Ο Νίκος Καζαντζάκης είναι γνωστός σήμερα ως ο μεγαλύτερος Έλληνας μυθιστοριογράφος, αν και ο ίδιος ήθελε να τον λογίζουν ως ποιητή. Αφιέρωσε ωστόσο μεγάλο μέρος της δημιουργικής του ενέργειας στη συγγραφή θεατρικών έργων. Άρχισε να γράφει για το θέατρο από πολύ νωρίς, από το 1906, συνέχισε δε σχεδόν σε όλη του τη ζωή να συνθέτει θεατρικά έργα απαράμιλλης ομορφιάς.
Από τις Εκδόσεις Διόπτρα κυκλοφόρησαν σε ανανεωμένη έκδοση έξι θεατρικά έργα του Νίκου Καζαντζάκη και είναι τα παρακάτω:
- Προμηθέας – Οδυσσέας
Το 1942 ο Καζαντζάκης γράφει στην Ελένη (Σαμίου, όχι ακόμα Καζαντζάκη): «…νιώθω πολύ εξαντλημένος γιατί βρίσκομαι σε παραμονές τοκετού. Ο Προμηθέας κλωτσάει το σπλάχνο μου και θέλει να βγει όξω. Υποφέρω πολύ». Τον γράφει τον 1943. Αληθινά «έτοιμα προς εκτύπωσιν» τα τρία έργα είναι γύρω στις αρχές του 1945. Πληροφορεί ότι, καθώς οι Προμηθείς γράφτηκαν μέσα στην Κατοχή, είναι γεμάτοι από τη λαχτάρα της ελευθερίας. Οι τρεις τραγωδίες έχουν τα ονόματα των τραγωδιών του Αισχύλου, από τις οποίες σώζεται, όπως είναι γνωστό, μόνο ο Προμηθεύς δεσμώτης.
O Οδυσσέας ήταν μια τραγωδία του που αγαπούσε πολύ. Ο Οδυσσέας ανήκει στην ομάδα των τριών τραγωδιών του 1915. Η υπόθεση ακολουθεί αρκετά πιστά τις τελευταίες ραψωδίες της ομηρικής Oδύσσειας, με τις αποκλίσεις φυσικά που έκρινε αναγκαίες ο Kαζαντζάκης, και τελειώνει θριαμβευτικά και περήφανα με τη μνηστηροφονία ή μάλλον με την πρόθεσή της.
- Κούρος (Θησέας) – Μέλισσα
Κούρος. Η μινωική Κρήτη έχει φτάσει σε τόσο υψηλή πολιτισμική βαθμίδα ώστε βρίσκεται στο κατώφλι της παρακμής. Ο Μίνωας είναι ο φιλόσοφος – βασιλιάς, που σχεδόν έχει αποσπαστεί από τα εγκόσμια.
Πρόκειται για μια αλληγορία πάνω στη δημιουργία, την ακμή και την παρακμή του πολιτισμού.
Η Μέλισσα είναι η οικογενειακή ιστορία του τυράννου της Κορίνθου Περίανδρου και των δύο γιων του, του Λυκόφρονα και του Κύψελου, και πραγματεύεται την έμμονη ιδέα όλων με τη νεκρή Μέλισσα, την αγαπημένη σύζυγο του Περίανδρου, που αυτός δολοφόνησε στο παρελθόν, όταν, βαριά τραυματισμένος, δεν ήθελε η γυναίκα του να ζήσει περισσότερο από τον ίδιο. Το φάντασμά της τους δυναστεύει.
Οι χαρακτήρες του αδρού και μεγαλόπρεπου αυτού έργου είναι ξεκάθαροι και υπερμεγέθεις.
- Χριστός – Ιουλιανός ο Παραβάτης
Η τραγωδία Χριστός (1928) μοιάζει να αποτελείται από όραμα μέσα σε όραμα: Οι μαθητές οραματίζονται τον Δάσκαλο και το εκκλησίασμα, το οποίο μέσα στην παραίσθηση της τελετής οραματίζεται τη ιερή, μυστηριώδη σκηνή. Ο Χριστός είναι στον τάφο. Ο μαθητές έρχονται και εκφράζουν τα αισθήματα και τις σκέψεις τους για τον Δάσκαλο. Είναι θλιμμένοι, οι αναμνήσεις τους είναι πολύτιμες, αλλά μέσα σ’ αυτές υπάρχουν και ψήγματα ανακούφισης γιατί θα μπορέσουν να επιστρέψουν στη συνηθισμένη ζωή.
To 1931 ο Καζαντζάκης γράφει στον Πρεβελάκη πως η μορφή του Iουλιανού τον έχει απασχολήσει «τώρα και πολλά χρόνια» και έχει μελετήσει πολλά έργα γι’ αυτόν. «Mε συγκινούσε πολύ η δισυπόστατη φύση του, απ’ έξω ασκητής καλόγερος και από μέσα κρατούσε κατάστηθα – όπως το Σπαρτιατόπουλο – όλους τους θεούς του Ολύμπου. Έγραψε εντέλει τον Ιουλιανό τον Παραβάτη το 1939.
Ένα έργο φυγής και συνάμα αναζήτησης. Tι αναζητά; Tο αιώνιο: τον σκοπό της ζωής και το λιγότερο αιώνιο: την ταυτότητα».
- Νικηφόρος Φωκάς – Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος
Γράφει τον Νικηφόρο Φωκά (1915, με τίτλο Θεοφανώ) που είναι και το πρώτο που εκδίδεται (1927, με προτεταγμένη τη θρυλική φράση «Tο έργο τούτο δε γράφτηκε καθόλου για το θέατρο»). Η υπόθεση περιλαμβάνει τα γεγονότα της δολοφονίας του Φωκά από τον Tσιμισκή και τη Θεοφανώ, όπως σε όλα τα έργα που επιλέγουν αυτό το ιστορικό θέμα ως δραματουργικό μοτίβο, καθώς είναι σαιξπηρικά δραματικό καθαυτό.
Η πρώτη γραφή του Κωνσταντίνου του Παλαιολόγου έγινε το 1944. Ακολουθούν διαδοχικές γραφές. Ολοκληρώνεται το 1953.
H δράση τοποθετείται στην Κωνσταντινούπολη την παραμονή της Άλωσης. Οι Οθωμανοί Τούρκοι πολιορκούν την Πόλη. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος έχει δηλώσει υποταγή στην παπική εκκλησία, ως ύστατη προσπάθεια να σώσει τη βασιλεύουσα, με αποτέλεσμα να στρέψει εναντίον του τον κλήρο και μεγάλο μέρος του λαού. Βρίσκεται σε απόγνωση. Αντιλαμβάνεται ότι δεν υπάρχει πλέον ελπίδα και επιθυμεί τουλάχιστον να πεθάνει με αξιοπρέπεια.
- Καποδίστριας – Χριστόφορος Κολόμβος
H τραγωδία Καποδίστριας, το δεύτερο πατριωτικό δράμα του Καζαντζάκη, γράφτηκε την άνοιξη του 1944, δηλαδή στη διάρκεια των τελευταίων μηνών της γερμανικής κατοχής.
Είναι η μέρα των γενεθλίων του Ιωάννη Καποδίστρια για τα 55 του χρόνια. Στην αυλή του μαζεύονται φτωχοί λαϊκοί άνθρωποι για του ευχηθούν και να του παραπονεθούν. Το μικρό ελληνικό κράτος είναι σε δεινή θέση: Ο λαός πεινά και οι αρχηγοί είναι διαιρεμένοι σε αντιμαχόμενες φατρίες.
Όλοι είναι δυσαρεστημένοι με τον Καποδίστρια, ο οποίος θέλει να κάνει το καλύτερο για την Ελλάδα, αλλά αδυνατεί.
Το 1949 ο Καζαντζάκης γράφει ένα από τα αρτιότερα έργα του: Χριστόφορος Κολόμβος ή Το χρυσό μήλο. Η Ισπανία στα τέλη του 15ου αι. είναι σχεδόν κατεστραμμένη από μια σειρά πολέμων με σκοπό την εκδίωξη των Μαυριτανών και των Εβραίων. Οι πόλεμοι αυτοί ήταν νικηφόροι για το στέμμα, αλλά οικονομικά καταστροφικοί. Οι τολμηροί αναζητούν νέες πλουτοπαραγωγικές περιοχές, καθώς αρχίζει να γίνεται γνωστό ότι η γη είναι μεγαλύτερη και διαφορετική από ό,τι πίστευαν μέχρι τότε.
- Σόδομα και Γόμορρα – Βούδας
Η βιβλική τραγωδία του Καζαντζάκη με θέμα και τίτλο Σόδομα και Γόμορρα γράφτηκε το 1948 στη Γαλλία.
Ο υπερμεγέθης ήρωας στο έργο αυτό είναι απόλυτα αρνητικός και επαναστατημένος. Δεν του αρέσει ούτε το δημιούργημα ούτε ο δημιουργός. Στέκει απέναντί του σαν ίσος προς ίσον στην υπερηφάνεια και του αντιστέκεται. Ο εαυτός του επίσης του είναι αδιάφορος: ο εγωισμός του είναι υψηλότερος, μεταφυσικός. Απορρίπτει τον Θεό εξηγώντας τους λόγους και τίποτα δεν μπορεί να τον λυγίσει. «Τα Σόδομα και Γόμορρα είναι ο σημερινός κόσμος, λίγο πριν ξεσπάσει η καταιγίδα», θα μας πει ο ίδιος.
Στο 1922 ανάγεται και η πρώτη γραφή του θεατρικού έργου του Βούδας, σε 3000 στίχους, την οποία δήλωσε πως κατέστρεψε. Ορισμένοι σημαντικοί μελετητές του υποστηρίζουν ότι η Ασκητική (1922, 1927) είναι αλλοτροπική μορφή της τραγωδίας αυτής. Η Ελένη Καζαντζάκη υποστηρίζει ότι «ξαναπιάνει το Βούδα του» στο τέλος του 1931. Θέλει να γράψει «μια τραγωδία, εφτά πατώματα. Τα έξι πρώτα θα είναι έξι άσκησες. Το έβδομο, το όραμα του Βούδα […] Δε βιάζουμαι όμως. Αφήνω το θέμα να ωριμάσει στο σπλάχνο μου…». Το 1941 επανέρχεται σαν να πρόκειται για κάτι καινούριο: «Τέλειωσα μια μεγάλη τραγωδία, το Γιαγκ-Τσε…». Το 1956 το επεξεργάζεται οριστικά για έκδοση, το μετονομάζει σε Βούδα και πιστεύει ότι δεν θ’ αρέσει σε κανένα, αρέσει όμως στον ίδιο.