαυστα. Σκέφτηκε ότι δεν θα αργούσαν να τη φτάσουν, αφού το πένθος της έδινε στόχο.
Μια μαυροφορεμένη κοπελιά κυνηγούσαν οι Γερμανοί. Αν άλλαζε κάτι στην εμφάνισή της; Και πήρε τη μεγάλη απόφαση, που για την εποχή ήταν ηθική αποκοτιά.
Για να χάσουν οι Γερμανοί τα ίχνη της σήκωσε τη φούστα της και την έφερε στους ώμους σαν ζακέτα. Το κίτρινο μεσοφόρι που φορούσε ίσως και να τους παραπλανούσε. Έφτασε παρακάτω σ’ ένα χωράφι. Κατάκοπη και γεμάτη αγωνία σταμάτησε να πάρει μια ανάσα. Ένας γέρος την πήρε χαμπάρι και τη ρώτησε ποια είναι και τι γυρεύει στο χωράφι του η Ευτυχία με λαχανιασμένη φωνή του συστήθηκε και τον παρακάλεσε να την βοηθήσει.
«Τράβα στην Ορνέ» τη συμβούλεψε ο γέρος.
«Δεν ξέρω να πάω» αποκρίθηκε η κοπέλα.
Είδε πως δεν είχε διάφορο και πήρε πάλι να τρέχει στο άγνωστο. Σε λίγο έφτασε σε ένα μύλο. Ζήτησε από τους ανθρώπους που συνάντησε βοήθεια. Συνάντησε πάλι την ίδια δυσπιστία. Ίδια απροθυμία που της έφερε δάκρυα στα μάτια. Όμως όχι. Δεν θα λύγιζε. Τώρα που είχε φτάσει ως εκεί θα λιγοψυχούσε;
Στο μεταξύ η μάνα της και η οικογένεια του αδελφού της είχε βρει καταφύγιο στο σπίτι Χρυσαδόντη, στις Βρύσες, που ήταν παππούς του Στέφανου και του Αντώνη Παυλάκη. Από τους πιο ενεργούς πολίτες που ξέρουμε σήμερα.
Έκανε κι η Ευτυχία τη σκέψη να πάει κοντά τους αλλά φοβόταν μήπως την αντιληφθούν οι Γερμανοί που είχαν το φυλάκιό τους στ’ Ακούμια.
Για να νιώθει πιο σίγουρη και για να μην βάλει σε περιπέτειες τους θείους που τη φιλοξενούσαν πήγε και στη Δρύμισκο μερικές μέρες σε ένα σύντεκνο του πατέρα της και στα Κεραμέ σε μια πρώτη ξαδέλφη της μάνας της.
Που να το φανταζόταν η άλλοτε διστακτική Ευτυχία να πάει μέχρι το διπλανό χωριό ότι θα γυρνούσε σαν φυγόδικη από τόπο σε τόπο.
Ευτυχώς για την κοπέλα κοντοχάραζε η λευτεριά. Μέχρι που έφυγαν οι Γερμανοί έμεινε στο Βάτο. Και μετά έτρεξε ν’ ανταμώσει με την οικογένειά της.
Τόσο καιρό φορούσε το ίδιο φόρεμα. Κι είπαν οι συγγενείς της να της βρουν ένα φόρεμα να βάλει γιατί πήγαινε άσχημα να κυκλοφορεί σχεδόν με κουρέλια. Διάλεξαν ένα ανοιχτόχρωμο. Κοπελιά ήταν. Τι να φορέσει;
Μόλις την είδε η μάνα της δεν άντεχε από τη λαχτάρα που την ξανάβλεπε να τη μαλώσει. Της είπε όμως με πίκρα.
– Τόσο γρήγορα κόρη μου ξέχασες τον πατέρα σου;
Μαχαιριά να της έδινε δεν θα πονούσε λιγότερο. Μπήκαν στη μέση οι άλλοι συγγενείς.
Χρέος να τηρηθεί το πένθος. Αλλά η καημένη η κοπέλα πέρασε τόσες περιπέτειες. Το χρώμα θα κοιτούσαν τώρα; Κατάλαβε και η μάνα το λάθος της. Πήρε πίσω το λόγο της. Γλύκανε η ψυχή της Ευτυχίας.
Θα ήταν περίπου 80 χρόνων όταν μου διηγήθηκε την περιπέτειά της, στη δροσόλουστη αυλή του σπιτιού της με προτροπή του Θοδωρή του Πελαντάκη. Και στα 97 χρόνια της επανέλαβε την ιστορία στον Γιώργο Μαυροτσουπάκη, που την καταχώρισε πλάι σε άλλες μαρτυρίες στο ημερολόγιο του Πολιτιστικού Συλλόγου Κρύας Βρύσης «Οι 35 Εθνομάρτυρες» έτους 2015.
Πηγές: Πολιτιστικό Ρέθυμνο – Ολοκαυτώματα