Και άλλα αξιοπερίεργα από τη ζωή του Παντελή Σαββάκη
Αν και παραμένει ένα ομιχλώδες τοπίο ο χώρος αυτός, εν τούτοις περιπτώσεις έκτης αίσθησης ή γεγονότων που άπτονται της παραψυχολογίας, δεν παύουν να μας ενδιαφέρουν.
Κι ενώ ανέκαθεν προσπαθούσα να πατάω στη γη, αποφεύγοντας επηρεασμούς που σου κόβουν την ανάσα, πάντα κάτι θα τύχαινε στον δρόμο μου.
Εν αρχή ήταν μια εξαιρετική κυρία δημόσιος υπάλληλος, που ζούσε μόνη στην πόλη και έμενε σε κεντρικό ξενοδοχείο. Από την ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου είχαμε γνωριστεί και φιλευτεί.
Έτσι το θεώρησα μεγάλη τύχη όταν μια μέρα που μπήκα στο λεωφορείο για ρεπορτάζ σε ένα χωριό (τότε δεν είχαμε την άνεση της μεταφοράς με δικά μας μέσα) είδα τη γνωστή μου να έχει καθίσει σε μια θέση κοντά στο παράθυρο. Δεν έχασα φυσικά καιρό και κάθισα δίπλα της. Η ώρα περνούσε με ευχάριστη συζήτηση. Περνώντας από ένα χωριό στα όρια του νομού, την είδα να μένει σκεπτική. Σεβάστηκα τη σιωπή της μέχρι που εκείνη αποφάσισε να μου εξηγήσει τους λόγους.
Στο χωριό αυτό, ξεκίνησε να μου διηγείται, ζούσε μια γυναίκα με ισχυρή έκτη αίσθηση. Έτυχε να τη γνωρίσει όταν μια καλή της φίλη αντιμετώπιζε μεγάλο πρόβλημα με τα περιουσιακά της στοιχεία. Ο άντρας της που διατηρούσε μια ακμάζουσα βιοτεχνία είχε πεθάνει κι έμενε στη χήρα να αντιμετωπίσει συγγενείς του που τους χαρακτήριζε απληστία και νοοτροπία «Ο θάνατός σου η ζωή μου».
Όταν έμαθε για την ύπαρξη της γυναίκας με τις ιδιαίτερες ικανότητες επικοινωνίας με το υπερπέραν ζήτησε από τη φίλη της να τη συνοδεύσει κι εκείνη δεν μπορούσε να αρνηθεί. Έκανε πολλή ζέστη και η χήρα με τα μαύρα υπέφερε σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού. Μέσα της λαχταρούσε να επιστρέψει στο σπίτι της και να φορέσει μια κόκκινη ρόμπα που κανένας δεν ήξερε την ύπαρξή της για να νοιώσει πιο άνετα.
Το μέντιουμ δέχτηκε με ευγένεια τις δυο γυναίκες και χωρίς να ακούσει το θέμα που τις έφερε ως εκεί μπήκε στη διαδικασία της ύπνωσης.
«Τότε, μου είπε η φίλη μου, δείχνοντας να ανατριχιάζει στη θύμηση, ακούστηκε η φωνή του μακαρίτη που ζητούσε από τη γυναίκα του να αναζητήσει ένα χαρτί στο ενδιάμεσο δυο επίπλων που δεν ήταν και τόσο εύκολο να μετακινηθούν και να ελέγξει έναν υπάλληλο στο λογιστήριο που έχαιρε της εμπιστοσύνης τους. Και πριν αποσυρθεί στον κόσμο του εξέφρασε τον θαυμασμό του στη γυναίκα του για την κόκκινη ρόμπα που φορούσε όταν έμενε μόνη και της πήγαινε τόσο πολύ. Εκεί τώρα η χήρα κόντεψε να λιποθυμήσει από τρομάρα. Τελικά βρήκε πράγματι τη διαθήκη που είχε παραπέσει ανάμεσα στα έπιπλα και διαπιστώθηκε ότι ο λογιστής τους είχε επωφεληθεί τα μέγιστα από την αναστάτωση μετά τον θάνατο του αφεντικού του».
Αν αυτά τα άκουγα από οποιαδήποτε άλλη δεν θα έδινα σημασία. Η αξιοπιστία της φίλης μου όμως με έβαλε σε σκέψεις.
Είδε τον θάνατο του φίλου του
Ένα άλλο περιστατικό αφηγείται στον προσωπικό του λογαριασμό στα σόσιαλ μίντια ο καλός φίλος κ. Μιχάλης Νεονάκης ανώτερος δημόσιος υπάλληλος. Αναφέρει την περίπτωση ενός Σπηλιανού που αντιλήφθηκε τον θάνατο του καλύτερου φίλου του την ώρα που συνέβη στη μακρινή Κορέα. Ήταν ο Στέφανος Μαυροματάκης, που έπεσε στο ύψωμα Σκότς. Και συνεχίζει:
«Ο φίλος του Άγγελος Τζανακάκης από το Σπήλι Ρεθύμνου, τον είδε στον ύπνο του να βγάζει φοβερή κραυγή και να πετά το όπλο του στον αέρα. Σηκώθηκε αναστατωμένος και είπε στον αδερφό του «Ο Στεφανής σκοτώθηκε».
Σημείωσε μάλιστα μέρα και ώρα. Πραγματικά μετά από μέρες ήρθε επιστολή στον παππού μου από το ΓΕΣ για τον θάνατο του γιου του στο πεδίο της μάχης. Απίστευτο κι όμως αληθινό. Μου το διηγήθηκε ο ίδιος ο μακαρίτης Άγγελος Τζανακάκης πρόεδρος του Σπηλίου καλός φίλος της οικογενείας μας. Αιωνία η μνήμη και των δύο.
Η γιαγιά μου επίσης ονειρεύτηκε τον γιο της που σκοτώθηκε στην Κορέα και της ζήτησε να κάνει ένα μνημόσυνο και να καλέσει όλους τους φίλους του και συγγενείς και να κάνει ένα μεγάλο τραπέζι σαν σε γάμο.
Πράγματι έγινε το θέλημά του. Μαζεύτηκαν εκατοντάδες φίλοι τους και τραγούδησαν το ριζίτικο «Μάνα σαν έρθουν οι φίλοι μου». Και τα όπλα των Σφακιανών συγγενών της γιαγιάς μου αντηχούσαν στα βουνά του Σπηλίου σαν τελευταίος αποχαιρετισμός σε αυτά τα άτυχα παιδιά. Η μάνα μου Ελένη Μαυροματάκη με τους τραγικούς γονείς της Αντώνη και Ελευθερία (φωτογραφία) βίωσαν τη δεκαετία του ’50 βαρύ πένθος γιατί εκτός από τον Στέφανο που σκοτώθηκε στην Κορέα έχασαν ακόμα δυο αγόρια τον Γιώργη και τον Κωστή που έφυγαν όλοι κάτω των 25 χρόνων».
Από το ημερολόγιο Σαββάκη
Ακόμα μερικά συγκλονιστικότερα γεγονότα διαβάζουμε στο ημερολόγιο του στρατηγού Παντελή Σαββάκη.
«Η γιαγιά μου», γράφει ο στρατηγός, «ήταν η μητέρας της πεθαμένης μαμάς μου. Όταν πέθανε η μαμά μου ήμουν πέντε ετών. Η γιαγιά μου αυτή με ανέθρεψε. Με αγαπούσε περισσότερο από τα παιδιά της και την αγαπούσα περισσότερο από τη μαμά μου! Τα γράφω αυτά για να τονίσω την αγάπη που είχε ο ένας στον άλλο.
Μια μέρα, στην κατοχή, πληροφορήθηκε ο πατέρας μου επισήμως και από πολλές πλευρές ότι εμένα με σκότωσαν οι Γερμανοί, όταν προσπάθησα να δραπετεύσω πηδώντας από το εν κινήσει τραίνο που μας μετέφεραν οι Γερμανοί. Λεπτομερώς αυτά τα γράφω στο Κεφάλαιο Δ. Κατόπιν αυτών ο πατέρας μου απεφάσισε να μου κάμει τα μνημόσυνα.
Την παραμονή του πρώτου μνημοσύνου η γιαγιά μου πέφτει στο κρεβάτι για να κοιμηθεί. Τότε συνέβη το απίστευτο και ανεξήγητο. Ήταν νύχτα και απόλυτο σκοτάδι. Τότε η γιαγιά μου βλέπει ένα εκτυφλωτικό λευκό φως εις την εξώπορτα του δωματίου. Γυρίζει το κεφάλι της και βλέπει στο φως την πεθαμένη μαμά μου, δηλαδή την πεθαμένη κόρη της. Τότε η μαμά μου (η πεθαμένη) της λέει:
«Άκου μητέρα αυτά που θα σου πω γιατί είναι αληθινά:
– Ο Παντελής μας ζει. Δεν πέθανε.
– Είναι στην Αμερική.
– Όταν σου λένε ότι πέθανε να κάνεις τον σταυρό σου και να τους λες ότι ζει, γιατί σου το είπα εγώ.
– Δεν θα πεθάνεις μάνα αν δεν τον δεις.
Τότε η γιαγιά μου τη ρωτάει:
Πότε θα έλθει ο Παντελής;
Αμέσως εξαφανίσθει η μαμά μου, χωρίς να της απαντήσει και ξανάγινε πάλι απόλυτο σκοτάδι.
Τρελή από ανείπωτη χαρά η γιαγιά μου τρέχει και πάει στο σπίτι του γιου της του Γιώργη Κουμεντάκη και του λέει: Γιώργη ο Παντελής μας ζει!
Ποιος σου το είπε μάνα.
– Η αδελφή σου η Ελένη, η μάνα του Παντελή.
– Μάνα, πήγαινε να κοιμηθείς, όνειρο είδες.
– Όχι την είδα μέσα από την κλειστή πόρτα μέσα σε ένα άσπρο φως… είναι αλήθεια και θέλω να το πιστέψεις.
– Μάνα μην το πεις αυτό σε κανένα γιατί έχω να παντρέψω τέσσερις κόρες και δεν θα τις παίρνει κανείς όταν θα ξέρουν ότι έχουν τρελή γιαγιά.
– Δεν είμαι τρελή και θα πάω να το πω στον πατέρα του Παντελή να μην του κάμει αύριο το μνημόσυνο.
Πήγε νύχτα και το είπε του πατέρα μου, αλλά και αυτός δεν την πίστεψε και έκαμε την επομένη το προγραμματισμένο μνημόσυνο.
Η γιαγιά μου δεν πήγε στο μνημόσυνο και φώναζε ότι είναι αμαρτία να κάνουν μνημόσυνο σ’ ένα ζωντανό. Γιατί ο Παντελής είναι ζωντανός. Της πηγαίνανε κόλλυβα, αλλά αυτή δεν τα έτρωγε.
Τελικά όλοι κατάλαβαν ότι τρελάθηκε και κανείς δεν την πίστευε.
Αυτή τους έλεγε: Ξέρω ότι με θεωρείτε τρελή αλλά δεν είμαι. Όταν θα έρθει ο Παντελής θα του πω ότι με θεωρούσατε τρελή και τότε θα δείτε εγώ είμαι η τρελή ή εσείς που πάτε στα μνημόσυνά του. Μου είχε κάμει ο πατέρας μου μέχρι τα 9μηνα μνημόσυνα. Όλα τα παραπάνω μου τα είπε όπως τα γράφω η ίδια η γιαγιά μου όταν επέστρεψα και πήγα και την είδα. Τον πατέρα ρώτησα τι σκέφτηκε όταν του τα είπε η γιαγιά μου. Ο πατέρας μου, μου λέει:
Πίστεψα ότι αυτά που έλεγε δεν ήταν αλήθεια γιατί έλεγε ότι εσύ ήσουν στην Αμερική, ενώ όλοι ξέρουμε ότι σκοτώθηκες στην Ιταλία και μάλιστα το ακριβές μέρος στην Ιταλία μας το έγραψε ο Ερυθρός Σταυρός.
Δεν έμενε και ο Ανθυπολοχαγός Πλουτσής Χ. που ήταν στο ίδιο βαγόνι με εσένα και σε είδε πως σκοτώθηκες.
Όταν τα έλεγε η μαμά μου εγώ ήμουν στη Νεάπολη της Ιταλίας που είχαν καταλάβει οι Αμερικανοί, άρα ήταν Αμερική και έδαφος δηλαδή Αμερική. Όταν ένας στρατός καταλαμβάνει μια περιοχή αυτή ανήκει εις το έθνος που ανήκει ο στρατός.
Εδώ οι Αμερικάνοι κατέλαβαν την Ιταλία. Νεάπολη της Ιταλίας. Η Νεάπολη ήταν τότε αμερικανική πόλις και εγώ λοιπόν τότε που τα έλεγε η μαμά μου στη γιαγιά μου ήμουν στην Αμερική. Δεν τα είπε η μαμά όταν δραπέτευσα. Τα είπε μετά και ρώτησα πότε και είχα λογαριάσει ότι εγώ τότε που τα έλεγε είχα περάσει το ΓερμανοΑμερικανικό μέτωπο και παρουσιάστηκα στους Αμερικάνους, το μέτωπο ήταν Βόρεια Νεάπολης. Αυτοί με πήγαν για ένα μήνα στη Νεάπολη.
Ρώτησα όλους τους αρμόδιους επιστήμονες και λοιπούς ανθρώπους ασχολούμενους με τα μεταφυσικά αλλά κανείς δεν μπόρεσε να μου δώσει ποτέ εξήγηση. Εγώ και ο πατέρας μου εδώσαμε μία εξήγησης στο γιατί η μαμά μου είπε στη γιαγιά μου: Όταν σου λένε ότι πέθανε να κάνεις τον σταυρό σου.
Η εξήγηση είναι ότι πήδησα από το τραίνο και δεν σκοτώθηκα: Στις 14 Σεπτεμβρίου ημέρα του Τιμίου Σταυρού. Δηλαδή πιστεύομεν ότι η Χάρις το Τιμίου Σταυρού με έσωσε και γι’ αυτό ο πατέρας μου όσο ζούσε έκανε αρτοκλασία στον Τίμιο Σταυρό κάθε χρόνο στις 14 Σεπτεμβρίου.
Άμα πέθανε κάνω εγώ την αρτοκλασία αυτή στον Τίμιο Σταυρό και θα την κάνω όσο θα ζω. Όταν επέστρεψα από τον πόλεμο και είχαν φύγει οι Γερμανοί από το Σπήλι, το Ρέθυμνο και όλη την Κρήτη και είχαν μαζευτεί στα Χανιά πήγα στο Σπήλι. Την πρώτη που πήγα και είδα ήταν η γιαγιά μου.
Αυτή μου τα είπε όπως τα γράφω. Ακόμα μου είπε: Άκου παιδί μου Παντελή όλοι αυτοί που είναι εδώ τους έλεγα πως ζεις και με θεωρούσαν τρελή και το καταλάβαινα και τους το έλεγα ότι δεν είμαι τρελή. Τώρα Παντελή μου ρώτησέ τους εγώ ήμουν η τρελή ή αυτοί ήταν οι τρελοί που δεν πίστευαν τη μαμά σου που μου το είπε. Όλοι γέλασαν. Εκάθησα αρκετή ώρα και τότε μου λέει η γιαγιά μου να πάμε στην άλλη μου γιαγιά (τη μητέρα του πατέρα μου) να χορέψουμε οι τρεις μας γιατί έτσι συνεφώνησαν.
Πήγαμε και χορέψαμε οι δυο μου γιαγιάδες κι εγώ.
Τότε έρχεται ο Θείος μου ο Μανώλης Σαββάκης και τους λέει: Αφήστε τον Παντελή να πάει στο καφενείο γιατί έχει μαζευτεί όλο το χωριό να τον δούνε και να ανοίξει τον χορό.
Η γιαγιά μου άρχισε να με φιλάει και να με ξαναφιλάει και της λέω: Γιαγιά αύριο το πρωί θα έρθω εγώ πάλι στο σπίτι σου.
Τότε αυτή μου λέει το ξέρω παιδί μου Παντελιώ, αύριο το πρωί θα έρθεις… Οπωσδήποτε!
Εγώ έφυγα τρέχοντας και πήγα το καφενείο και χορεύαμε όλη τη νύχτα με όλους τους χωριανούς.
Το πρωί, πριν ξημερώσει, ακούμε την καμπάνα του χωριού να κτυπά πένθιμα!
Είχε πεθάνει η γιαγιά μου! Όπως το είχε πει το όραμα της μαμάς μου, στη γιαγιά μου: Δεν θα πεθάνεις αν δεν δεις τον Παντελή.
Με είδε και πέθανε!
Ότι είπε η πεθαμένη μαμά μου ήταν όλα αληθινά!
(Όλα απίστευτα και ανεξήγητα)».
Δεύτερο γεγονός
«Έχω ένα εξαδελφάκι που λέγεται Στέλιος Σαββάκης του Στεφάνου και της Στέλας-Ελένης.
Αυτός ο εξάδελφός μου όταν μου έκαμαν το πρώτο μου μνημόσυνο ήταν παιδάκι προσχολικής ηλικίας, δηλαδή τεσσάρων ή πέντε ετών.
Όταν η μητέρα του γύρισε από το μνημόσυνο του είπε: – Στελάκι έλα να φας κόλλυβα του ξαδέλφου σου του Παντελή και να πεις «Ο Θεός να του συγχωρέσει».
Τότε το Στελάκι λέει στη μαμά του:
Ο εξάδελφος ο Παντελής ο Εύελπις ζει δεν πέθανε!
Ποιος σου το είπε αυτό παιδάκι μου;
Κανείς μαμά. Ο Παντελής ζει!
Η Μαμά του παίρνει τον Στελάκι και τον πάει στον πατέρα μου, και του λέει: Άκουσε κουνιάδο τι λέει το Στελάκι, ρώτησε το γιατί δεν τρώει τα κόλλυβα του Παντελή.
Γιατί Στελάκι δεν τρως τα κόλλυβα;
Δεν τα τρώγω γιατί ο Παντελής μας ζει!
Ο πατέρας μου τα έχασε. Τότε το πιάνει στα χέρια του και το σηκώνει ψηλά και το λέει.
Αν είναι αλήθεια αυτό που λες θα σε κάμω χρυσό.
Μετά ήλθε ο πατέρας του ο Στέφανος Σαββάκης (αδελφός του πατέρα μου) και είπε και σ’ αυτόν τα ίδια.
Τότε ο πατέρας του (ο Στέφανος) του λέει.
Άκου Στελάκι αυτό που λες ότι ο Παντελής ζει να μην το πεις σε κανένα άλλο. Φοβήθηκε ο θείος μου ο Στέφανός ότι το παιδί του κάτι έπαθε (τρελάθηκε) και γι’ αυτό απαγόρευε να το λέει σε άλλους.
Άλλωστε είναι γνωστό και σίγουρο ότι ο Παντελής είναι νεκρός!
Είναι σήμερα το έτος 2006. Ζει η θεία μου η Στέλλα και προ ημερών που φέραμε τη συζήτηση μου διηγήθηκε πάλι αυτή την ιστορία.
Επίσης πέρυσι στη βάφτιση ενός ανιψιού του ο Στέλιος Σαββάκης διηγήθηκε αυτή την ιστορία σε όσους είχαν πάει στο σπίτι μετά τη βάφτιση.
Ο Στέλιος ο Σαββάκης του Στέφανου ήταν διευθυντής του κεντρικού καταστήματος της Γενικής Τραπέζης και σήμερα είναι συνταξιούχος και όταν συναντιόμαστε τα συζητάμε.
Ποιος μπορεί να εξηγήσει ποιος είπε σε ένα παιδάκι τεσσάρων ετών ότι ζω και ήταν απολύτως βέβαιο που δεν πίστευε τους γονείς του που του έλεγαν ότι ο Παντελής (δηλαδή εγώ) είναι νεκρός και γι’ αυτό του κάνουμε τα μνημόσυνα. Ποιο παιδάκι προσχολικής ηλικίας ξέρει περισσότερα απ’ ότι ξέρουν οι γονείς του;
Μάλιστα να επιμένει ότι ο Παντελής ζει!
(Απίστευτο και ανεξήγητο)».
Τρίτο γεγονός
«Ένας εξάδελφός μου ονόματι Γιάννης Κουμεντάκης του Γεωργίου, είναι της ίδιας περίπου ηλικίας με μένα και όταν ήμαστε μικρά παιδάκια παίζαμε μαζί στην αυλή της γιαγιάς μας. ο πατέρας του και η μητέρα μου ήταν παιδιά της γιαγιάς μου (που με ανέθρεψε).
Η αγάπη μεταξύ μας ήταν πάρα πολύ μεγάλη, τόσο όταν ήμασταν μικρά παιδιά όσο και τώρα.
Αυτός μένει στη Νέα Ελβετία και κάπου – κάπου συναντιόμαστε και τα λέμε. Σήμερα που γράφω είναι 2006.
Αυτός λοιπόν όταν έμαθε ότι την επομένη θα γινόταν το μνημόσυνό μου, σκέφτηκε να γράψει τον επικήδειό μου.
Επειδή κόλλες χαρτιού δεν υπήρχαν τότε πήγε από τον μπακάλη και πήρε ένα κομμάτι χαρτί που ήταν ένα έγγραφο του Αγρονομίου Σπηλίου, που είχε πολύ μέρος λευκό για να γράψει τον επικήδειον.
Το γράφω αυτό γιατί έχω τον επικήδειο και είναι σ’ αυτό το χαρτί γραμμένο και το σπουδαίο είναι ότι δεν έχει καμιά μουτζούρα ή σβήσιμο. Σ’ αυτό θα αναφερθώ παρακάτω.
Κάθισε λοιπόν και άρχισε να γράφει. Σκέφτηκε να αρχίσει με ένα δίστιχο. Το γράφει λοιπόν πολύ εύκολα και ποίημα δεν είχε γράψει ποτέ μέχρι τώρα.
Συνεχίζει με μεγάλη ευκολία να γράφει ποίημα!
Όπως μου είπε ο ίδιος λες και κάποιος του κρατούσε το χέρι του και έγραφε και του έρχονταν εύκολα και οι ομοιοκαταληξίες. Πιστεύει ότι θα ήταν η νεκρή μητέρα μου, μια και αυτή παρουσιάστηκε και στη γιαγιά μας.
Τέλος πάντων έγραψε τον επικήδειο που ήταν ένα ποίημα.
Την επομένη το διάβασε στο μνημόσυνο και όλοι έκλαιγαν.
Πόσο συγκινητικός ήταν.
Όταν τελείωσε το μνημόσυνον όλοι οι χωριανοί του έδιδαν συγχαρητήρια για το ωραίο ποίημα.
Έκαμε αρκετό καιρό στη Μακρόνησο και είχε όλο τον χρόνο να γράψει ποίημα για την ιδεολογία που τον είχε συγκλονίσει και γι’ αυτό άλλωστε τον είχαν στη Μακρόνησο, αλλά δεν κατόρθωσε να γράψει κανένα ποίημα εκτός από το ποίημα που προαναφέραμε».
Αληθινά άραγε όλα αυτά; Οι πηγές αξιόπιστες δεν μας επιτρέπουν αρνητικά σχόλια. Απίστευτα όμως σίγουρα.