Προϋπόθεση η δημιουργία στελεχωμένων με επιστημονικό προσωπικό δομών
Τη σκληρή πραγματικότητα της σχολικής βίας, που το τελευταίο διάστημα μετά και την πανδημία του κορονοϊού, φαίνεται να έχει πάρει διαστάσεις, ανέλυσαν στη διάρκεια σχετικής εκδήλωσης με θέμα «Σχολική πραγματικότητα: Βία και εκφοβισμός. Γιατί;», που διοργάνωσε το απόγευμα του Σαββάτου στο 14ο δημοτικό σχολείο η Ένωση Γονέων Μαθητών Δήμων Ρεθύμνου. Το ζήτημα αυτό απασχολεί έντονα γονείς αλλά και εκπαιδευτικούς, που διεκδικούν ολιστική διαχείριση και αντιμετώπιση του προβλήματος με επιστημονικό τρόπο. Η Αλεξάνδρα Νικολάου, παιδοψυχίατρος, επιστημονική υπεύθυνη – προϊστάμενη Κοι.Κε.Ψ.Υ.Π.Ε. σημείωσε πως είναι λάθος να διαχωρίζουμε τη βία σε σχολική βία. Η βία, όπως είπε, είναι ενιαία και διαχωρίζεται σε βία λεκτική, σωματική, ψυχολογική; «Είναι η βία στην κοινωνία μας, στον κόσμο που ζούμε, στο κράτος μας, η οποία εκδηλώνεται με επιθετικές και βίαιες συμπεριφορές οποιαδήποτε μορφής από τα παιδιά στο σχολικό πλαίσιο ή και από τους ενήλικες που καμιά φορά μπορεί να μπουν στο σχολικό πλαίσιο. Είναι ένα πολυσύνθετο φαινόμενο», τόνισε, το οποίο για να διαχειριστεί και να αντιμετωπιστεί χρειάζεται στελεχωμένες με εξειδικευμένο προσωπικό δομές: «Ένας γονέας που δεν έχει εργασία, έχει επισφαλή εργασία, δεν μπορεί να διασφαλίσει τα της διαβίωσής του, δεν μπορεί να έχει το κουράγιο να στηρίξει την οικογένειά του, όταν υπάρχουν δυσλειτουργικές οικογένειες της διπλανής πόρτας και δεν υπάρχουν δομές για να στηρίξουν τη γυναίκα, τον άνδρα, την μητέρα, τον πατέρα. Όταν δεν υπάρχουν δομές ψυχικής υγείας, να αποταθούν οι άνθρωποι. Δεν υπάρχει κράτος πρόνοιας για την ψυχική υγεία, για πρώιμη παρέμβαση σε παιδάκια τα οποία έχουν γεννηθεί με κάποιους παράγοντες κινδύνου, νοητική στέρηση, αυτισμός κ.ά. Όταν δεν υπάρχει μια κεντρική πολιτεία η οποία να μας δίνει σαν πολίτες που έχουμε το δικαίωμά μας να υπάρχουν δομές, το εκπαιδευτικό σύστημα έχει ευτελισθεί στελεχιακά, κτηριακά άρα πως θα επιτελέσει ένα ρόλο παιδείας; Δεν υπάρχουν ψυχολόγοι» είπε και πρόσθεσε ότι «Όταν υπάρχει ένας ψυχολόγος μεταφερόμενος από σχολείο σε σχολείο τι να κάνει για όλα αυτά; Πρέπει να υπάρξει πρώτα μια κεντρική πολιτική βούληση, να υπάρξει εκπαίδευση, υγεία, δομές που πρέπει να οφείλουν να υπάρχουν σε κάθε κοινότητα, πλήρως στελεχωμένες και μετά ο καθένας από εμάς να κοιτάξει με την κοινή του λογική πως θα περιφρουρήσει την οικογένειά του».
Από την πλευρά του ο Παναγιώτης Κατηφές, κοινωνιολόγος, πρόεδρος Ανώτατης Ομοσπονδίας Γονέων Μαθητών Ελλάδος σημείωσε ότι: «Η σχολική κοινότητα πάντοτε αντικατόπτριζε την ελληνική κοινωνία. Οι τέσσερις τοίχοι ενός σχολείου δεν αφήνουν απ’ έξω τα κοινωνικά προβλήματα από την μια, από την άλλη η πανδημία μας δείχνει τώρα τα δόντια της και το κλείσιμο για δύο χρόνια των σχολείων, με ό,τι αυτό σημαίνει για την ψυχοσύνθεση παιδιών και εφήβων. Δεν είναι ένα σημερινό φαινόμενο, ανέκαθεν είχαμε τέτοια περιστατικά. Αν εντοπίζουμε κάποια ποιοτική διαφορά είναι ότι είναι πολύ πιο βίαια τα περιστατικά, έχει μειωθεί η ηλικία έναρξης αυτών των περιστατικών και επίσης βλέπουμε μια φυλετική διαφορά, με το ίδιο δυναμικό εμπλέκονται και οι μαθήτριες σε τέτοια περιστατικά. Το βασικό για εμάς σαν Ανώτατη Συνομοσπονδία Γονέων είναι, τι είναι αυτό που τελικά βοηθά το παιδί μας και θα το ολοκληρώσει σαν προσωπικότητα. Πόσο αυτό στηρίζεται και από το σχολικό περιβάλλον και από το εκπαιδευτικό πρόγραμμα αλλά και πόσο στηρίζεται πολύμορφα ένα παιδί ώστε να μπορεί να ολοκληρώνει την προσωπικότητά του και να βρει άλλους τρόπους να μπαλώσει κενά και τρύπες και όχι με βίαια περιστατικά».
«Η πανδημία ανέδειξε τις παθογένειες της κοινωνίας»
Σύμφωνα με την κ. Νικολάου η πανδημία δεν προκάλεσε φαινόμενα βίας, ανέδειξε όμως τις παθογένειες της κοινωνίας, καθώς όπως εξήγησε: «Η πανδημία είναι ένα στρεσογόνο γεγονός. Ένα στρεσογόνο γεγονός από μόνο του, δεν πυροδοτεί βία. Ένα στρεσογόνο γεγονός μπορεί να πυροδοτήσει ένα μετατραυματικό στρες ή μια βία στο άτομο που θα δεχτεί άμεσα το στρεσογόνο γεγονός. Στο γενικό πληθυσμό έρχεται όμως και αναδεικνύει τις παθογένειες που ήδη υπάρχουν από πίσω και απλά μετά βγαίνει. Δεν μπορούμε άλλο να το βάλουμε κάτω από το χαλάκι, καθώς όταν οι οικογένειες αναγκάστηκαν να μένουν όλες μαζί στο ίδιο σπίτι αναδείχτηκε το πως συνομιλούν οι γονείς μεταξύ τους, πως συνομιλούν οι γονείς με τα παιδιά, πως συνομιλούμε εμείς με τους ανθρώπους γύρω μας. Άρα πανδημία το ανέδειξε, δεν το προκάλεσε».
Συμπλήρωσε ότι σημαντικό ρόλο για τα παιδιά παίζουν και τα ερεθίσματα και ο τρόπος ζωής που έχει αλλάξει τα τελευταία χρόνια, αλλά και η ανεξέλεγκτη χρήση του διαδικτύου: «Στο παρελθόν δεν υπήρχαν τόσα ερεθίσματα και ανεξέλεγκτα. Δεν είχαμε στη διάθεσή μας διαδίκτυο, κινητά και ηλεκτρονικά παιχνίδια. Ήμασταν πολύ πιο συγκροτημένοι και οριοθετημένοι στη ζωή μας. Υπήρχε η παρέα, η εποπτεία και η γειτονιά, το βιβλίο, η μουσική. Τώρα όταν από την προσχολική ηλικία δίνουμε στα παιδιά μας ηλεκτρονικά μέσα τα οποία τα εθίζουν, τα εξοικειώνουν σε οποιασδήποτε μορφής βία, θα την κάνουν πράξη. Όταν τα εθίζουμε στην παρορμητικότητα δεν θα τα μάθουμε να αυτορυθμίζονται συναισθηματικά και να σκέφτονται, να έχουν ευελιξία σκέψης. Το lifestyle που προάγει περισσότερο την επιφάνεια, παρά την ουσία δεν την είχαμε εμείς στη δεκαετία του 90. Οι εργασιακές συνθήκες, το οικονομικό υπόβαθρο της κάθε οικογένειας ήταν σε καλή κατάσταση ακόμα και για τα πιο κάτω στρώματα, Πάντα υπήρχε ένα σπίτι που δεν κινδύνευες να στο πάρουν, υπήρχε ένα εισόδημα που μπορούσες να αγοράσεις τα βασικά. Οι υπηρεσίες που υπήρχαν και λειτουργούσαν κάπως και αντί να πάμε καλύτερα και με περισσότερες δεν υπάρχουν καν πια. Ακόμα και όσες υπήρχαν» τόνισε.
Τεράστιο πρόβλημα η ανυπαρξία δομών -Μια παιδοψυχίατρος για δυο νομούς, εξυπηρετεί κάθε μήνα 150 παιδιά
Η ανυπαρξία δομών, αλλά και η έλλειψη προσωπικού αποτελεί το βασικότερο πρόβλημα για τη διαχείριση και αντιμετώπιση των περιστατικών βίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η κ. Νικολάου που εργάζεται στο Κοινοτικό Κέντρο Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων είναι η μοναδική παιδοψυχίατρος για την Δυτική Κρήτη. Αυτό σημαίνει ότι εξυπηρετεί δύο νομούς, Ρέθυμνο και Χανιά, με τα περιστατικά να ανέρχονται μηνιαίως περίπου σε 150: «Είμαι η μόνη γιατρός για δυο νομούς. Το κέντρο έχει οργανική θέση τριών γιατρών και έχει έναν. Πάνω από 130-140 παιδιά περνάνε για οποιοδήποτε είδος επίσκεψης από το τμήμα μας το μήνα, για διάφορα πράγματα. Φροντίζω να εξυπηρετούνται κατά προτεραιότητα, αλλά τα νέα παιδιά, που δεν έχουμε ανοίξει ακόμα φάκελο, η αναμονή τους είναι ακόμα μεγαλύτερη.
Πλέον έχω καταλήξει να εργάζομαι μόνο για τα υπουργεία Δικαιοσύνης και Προστασίας του Πολίτη. Για κάποια μητέρα που θέλει να προστατέψει τον εαυτό της και τα παιδιά της, επειδή δέχεται ενδοοικογενειακή βία, τα πράγματα είναι αυτά που φαίνονται και από τα τελευταία περιστατικά που είδαμε. Δε υπάρχουν δομές, άνθρωποι να τη βοηθήσουν, ο θύτης επιστρέφει ξανά στο σπίτι, γίνονται εκβιασμοί, άρα είναι εγκλωβισμένη σε μια τέτοια κατάσταση όπως και τα παιδιά. Τα παιδιά όταν φτάνουν στην αστυνομία προσπαθούμε -για εδώ τουλάχιστον σε όσα έχουν πέσει στην αντίληψή μου- είναι πραγματικά ανθρώπινη η μεταχείριση βάσει των πρωτοκόλλων. Όμως δεν υπάρχουν ψυχιατροδικαστικοί εξειδικευμένοι όπως οφείλουν, ένας παιδοψυχίατρος, ένας ψυχολόγος εξειδικευμένος στην ψυχιατροδικαστική. Το ότι εγώ ασκώ την αρμοδιότητα αυτή με εντολή εισαγγελέα δεν με καθιστά εκπαιδευμένη. Εγώ απλά έχω φροντίσει να μάθω δυο πράγματα ή ως άνθρωπος μπορεί να έχω μια ευαισθησία. Κανονικά πρέπει να υπάρχουν εξειδικευμένοι εμπειρογνώμονες. Πήγαν να ανοίξουν τα σπίτια των παιδιών για τέτοιου είδους καταθέσεις αλλά δεν λειτουργούν. Εδώ στο Ρέθυμνο οι δομές είναι μόνο το Κοινοτικό Κέντρο που στελεχώνεται από εμένα που εξυπηρετώ περιστατικά σε δύο νομούς. Όσο διάθεση και να υπάρχει δεν μπορείς να καλύψεις τον όγκο των περιστατικών και οι άνθρωποι είναι στο έλεος του θεού».
Οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς χρειάζονται επιμόρφωση
Ο κ. Κατηφές είπε ότι η πολιτεία πρέπει να υποστηρίξει γονείς και εκπαιδευτικούς με επιμορφωτικά σεμινάρια, τονίζοντας χαρακτηριστικά: «Ο εκπαιδευτικός είναι παιδαγωγός. Δεν μαθαίνει μόνο γράμματα στο παιδί μας αλλά ο ρόλος του είναι και παιδαγωγικός. Για να μπορεί να στηρίζεται ο παιδαγωγικός ρόλος του εκπαιδευτικού χρειάζεται και η ίδια η πολιτεία να στηρίζει με επιμορφώσεις και σεμινάρια τον εκπαιδευτικό. Για παράδειγμα ένα ζήτημα που απασχολεί πάρα πολύ τους γονείς ειδικά μετά την πανδημία είναι η εξάρτηση από το διαδίκτυο και τις οθόνες. Αυτά είναι ζητήματα που πριν δέκα δεκαπέντε χρόνια δεν αντιμετωπίζαμε, τώρα όμως το βλέπουμε πολύ έντονα. Πώς στηρίζονται οι εκπαιδευτικοί εκεί; Δεύτερο παράδειγμα: μπορεί ένας εκπαιδευτικός και στον μορφωτικό και στον παιδαγωγικό του ρόλο, να τον επιτελέσει όταν έχουμε αντί για δεκαπέντε μαθητές στην τάξη που διεκδικούμε εμείς 25 έως και 30 μαθητές. Αναγκαστικά κάποιοι μαθητές θα μείνουν πίσω. Το ζήτημα είναι να εξυψώνεται το σύνολο της τάξης και κοινωνικά και μορφωτικά. Καθοριστικό ρόλο έχει η οικογένεια αλλά το ερώτημα είναι και εμείς οι ίδιες οι οικογένειες πόσο στηριζόμαστε, γιατί όλοι οι γονείς δεν σπουδάσαμε γονείς, ούτε εκπαιδευτήκαμε γονείς. Έχει να κάνει με το ότι τελείως διαφορετικά βιώματα μπορεί να πήραμε εμείς από τις οικογένειές μας και τους γονείς μας όταν ήμασταν παιδιά σε μια άλλη εποχή και τελείως διαφορετικά βιώματα ζουν τα παιδιά μας και πρέπει να τους δώσουμε. Αλλά να αναλογιστούμε πως και εμείς ως γονείς μπορούμε να βοηθήσουμε ένα παιδί. Αν πάρουμε σήμερα έναν μαθητή 14 ετών, τον μέσο έφηβο, αυτό το παιδί έχει ζήσει σαν παιδί τα χρόνια της κρίσης και σαν προέφηβος την πανδημία. Είναι πολύ σημαντικό πως εμείς βοηθηθήκαμε σαν οικογένειες να στηρίξουμε τα παιδιά μας».
Γι’ αυτό, όπως τόνισε ο κ. Κατηφές, πάγιο αίτημα είναι η ενεργοποίηση των σχολών γονέων μέσα από τους δήμους: «μέσα από τους συλλόγους γονέων διεκδικούμε οργανωμένα ανά δήμο, ανά σχολική μονάδα σχολές γονέων, ώστε όλα αυτά τα βήματα να μην είναι η πρωτοβουλία μιας ένωσης αλλά να είναι κάτι ενταγμένο στο παιδαγωγικό πρόγραμμα και θα πρέπει με βάση τη θέλησή μας ως γονείς να συμμετέχουμε σταθερά σε τέτοιες συζητήσεις με ειδικούς επιστήμονες, ώστε να μπορούμε και εμείς να ανταποκριθούμε στο ρόλο αυτό. Δεν λειτουργούν σήμερα και θα έπρεπε να λειτουργούν, να στελεχώνονται από κοινωνικούς επιστήμονες. Σχολές γονέων δεν είναι κάτι νέο, ξεκίνησαν το 1962 στην Ελλάδα και η πρώτη που λειτούργησε ήταν και η πρώτη πρόεδρος ψυχολογίας εδώ στο Ρέθυμνο. Σήμερα όπου λειτουργούν γίνονται από ιδιώτες και υπάρχουν κάποιοι δήμοι που κάτω από τις πιέσεις των ενώσεων γονέων μέσα από τις κοινωνικές τους υπηρεσίες οι κοινωνικοί επιστήμονες περνάνε από τα σχολεία στα πλαίσια των προγραμμάτων που μπορεί να κάνει ένας δήμος».
Η εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο αμφιθέατρο του 14ου Δημοτικού σχολείου ήταν υπό την αιγίδα της Περιφέρειας Κρήτης και του Τμήματος Παιδείας του Δήμου Ρεθύμνου, ενώ την παρακολούθησαν αρκετοί γονείς και εκπαιδευτικοί.