Το εύανδρο Άνω Μέρος είχε φέτος σειρά για να τιμηθεί το ολοκαύτωμα των οκτώ χωριών του Κέντρους 22 Αυγούστου 1944. Και όπως αναμενόταν σήκωσε επάξια το βάρος αυτής της ευθύνης, γιατί βασικοί πρωτεργάτες που μεταλαμπαδεύουν το μήνυμα της θυσίας αυτής στις επόμενες γενιές είναι Ανωμεριανοί, όπως ο εκλεκτός εκπαιδευτικός Στέλιος Μπαγουράκης και ο πρόεδρος του πολιτιστικού συλλόγου της περιοχής Ιάκωβος Παττακός.
Η έγνοια τους μέχρι να τελειώσει κάθε εκδήλωση μνήμης ολοκαυτωμάτων θυμίζει την εποχή που σε όλα πρωτοστατούσε ο αείμνηστος Σπύρος Μαρνιέρος, που είχε πάντα σε περίοπτη θέση καθηκόντων τον Στέλιο Μπαγουράκη, ίσως γιατί ήταν χαροκαμένοι και οι δυο από την ίδια αιτία ο Σπύρος θρηνώντας τον 16χρονο αδελφό του και ο Στέλιος τον ήρωα πατέρα του.
Αυτές και άλλες μνήμες ήρθαν στο νου όταν βρεθήκαμε στον χώρο της τελετής, στο εξαιρετικά καλαίσθητο μνημείο το πρωί της ημέρας μνήμης που θα γινόταν η τελετή. Οι παριστάμενοι που είχαν έρθει νωρίτερα να παρακολουθήσουν τον επίλογο των εκδηλώσεων μιλούσαν με ενθουσιασμό για την καλλιτεχνική εκδήλωση της παραμονής όπου με θαυμάσια παρουσίαση κειμένων και ντοκουμέντων από την κ. Ελένη Δασκαλάκη, αυθεντία πλέον στην οργάνωση των επετειακών εκδηλώσεων του δήμου, ακούστηκαν τραγούδια επίκαιρα από την Αντιόπη Νικολουδάκη με συνοδεία στο πιάνο του Θανάση Παπαθανασίου.
Μια μεστή από εθνική μνήμη βραδιά που άφησε άριστες εντυπώσεις σε όσους την παρακολούθησαν. Επίσης άριστες εντυπώσεις έχει αφήσει η έκθεση της κυρίας Ελένης Πατακού με τίτλο «Κράτησα τη ζωή μου».
Την εκδήλωση τίμησαν με την παρουσία τους, μεταξύ άλλων, ο Βουλευτής Ρεθύμνου κ. Αντρέας Ξανθός, η Αντιπεριφερειάρχης Ρεθύμνου κα. Μαίρη Λιονή, ο Πρόεδρος της Περιφερειακής Ένωσης Δήμων Κρήτης κ. Γιάννης Κουράκης, εκπρόσωποι των κομμάτων της Ελληνικής Βουλής, εκπρόσωποι των Δήμων Αγ. Βασιλείου και Ανωγείων, των Ένοπλων Δυνάμεων, των Σωμάτων Ασφαλείας, Περιφερειακοί και Δημοτικοί σύμβουλοι καθώς και εκπρόσωποι φορέων και συλλόγων. Συγκινητική υπήρξε επίσης και η μεγάλη συμμετοχή του κόσμου που θέλησε, με την παρουσία του, να αποδώσει φόρο τιμής στους θυσιασθέντες των Χωριών του Κέντρους.
Η εκδήλωση στο ηρώο ξεκίνησε με επιμνημόσυνη δέηση υπέρ αναπαύσεως των ψυχών όλων εκείνων των θυμάτων της αποφράδας ημέρας.
Κεντρική ομιλήτρια ήταν φέτος η κυρία Ευγενία Λινοξυλάκη φιλόλογος – ιστορικός. Είχαμε την ευκαιρία να γνωρίζουμε την ερευνητική εργασία της τόσο αξιόλογης αυτής επιστήμονος και να την κατατάξουμε στις πλέον έγκριτες παρουσίες στον χώρο της έρευνας.
Η κυρία Λινοξυλάκη τιμά όντως την επιστήμη της με τη μεθοδολογία που ακολουθεί στη δουλειά της και τη σεμνότητά της που την καθιστούν μοναδική.
Και στην ομιλία της προχθές στο Άνω Μέρος, μέρος της διπλωματικής της εργασίας στα πλαίσια του μεταπτυχιακού προγράμματος Δημόσια Ιστορία του Ελληνικού Ανοικτού πανεπιστημίου, δικαίωσε τη φήμη της με τον τρόπο που παρουσίασε ένα τόσο σημαντικό γεγονός, με περιουσία στοιχείων, χωρίς να κουράσει, χωρίς να παρασυρθεί σε περιττούς πλατειασμούς. Η ομιλία της κυρίας Λινοξυλάκη ήδη έχει καταχωρηθεί στο αρχείο του τεράστιου κεφαλαίου των «Ολοκαυτωμάτων» ως μια εργασία που αξίζει να φθάσει στους επόμενους ερευνητές.
«Η εμπειρία του Κέντρους ας συνδράμει στην ανάδειξη και περιφρούρηση της ζωής, της ελευθερίας και της ειρήνης»
Είπε μεταξύ άλλων η κυρία Λινοξυλάκη στην εξαιρετική ομιλία της:
Οι εκδηλώσεις μνήμης είναι μια αφορμή για συνεχή ενασχόληση με την ιστορία του τόπου μας. Μια αφορμή να θέτουμε ερωτήματα και να ερευνούμε τα γεγονότα που συγκρότησαν το περιβάλλον μέσα στο οποίο ζούμε, να παρατηρούμε και να εξηγούμε το παρελθόν, ώστε να αντιλαμβανόμαστε το παρόν αναγνωρίζοντας τα συνδετικά στοιχεία μεταξύ τους, δηλαδή τις ρίζες μας. Η προσπάθειά μου επικεντρώνεται στην ανάδειξη του πολύπλευρου τρόπου με τον οποίο εξελίχθηκαν τα γεγονότα στην περιοχή μας έχοντας πάντα κατά νου τους ανθρώπους που τα έζησαν.
Αν μεταφερθούμε στα χρόνια εκείνα θα συνειδητοποιήσουμε πως το 1944 το χώριζαν επίσης 78 χρόνια από 1866 και το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου. Με πρότυπο εκείνους τους αγώνες και τις θυσίες για την ελευθερία της Κρήτης διαμορφώθηκε η νοοτροπία του ντόπιου πληθυσμού και η δράση του σε όλη τη διάρκεια του πολέμου και της Γερμανικής κατοχής. Κατά την περίοδο της κατοχής, η κοιλάδα του Αμαρίου, που απλώνεται γύρω μας, ήταν σημαντικό κέντρο της Κρητικής αντίστασης. Ο Tom Dunbabin, από τους επικεφαλής της βρετανικής κατασκοπίας στη δυτική Κρήτη, παρουσιάζει με εκπληκτικό τρόπο την καθημερινή συμβίωση των Άγγλων κατασκόπων με τους Αμαριώτες αντιστασιακούς και τους κατοίκους των χωριών της περιοχής, την οποία αποκαλούσαν «Χώρα των Λωτοφάγων». Μνημονεύει αρκετούς ιερείς, εκπαιδευτικούς, γιατρούς, κτηνοτρόφους και αγρότες για τη συμβολή τους στον αντιστασιακό αγώνα και αποτυπώνει το συλλογικό πνεύμα της αντίστασης και το πάθος για την ελευθερία που κυριαρχούσε, θυμίζοντάς μας τους ήρωες του Καζαντζάκη.
Οι Γερμανοί από την πλευρά τους είχαν τις πληροφορίες τους για το αντιστασιακό κέντρο του Αμαρίου και κάποιες φορές είχαν κυκλώσει τα χωριά αναζητώντας συγκεκριμένα πρόσωπα, είχαν κάνει προσαγωγές και μεμονωμένες εκτελέσεις και είχαν προειδοποιήσει τους κατοίκους ότι θα αντιμετώπιζαν την οργή τους αν δεν συνεργάζονταν μαζί τους.
Παρά τις προειδοποιήσεις τη νύχτα 26 προς 27 Απριλίου 1944 πραγματοποήθηκε η απαγωγή του Γερμανού γενικού διοικητή Κρήτης στρατηγού Heinrich Kreipe, η οποία οργανώθηκε από τους βρετανούς Patrick Leigh Fermor και William Stanley Moss, με την υποστήριξη της τοπικής αντίστασης. Αμέσως οι Γερμανοί με δημοσιεύσεις στον τοπικό τύπο, που έλεγχαν, και με τη ρίψη προκηρύξεων από αεροσκάφη προειδοποίησαν τους πάντες να συνδράμουν στον εντοπισμό των απαγωγέων και την απελευθέρωση του στρατηγού εντός τριών ημερών, διαφορετικά θα προέβαιναν στα σκληρότερα αντίποινα. Άμεσα, μάλιστα, στις 4 Μαΐου έκαψαν τα χωριά Λοχριά, Καμάρες, Μαγαρικάρι και Σαχτούρια. Εντούτοις οι απειλές αγνοήθηκαν και ο απαχθείς διοικητής μέσω του Ψηλορείτη και του Αμαρίου οδηγήθηκε στο Ροδάκινο από οπού στις 15/16 Μαΐου μεταφέρθηκε στην Αίγυπτο.
Την περίοδο εκείνη είχε ήδη διαφανεί ότι η Γερμανία έχανε τον πόλεμο. Η εκστρατεία στην Αφρική είχε τερματιστεί και στο ανατολικό μέτωπο οι Σοβιετικοί είχαν κυριαρχήσει. Από το Σεπτέμβριο του 1943 είχε πραγματοποιηθεί η συνθηκολόγηση της Ιταλίας ενώ στις 6 Ιουνίου 1944 ξεκίνησε η απόβαση στη Νορμανδία και στις 25 Αυγούστου την ώρα που οι Γερμανοί έκαιγαν τα χωριά μας οι Σύμμαχοι έμπαιναν στο Παρίσι.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, την Τρίτη 22 Αυγούστου 1944, με διαταγή του Γερμανού διοικητή Κρήτης Friedrich-WilhelmMüller, ξεκίνησε ταυτόχρονα η καταστροφή των χωριών του Κέντρους: Άνω Μέρος, Δρυγιές, Βρύσες, Καρδάκι, Σμιλές, Γουργούθοι και Γερακάρι Αμαρίου και Κρύα Βρύση Αγίου Βασιλείου.
Είναι αξιοσημείωτη η συστηματικότητα με την οποία οργανώθηκε και εκτελέστηκε τέτοιας έκτασης αφανισμός. Ο γερμανικός στρατηγικός σχεδιασμός φαίνεται πως αξιοποίησε αρχές καταδρομικής επιχείρησης και εφάρμοσε τακτικές καμένης γης κατά την επιδρομή αυτή. Στα περισσότερα από τα χωριά, όπου εξελίχθηκε η επιχείρηση δεν υπήρχε οδικό δίκτυο και προϋπόθεση για την περικύκλωσή τους ήταν η πορεία μεγάλου αριθμού στρατιωτών τις μεταμεσονύχτιες ώρες σε δύσβατες περιοχές. Για τον σκοπό αυτό επιτάχθηκαν και οδηγοί που γνώριζαν να κινούνται στα συγκεκριμένα μονοπάτια.
Έτσι ξημερώματα Τρίτης 22 Αυγούστου τα χωριά βρέθηκαν περικυκλωμένα. Ο πανομοιότυπος τρόπος με τον οποίο εξελίχθηκαν τα γεγονότα σε όλα τα χωριά μαρτυρεί τον λεπτομερή κεντρικό σχεδιασμό της επιχείρησης. Οι στρατιώτες εισέβαλαν σε κάθε σπίτι και κατηύθυναν με τη βία όλους τους κατοίκους σε ένα κεντρικό μέρος του κάθε χωριού, στα σχολεία και στις πλατείες. Εκεί ξεχώριζαν τους άνδρες από τα γυναικόπαιδα και ακολουθούσε ταυτοποίηση των προσώπων. Οι Γερμανοί αξιωματικοί είχαν μαζί τους λίστες με βάση τις οποίες αναζητούσαν συγκεκριμένα πρόσωπα για εκτέλεση και προσδιόριζαν συγκεκριμένο αριθμό εκτελέσεων ανά χωριό. Αφού εντόπιζαν όσους βρισκόταν εκεί από τα πρόσωπα που ήταν καταχωρημένα στη λίστα και τις οικογένειές τους, συμπλήρωναν τον αριθμό με επιλογή από τους υπόλοιπους άνδρες. Οι λίστες αυτές κάνουν φανερό ότι είχαν προδοθεί οι αντιστασιακές ενέργειες του ντόπιου πληθυσμού.
Οι Γερμανοί επιδρομείς, για να προφυλαχθούν από πιθανές ενέργειες εναντίον τους, κατά την οκταήμερη αυτή επιχείρηση, κράτησαν για 24 ώρες υπό επιτήρηση όλους τους κατοίκους από τους οποίους ξεχώρισαν τους πιο εύρωστους άνδρες και γυναίκες και τους οδήγησαν ως ομήρους στο Ρέθυμνο, στα «σύρματα», όπως αποκαλούσαν οι ντόπιοι τις φυλακές στη Φορτέτζα. Οι ενέργειες αυτές πέτυχαν τον στόχο τους. Έχουμε τις μαρτυρίες του Θεόδωρου Φουρφουλάκη από το Άνω Μέρος, του Εμμανουήλ Βλεπάκη από το Καρδάκι και του Νικολάου Τζωρτζάκη από το Γερακάρι, που και οι τρεις μετέφεραν συζήτηση μεταξύ των ανδρών για το ενδεχόμενο να επιτεθούν στους δήμιούς τους. Και στις τρεις περιπτώσεις η πρόταση για αντίσταση απορρίφθηκε για να προστατευτούν όλοι όσοι κρατούνταν από τους κυρίαρχους επιδρομείς.
Στους κατοίκους των χωριών ανακοινώθηκε ότι τα χωριά θα καούν, γιατί δεν συνεργάστηκαν με τους κατακτητές και βοήθησαν τους απαγωγείς του Kreipe. Ύστερα τους δόθηκε διορία μίας ώρας να πάρουν ότι μπορούσαν από τα σπίτια τους και στη συνέχεια οδηγήθηκαν έξω από τον κλοιό. Όλοι οι εκτοπισμένοι διανυκτέρευσαν υπό επιτήρηση στα χωριά Μέρωνα και Σπήλι, και την επόμενη μέρα αφέθηκαν να προσφύγουν όπου ήθελαν εκτός από τα χωριά τους. Οι ηλικιωμένοι, οι ανήμποροι και όσοι άλλοι εντοπίστηκαν στα σπίτια τους ή μεμονωμένα στα χωριά αυτά, εκτελέστηκαν όλοι εκείνες τις ημέρες, στο Άνω Μέρος τέσσερις γυναίκες και τέσσερις άνδρες. Από τους ομήρους της Φορτέτζας εκτελέστηκε ο Γερακαριανός Ιωάννης Ταταράκης στις 24 Αυγούστου.
Στις ομαδικές εκτελέσεις φαίνεται ότι υπήρχε αυτονομία των εκτελεστών. Στο Άνω Μέρος ξεχώρισαν 30 άνδρες, όλους Ανωμεριανούς και τους εκτέλεσαν σε γειτονικά σπίτια. Από τα ίχνη του αίματος που βρέθηκαν σε σημεία στα οποία δεν δικαιολογούνταν από τους πυροβολισμούς εικάζεται ότι διαπράχθηκε σφαγή ανδρών. Γι’ αυτό και ο ιερέας του χωριού Κυριάκος Κατσαντώνης, εξέχουσα μορφή της αντίστασης, διατύπωσε την ευχή «Υπέρ των σφαγιασθέντων, τυφεκισθέντων και ολοκαυτωθέντων» που διαβάζεται μέχρι σήμερα κατά τη μνημόνευσή τους. Στο χωριό Καρδάκι, όπου ο πληθυσμός ήταν μικρός και δεν συμπληρωνόταν ο προαποφασισμένος αριθμός των 20 ανδρών για εκτέλεση, έφεραν άνδρες από τα διπλανά χωριά για να είναι συνεπείς στον σχεδιασμό τους. Γουργουθιανοί, Βρυσανοί και Γερακαριανοί εκτελέστηκαν εκεί. Σμιλιανοί εκτελέστηκαν στις Βρύσες. Για τις Βρύσες, ο θρύλος θέλει Γερμανό αξιωματικό να ομολογεί πως δεν θα ξαναεκτελέσει ιερέα, γιατί οι σφαίρες δεν σκότωναν τον παπά Συμεών και «αναγκάστηκαν» να τον σφαγιάσουν. Στην Κρύα Βρύση δεν ακούστηκαν πυροβολισμοί και υπάρχουν εικασίες ότι οι άνδρες κάηκαν ζωντανοί. Στο Γερακάρι και στην Κρύα Βρύση εκτελέστηκαν και κάτοικοι άλλων χωριών που βρέθηκαν εκεί. Σε όλα τα χωριά τα σώματα των εκτελεσμένων κάηκαν και τα σπίτια στα οποία έγιναν οι εκτελέσεις ανατινάχθηκαν και τους καταπλάκωσαν.
Μετά τις εκτελέσεις, οι Γερμανοί έμπαιναν σε κάθε σπίτι και, αφού άρπαζαν ότι μπορούσαν να μεταφέρουν, έβαζαν φωτιά και δυναμίτη και το ανατίναζαν. Ανατίναξαν επίσης τα σχολεία, τις εκκλησίες, τις φάμπρικες, τις βρύσες και τα πλυσταριά και προξένησαν ζημιές μέχρι και στα νεκροταφεία. Οι νεαροί κάτοικοι των γειτονικών χωριών, σήμερα υπερήλικες, θυμούνται ακόμα τα φορτηγά με τις καρότσες γεμάτες σιτηρά, όσπρια και άλλα προϊόντα και τα κοπάδια με τα ζώα από τα καμένα χωριά που περνούσαν από τα χωριά τους κατευθυνόμενα προς το Ρέθυμνο. Όσα ζώα δεν πήραν μαζί τους οι Γερμανοί τα σκότωσαν. Όσα τρόφιμα δεν πήραν, τα σκόρπισαν στο χώμα ή τα έκαψαν μαζί με τα σπίτια. Στο Άνω Μέρος χρησιμοποίησαν την εκκλησία ως σφαγείο και αποχωρητήριο. Το μικρό χωριό Σμιλές δεν κατόρθωσε να ανασυγκροτηθεί και τα επόμενα χρόνια εγκαταλείφθηκε. Στις Δρυγιές δεν έγιναν εκτελέσεις αλλά το χωριό επίσης καταστράφηκε. Μαζί με τους ανθρώπους, αφανίστηκε και η αρχιτεκτονική ιστορία όλης της περιοχής.
Αντιστασιακοί και Βρετανοί κατάσκοποι παρακολουθούσαν από μακριά την καταστροφή χωρίς να μπορούν να παρέμβουν. Ενώ οι κατακτητές, με δημοσιεύματα που προωθούσαν εκείνες τις ημέρες στον τοπικό τύπο, δικαιολογούσαν τις ενέργειές τους και συνέχιζαν τις απειλές.
Με την αποχώρηση των Γερμανών, άρχισαν να έρχονται στα χωριά οι κάτοικοι, για να αναζητήσουν τους ανθρώπους τους και ό τι μπορεί να είχε σωθεί από τα υπάρχοντά τους. Οι σκηνές που μνημονεύονται για τις μέρες εκείνες είναι ιδιαίτερα σκληρές και σημάδεψαν τις κοινότητες αυτές. Μητέρες και πατεράδες να αναγνωρίζουν και να αγκαλιάζουν τα διαμελισμένα σώματα των παιδιών τους, συζύγους τους συντρόφους τους, παιδιά τους γονείς τους και τα αδέρφια τους. Οι μάρτυρες των ημερών εκείνων θυμούνται με όλες τις αισθήσεις τους. Όσα είδαν ή άκουσαν, οι οσμές καμένης σάρκας και αποσύνθεσης, η υφή της καταστροφής αποτυπώθηκαν ανεξίτηλα στη συνείδησή τους.
Εμπειρίες όπως αυτή που μνημονεύεται εδώ συμπεριλαμβάνουν στιγμές που είναι δύσκολο έως αδύνατο να εκφραστούν με λόγια καθώς, δεν υπάρχουν αντίστοιχα εκφραστικά πλαίσια, και άρα όσα μαθαίνουμε είναι όσα μπορούν να ειπωθούν.
Όσοι βίωσαν τα γεγονότα αυτά, από οποιαδήποτε θέση, τα αναφέρουν σαν οριακό σημείο στη ζωή τους. Από τις προφορικές μαρτυρίες γίνεται φανερό ότι η 22 Αυγούστου ήταν μέρα που όρισε τον χρόνο. Φράσεις όπως «απ’ όντεμας εκάψανε» ή «θά ‘τανε (τόσα) χρόνια μετά το κάψιμο του χωριού» μπήκαν στο λεξιλόγιο της κοινότητας για να προσδιορίσουν το χρόνο. Επίσης σε προσωπικό επίπεδο η μέρα αυτή από πολλούς χαρακτηρίζεται ως στιγμή απότομης ενηλικίωσης.
Συνολικά, σύμφωνα με τα δεδομένα της απογραφής του 1940, οι περίπου 2.070 μόνιμοι κάτοικοι των χωριών αυτών, οδηγήθηκαν στην προσφυγιά. Εκτελέστηκαν 164 άνθρωποι, έξι γυναίκες και 158 άνδρες. Οι νεκροί αποτελούσαν το 8% του συνόλου των κατοίκων των χωριών που καταστράφηκαν αλλά περισσότερο από το 15% των ανδρών των χωριών αυτών. Δεν έχει προσδιοριστεί ακόμα ο αριθμός των παιδιών που έμειναν ορφανά εξαιτίας της συγκεκριμένης επιχείρησης.
Από τις πρώτες ώρες μέχρι και σήμερα πολλά είναι τα ερωτηματικά που μένουν αναπάντητα. Το κυρίαρχο όμως ερώτημα είναι η αναζήτηση της πραγματικής αιτίας για την επιχείρηση των Γερμανών κατακτητών. Η επιδρομή στο Κέντρος φαίνεται να πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια των εκκαθαρίσεων, οι οποίες προετοίμαζαν την υποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων της Κρήτης στα Χανιά, ενώ ο ρόλος των ντόπιων ομοϊδεατών τους παραμένει μέχρι σήμερα αδιερεύνητος.
Από πολλούς κατηγορήθηκαν τα μέλη της τοπικής αντίστασης ότι δεν επιχείρησαν να σώσουν τα χωριά. Τη στάση αυτή των αντιστασιακών εξήγησε ο Γ. Τζίτζικας, ενεργό μέλος της αντίστασης, ως κεντρική απόφαση προκειμένου να μη γενικευθούν τα αντίποινα σε βάρος των αμάχων και των ομήρων.
Παρά τους ποικίλους προβληματισμούς, όμως, η συμμετοχή και η υποστήριξη της αντίστασης θεωρήθηκε ηθική υποχρέωση όλων και τα αισθήματα οργής κατευθύνθηκαν στους Γερμανούς Ναζί και στους ντόπιους συνεργάτες τους.
Και η κυρία Λινοξυλάκη κατέληξε λέγοντας:«Στη δική μας εποχή, όταν ο πόλεμος και η βία θεωρούνται ακόμα αποδεκτοί τρόποι για την επίλυση των διαφορών, η εμπειρία του Κέντρους ας συνδράμει ώστε να αναδεικνύονται και να περιφρουρούνται τα αγαθά της ζωής, της ελευθερίας και της ειρήνης. Αυτή θα είναι μια ειλικρινής στάση σεβασμού μπροστά στους τιμώμενους που έδωσαν τη δική τους ζωή για να απολαμβάνουμε εμείς τα αγαθά αυτά».
Ακολούθησε απαγγελία του ποιήματος του Μιχαήλ Κατσαντώνη «Το πένθος του Κέντρους» από την Εύα Λαδιά που έκανε και μια σύντομη εισαγωγή για το ιστορικό αυτό ποίημα και η τελετή έκλεισε με κατάθεση στεφάνων από τις αρχές του νησιού.
Δεν έλειψε βέβαια η παραδοσιακή Ανωμεριανή φιλοξενία στην αίθουσα του πολιτιστικού συλλόγου με πλούσια εδέσματα, μοναδικής γεύσης, που πρόσθεσε ένα ακόμα εύσημο στους οργανωτές.