Η σεξουαλικότητα δεν αποτελεί μια μονοσήμαντη έννοια. Είναι ένας όρος ευρύς, με πολλές σημαντικές διαστάσεις, από την αίσθηση του εαυτού, την έκφρασή του και την εκτίμηση για το σώμα και τη φροντίδα του μέχρι την κοινωνική συμπεριφορά του ατόμου και τις διαπροσωπικές του σχέσεις. Η σωστή σεξουαλική διαπαιδαγώγηση λοιπόν συνεπάγεται και μια υγιή σχέση με τους γύρω μας αλλά πάνω από όλα με τον εαυτό μας.
Αυτό είναι κάτι που συχνά αγνοείται από τους ενήλικες κι έτσι ενώ τα σημερινά παιδιά αν και γνωρίζουν βασικά ζητήματα γύρω από το σεξ και τη σεξουαλικότητα γενικότερα, δεν φαίνεται να λαμβάνουν όμως και τη σωστή πληροφόρηση γύρω από αυτό το θέμα. Είτε γιατί οι γονείς τους δεν την έλαβαν οπότε και διαμόρφωσαν το γνωστικό και αξιακό τους γίγνεσθαι πάνω σε λανθασμένα πρότυπα «διαιωνίζοντας το κακό» της παραπληροφόρησης είτε γιατί τα παιδιά πια βρίσκονται εκτεθειμένα και απροστάτευτα μπροστά στις άπλετες πηγές πληροφόρησης, συχνά αναξιόπιστες και ακατάλληλες, όπως η πορνογραφία.
Για την ανάγκη, επομένως, οι γονείς να επιμορφώνονται πάνω στα σοβαρά αυτά ζητήματα ώστε να προστατεύσουν τα παιδιά τους αλλά και την ανάγκη ενίσχυσης των εκπαιδευτικών με επιμορφωτικά προγράμματα και εργαλεία που θα τους επιτρέψουν να διαπαιδαγωγήσουν τα παιδιά μεταφέροντας τους με εγκυρότητα και επιστημοσύνη τα πάντα γύρω από τη σεξουαλικότητα, μίλησε η Μαργαρίτα Γερούκη, μέλος επιστημονικής επιτροπής για τη σεξουαλική εκπαίδευση, στην εκπομπή της Σώτιας Πεντεδήμου, «Update» στην Τηλεόραση Creta. «Η σεξουαλική αγωγή χρειάζεται γιατί είναι ο τρόπος να είμαστε υγιείς και να μπορούμε να μεγαλώσουμε τα παιδιά μας ώστε να είναι τα ίδια υγιή και να μπορούν να πάρουν αποφάσεις για τη ζωή τους και για τις σχέσεις τους που θα κάνουν καλό. Θα είναι δηλαδή αποφάσεις που θα προστατεύσουν την υγεία τους, σωματική, ψυχική και κοινωνική. Άρα δεν υπάρχει κάποιος γονιός ή κάποιος ενήλικας που φροντίζει παιδιά που να πει όχι, αυτό είναι μικρής σημασίας», τόνισε η κ. Γερούκη.
Η ίδια ανέφερε μάλιστα πως αν και ελάχιστοι γονείς είναι αυτοί που εμφανίζουν ισχυρή αντίσταση όταν υλοποιούνται τέτοια προγράμματα στο σχολείο, η πλειοψηφία φαίνεται ότι τα αγκαλιάζει αποδεχόμενη την αναγκαιότητά τους για την προστασία των παιδιών και την εκπαίδευσή τους πάνω στα ζητήματα αυτά με τρόπο επιστημονικό και κατάλληλο για την ηλικία τους. Πως όμως μπορεί ένας γονιός να μιλήσει ανοιχτά στο παιδί όταν ο ίδιος εμφανίζεται ανενημέρωτος και δεν έχει τα σωστά εργαλεία επικοινωνίας για αυτά τα ζητήματα και πότε είναι η κατάλληλη στιγμή για να συζητηθούν τέτοια θέματα;
Η κ. Γερούκη τόνισε καταρχάς ότι για το πότε δεν υπάρχει η σωστή ηλικία. Οι γονείς μιλάνε για τη σεξουαλικότητα πολλές φορές εν αγνοία τους: από τα σχόλια που κάνουν, τα ερεθίσματα που παρέχουν στο παιδί όπως μουσική και ταινίες, έως τον τρόπο που αλληλεπιδρούν με τον σύντροφό τους είναι παραδείγματα έκφρασης της σεξουαλικότητας, τα οποία το παιδί αντιλαμβάνεται και διαμορφώνει εν τέλει εικόνα για τις διαπροσωπικές σχέσεις και τον εαυτό του. «Άρα δεν υπάρχει ηλικία, είναι από τότε που έχουμε τα παιδιά μας. Απλά ανάλογα με την ηλικία τα παιδιά χρειάζονται μια διαφορετική πληροφόρηση την οποία θα μπορούν να καταλάβουν δηλαδή ηλικιακά προσαρμοσμένη», ανέφερε χαρακτηριστικά η κ. Γερούκη συμπληρώνοντας πως είναι φυσιολογικό ένας γονιός και ο ίδιος να έχει άγνοια για πολλά θέματα που αφορούν τη σεξουαλικότητα.
Καθοριστικό όμως ρόλο στο να έχει μια γέφυρα επικοινωνίας με το παιδί και το ίδιο να μην ανατρέξει σε αναξιόπιστες πηγές είναι ο ίδιος γονιός να έχει την ανησυχία να επιμορφωθεί για τα ζητήματα αυτά αλλά και να είναι αυθεντικός: «Είναι φυσιολογικό να έχουμε άγνοια, δεν είμαστε παντογνώστες. Ο κανόνας είναι να είμαστε αυθεντικοί. Όταν έρχεται μια ερώτηση από το παιδί μας η οποία από κάπου έχει δημιουργηθεί. Το παιδί για να έρθει να ρωτήσει κάτι το έχει προβληματίσει, κάτι έχει ακούσει. Και έρχεται σε εμάς, θείο δώρο, δεν πήγε κάπου αλλού. Εκεί είναι απόλυτα φυσιολογικό και κατανοητό να πούμε στα παιδιά ότι «τώρα αυτό που με ρωτάς είναι λίγο δύσκολο, δεν το ξέρω καλά. Θέλω να επιβεβαιώσω ορισμένα πράγματα, δώσε μου λίγο χρόνο και θα επανέλθω». Και εν τω μεταξύ ως ενήλικα άτομα μπορούμε να αναζητήσουμε την αξιόπιστη πληροφόρηση για αυτό που μας ρώτησαν τα παιδιά μας. Έτσι δημιουργείται η γέφυρα επικοινωνίας», εξήγησε η κ. Γερούκη και τόνισε ότι «Όταν επικοινωνούμε με τα παιδιά μας, τότε κι εκείνα θα έρθουν σε εμάς και όπως και στο σχολείο όταν οι εκπαιδευτικοί είναι ανοιχτοί και δείχνουν ότι θέλουν να συζητήσουν απορίες που έχουν τα παιδιά. Εμείς οι δύο φορείς, σχολείο και οικογένεια, θα πρέπει να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε πως θα καταρρίψουμε τα στερεότυπα, πως θα μάθουμε περισσότερα πράγματα. Όταν θα αρχίσουμε εμείς να σκεφτόμαστε «πως να», με στόχο την υγεία των παιδιών, τότε τα πράγματα γίνονται πιο εύκολα. Ναι, έχουμε μεγαλώσει σε μια κοινωνία όπου στην οικογένειά μας δεν συζητούσαμε για αυτά τα θέματα και αποτυπώνεται και ερευνητικά αυτή η σιωπή. Μεταφέρεται και μεταδίδεται και στην επόμενη γενιά. Δεν μάθαμε να μιλάμε για αυτά τα θέματα με τους γονείς μας. Χρειαζόμαστε λίγο περισσότερη προσπάθεια. Να αρχίσουμε να συζητάμε με τα παιδιά, μας να σπάσουμε αυτή τη σιωπή. Αυτό που λέω όμως είναι ότι όταν βάλεις το θέμα στα πλαίσια της υγείας και όταν προσπαθήσεις να ανασύρεις επιστημονικά τεκμηριωμένη γνώση για όλα τα θέματα, και για τη διαφορετικότητα, την αναπαραγωγή, την αντισύλληψη, τις σχέσεις, τότε αμέσως σιγά σιγά είναι σαν να πέφτουν τα πέπλα», κατέληξε η κ. Γερούκη.
Στην Ελλάδα τα παιδιά εκτίθενται για πρώτη φορά σε πορνογραφικό υλικό στην ηλικία των 11 ετών
Καθοριστικό ρόλο στην αναγκαιότητα υλοποίησης προγραμμάτων σεξουαλικής διαπαιδαγώγησης διαδραματίζει και το γεγονός ότι τα παιδιά πλέον έχουν ευκολότερη πρόσβαση σε πηγές πληροφόρησης που δεν περιορίζονται στον κοινωνικό τους κύκλο, αλλά βρίσκονται πια στο διαδίκτυο. Η κ. Γερούκη εξηγεί ότι η παραπληροφόρηση γύρω από τη σεξουαλικότητα και η διαστρεβλωμένη εικόνα που μπορεί να αποκτήσει ένα παιδί για το σεξ μέσα από την πορνογραφία για παράδειγμα, εύκολα μπορεί να το καταστήσει και πιο ευάλωτο στο να εμπλακεί σε κακοποιητικές σχέσεις, ενώ διαιωνίζει τον κύκλο βίας ανάμεσα στα παιδιά.
«Οι άνθρωποι πάντοτε διερευνούσαν τη σεξουαλικότητά τους. Και ειδικά στην εφηβεία είναι βιολογική ανάγκη που κάνει όλους τους ανθρώπους να διερωτηθούν για τον εαυτό τους. Αυτό όμως που είναι πολύ σημαντικό και έχει αλλάξει ισχύ πλέον είναι ότι τα παιδιά μας έχουν πολύ περισσότερος εύκαιρες πηγές με το διαδίκτυο. Οπότε υπάρχει μια υπερέκθεση σε σεξουαλικό περιεχόμενο. Τα παιδιά μας βρίσκονται εκτεθειμένα σε αυτό μέσα από το διαδίκτυο, και μιλάω και για ακατάλληλο σεξουαλικό περιεχόμενο, μιλάω για την πορνογραφία. Διότι βλέπουμε ότι τα παιδιά μας είναι εκτεθειμένα σε αυτού του είδους τη διαστρεβλωμένη πληροφόρηση για το σώμα, τις σχέσεις και τις ερωτικές σχέσεις και από την άλλη εμείς οι ενήλικες δεν έχουμε κάνει όλα όσα πρέπει να τα πληροφορήσουμε να τα ετοιμάσουμε να καταλάβουν τι είναι αυτό που βλέπουν. Ο μέσος όρος ηλικίας πρώτης έκθεσης σε πορνογραφικό υλικό στην Ελλάδα είναι τα 11, πέμπτη με έκτη δημοτικού», ανέφερε και συμπλήρωσε: «Και τα στοιχεία δείχνουν ότι αυτό κάνει πιο ευάλωτα τα παιδιά και στον κίνδυνο να πέσουν θύμα από κάποιον ενήλικα που προσπαθεί να τα προσεγγίσει και να τα αποπλανήσει και από την άλλη αυτό που παρατηρούμε πλέον στατιστικά και ερευνητικά πιο έντονα είναι ότι δημιουργούνται βίαιες σχέσεις, σεξουαλικές σχέσεις, κακοποιητικές σεξουαλικές σχέσεις μεταξύ ανηλίκων, παιδιά που κακοποιούν παιδιά», ανέφερε η κ. Γερούκη.
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΡΑΦΑΕΛΑ ΚΟΥΤΑΝΤΟΥ