• Διαθέσιμες οι βιώσιμες τεχνικές καλλιέργειες – Απαιτείται ολοκληρωμένος σχεδιασμός συνοδευόμενος από επιστημονική τεκμηρίωση
• Νέοι εχθροί για τις καλλιέργειες: Εξασθενεί στις υψηλές θερμοκρασίες ο δάκος – Μεγαλύτερες καταστροφές προκαλούν «εχθροί» μέχρι πρότινος δευτερεύουσας σημασίας
• Καθηγητές Γεωπονίας του ΕΛΜΕΠΑ εξηγούν στα «Ρ.Ν.»
Μειωμένες βροχοπτώσεις, περισσότερες ξηρές μέρες και τροπικές νύχτες, αύξηση της θερμοκρασίας και συχνά και υψηλής έντασης καιρικά φαινόμενα είναι οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στο σήμερα, με τις συνέπειες στον αγροτικό κόσμο να είναι μεγάλες. Η ανάγκη για προσαρμογή στις υφιστάμενες συνθήκες για τον γεωργικό τομέα και η εύρεση αναγκαίων για την επιβίωσή του πρακτικών βιωσιμότητας και εξασφάλισης της ανάπτυξής του είναι όχι μόνο μεγάλη, αλλά επιτακτική πλέον, σε μία εποχή που η παραγωγή μειώνεται, η διαθεσιμότητα τροφίμων συρρικνώνεται και η ποιότητα αυτών διαφέρει ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες. Παράλληλα, η μείωση της διαθεσιμότητας νερού, η μεταβολή της βιοποικιλότητας και η εμφάνιση νέων φυτοπαθογόνων και εχθρών, διαμορφώνουν ένα νέο περιβάλλον που απαιτεί άμεσες και στοχευμένες παρεμβάσεις, για έναν νέο σχεδιασμό στη γεωργική πρακτική, βασισμένο στη βιώσιμη χρήση των φυσικών πόρων, την αξιοποίηση της επιστημονικής και τεχνολογικής γνώσης και την ανάπτυξη ανθεκτικότερων και προσαρμοσμένων καλλιεργειών. Σύμφωνα με την επιστημονική, την ερευνητική και την ακαδημαϊκή κοινότητα, λύσεις υπάρχουν και μάλιστα είναι διαθέσιμες, με τις βιώσιμες τεχνικές καλλιέργειες και τις τεχνολογίες έξυπνης γεωργίας να μπορούν να αξιοποιηθούν από τους εκάστοτε γεωργούς, εφόσον προηγηθεί η αξιολόγηση των υφιστάμενων γενετικών εδαφικών πόρων. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα, οι κίνδυνοι που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι καλλιέργειες είναι ακόμα πιο άμεσοι, τις νέες κλιματολογικές συνθήκες να διαμορφώνουν σε αρκετές περιπτώσεις ένα ευνοϊκό κλίμα ανάπτυξης νέων «εχθρών», εντόμων και παθογόνων μικροοργανισμών που βλάπτουν την παραγωγή και μπορούν να αποδειχθούν ιδιαίτερα επιζήμιοι για το σύνολο των καλλιεργειών.
«Υπάρχουν ανθεκτικότερα διαθέσιμα είδη καλλιέργειας»
Μείωση της παραγωγής, διαφοροποίηση της θετικής αξίας των παραγόμενων προϊόντων και εν τέλει ανησυχητική επάρκεια της διαθεσιμότητας των τροφίμων είναι οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στις σύγχρονες αγροτικές καλλιέργειες, σύμφωνα με όσα ανέφερε μεταξύ άλλων στα «Ρ.Ν.» η Ελένη Γουμενάκη, καθηγήτρια Λαχανοκομίας στο τμήμα Γεωπονίας του ΕΛΜΕΠΑ. Όπως τόνισε για την αντιμετώπιση των σημερινών προκλήσεων του πρωτογενούς τομέα είναι αναγκαία η αναζήτηση πρακτικών μετριασμού των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής και η προσαρμογή στις νέες συνθήκες, σχεδιασμός για τον οποίο απαιτείται μία ολιστική προσέγγιση. «Θα πρέπει να αξιολογήσουμε το γενετικό υλικό που έχουμε στη διάθεσή μας και να δούμε μήπως αναζητήσουμε άλλο γενετικό υλικό, άλλα καλλιεργούμενα είδη κατάλληλα για τις καινούργιες συνθήκες ή άλλες ποικιλίες οι οποίες θα ήταν κατάλληλες να καλλιεργηθούν. Πρέπει να αναπτύξουμε βιώσιμες τεχνικές καλλιέργειες, να δούμε την ορθολογική διαχείριση των φυσικών πόρων, που σημαίνει έδαφος, νερό, αέρας, να δούμε πώς θα μειώσουμε την απώλεια τροφίμων και να μειώσουμε τη σπατάλη τροφίμων», ανέφερε, συμπληρώνοντας ότι αρκετά από τα μέσα που χρειαζόμαστε, τα διαθέτουμε ήδη. «Έχουμε στη διάθεσή μας τεχνολογίες έξυπνης γεωργίας, εφαρμογή νανοτεχνολογίας, παραγωγή γεωργικών εφοδίων και ταχεία ανίχνευση φυτοπαθογόνων. Η επιστήμη έχει στη διάθεσή της όπλα, τα οποία οφείλει η αγρονομική πρακτική να βάλει στη φαρέτρα της, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα ζητήματα τα οποία βρίσκουμε μπροστά μας», συμπλήρωσε η κ. Γουμενάκη, κρίνοντας ότι υπάρχουν λύσεις προς την κατεύθυνση διαφύλαξης ακόμα και της ποιότητας του νερού, καθώς και αποφυγής της διάβρωσης και της υποβάθμισης της γονιμότητας του εδάφους.

Όπως τόνισε, «Χρειαζόμαστε συστηματική αξιολόγηση γηγενών, γενετικών πόρων που πιθανά έχουν εγκλιματιστεί στο περιβάλλον μας ή σε αντίξοα περιβάλλοντα και διαφέρουν από τις ποικιλίες τις οποίες εισάγονται από το εξωτερικό. Είναι δηλαδή παλιές τεχνικές τις οποίες οφείλουμε να ανασύρουμε, προκειμένου να ξαναβάλουμε και να υπηρετήσουμε την ανάπτυξη συστημάτων καλλιέργειας προς αυτή την κατεύθυνση, όπως είναι η χλωρή λίπανση, η χρήση των υπολειμμάτων των καλλιεργειών, η εδαφοκάλυψη με οργανικά ή ανόργανα υλικά, οι μικροοργανισμοί που προάγουν την ανάπτυξη των φυτών και ενθαρρύνουν την αντιμετώπιση της αγροτικής καταπόνησης από τον μηχανισμό, αντιμετώπισης των αβιοτικών καταπονήσεων που διαθέτουν τα φυτά». Σύμφωνα με την κ. Γουμενάκη, υπάρχουν ανθεκτικότερα διαθέσιμα είδη καλλιέργειας, για την εγκατάσταση των οποίων όμως απαιτείται εις βάθος μελέτη, προηγμένη γνώση και κεντρικός σχεδιασμός από τους αρμόδιους πολιτειακούς φορείς, καθώς και δημιουργία υποδομών, ακόμα και σε τοπικό επίπεδο. «Θα μπορούσαμε να χωρίσουμε τη χώρα μας σε διαφορετικές κλιματολογικές ζώνες και να δούμε σε κάθε κλιματολογική ζώνη ποια είναι τα ζητήματα και ποιες είναι οι λύσεις που μπορούμε να προτείνουμε. Είναι λοιπόν πολύπλοκο το ζήτημα, είναι σύνθετο. Τα ζητήματα αυτά απαιτούν προσαρμοστικές λύσεις και η έρευνα που απαιτείται για να δούμε τα μέτρα που μπορούμε να εφαρμόσουμε δεν είναι τόσο απλή». Η κ. Γουμενάκη τέλος πρόσθεσε ότι σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη στο τμήμα Γεωπονίας του ΕΛΜΕΠΑ, συγκεντρώθηκαν τα διαθέσιμα στοιχεία για τις καλλιέργειες των τελευταίων 30 χρόνων, προκειμένου να προβλεφθούν οι συνθήκες που θα επικρατήσουν στον αγροτικό τομέα μέχρι το 2050, για να μπορέσει να γίνει ένας σχεδιασμός της γεωργικής παραγωγής. «Αναδείξαμε ζητήματα από αυτή την έρευνα, όπως τις δυνατότητες καλλιέργειας στις σημερινές γόνιμες παραλιακές ζώνες του νησιού. Αυτό είναι ένα ζήτημα το οποίο θέσαμε, αλλά κάποτε θα πρέπει να μας ακούσουν και να κάνουν ένα κεντρικό σχεδιασμό διαχείρισης αυτών των μεγάλων ζητημάτων για τη χώρα μας. Μπορεί πάρα πολλοί άνθρωποι να νομίζουν ότι επάρκεια τροφίμων έχουν οι αναπτυσσόμενες χώρες του πλανήτη, αλλά αυτό δεν ισχύει, είναι λίγες αυτές οι χώρες», κατέληξε.
«Εχθροί δευτερεύουσας σημασίας παίρνουν πλέον ζωτικό χώρο»
Σημαντικές είναι οι αλλαγές που έχει φέρει η κλιματική αλλαγή, αναφορικά με τους «εχθρούς» που προσβάλλουν τα φυτά και τις καλλιέργειες, με τις αυξημένες θερμοκρασίες και το παρατεταμένο ξηρό κλίμα να μην επιτρέπει την ανάπτυξη ασθενειών όπως ο δάκος, αλλά από την άλλη να αφήνει χώρο για την περαιτέρω ανάπτυξη εχθρών δευτερεύουσας σημασίας και δυναμικότητας. Επιπλέον, νέοι εχθροί για τις φυτικές καλλιέργειες ξεπροβάλλουν, με τον φόβο μήπως το Κρητικό κλίμα καθίσταται ολοένα και πιο ευνοϊκό για την ανάπτυξή τους, η οποία μεγαλώνει. «Ορισμένες καιρικές συνθήκες μπορεί να επηρεάσουν αρνητικά έναν εχθρό. Δηλαδή, σε πολύ ξηροθερμικές συνθήκες και υψηλή ζέστη μπορεί ο δάκος να μην σηκώσει κεφάλι καθόλου και να παραμείνει ένας εχθρός μικρής σημασίας, όμως έγινε πέρυσι σε μεγάλο βαθμό, όταν και δεν μπόρεσε να αναπτυχθεί, δηλαδή δεν ανέπτυξε πληθυσμούς ενηλίκων, που σημαίνει επίσης ότι δεν μπορεί να κάνει μεγάλα ζημιά στην επόμενη σεζόν» ανέφερε μεταξύ άλλων μιλώντας στα «Ρ.Ν.» ο Μανώλης Ροδιτάκης, πρόεδρος του τμήματος Γεωπονίας του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου, ο οποίος συμπλήρωσε επίσης ότι πολλά φυτά επίσης παθαίνουν ξηροθερμικό στρες και πλήττονται από τις ακραίες θερμοκρασίες, ωστόσο στη συνέχεια επανέρχονται. «Απ’ την άλλη τώρα έρχεται το δεύτερο σενάριο: Εχθροί που ήταν δευτερεύουσα σημασίας ξαφνικά παίρνουν τον χώρο που αφήνουν οι υπόλοιποι εχθροί, όπως η ευδεμίδα στο αμπέλι, όπου έχει γίνει πλέον ένας εχθρός μέτρια σημασίας, υπάρχει όμως πλέον ένας άλλος εχθρός ο οποίος έχει αρχίσει και παίρνει τον ζωτικό χώρο που είχε η ευδεμίδα. Ο δεύτερος αυτός εχθρός λέγεται Cryptoblabes gnidiella, ένας εχθρός ο οποίος υπήρχε στη χώρα μας, αλλά πλέον έχει εξελιχθεί από δευτερεύων σε πρωτεύων», ανέφερε ο κ. Ροδιτάκης. «Ό,τι έκανες στην ευδεμίδα, τώρα πρέπει να κάνεις και για τον άλλο εχθρό ταυτόχρονα, να ξέρεις πότε έχει έξαρση ο ένας και πότε έχει έξαρση ο άλλος», κατέληξε.

Ιδιαίτερα απαιτητική διαδικασία είναι η στροφή προς μία εναλλακτική καλλιέργεια σύμφωνα με τον κ. Ροδιτάκη, με το ζήτημα να είναι πολύπλευρο και να απαιτεί την προσαρμογή αυτής, στο έδαφος, το νερό, το κλίμα και την οικονομία της περιοχής. «Πρέπει όλα να τα πάρεις υπόψη όταν πας να καλλιεργήσεις κάτι. Και αυτό κανονικά πρέπει να γίνεται μόνο μετά από ερευνητικές μελέτες», σημείωσε και στη συνέχεια αναφέρθηκε στους νέους εχθρούς που μέχρι πρόσφατα δεν μπορούσαν να προσβάλλουν τις ντόπιες καλλιέργειες, αλλά ξαφνικά το περιβάλλον καθίσταται απόλυτα ευνοϊκό. «Έρχονται λοιπόν νέοι εχθροί και εγκαθίστανται, ενώ παλιότερα μπορεί να ερχόντουσαν και να πέθαιναν. Τώρα, λοιπόν, το περιβάλλον είναι ευνοϊκό. Στο μέλλον φοβόμαστε ότι μπορεί νέοι εχθροί να έρθουν, που είναι καταστρεπτικοί σε ζώνες υποτροπικές, να έρθουν να εγκαθίστανται πλέον στη χώρα μας, γιατί είναι ευνοϊκό το περιβάλλον και να δημιουργούν σοβαρά προβλήματα», κατέληξε.