Οι υψηλές απαιτήσεις σχολείου, οικογένειας και κοινωνίας στρέφουν τους εφήβους στην παραβατικότητα
Ανάγκη για ορατότητα και αναγνώριση η κοινοποίηση της βίας στο διαδίκτυο
Οι ατομικές ψυχολογικές παράμετροι, το οικογενειακό περιβάλλον, η ανεπάρκεια των κοινωνικών και ιατρικών δομών και οι επιρροές του διαδικτύου συνδιαμορφώνουν τη συμπεριφορά των νέων
Ένα φαινόμενο της εποχής που εγείρει ανησυχία και προβληματισμό είναι η ανήλικη παραβατικότητα. Το περιστατικό που σημειώθηκε το μεσημέρι του Σαββάτου στο Ρέθυμνο με πρωταγωνίστριες ανήλικες μαθήτριες που έλυσαν τις διαφορές τους με τη χρήση σωματικής και λεκτικής βίας δημοσιοποιώντας και μοιράζοντας μάλιστα το βίντεο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προκάλεσε σοκ στην τοπική κοινωνία επαναφέροντας στο τραπέζι τη συζήτηση μιας σειράς ζητημάτων που έχουν να κάνουν με τον σύγχρονο τρόπο ζωής, τα ενδιαφέροντα των νέων και πως αυτοί εκφράζονται και τι τελικά είναι αυτό που τους ωθεί στις βίαιες πράξεις αλλά και ποια είναι η ανάγκη τους να μοιραστούν το βίαιο περιεχόμενο με τους συμμαθητές τους.
Τα «Ρ.Ν.» συνομίλησαν με την παιδοψυχίατρο και επιστημονικά υπεύθυνη του Κοινοτικού Κέντρου Ψυχικής Υγείας Παιδιών και Εφήβων Ρεθύμνου, Αλεξάνδρα Νικολάου, και τον καθηγητή Κλινικής Ψυχολογίας – παιδικών και εφηβικών διαταραχών του Πανεπιστημίου Κρήτης, Ηλία Κουρκούτα, οι οποίοι με την επιστημονική τους ματιά και την εμπειρία τους κατέθεσαν τις απόψεις τους.
Όπως τόνισαν οι απαιτήσεις του σύγχρονου εκπαιδευτικού συστήματος, της οικογένειας και της κοινωνίας, είναι ενάντια στις αναπτυξιακές ανάγκες των εφήβων, με αποτέλεσμα οι συσσωρευμένες πιέσεις που ασκούνται στα παιδιά σε αυτήν την ευαίσθητη ηλικία να εξωτερικεύονται συχνά με επιθετικό, βίαιο κάποιες φορές τρόπο. Την ώρα που τα περιστατικά παραβατικότητας ανηλίκων αυξάνονται διαρκώς τα τελευταία χρόνια, γονείς, σχολείο και ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον καλούνται να διαχειριστούν τις νέες αυτές συνθήκες, επενδύοντας σε πρακτικές σωστής διαπαιδαγώγησης, περιορίζοντας παράλληλα την έκθεση στους κινδύνους και τις επιρροές του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και διαμορφώνοντας ένα ασφαλές περιβάλλον με κατάλληλες δομές κοινωνικής, ιατρικής και ψυχολογικής πλαισίωσης. Ωστόσο, «η κάθε περίπτωση ανηλίκου διαφέρει», όπως τόνισε μιλώντας στα «Ρ.Ν.» η Αλεξάνδρα Νικολάου, σημειώνοντας ότι η βιαιότητα που εκδηλώνεται από τους εφήβους βασίζεται σε ατομικά χαρακτηριστικά και χρήζει διαφορετικής αντιμετώπισης.
Ένα φαινόμενο της εποχής, το οποίο εγείρει επίσης έντονες ανησυχίες, είναι όχι μόνο το γεγονός ότι οι ανήλικοι προβαίνουν σε παραβατικές συμπεριφορές, αλλά εκφράζουν και την ανάγκη να τις κοινοποιήσουν, είτε με απευθείας αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είτε καταγράφοντας τα περιστατικά και προβάλλοντάς τα δημόσια. Όπως επεσήμανε μεταξύ άλλων στα «Ρ.Ν.», ο Ηλίας Κουρκούτας, αυτή η συμπεριφορά εξηγείται ως μία ανάγκη για το φαίνεσθαι, με τους εφήβους να χρειάζονται επιβεβαίωση και ορατότητα από τους συνομηλίκους τους. Παράλληλα, σε μία εποχή που τα ερεθίσματα του διαδικτύου είναι ανεξέλεγκτα και προβάλλουν εικόνες ακραίας βίας, τα παιδιά επηρεάζονται και εν τέλει κανονικοποιούν τη βία και την παραβατικότητα. Στο ίδιος μήκος κύματος, ως μία ανάγκη να τους αποδοθεί μία αξία από τους εκάστοτε «χειροκροτητές» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μεταφράζει αυτό το επαναλαμβανόμενο, συχνό πλέον μοτίβο εφηβικής συμπεριφοράς, η κ. Νικολάου, τονίζοντας ότι εμπλέκονται ζητήματα εξουσίας, δύναμης, ακόμα και εκδικητικής συμπεριφοράς.
«Οι προσδοκίες του εφήβου πρέπει να ταυτίζονται πάντα με αυτές του σχολείου και της οικογένειας»
Τον διαχωρισμό ανάμεσα στην επιθετικότητα και τη βία έκανε ο κ. Κουρκούτας, εστιάζοντας αρχικά στα κίνητρα πίσω από τις βίαιες πράξεις και επισημαίνοντας ότι η πραγματική βία δεν έχει συναίσθημα για τον άλλον, ενώ οι ακραίες μορφές επιθετικότητας μπορεί να οδηγήσουν σε βία: «Ένας έφηβος που εκφράζει μία βίαιη συμπεριφορά και την κοινοποιεί δεν έχει καμία σχέση με τον ενήλικα παραβάτη και κακοποιό, ο οποίος ασκεί έναν τρόπο βίας για λόγους ωφελιμιστικούς και θέλει να παραμείνει κρυφός. Η επιθετικότητα είναι ένα στοιχείο που υπάρχει σε όλους μας. Τα άτομα που δεν είναι επιθετικά αυτοκαταστέλλουν την επιθετικότητά τους, συνήθως γιατί έχουν βιώσει επιθετικότητα και βία στη ζωή τους και συνήθως δεν την εκφράζουν λόγω φόβου, είτε λόγω ενοχών».
Όταν, τόνισε ο κ. Κουρκούτας, η πραγματική βία ασκείται μεταξύ αγνώστων, ενώ από τη στιγμή που ασκείται βία, ιδιαίτερα ανάμεσα σε άτομα που διατηρούν μία διαπροσωπική σχέση, καταλύεται ο ίδιος ο δεσμός ανάμεσά τους: «Η επιθετικότητα είναι μία πράξη που συνήθως προκαλεί κακό στον άλλον, στοχεύει στο να εκφράσει αρνητικά συναισθήματα και μπορεί να εκφραστεί είτε με λεκτικό και ψυχολογικό τρόπο, είτε με σωματικό. Η κλασική επιθετικότητα είναι στο πλαίσιο καθημερινών συναλλαγών, μεταξύ ανθρώπων που γνωρίζονται, αλλά μπορεί να συμβεί και με άγνωστους. Επιθετικότητα είναι μία πολύ κοινή εκδήλωση αρνητικών συναισθημάτων. Η βία προφανώς είναι πολύ πιο ακραία. Η διαφορά είναι ότι η βία θέλει να διαλύσει το άλλο άτομο, δεν την ενδιαφέρει ο δεσμός μαζί του και το να εκφράσει μία ματαίωση ή λύπη, όπως γίνεται με την επιθετικότητα».
Σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγε το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής και στην οποία συμμετείχαν 20.000 άνθρωποι, το 17% των παιδιών έχει εμπλακεί σε κάποιο περιστατικό εκφοβισμού, ενώ το 20% έχει σημαντικές εσωτερικευμένες δυσκολίες, μαρτυρώντας ότι τα παιδιά πάσχουν από καταθλιπτικά συναισθήματα και άγχη, «τα οποία σχετίζονται απόλυτα με τη μεταβατική φάση της εφηβείας, τις απαιτήσεις του εκπαιδευτικού συστήματος, την οικογένεια και τον ίδιο τον έφηβο, τους φόβους, την ανάγκη να αναγνωριστεί, τη σεξουαλικότητά του και τον συναισθηματικό του κόσμο», όπως ανέφερε ο κ. Κουρκούτας.
«Ο έφηβος ψάχνει να αποστασιοποιηθεί από την οικογένεια και από την άλλη, όμως, πρέπει να έχει τις συναισθηματικές βάσεις και να δημιουργήσει τη δική του ταυτότητα. Οι απαιτήσεις είναι πολύ πιεστικές. Δεν υπάρχει χώρος στο σχολείο και στην οικογένεια για να επεξεργαστεί ο έφηβος τα αναπτυξιακά θέματα της εφηβείας του. Οι προσδοκίες του πρέπει να ταυτίζονται πάντα με αυτές του σχολείου και της οικογένειας, το οποίο είναι αδύνατον».
«Η ορατότητα είναι σημαντική για τον έφηβο»
Αναφορικά με την κοινοποίηση των περιστατικών παραβατικότητας εκ μέρους των εφήβων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο κ. Κουρκούτας προσπάθησε να την εξηγήσει ως μία ανάγκη αποδοχής και έκφρασης των ορμών, των επιθυμιών και των σωματικών αναγκών, γεγονός που όπως, επίσης, σημείωσε δεν είναι εύκολα σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα, όπου οι γονείς είναι υπερπροστατευτικοί και υπερεμπλεκόμενοι: «Ο έφηβος θέλει να φανεί, θέλει να έχει πρόσωπο στην ομάδα, στο σχολείο και στην οικογένεια, όπου θέλει να έχει μία διαφορετική εικόνα από αυτήν του παιδιού. Ζει μία περίοδο όπου δεν είναι ούτε παιδί, ούτε και ενήλικας. Η ορατότητα είναι σημαντική για τον έφηβο. Το παιδί που θα κάνει κάτι πολύ βίαιο, πρέπει να έχει και μέσα του τη βία, να έχει συσσωρεύσει αρνητικά συναισθήματα και να υπάρχει έλλειψη ενσυναίσθησης ή συναισθηματικότητας για τον άλλον», ανέφερε ο κ. Κουρκούτας, συμπληρώνοντας επίσης ότι συχνά αγνοούμε το γεγονός ότι υπάρχει ένας σημαντικός περιορισμός των φυσικών επαφών των εφήβων, οι οποίοι πλέον επικοινωνούν, συναναστρέφονται και λειτουργούν κυρίως μέσα σε ψηφιακά πλαίσια, αποδίδοντας έτσι και μία εξήγηση και στην ανάγκη τους για διαδικτυακές κοινοποιήσεις των συμπεριφορών τους.
Παράλληλα, επιχειρώντας με τη σειρά της να εξηγήσει τη συμπεριφορά των ανηλίκων να κοινοποιούν τις παραβατικές τους συμπεριφορές στο διαδίκτυο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η κ. Νικολάου ανέφερε: «Όταν το παιδί προβαίνει σε τέτοιου είδους συμπεριφορές και τις κοινοποιεί, μπορεί ακόμα να είναι και ένας παρατηρητής, ο οποίος δεν συμμετέχει ενεργά, αλλά κοινοποιεί, το κάθε παιδί το κάνει για τους δικούς του λόγους. Σίγουρα όμως εμπλέκονται ζητήματα δύναμης και εξουσίας, αλλά και θέματα ενσυναίσθησης, εκδίκησης, προβολής στα Μ.Κ.Δ., ώστε να νιώσουν τα παιδιά ότι έχουν μία αξία, την οποία θα τους δώσουν οι χειροκροτητές».
«Η βία είναι ατομικό, κοινωνικό και βαθιά πολιτικό φαινόμενο»
Ένα πολυδιάστατο θέμα στο οποίο δεν χωρούν γενικεύσεις είναι η βία στην επιθετικότητα των ανηλίκων, σύμφωνα με την κ. Νικολάου, από τη στιγμή που το κάθε άτομο έχει μία δική του προσωπικότητα, αλλά κυρίως μία δική του ιστορία: «Η βιαιότητα που εκδηλώνουν οι ανήλικοι έχει να κάνει καταρχάς με κάποια ατομικά χαρακτηριστικά και ουσιαστικά αφορά έναν έφηβο που εμφανίζει μία αναπτυξιακή απόκλιση ή κάποια παιδοψυχοπαθολογία ή κάποια δυσλειτουργικά στοιχεία στην ιδιοσυγκρασία του, στον χαρακτήρα του δηλαδή. Αυτό όμως δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα γίνει οπωσδήποτε ένα βίαιο άτομο. Υπάρχουν και άλλοι παράγοντες, όπως είναι η πρώιμη παρέμβαση, οι κακές οικογενειακές σχέσεις, το να μην υπάρχει σωστή εκπαιδευτική πλαισίωση και το να ζει σε ακατάλληλα κοινωνικά περιβάλλοντα. Με την ίδια λογική και ένας έφηβος τυπικής ανάπτυξης που έχει γεννηθεί με όλες τις προδιαγραφές για να γίνει ένας λειτουργικός ενήλικας, όταν ζει μέσα σε μία οικογένεια με συγκρούσεις, παραμέληση, επισφαλείς σχέσεις εργασίας γονέων, τότε αυτό το τυπικό παιδί θα μπει στη ζώνη αυξημένου κινδύνου για την εμφάνιση ψυχοσυναισθηματικών προβλημάτων, που μπορούν να οδηγήσουν σε επαναλαμβανόμενα μοτίβα επιθετικών συμπεριφορών. Άρα η βία δεν είναι κάτι μονοδιάστατο, είναι ατομικό, είναι κοινωνικό και βαθιά πολιτικό φαινόμενο», ανέφερε.
Ένα φαινόμενο που υπήρχε και στο παρελθόν είναι η βία μεταξύ ανηλίκων, με τη διαφοροποίηση στα σημερινά περιβάλλοντα να έχει να κάνει με τα μέσα και τους τρόπους έκφρασης των εφήβων. Σύμφωνα με την κ. Νικολάου, όταν τα παιδιά έχουν εύκολη και ανεξέλεγκτη πρόσβαση στο διαδίκτυο και τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, όταν οι γονείς απουσιάζουν από το σπίτι και το σχολείο δεν επιτελεί τον παιδαγωγικό του ρόλο του, δεν μπορεί να υπάρξει η αναγκαία πρόληψη της νεανικής παραβατικότητας.
«Για να μην πέφτουμε από τα σύννεφα θα πρέπει να υπάρχει συντονισμένη πρόληψη, η οποία δεν γίνεται με γενικές οδηγίες, ούτε με σποραδικές ενημερώσεις. Για να μιλήσουμε για πρόληψη θα πρέπει ο κάθε γονέας και το κάθε παιδί να αντιμετωπιστεί εξατομικευμένα, αλλιώς δεν θα έχουμε αποτέλεσμα», ανέφερε, συμπληρώνοντας, επίσης, ότι οι έφηβοι είναι μία ειδική ηλικιακή ομάδα, «που προσπαθούν τα παιδιά να βρουν τα πατήματά τους. Είναι μία φυσιολογική αναπτυξιακή κατάσταση να αντιδρούν και να αμφισβητούν τον κόσμο στον οποίο γεννήθηκαν, επιθυμώντας να τον αλλάξουν και να πάνε αλλού. Όταν όμως βλέπουν και τα ίδια γύρω τους ότι υπάρχει μία διαφθορά, μία βία, μία ατιμωρησία, μία ασυδοσία, ένας «ωχαδερφισμός» και ένας εύκολος πλουτισμός χωρίς συνέπειες, γιατί να στραφούν κάπου που θα έχει κόπο και σε πιο εσωτερικές ανθρωπιστικές πράξεις, συμπεριφορές και ιδεολογίες».
Γονείς σε εγρήγορση – παρόντες στην καθημερινότητα των παιδιών
Μεγάλη είναι η ανάγκη για επαρκή στελέχωση των κοινωνικών, ιατρικών και ψυχιατρικών, υποστηρικτικών δομών των ανηλίκων, καθώς και η ίδια η αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος, προκειμένου να επιτελεί έναν ρόλο ουσιαστικής διαπαιδαγώγησης, σύμφωνα με την κ. Νικολάου: «Ένας έφηβος ο οποίος διαπαιδαγωγείται από την κοινωνία, την οικογένεια και το σύστημα του κράτους, ώστε να γίνει ένας σκεπτόμενος μετά ενήλικας, μπορεί να γίνει διαχειρίσιμος», ανέφερε και στη συνέχεια πρόσθεσε την ανάγκη συλλογικής οργάνωσης και επίδειξης ενδιαφέροντος για την ευημερία και τη ζωή των παιδιών, με τη στροφή σε θεσμικά όργανα και συλλογικότητες, προκειμένου να μπορούν να διαμορφώνονται οι συνθήκες της ζωής μας, στον βαθμό που είναι εφικτό.
«Δεν γίνεται να φοιτά το παιδί μου σε ένα σχολείο και να μην είμαι ενεργό μέλος στον Σύλλογο Γονέων, απαιτώντας τις δέουσες βελτιώσεις», πρόβαλλε σαν παράδειγμα.
Σημαντικές είναι, επίσης, οι ευθύνες που φέρουν οι γονείς, καλούμενοι να βρίσκονται διαρκώς σε εγρήγορση, συμμετέχοντας ενεργά στη ζωή των παιδιών τους. Η κ. Νικολάου ανέφερε: «Θα πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση. Καλός γονιός δεν είναι αυτός που δεν κάνει λάθη, γιατί αυτό είναι ανθρώπινο. Καλός γονιός είναι αυτός που βρίσκεται σε εγρήγορση, δηλαδή είναι παρών στην καθημερινότητα, έχει τις κεραίες του ανοικτές και αντιλαμβάνεται τις αλλαγές μέσα στις δυναμικές της οικογένειας και παρεμβαίνει. Είναι, επίσης, ο γονιός ο οποίος δείχνει σταθερά – ακόμα και όταν το παιδί τον απομακρύνει – ότι είναι εκεί για συζητήσει, χωρίς επίκριση και κήρυγμα», ενώ στη συνέχεια σχολίασε την εκτεταμένη χρήση των ψηφιακών μέσων από τους ανήλικους, επισημαίνοντας ότι «Τα παιδιά προσχολικής ηλικίας δεν πρέπει να έρχονται σε επαφή με οθόνες, ούτε να παίζουν ηλεκτρονικά βιντεοπαιχνίδια. Τα παιδιά του δημοτικού δεν χρειάζεται να έχουν καν κινητό τηλέφωνο. Αφότου έχουμε φροντίσει τα παιδιά μας να ξέρουν τι είναι τα ηλεκτρονικά μέσα και οι κίνδυνοί τους, τότε μπορούμε να ελέγχουμε κατά το δύναμιν το περιεχόμενο στο οποίο εκτίθενται».