Ποτέ ο Κρητικός δεν άντεχε το δυνάστη. Και το διαπιστώνουμε από μύριες όσες ιστορίες ηρωισμού που αγγίζουν τα όρια της αποκοτιάς. Περίμεναν πότε να σημάνει ο ξεσηκωμός για να πάρουν πρώτοι θέση στα μετερίζια.
Κάποιοι άλλοι όμως δεν κρατούσαν ούτε μια στάλα υπομονής.Πνεύματα ανυπότακτα αναζητούσαν έστω και μόνοι ν’ ανάψουν μια σπίθα για να βρει η λευτεριά τον δρόμο της στο ατέλειωτο σκοτάδι της σκλαβιάς.
Δυο από τις ανυπότακτες αυτές μορφές θα θυμηθούμε παρακάτω.Τον Ανδρουλή Γιουλούντα και τον Γεώργιο Γαβριλάκη.Έδρασαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Είχαν όμως την ίδια αθεράπευτη δίψα για λευτεριά.
Ο Ανδρουλής Γιουλούντας
Γνωστά, και από τον αυτόπτη μάρτυρα ποιητή Μαρίνο Τζάνε Μπουνιαλή, τα γεγονότα στο Ρέθυμνο, μετά την άλωσή του, κατόπιν πολιορκίας ενός μηνός περίπου.
Σύμφωνα με τις παραδόσεις ρίχτηκε επιστολή από το τουρκικό στρατόπεδο, δεμένη σε βέλος και η οποία καλούσε τους Ρεθεμνιώτες να παραδοθούν. Συμβούλευε δε τους ντόπιους να καταθέσουν τα όπλα, λέγοντάς τους, ότι ερχόντουσαν με σκοπό την απελευθέρωσή τους από τους Ενετούς. Στο μεταξύ οι συνθήκες γίνονταν όλο και αθλιότερες.
Η πανώλη αποδεκάτιζε τους πολιορκημένους Ρεθεμνιώτες. Αρχές Οκτωβρίου οι Τούρκοι όρμησαν στην πόλη του Ρεθύμνου. Ακολούθησε σφαγή και αιχμαλωσία. Τότε αιχμαλωτίστηκαν και οι κόρες του Παπά Βορρά. Οι κάτοικοι περίτρομοι έφευγαν προς το φρούριο της Φορτέτζας, μεταφέροντας μαζί τους αρρώστους και τραυματίες, ενώ ο Ανδρέας Κορνάρος έπεσε ηρωικότατα χτυπημένος στην καρδιά.
Η Φορτέτζα άντεξε τον αδιάλειπτο βομβαρδισμό των Τούρκων μέχρι αρχές Νοεμβρίου. Στο διάστημα αυτό πολλοί απεβίωσαν από την πανώλη και τα πτώματά τους ριχνόντουσαν κάτω από τα τείχη. Μετά από συμβουλή του Λατίνου επισκόπου, ο διοικητής παρέδωσε το φρούριο δια συνθήκης. Οι περισσότεροι κάτοικοι μετανάστευσαν στο Μεγάλο Κάστρο δια ξηράς και θαλάσσης, εγκαταλείποντας τα σπίτια τους παρά τις προτροπές του Πασά. Η άλωση των Χανίων τους είχε διδάξει την αξία των τούρκικων υποσχέσεων. (Καρολίνα Ποθουλάκη).
Κι είχαν δίκιο να είναι επιφυλακτικοί γιατί όπως έγινε στη συνέχεια:
«Τση Ρωμνιούς εσφάζασι…»
«Τσή Ρωμνιούς εσφάζασι τότες κ’εκόφτασίν τση,
κ’εις τόν πασάν ταίς κεφαλαίς εμπρός εφέρνασί τση.
Ταίς εκκλησίαις τσ’αγίαις ξεστολίσαν
ταίς εύμορφαις εικόναις ετζακίσαν,
εσπούσανε τούς τάφους κι’όλους τσ’ανοίξαν
τά λείψανα όλα εύγαλαν καί τά ρίξαν
κ’ήτον τά περιγιάλια στολισμένα
κορμιά των Ρεθεμνιωτών σαπημένα.
Ολόγυμνα κοράσια εκεί καήκαν
εις τό καστέλλι κάτω καί χαθήκαν.
Θανατικόν καί πόλεμος ήτον ομάδι,
πτωχοί καί πλούσιοι επηαίνασι στόν άδη».
Σπίθες αντίστασης
Κάποιοι Ρεθεμνιώτες όμως δεν περίμεναν να αξιολογήσουν το νέο τους δυνάστη. Η σκλαβιά δεν χάνει την εφιαλτική σημασία της ,όταν αλλάζει δεσμά.
Βγήκαν λοιπόν στο βουνό και οργανώθηκαν για «κλεφτοπόλεμο» Τι άλλο μπορούσαν να κάνουν;
Οι Τούρκοι, αν και στην αρχή έδειξαν μια διάθεση να καλοπιάσουν τους ντόπιους, δεν μπορούσαν να μην πάρουν μέτρα για παραδειγματισμό.
Έτσι στα έγγραφα του Ιεροδικείου Ρεθύμνης (επιμέλεια Γιάννη Παπιομύτογλου) βρίσκουμε και τις πρώτες ποινές λίγα μόλις χρόνια μετά την άλωση.
Η απόφαση αναφέρει ότι: «Αφού με την βοήθειαν του Θεού εκυριεύσαμεν την πόλιν της Ρεθύμνης, κατελήφθησαν αι εντός της παλαιάς πόλεως εις την συνοικίαν Γυαλί δύο μεγάλαι οικίαι, με επτά ανώγεια δωμάτια και πέντε ισόγεια και δύο άλλα ερειπωμένα με δύο περιβόλια και δύο αυλές και δύο θύρας ,των φυγάδων πολεμιστών αδελφών Γιάννου και Μιχελή του Κυριάκου και κατεγράφησαν Και συμφώνως προς το ληφθέν ειδικόν φιρμάνι, αφιερώθησαν εις το ιδρυθέν Τέμενος εις το Βαρούσι. Αλλά επειδή αι οικίαι αυται είναι ερειπωμέναι και κατά την προς τούτο διαταγήν του Μεγάλου Στρατάρχου Χουσείν Πασά τοιούτου είδους κατεστραμμένα κτίρια αφίενται εις την κρίσιν του αντιπροσώπου των αφιερωμάτων, να πωλούνται ή να επισκευάζονται , εκρίθη συμφερότερον να πωληθούν εις δημοπρασίαν.
Και εξεθέσαμεν αυτάς εις πλειοδοσίαν και αφού διεκηρύχθη δημοσία η πώλησις ,επλειοδοτήθησαν από τον Μουσταφά Τσελεπήν δια πεντήντα ριαλίων εις τον οποίον και κατεκυρώθησαν με τον εξής όρον : Να καταβάλει ετησίως ογδοήκοντα πέντε παράδες εις το υπερ ου αφιερώθησαν Τέμενος. Και είναι από τούδε κύριος των οικιών χωρίς να έχει κανείς το δικαίωμα να επεμβαίνει Ενεγράφη ενταύθα και κατεχωρήθη Το πωλητήριον συνετάχθη από τον υψηλότατον Μουσαλά αγά».
Ένας άγνωστος ήρωας
Κοντά στην απόφαση αυτή και μερικές ακόμα που αναφέρονται στο ίδιο πάντα όνομα ιδιοκτήτη Ανδρουλής Γιουλούντας. Κι όπως αναφέρει ο Γιώργος Εκκεκάκης, τεκμηριώνοντας την άποψή του, θα πρέπει να είναι ο πρώτος αντιστασιακός μετά την τουρκική κατοχή αλλά και ο πρώτος που πληρώνει με τη ζωή του τους αγώνες του ενάντια στον εχθρό.
Τα πλήρη στοιχεία του αγωνιστή φαίνονται στις αποφάσεις του Ιεροδικείου. Μια από αυτές 3 Μαΐου 1657 αναφέρει:
«Ενώπιον του Ιεροδικείου ενεφανίσθη ο εκ των κορυφαίων Ιεροδιδασκάλων Οσμάν Εφέντης και λέγει:
«Εγείρω αγωγή εναντίον του τιμαριούχου της περιφέρειας του χωριού Πρασές Γενίτσαρου Μουσταφά και αναφέρω τα εξής Εις την περιφέρειαν του χωριού Πρασσές της επαρχίας Ρεθύμνης ευρίσκεται το Μετόχι του εκ του χωριού Γιαννούδι καταγομένου Ανδρουλή αρχηγού ομάδας πολεμιστών Γιουλούντα δρομέος ή περιφερόμενου διαρκώς φυγόδικου το οποίον περιέχει κ.λ.π. κ.λ.π……».
Έτσι γνωρίσαμε τον Ανδρουλή Γιουλούντα που πρέπει να είχε αρκετή περιουσία αν κρίνουμε από τις εκτάσεις που του δήμευσαν οι Τούρκοι σε αντίποινα.
Η αγωγή στο παραπάνω έγγραφο, γίνεται από Τούρκο εναντίον ομοεθνή του, που θεωρεί πως έχει καταπατήσει την κατασχεθείσα περιουσία του Ανδρουλή η οποία παραχωρήθηκε εγγράφως σε αυτόν
Τα ίδια θα συναντήσουμε και σε άλλες αποφάσεις για περιουσία του Ανδρουλή Γιουλούντα που κατασχέθηκε και την διεκδικούν τώρα διάφοροι.
Η πολύτιμη συμβολή των αρχείων
Εδώ πρέπει να ομολογήσουμε ότι κανένας δεν θα γνώριζε τον ήρωα ούτε και οι απευθείας απόγονοί του, εάν έλειπαν οι μεταφράσεις των Τουρκικών αρχείων που έκανε όπως είδαμε ο Εσσάτ Σιδεράκης, (Τουρκογιώργης) με προτροπή του Λυκούργου Καφφάτου και στη συνέχεια επιμελήθηκε την έκδοσή τους ο Γιάννης Παπιομύτογλου τέως διευθυντής της Δημόσιας Βιβλιοθήκης, με παρότρυνση του Σπύρου Μαρνιέρου και την υποστήριξη του επίσης σημαντικού μας λογίου Στέργιου Μανουρά.
Υμνήθηκε και από τον Σπύρο Λίτινα
Αυτή τη σημαντικότητα της έκδοσης επισημαίνει μια ακόμα από τις ψηλότερες πνευματικές μορφές του Ρεθύμνου, ο πολυσήμαντος Σπύρος Τίτου Λίτινας, που αναφέρει σχετικά και για τον ήρωα Ανδρουλή στο βιβλίο του «Τα Ατελεύτητα».
«Το Ρέθεμνος το κατέλαβαν οι Τούρκοι το έτος 1646. Υπήρξεν αντίσταση όχι μόνον των συντεταγμένων στρατιωτικών μονάδων των ενετών, αλλά μαζί και του ελληνικού –κρητικού πληθυσμού. Του Λαού του . Η αντίστασης αυτή υπήρξε πάνδημος και ένοπλη.
Μεγαλυτέρα και αποτελεσματικοτέρα αντίστασις υπήρξε του Αρχιαντάρτη Αντρουλή Γιουλούντα καταγομένου από το χωριό μας το Γιαννούδι, με την ομάδα του ,το Σώμα του ,που αποτελούσαν όπως διαβάζουμε στα έγγραφα αυτά πολλοί αγωνιστές μεταξύ των οποίων και οι Μαρής,Ροδής και Γιακουμής.»
Αυτούς υμνεί ,στη συνέχεια, και με το στίχο του ο Σπύρος Λίτινας:
-Μαρή-τ’ Αμπελάκι
Ροδή -Γιακουμή
Ακόμη δαμάκι
Μη φεύγετε !Μή!
Οκτώ χρόνια τώρα
Χτυπάτε γερά
Τον Τούρκο ως την ώρα
Και πάντα σκληρά
Κι εσένα Αρχιαντάρτη
Η Δόξα η τρελλή
Κι εσένα είναι -πάρτη
Γενναίε Αντρουλή !!!!
Χωριό μας, Γιαννούδι
κι εσάς Αντρουλή
σας πρέπει τραγούδι
η Δόξα λαλεί
Αντίσταση όμως, όπως σχολιάζει ο Λίτινας,υπήρξε και κατά των συμπατριωτών μας, εκείνων που μετά τις τόσες πιέσεις των τούρκων,αφού δεν άντεχαν πια τα μαρτύρια έσπευδαν στους Καντήδες να τουρκέψουν.
Πόσο επικίνδυνος για τους Τούρκους ήταν ο Ανδρουλής, φαίνεται από ένα έγγραφο με ημερομηνία 10 Φεβρουαρίου 1658 στο οποίο αναφέρεται ότι είχε διαταχθεί η σύλληψη του Γιουλούντα από το 1656 με χαρακτηρισμό Αρχηγός «επικίνδυνου Αντάρτικου σώματος».
Φαίνεται ότι για διπλωματικούς λόγους δεν αναφέρεται ότι ο Ανδρουλής ενοχλούσε και τους Τούρκους αλλά μόνο τους ραγιάδες κατοίκους της περιφέρειας του χωριού Πρασσές Αυτό δείχνει μια προσπάθεια υποτίμησης του αγωνιστή και να θεωρηθεί η σύλληψή του ως ευεργεσία προς τους ραγιάδες που εξισλαμίστηκαν και τώρα τους ενοχλεί. Η αιώνια Τουρκική πολιτική που διαθέτει πονηρία αλεπούς.
Σύλληψη και καταδίκη
Τελικά οι Τούρκοι κατάφεραν να συλλάβουν το γενναίο αυτό άνδρα,τον Ανδρουλή Γιουλούντα, στις 14 Φεβρουαρίου 1658,ύστερα δηλαδή από δράση οκτώ ολόκληρων χρόνων, στον Καρινιώτικο Μύλο, στους «Ποταμούς. Τον δίκασαν και τον καταδίκασαν σε θάνατο.
Δυο στοιχεία ακόμα αποδεικνύουν πόσο σημαντικός ήταν ο αγωνιστής αυτός.
Σε όλη τη διάρκεια της δίκης δεν αξίωσε να δώσει καμιά απάντηση στους δικαστές του, που ζητούσαν, επίμονα, να αιτιολογήσει τη δράση του.
Σιωπή που έδειχνε φυσικά την περιφρόνησή του σε αυτούς . Και από τον τρόπο που ορίζεται να γίνει η εκτέλεση φαίνεται πως ο Ανδρουλής εθεωρείτο ήρωας, ήδη, και οι Τούρκοι φοβήθηκαν μην ξεσπάσουν ταραχές με την καταδίκη το.υ Αναφέρει η απόφαση:
«Συμφώνως με την εκδοθείσαν 14 Φεβρουαρίου 1068 (1658) απόφαση, να ετοιμάσετε τον αναφερόμενο Ανδρουλή Γιουλούντα αρχηγόν επικίνδυνον συμμορίας και χωρίς θόρυβον μυστικώς όπως συνήθως γίνεται μετά το μεσονύκτιον και να εκτελέσετε την ποινή του εις τον συνήθη τόπον εις τον έξωθι της μεσαίας πύλης ευρισκόμενον πλάτανον, παραπλεύρως του λίθου εις τον οποίον εναποθέτουν τους νεκρούς και να αφήσετε αυτόν εκεί κρεμασμένον επί 24ωρον…».
Σύμφωνα με την απόφαση θα έπρεπε μετά να δοθεί αναφορά για την εκτέλεση του ήρωα. Και η αναφορά αυτή έγινε και υπάρχει στα έγγραφα του ιεροδικείου.
Έτσι έγινε γνωστός ένας ήρωας ,που θα μπορούσε να χαθεί στη λήθη ,αν έλειπε το μεράκι κάποιων ανθρώπων να θωρακίζουν με τον προσωπικό τους μόχθο την ιστορία του τόπου τους.
Γεώργιος Μιχ. Γαβριλάκης
Ο Γεώργιος Μιχ. Γαβριλάκης όπως είναι το κανονικό του όνομα, γεννήθηκε στην ηρωική Κρύα Βρύση το 1845. Από την πρώτη στιγμή έδειξε πως θα γίνει γενναίος. Γεννήθηκε με «προσωπίδα» πολύτιμο φυλαχτό σύμφωνα με τους κώδικες του λαϊκού μας πολιτισμού. Όπως και να το δούμε ο Γαβριλάκης ήταν ξεχωριστός. Λέγεται ότι έπιανε το σημάδι στο φτερό. Τόσο καλός σκοπευτής ήταν. Να τον βοηθούσε το «φυλαχτό» του από την προσωπίδα που με τόση προσοχή του είχε αφαιρέσει η μαμή για να μην επηρεάσει τα μάτια του; Ποιος ξέρει…
Νεαρός ακόμα αναζητούσε παρέα με λεβέντες, γενναιόψυχους ανθρώπους. Βλέπουμε να γίνεται σύντεκνος του καπετάν Πορτάλιου του οποίου βάπτισε παιδί, αλλά να δένεται και με δεσμό αίματος με τον Ταταρογιάννη, το αγρίμι του Κέντρους. Από τους επιστήθιους φίλους του και συναγωνιστής του ήταν και ο Πάτερος.
Μαζί με άλλους Κρυοβρυσανούς βρέθηκε να πολεμά έξω από το Αρκάδι παραμονές του θρυλικού ολοκαυτώματος.
Πήρε μέρος σε πολλές μάχες υπό την αρχηγία του Μιχάλη Βαβουράκη, αλλά και του Μιχαήλ Κόρακα. Η γενναιότητα που επέδειξε τον ανέδειξε αρχικά τριακοσίαρχο, κατόπιν πεντακοσίαρχο και τέλος χιλίαρχο. Αυτά επιβεβαιώνονται και από επίσημα έγγραφα που υπάρχουν στο Ιστορικό αρχείο Κρήτης. Το 1878 τον βλέπουμε υποφρούραχο στην περιοχή Πυργιωτίσσης με φρούραρχο τον Αδάμ Βαβουράκη. Ο περίφημος αυτός αγωνιστής συμμετείχε και στην υψίστης σημασίας συνέλευση που είχε γίνει στην Καλοείδαινα για την εξέλιξη των εθνικών ζητημάτων.
Επιβεβαιώσαμε και από τη μαρτυρία του εγγονού ότι μαζί με τον Πάτερο από τη Βισταγή και τον Γιάννη Ταταράκη ήταν προστάτες των χριστιανών και σκληροί τιμωροί των Τούρκων.
Αναφέρεται χαρακτηριστικά στο περίφημο δημώδες τραγούδι για τον Τάταρη.
«Εκυνηγούσε την Τουρκιά εκείνος κι ο αδερφός του
κι ο Γαβριήλ Κρυοβρυσανός ήτονε σύντροφός του».
Και κάπου αλλού:
«Κοντό που δεν εντράπηκες και συ σκύλε Γαβρίλη
να σφάξεις το Σερβίς αγά που ‘σαστε άκρατοι φίλοι».
Κάπου 70 Τούρκους μας είπε ο εγγονός του ότι έσφαξε ο χαΐνης αυτός και μας έδειξε και το μαχαίρι. Ομολογουμένως προκαλεί δέος το θέαμα του ιστορικού αυτού κειμηλίου.
Ο Γαβριλάκης είχε λέει βάλει σκοπό να σκοτώσει το Τζιβιτζή, έναν αδίστακτο Τούρκο που ήταν ο εφιάλτης των κοριτσιών, ο πιο φοβερός διώκτης των Χριστιανών, αλλά αυτός πανούργος καθώς ήταν δεν ήταν εύκολη λεία.
Αποφασισμένος καθώς ήταν ο Γαβριλάκης, ζήτησε από τον Ταταρογιάννη να του δώσει τη φοράδα, εκείνος όμως αρνήθηκε περισσότερο για προστασία.
– Όι του απάντησε γιατί θα χάσω και τη φοράδα.
– Θα πάω με τα πόδια του αντιγύρισε ο Γαβριλάκης μανισμένος και ξεκίνησε. Ο Τάταρης όμως δεν θα άφηνε ποτέ μόνο τον ορτάκη του. Έτσι μαζί με τον Πάτερο, οι τρείς αχώριστοι χαΐνηδες κίνησαν με τα πόδια για το Κλήμα να σκοτώσουν τον αιμοβόρο Τούρκο. Μαζί και ο σκύλος που δεν τους εγκατέλειψε σε καμιά αποστολή και αρκετές φορές τους έσωσε τη ζωή.
Οι τρεις χαΐνηδες έμαθαν πότε θα είναι στο ελαιοτριβείο του και μπήκαν μέσα με την άνεση επισκέπτη.
Πήραν ένα καλοκάγαθο χαμόγελο αναζητώντας με τα μάτια την πιστόλα του αγά. Είδαν με ανακούφιση ότι κρεμόταν στον τοίχο και με θάρρος, πάντα σε φιλικό ύφος, ρώτησαν αν μπορούν να «βρέξουν». Να βουτήξουν δηλαδή ψωμί στο λάδι. Πονηρός ο Τούρκος δεν έπεσε στην παγίδα τους κι έσπευσε να αναζητήσει το όπλο του. Καταλάβαινε ότι οι τρεις φοβεροί αυτοί χαΐνηδες του την είχαν στημένη. Αλλά μέχρι να φτάσει στην πιστόλα του τον σκότωσαν.
Μέχρι να πάρουν χαμπάρι οι άλλοι Τούρκοι τι έγινε αυτοί είχαν κάνει φτερά.
Έκτοτε περιφέρονταν φυγόδικοι. Κάθε λεπτό ήταν η ζωή τους σε κίνδυνο. Αλλά τα όπλα δεν τα παράτησαν.
Μια βροχερή μέρα καθώς ανεβαίνανε από τη Μεσσαρά, μαζί κι ο σκύλος τους ο αχώριστος φοβήθηκαν να περάσουν τον ποταμό που είχε υπερχειλίσει. Λίγο παραπάνω έκανε χωράφι ο Κλημαθιανός παπάς. Οι τρεις χαΐνηδες του ζήτησαν ένα βόδι για να περάσουν απέναντι κι επειδή δεν τους έδωσε, τον υποχρέωσαν να τους περάσει ο ίδιος με την πλάτη του.
Μεγάλη η προσβολή κι ο παπάς τους αφόρισε. Μέχρι να φτάσει ο Γαβριλάκης στο χωριό έπεσε στο κρεβάτι δείχνοντας ετοιμοθάνατος. Τότε αποφάσισαν χωριανοί να πάνε στο Κλήμα και να ζητήσουν την άφεση από τον ιερέα. Εκείνος ήταν αμετάπειστος. Μέχρι που έκαναν παρέμβαση και οι Κλημαθιανοί που δεν είχαν ξεχάσει την ευεργεσία του Γαβρίλη που τους είχε σώσει από τον αιμοσταγή Τούρκο.
Με τα πολλά ο παπάς δέχτηκε. Πήγε στο προσκέφαλο του ετοιμοθάνατου Γαβρίλη και ζήτησε να του φέρουν μια χλωρή κληματόβεργα Όταν την έφεραν χτυπούσε με αυτή τον ετοιμοθάνατο, λέγοντας μια προσευχή. Και σε κάθε χτύπημα η βέργα «μαύριζε». Μέχρι να τελειώσει η προσευχή η βέργα είχε γίνει ολόμαυρη και ο άρρωστος ήταν στο πόδι.
Από τότε όμως του έμεινε να σχολιάζει:
«Από παπάδες και αγίους λείπε κι άπεχε…».
Αμνηστία για να γλιτώσουν
Μετά από επτά χρόνια ταλαιπωρία ακολουθώντας τη μοίρα του φυγόδικου και επικηρυγμένου, βρέθηκε με αμνηστία. Δεν είχαν και καλύτερο τρόπο οι Τούρκοι να απαλλαγούν από τους επικίνδυνους αυτούς Ρωμιούς.
Έτσι βρέθηκε στην Αθήνα όπου του άνοιξαν ένα μπακάλικο κι είχε την υποστήριξη του κρητικού στοιχείου. Η Κρήτη όμως τον καλούσε. Κι αυτός δεν μπορούσε να αντισταθεί.
Γύρισε πίσω. Πλησίαζε τα πενήντα όταν αποφάσισε να δημιουργήσει κι αυτός οικογένεια.
Μια όμορφη κοπέλα ήταν η τυχερή κόρη του Γιώργη Βαβουράκη (Τζεβρή) η Καδιανή και αδελφή του Γιάννη Βαβουράκη, που διετέλεσε βουλευτής, στάθηκε μια καλή σύζυγος και άξια μητέρα.
Ακόμα και στα συναισθηματικά του όμως ο Γαβρίλης, ήταν ένας χαΐνης. Ενώ η Καδιανή ήταν αρραβωνιασμένη με άλλον, εκείνος την έκλεψε και παρά την αντίδραση των συγγενών της, την παντρεύτηκε και την πήγε στο σπίτι του στα «Μπογιατζίδικα». Μετά έχτισε σπίτι στα «Γαβριλιανά» και εγκαταστάθηκε εκεί.
Με την αγαπημένη το απέκτησαν άξια παιδιά, τη Μαρία σύζυγο Μιχάλη Βαβουράκη και μητέρα του Γιώργη, του Ηλία, και του Διογένη, το Μιχάλη Γαβριλάκη πατέρα του Γιώργη του Δημήτρη, του Γρηγόρη της Κασσιανής και του Γιάννη και τη Βαρβάρα σύζυγο του Μιχάλη Λαγουδάκη (δασκάλου) και μητέρα του Μανόλη, του Γιώργη και του αδικοχαμένου στρατηγού Δήμου Λαγουδάκη.
Να προσθέσουμε μόνο ότι αναφορά στο Γαβριλάκη κάνει και ο Εμμ. Γενεράλης (Αυτοβιογραφία) που έχει επιμεληθεί ο κ. Θεόδωρος Πελαντάκης.
Ο Γεώργιος Μιχ. Γαβριλάκης όσα ονόματα κι αν απέκτησε για να ξεφύγει από τους εχθρούς του γένους, παρέμεινε ο ίδιος απροσκύνητος αγωνιστής, που άνοιξε κι αυτός με τον δικό του αγώνα τον δρόμο προς την ελευθερία