• Ο καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου Γιάννης Καλογήρου σχολίασε στην Τηλεόραση CRETA
Την ανάγκη υιοθέτησης ενός νέου παραγωγικού μοντέλου στην Ελλάδα, το οποίο θα βασίζεται στην καινοτομία και τη γνώση, με εφαρμογή σε όλους τους τομείς και κλάδους της οικονομίας υπογραμμίζει η πρόσφατη μελέτη της διαΝΕΟσις για την καινοτομία και την έρευνα. Το νέο αυτό μοντέλο προτείνεται ως μέσο για την ενίσχυση της θέσης της ελληνικής παραγωγής στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, αξιοποιώντας τη διαθέσιμη επιστημονική, τεχνολογική, διοικητική και πρακτική γνώση. Η μελέτη, με τίτλο «Τεχνολογία και οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα», εξετάζει πώς η τεχνολογική πρόοδος έχει επηρεάσει την οικονομική ανάπτυξη της χώρας τις τελευταίες πέντε δεκαετίες. Παράλληλα, αποτυπώνει τη σημερινή κατάσταση και τις αδυναμίες του ελληνικού συστήματος καινοτομίας και καταθέτει προτάσεις πολιτικής για την ενίσχυση των εγχώριων οικοσυστημάτων καινοτομίας και της συνολικής οικονομίας. Τη μελέτη υπογράφει ο καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Γιάννης Καλογήρου, ο οποίος παρουσίασε και ανέλυσε τα βασικά σημεία της σε συνέντευξή του στην Τηλεόραση CRETA και στη Μίρκα Οικονομοπούλου. Όπως τόνισε, σύμφωνα με την έρευνα, το ελληνικό σύστημα καινοτομίας οργανώνεται γύρω από τρεις βασικούς άξονες: τις επιχειρήσεις, την εκπαίδευση και το πολιτικό-διοικητικό πλαίσιο.
Όπως αποδεικνύει η έρευνα, οι επιδόσεις της Ελλάδας στα ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα από το 1984 μέχρι το 2020 σύμφωνα με τους διεθνείς δείκτες είναι μέτριες με την ελληνική οικονομία να βρίσκεται στην 47η θέση ανάμεσα σε 67 χώρες στη διεθνή κατάταξη ανταγωνιστικότητας του IMD (World Competitiveness Ranking 2024). Βασικοί στόχοι της για τη χώρα θα έπρεπε να είναι η ανάκτηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, πέρα από το χαμηλό μοναδιαίο κόστος εργασίας και η αντιμετώπιση των μεγάλων κοινωνικών, περιβαλλοντικών και άλλων προκλήσεων που αντιμετωπίζει η χώρα. «Η καινοτομία χρειάζεται την έρευνα για να μπορέσει να αξιοποιήσει τα αποτελέσματά της. Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η αξιοποίηση δεν περπατάει γρήγορα και γι’ αυτό στην ετήσια κατάταξη της ευρωπαϊκής ένωσης, η Ελλάδα είναι στην τρίτη βαθμίδα, που θεωρείται ότι οι επιδόσεις της είναι μέτριες», ανέφερε μεταξύ άλλων ο κ. Καλογήρου.
Παράλληλα, στο κομμάτι της έρευνας, όπως ανέφερε, η κατάσταση είναι καλύτερη χάρη στα επτά ελληνικά πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, που κατατάσσονται στους κορυφαίους 100 ευρωπαϊκούς οργανισμούς, με βάση την κεντρικότητα στα ερευνητικά δίκτυα και τις συμμετοχές τους ως συντονιστές των ερευνητικών έργων. «Οι ελληνικές ερευνητικές ομάδες από επτά πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα μεταξύ των οποίων και το ΙΤΕ Κρήτης, έχουν μία καλή επίδοση τα τελευταία 40 χρόνια. Είμαστε μέσα σε αυτούς που προχωρούσαν. Υπάρχει βεβαίως και ένα ανεκμετάλλευτο δυναμικό που είναι οι Έλληνες της διασποράς. Χρειάζονται γενναίες κινήσεις για να μπορέσουν να έρθουν στην Ελλάδα ή έστω να υπάρξει συνεργασία», συμπλήρωσε ο κ. Καλογήρου, με την παροχή κινήτρων για τη δικτύωση ή επιστροφή στη χώρα, έστω και για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, εργαζόμενων υψηλών προσόντων από το εξωτερικό να βρίσκεται ανάμεσα στις προτάσεις που κατατέθηκαν με βάση τα αποτελέσματα της έρευνας.
Αναφορικά με το παραγωγικό μοντέλο, ο κ. Καλογήρου επεσήμανε τη στήριξη και την εξάρτηση της Ελλάδας από το real estate και τον τουρισμό, ο οποίος, σύμφωνα με όσα ανέφερε θα μπορούσε να συνδεθεί καλύτερα με την πρωτογενή παραγωγή για τη διαμόρφωση ενός νέου μοντέλου παραγωγής: «Ο τουρισμός σε ένα τέτοιο παραγωγικό μοντέλο θα μπορούσε να συνδεθεί καλύτερα με την πρωτογενή παραγωγή για να φτιάξει πολύ ποιοτικότερα προϊόντα και στη συνέχεια να εγκαταστήσει θεσμούς σύνδεσης, με τους επισκέπτες που έρχονται κάθε χρόνο, ώστε να περάσουν τα προϊόντα που υπάρχουν και στις άλλες χώρες».
Παράλληλα, όπως τόνισε, «Χρειάζεται ένας αναπροσανατολισμός των επιχειρήσεων. Να δημιουργηθούν επιχειρήσεις από παιδιά που είναι σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα και έχουν ένα υπόβαθρο γνώσης, διότι το νέο παραγωγικό μοντέλο πρέπει να πατήσει πάνω σε κάθε είδους γνώση, όχι μόνο την Πανεπιστημιακή, αλλά και την πρακτική γνώση». Σύμφωνα μάλιστα με την έρευνα της διαΝΕΟσις, ένας σχετικά μικρός αλλά δυναμικός πυρήνας επιχειρήσεων διακρίνεται για την εξωστρέφεια και την καινοτομία του στην Ελλάδα, όχι μόνο από κλάδους υψηλής τεχνολογίας, αλλά και από παραδοσιακούς, ενώ έχει παρατηρηθεί βελτίωση στη δυνατότητα χρηματοδότησης των υφιστάμενων επιχειρήσεων για την τεχνολογική τους αναβάθμιση και στην ενίσχυση της καινοτομικής τους δραστηριότητας, μέσω κρατικών προγραμμάτων.
Παρόλα αυτά η έρευνα επιβεβαιώνει ότι η νέα ελληνική επιχειρηματικότητα είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα επιχειρηματικότητας ανάγκης και όχι ευκαιρίας, με μικρού μεγέθους εγχειρήματα χωρίς σπουδαίες προοπτικές μεγέθυνσης, κυρίως χαμηλής καινοτομικής επίδοσης, που απευθύνονται στον τελικό καταναλωτή, καθώς και ότι ο βαθμός ακαδημαϊκής επιχειρηματικότητας είναι χαμηλός. «Πρέπει να υπάρξει καινοτομία στα προϊόντα και στις υπηρεσίες, αλλά και στην οργάνωση των επιχειρήσεων, διότι και εδώ έχουμε μερικά προβλήματα. Κάποιες επιχειρήσεις που είναι οικογενειακές και έχουν πάει καλά σε πρώτη και δεύτερη γενιά χρειάζονται την βοήθεια ανθρώπων που είναι ειδικοί στο χώρο για να γίνει η περίφημη διαδοχή, γιατί πολλές επιχειρήσεις έκλεισαν, γιατί δεν έγινε η διαδοχή», σχολίασε ο κ. Καλογήρου.
Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια δυστυχώς στην Ελλάδα έχει υποχωρήσει η τεχνική επαγγελματική εκπαίδευση που όπως τόνισε, «συνδέεται με τις δεξιότητες που πρέπει να έχουν οι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων, ιδιωτικών και δημόσιων οργανισμών», γι’ αυτό τον λόγο, η έρευνα προτείνει τη δημιουργία κόμβων καινοτομίας και Κέντρων Καινοτόμου Επιχειρηματικής Δραστηριότητας σε μεγάλες πόλεις της χώρας, με τη συμμετοχή πανεπιστημίων, ερευνητικών κέντρων, επιχειρήσεων και επενδυτών, καθώς και την προώθηση και στήριξη νέων, ευέλικτων, εναλλακτικών και σύγχρονων χρηματοδοτικών εργαλείων για την υποστήριξη νεοφυών επιχειρήσεων στα πρώτα στάδια. Οι προτάσεις, σύμφωνα με τον κ. Καλογήρου είναι εξατομικευμένες για κάθε τομέα του ελληνικού αναπτυξιακού κύκλου, αλλά εμφανίζουν γενικούς στόχους: «Χρειάζονται συνεργασίες, δικτυώσεις και κινήσεις στη δημόσια πολιτική και στις στρατηγικές των επιχειρήσεων, έστω και αν είναι μικρές. Να μην φοβηθούμε τη λέξη καινοτομία. Μία επιχείρηση που κινείται σε παραδοσιακούς τομείς μπορεί να καινοτομήσει στη λειτουργία της και τα προϊόντα της, παίρνοντας ανατροφοδότηση από τους πελάτες της».
Τέλος, όπως επεσήμανε, «πρέπει να γίνει μία μεγάλη κινητοποίηση όλων των παραγωγικών φορέων, της αυτοδιοίκησης, του κράτους και της Περιφέρειας για έναν μεγάλο στόχο: Έναν στόχο για την Ελλάδα που μαθαίνει, εκπαιδεύεται, ερευνά, καινοτομεί και επιχειρεί», την ώρα που ανάμεσα στις προτάσεις της έρευνας είναι η εθνική και περιφερειακή στρατηγική για τη διασύνδεση της ερευνητικής δραστηριότητας με τις λειτουργικές και αναπτυξιακές ανάγκες του δημόσιου τομέα και η διαμόρφωση μιας εθνικής ερευνητικής ατζέντας που επικεντρώνεται σε μεγάλους και μακροπρόθεσμους στρατηγικούς στόχους με συγκεκριμένες αποστολές έρευνας και καινοτομίας, όπως η διαχείριση απορριμμάτων, οι «ευφυείς πόλεις» και η ψηφιοποίηση της βιομηχανίας.
Τα παραπάνω στοιχεία αντλήθηκαν από την έρευνα της διαΝΕΟσις: https://www.dianeosis.org/research/research_policy/
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΩΣΤΑΚΟΓΛΟΥ