Της ΑΓΓΕΛΙΚΗΣ ΜΠΕΜΠΛΙΔΑΚΗ
Τον είδα και τον άκουσα για πρώτη φορά σε μια διάλεξη του Πανεπιστημίου Κρήτης στο Ρέθυμνο, πάνε καμιά σαρανταριά χρόνια. Τότε μαζί με άλλους δυο ομοτέχνους του μας παρουσίασαν τα ευρήματα από το θαύμα που λέγεται αρχαία Ελεύθερνα. Από εκείνη την ομιλία μου έμειναν τελικά τα ονόματα των αρχαιολόγων ανασκαφέων και η εντύπωση για την σπουδαιότητα της παλαιότατης πόλης που έκρυβε η Ρεθεμνιώτικη γη στα σπλάχνα της.
Γι’ αυτό, όταν κάποια στιγμή πριν καμιά δεκαριά χρόνια άκουσα στο ραδιόφωνο τον καθηγητή Πέτρο Θέμελη να μιλά, τον θυμήθηκα και έμεινα να ακούσω τα όσα έλεγε, θαρρώντας πως θα ξαναμιλούσε για την δική μας Κρητική πολιτεία και την δική της έρευνα, μιας κι εγώ φεύγοντας από το Ρέθυμνο είχα χάσει την συνέχεια της εκεί ανασκαφικής περιπέτειας. Όμως ο καθηγητής με ξάφνιασε. Βρισκόταν σε έναν άλλο τόπο τώρα κι έσκαβε σε μια άλλη πόλη. Μια πόλη που αναγεννιόταν εκ θεμελίων, όπως έλεγε. Μιλούσε με ενθουσιασμό περίσσιο και ήταν τόσο περιγραφικός που μέσα μου κράτησα μια σημείωση για ένα μελλοντικό ταξίδι στην αρχαία Μεσσήνη.
Ο καιρός κυλούσε και το συγκεκριμένο ταξίδι δεν έλεγε να πραγματοποιηθεί. Αν και εν τω μεταξύ επισκέφτηκα πολλά εντυπωσιακά και περίεργα μέρη, η Καλαμάτα τελικά αποδείχθηκε πιο μακρινή κι εξωτική από όλα. Ώσπου πέρυσι τον Σεπτέμβρη του 2022 από μια συγκυρία περίεργη, που την κυνήγησα κι εγώ με πολύ επιμονή βρέθηκα, της προσκολλήσεως που λέμε, σε ένα συνέδριο στην Μεσσηνιακή πρωτεύουσα.
Τελειώνοντας η όλη εκδήλωση, οι διοργανωτές έκαναν στους φιλοξενούμενους δώρο τρεις περιηγήσεις σε Μεσσηνιακούς αρχαιολογικούς χώρους. Χωρίς δισταγμό επέλεξα την αρχαία Μεσσήνη, εξάλλου αυτός ήταν εξαρχής ο σκοπός του όλου μου ταξιδιού: Η αρχαιολογική επίσκεψη και μάλιστα με ξενάγηση του ίδιου του ανασκαφέα και αναστηλωτή της, του καθηγητή Πέτρου Θέμελη. Ήταν ένα εξαιρετικό φωτεινό πρωινό όπου ο καθηγητής αν και ήταν πάνω των 85, μας ξενάγησε με ορμή και πάθος νεανικό και μας αποκάλυψε τα μυστικά του χώρου. Ενός χώρου τεράστιου. Ό ίδιος όταν πρωτοπήγε εκεί αγόρασε για λογαριασμό του Ελληνικού Δημοσίου 400 στρέμματα και αυτά περιελάμβαναν μόνο τα δημόσια κτίρια της πόλης. Ναούς, θέατρα, ταφικά μνημεία, ένα ασκληπιείο, ένα γυμναστήριο, κρήνες και την αγορά. Τα ιδιωτικά σπίτια είναι πέραν της έκτασης αυτής. «Όταν ήρθα το 1986» μας είπε, «βρήκα μόνο λιθοσωρούς και νερά. Γιατί το παρακείμενο ποτάμι, έβρισκε φυσική δίοδο ακριβώς εκεί πού είναι το γυμναστήριο».
Πρώτο του μέλημα λοιπόν, να τιθασεύσει και να υπογειοποιήσει τα νερά-ακόμα και σήμερα όσοι επισκέπτονται τον χώρο έχουν συνεχώς στ’ αυτιά τους ένα κελάρισμα και ένα συνεχές μουρμούρισμα από τα υπόγεια δίκτυα του καθηγητή. Μετά έπρεπε να βάλει σε μια τάξη τους σωρούς από πέτρες. Από τις σπαρμένες στην πεδιάδα περιφράξεις, από τα σκορπισμένα στον κάμπο αγκωνάρια, μια μια τις μάζεψαν, τις μελέτησαν, τις μέτρησαν, τις ταχτοποίησαν. Και τελικά τις τοποθέτησαν στην σωστή τους αρχική θέση. Στην ξενάγηση είχαμε καθίσει στο αρχαίο θέατρο που στις ημέρες της δόξας του έβαζε πάνω από 15.000 θεατές. «Κοιτάξτε» μας είπε. «Κάθεστε πάνω στα παλιά μάρμαρα. Είναι αυτά που έχουν σκούρο χρώμα. Οι καινούργιες πέτρες είναι ασπριδερές». Πραγματικά όσο κοιτάζαμε, τα λευκά νέα μέλη του θεάτρου ήταν ελάχιστα. Μας μίλησε για την αγορά, το μέρος που διακινούνταν τα ζώα των θυσιών και για το μεγάλο γυμναστήριο. Ένα χώρο που ακόμα και για τα σημερινά δεδομένα είναι τεράστιος. Για την αγάπη, αλλά και την περιέργειά του να διαβάζει πρώτος τις επιγραφές που εύρισκαν, μιας και οι παλιότεροι χάρασσαν παντού στις πέτρες μηνύματα, ακριβώς όπως οι σημερινοί ζωγραφίζουν στους τοίχους τα γκράφιτι.
Μας είπε για τον πλούτο των κατοίκων της πόλης που μετά από αιώνες σπαρτιατικής καταπίεσης, ήθελαν να κάνουν αυτό το νέο σχετικά άστυ δυνατό και κραταιό. Για τους εύπορους Ελληνορωμαίους κτηματίες που ζούσαν εκεί, που μπορούσαν να είναι μέχρι και συγκλητικοί στην Ρώμη και που δεν φείδονταν χρημάτων για να την πολιτεία της καρδιάς τους.
Συνέχισε να μιλά και για το άλλο μεγάλο θέμα. Για το πώς τα κατάφερε όλα αυτά τα 36 χρόνια που είναι εδώ να βρίσκει χρηματοδότες και πόρους για να πραγματοποιεί αυτά τα σχέδια που έχουν φανερώσει την αρχαία Μεσσήνη και την έχουν κάνει ξακουστή. «Όταν έφτασα εδώ, όλη η περιοχή ήταν αγροτικές καλλιέργειες», ξαναείπε. «Στο στάδιο φαινόταν μόνο οι απολήξεις από τις αρχαίες κολώνες σε ύψος 5 μέτρων». Σήμερα είναι ένα πάρκο αρχαιολογικό με κτίρια που εκπλήττουν τον επισκέπτη και με πλήθος κινητών ευρημάτων που βρίσκονται στο μουσείο. Μιλάει για δεκάδες αγάλματα για χιλιάδες νομίσματα -19.000 είναι τα κινητά ευρήματα- και για το όνειρό του να είναι όλος ο χώρος ανοιχτός και προσβάσιμος σε όλους, ειδικά στους νέους. Θα ήθελε τα αρχαία να είναι μέσα στον χώρο τους, αποκατεστημένα και σε ζωντανή σύνδεση με τη διαχρονία της ιστορίας, όπως έλεγε.
Κάποια στιγμή ο καθηγητής πήγε να σκοντάψει και ένας από την παρέα μας έσπευσε να τον συγκρατήσει. Αυτός ατάραχος και γελαστός: «Μην ανησυχείτε» μας είπε. «Εγώ ΕΔΩ, δεν πέφτω». Πραγματικά δεν θα μπορούσε να πέσει εκεί ο καθηγητής. Γιατί εκεί τον γνώριζαν κι οι πέτρες, αυτές που ο ίδιος τις είχε βγάλει από την λήθη και την ανυπαρξία και τους είχε δώσει μια δεύτερη ζωή.
«Αν μου δώσει ο Θεός να ζήσω άλλα πέντε χρόνια», έλεγε, «θα αναστηλώσωμε και ιδιωτικές κατοικίες. Έτσι θα μπορούμε να έχομε συνολική άποψη για το πώς ακριβώς ήταν οι αρχαίες πόλεις».
Δυστυχώς, τα πέντε χρόνια δεν δόθηκαν στον καθηγητή Θέμελη, που έφυγε για το μεγάλο ταξίδι πριν λίγες ημέρες. Θέλω να πιστεύω πως ο ίδιος θα είχε φροντίσει για το «μετά», ώστε να μπορέσουν οι διάδοχοί του να συνεχίσουν να κάνουν πραγματικότητα τα τόσο ρηξικέλευθα σχέδιά του.
Όσο για μένα κρατάω στην μνήμη μου ένα πανέμορφο φθινοπωρινό πρωινό και έναν γελαστό, αεικίνητο, ευγενικό άνθρωπο, που μας σύστησε το όραμα μα και το έργο του. Γιατί ο Πέτρος Θέμελης ευτύχησε να δει το μεγαλύτερο μέρος από το όραμά του να γίνεται πραγματικότητα. Η αρχαία Μεσσήνη σήμερα είναι ένας θαυμαστός αρχαιολογικός χώρος. Ένα ζωντανό υπαίθριο μουσείο. Ένα παράδειγμα για το πώς θα έπρεπε να είναι οι αρχαιολογικοί χώροι στην σύγχρονη εποχή.