Με αφορμή τη βάναυση κακοποίηση του τρίχρονου Άγγελου στο Ηράκλειο, άνοιξε ξανά η συζήτηση για τα ζητήματα της παιδικής προστασίας, όπου απαιτούνται σημαντικές κινήσεις σε εθνικό και θεσμικό επίπεδο για να γεφυρωθεί το χάσμα με την Ευρώπη
«Η απόσταση της Ελλάδας από την Ευρώπη στον τομέα της παιδικής προστασίας έχει μεγαλώσει την τελευταία εικοσαετία» τονίζει ο κ. Νικολαΐδης
Μεγάλα είναι τα κενά που εντοπίζονται στον τομέα την παιδικής προστασίας στη χώρα μας με την ανάγκη για θέσπιση ενός εθνικού σχεδίου προστασίας των παιδιών από την κακοποίηση, στο πλαίσιο μιας συστηματικής πολιτικής προληπτικού ελέγχου οικογενειών με βρέφη και νεογνά να κρίνεται απολύτως απαραίτητη, όπως αναφέρει ο διευθυντής του τμήματος Ψυχικής Υγείας του Ινστιτούτου του παιδιού Γιώργος Νικολαΐδης στον απόηχο του τραγικού περιστατικού οικογενειακής κακοποίησης του τρίχρονου Άγγελου στο Ηράκλειο. Μπορεί η κοινή γνώμη να σοκάρεται με τέτοιες περιπτώσεις, αλλά οι υπηρεσίες κοινωνικής πρόνοιας και οι διευθύνσεις ψυχικής υγείας έρχονται διαρκώς αντιμέτωπες με βίαια περιστατικά παιδικής κακοποίησης, σύμφωνα με όσα ανέφερε στον ΣΚΑΪ Κρήτης 92,1 και στην εκπομπή των Κώστα Κεφαλογιάννη και Σωτήρη Μεταξά, ο Γιώργος Νικολαΐδης, «Για τους ανθρώπους που είμαστε στον χώρο της προστασίας των παιδιών απέναντι στη βία, είναι πιο συνηθισμένο να βλέπουμε τέτοια περιστατικά. Τα πρώτα χρόνια της ζωής είναι οι ηλικίες που συναντώνται τα περισσότερα επεισόδια που οδηγούν σε θάνατο ή σε σοβαρό τραυματισμό παιδιού», ανέφερε.
Το σύνδρομο του «ταρακουνημένου βρέφους»
Η βία κατά των παιδιών κρύβει ένα ιστορικό από πίσω, σύμφωνα με τον κ. Νικολαΐδη, ο οποίος κατέγραψε την πιο συνηθισμένη μορφή κακοποίησης βρεφών. «Σε αρκετές περιπτώσεις με κακοποιημένα μωρά, η κακοποίηση έρχεται με έναν τέτοιο βίαιο και δραματικό τρόπο σε γνώση των αρχών και της κοινωνίας, αλλά συνήθως προϋπάρχει ένα ιστορικό. Η πιο κλασική άσκηση βίας σε βρέφη και νεογνά είναι το σύνδρομο του «ταρακουνημένου βρέφους», που ουσιαστικά μωρά εβδομάδων και μηνών τα ταρακουνούν για να σταματήσει το κλάμα τους, με αποτέλεσμα να προκαλείται νευροεγκεφαλική αιμορραγία με αποτέλεσμα, αρκετά από αυτά τα παιδιά να πεθαίνουν ή σε άλλα να μένει μόνιμη διανοητική αναπηρία και άλλες αναπηρίες».
Με αφορμή την περίπτωση του μικρού Άγγελου και σε μία προσπάθεια να επεξηγήσει το γιατί η κοινωνία και ο περίγυρος της οικογένειας δεν ενήργησαν νωρίτερα, ο κ. Νικολαΐδης ανέφερε: « Όταν τα πράγματα στραβώνουν, «βρέχει» ανθρώπους. Τώρα πέφτουν όλοι από τα σύννεφα. Χωρίς να γνωρίζω λεπτομέρειες,, αν κρίνω από όσα διάβασα, θεωρώ ότι υπήρχαν εναύσματα στο παρελθόν που αγνοήθηκαν. Και επειδή ως κοινωνία κάνουμε όσα πρέπει, ούτε το μικροπεριβάλλον έκανε αυτά που έπρεπε, βλέπουμε τον κόσμο να πηγαίνει οργισμένος στο δικαστήριο. Είναι ξέπλυμα ενοχής, συλλογικό και ατομικό. Τέτοια φαινόμενα, δεν αντιμετωπίζονται με τον νόμο του Λιντς. Αντιμετωπίζονται με το να επενδύσουμε στην παιδική προστασία. Το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την σεξουαλική κακοποίηση των παιδιών ήταν ένα θετικό βήμα, παρότι έχει καθυστερήσει στην υλοποίησή του. Χρειάζονται και άλλα τέτοια. Αυτά τα φαινόμενα αντιμετωπίζονται με το να εστιάσουμε στα προβλήματα και να επενδύσουμε στην παιδική προστασία, να δούμε ότι δεν την έχουμε προτεραιότητα ούτε ως κοινωνία συνολικά».
«Έλλειψη συστηματικής πολιτικής παιδικής προστασίας»
Για την αποφυγή τέτοιων περιστατικών, ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο που δεν χρησιμοποιείται στην Ελλάδα, αλλά χρησιμοποιείται διεθνώς είναι τα προγράμματα επίσκεψης κατ΄ οίκον σε γυναίκες που μόλις έχουν γεννήσει: «Αυτά τα προγράμματα εφαρμόζονται σε όλες τις τάξεις. Είτε πρόκειται για κάποια πλούσια γυναίκα, είτε για κάποια που ανήκει σε αποκλεισμένη κοινωνική ομάδα, θα δεχθεί λίγες εβδομάδες μετά την γέννα την επίσκεψη κοινωνικού λειτουργού συνήθως ή σε κάποιες περιπτώσεις μαίας ή νοσηλευτή, ο οποίος θα πρέπει βοηθητικά να ρωτήσει αν αντιμετωπίζουν δυσκολίες οι γονείς και ταυτόχρονα, μέσα από την συγκεκριμένη διαδικασία, να αξιολογήσει τους κινδύνους για το παιδί.
Σε αυτές τις ηλικίες δεν μπορούν να έρθουν από μόνα τους τα κακοποιημένα παιδιά, αλλά πρέπει να ανιχνεύσουν οι υπηρεσίες ύποπτα σημεία για κάποια παιδιά. Δεν υπάρχει πρωτόκολλο ή χρήση συστηματικών εργαλείων».
Στη χώρα μας αυτό είναι ένα τεράστιο έλλειμμα», ανέφερε ο κ. Νικολαΐδης.
Η ανυπαρξία προληπτικής πολιτικής ελέγχου των οικογενειών με βρέφη και νεογνά από τις υπηρεσίες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας είναι επίσης μία έλλειψη που εντοπίζεται στο ελληνικό σύστημα, από τη στιγμή που δεν υπάρχει εκπαίδευση, αλλά ούτε και συγκεκριμένο πρωτόκολλο, ώστε οι παιδίατροι που εξετάζουν ή εμβολιάζουν παιδιά να μπορούν να εντοπίσουν σημάδια κακοποίησης και να ξέρουν τι πρέπει να κάνουν μετά, σύμφωνα με τον κ. Νικολαΐδη. «Το πρόβλημα ως προς τούτο, πέρα από την έλλειψη συστηματικής πολιτικής παιδικής προστασίας, είναι ότι σε μεγάλο ποσοστό σε αυτές τις ηλικίες η περίθαλψη γίνεται από ιδιώτες παιδίατρους. Το να εναρμονιστούν οι πρακτικές όλων των παιδιάτρων θέλει μια συστηματική προσπάθεια και συστράτευση επιστημονικών φορέων και πολιτείας. Μια ωριμότητα που δεν υπάρχει στο ελληνικό σύστημα, δεν έχουμε ακόμα αυτήν την ωριμότητα».
Επιπλέον, ο κ. Νικολαΐδης αναφέρθηκε στην έλλειψη καταγραφής και διεξαγωγής ερευνών, αλλά και στους περιορισμένους χρηματοδοτικούς πόρους που διατίθενται. «Ένα από τα πράγματα που δεν γίνεται στην Ελλάδα επίσης είναι η καταγραφή και η διεξαγωγή ερευνών. Τα στοιχεία που υπάρχουν είναι από δικές μας έρευνες με ευρωπαϊκή χρηματοδότηση που έγιναν πριν από 10 χρόνια και ζητάμε να βρούμε τη δυνατότητα να ξανακάνουμε φόλοου απ για να καταγράψουμε τη διαχρονική εξέλιξη, αλλά αυτό δεν γίνεται».
«Αυξάνεται η απόσταση της Ελλάδας από την Ευρώπη στην παιδική προστασία»
Παρά τις επαναλαμβανόμενες εκκλήσεις των αρμόδιων φορέων για την προστασία των παιδιών, προκειμένου να παρθούν κατάλληλα μέτρα από την πολιτεία, τα αιτήματά τους έχουν πέσει στο κενό, με τον κ. Νικολαΐδη να εντοπίζει ένα ανησυχητικό δείγμα απομάκρυνσης της Ελλάδας από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, στο κομμάτι της παιδικής προστασίας. «Πολλοί φορείς του χώρου της παιδικής προστασίας έχουμε ζητήσει επανειλημμένως την ανάγκη να υπάρξει ένα τέτοιο σχέδιο και όχι μόνο να υπάρξει, αλλά και να φτιαχτεί μέσα από μία διαδικασία διαβούλευσης που θα οδηγήσει σε κατάλληλα μέτρα. Υπήρχε μία πολύ θετική εξέλιξη πριν δύο χρόνια, όπου τουλάχιστον υιοθετήθηκε το εθνικό σχέδιο δράσης για την προστασία του παιδιού από τη σεξουαλική κακοποίηση, που είναι το ένα σκέλος, αλλά και αυτό έχει καθυστερήσει στην υλοποίησή του. Εκκρεμούν επίσης σχέδια δράσης και για τη σωματική βία, την παραμέληση και μία ολόκληρη δέσμη μέτρων που πρέπει να υιοθετηθούν άμεσα. Την τελευταία 20ετία η απόσταση της Ελλάδας στις διαδικασίες και τους θεσμούς παιδικής προστασίας σε σχέση με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο, αυξάνεται και δεν μειώνεται».
E. Γιαννούση: «Να κοιτάξουμε τι μπορούμε να κάνουμε ατομικά και ως πολιτεία»
Μεγάλες είναι οι ευθύνες της Πολιτείας για την προστασία των ανήλικων παιδιών, η οποία οφείλει να ενισχύσει άμεσα τον δείκτη προστασίας της πρωτογενούς πρόληψης, καθώς και του δικτύου κοινωνικών υπηρεσιών, αλλά και οι ευθύνες ιατρών και πολιτών, οι οποίοι καλούνται να ενεργοποιηθούν και να αναλάβουν πρωτοβουλίες, παρατηρώντας και καταγγέλλοντας ενδεχόμενα περιστατικά κακοποίησης, που πέφτουν στην αντίληψή τους.
Μία εσωτερική ανασκόπηση πρέπει να κάνουμε, τόσο ως πολίτες, όσο και συλλογικά ως πολιτεία, προκειμένου να είμαστε σε θέση να προστατεύσουμε το επόμενο παιδί που θα πέσει θύμα κακοποίησης, στρέφοντας τα αρνητικά συναισθήματα που μας κατακλύζουν, σε μία κατεύθυνση πρόληψης και λήψης μέτρων, ανέφερε χθες στην τηλεόραση CRETA και την εκπομπή της Σώτιας Πεντεδήμου, η Ελισάβετ Γιαννούση, διευθύντρια της Παιδιατρικής Κλινικής στο ΓΝΡ και πρόεδρος της Παγκρήτιας Παιδιατρικής Εταιρείας. «Η παιδιατρική κοινότητα είναι συγκλονισμένη, εκτός από παιδίατροι είμαστε και γονείς και τα αισθήματα είναι έντονα και ανάμεικτα. Κάθε φορά που είμαστε αντιμέτωποι με μία τέτοια κατάσταση, που δεν είναι σπάνια, έχουμε αγωνία στο πως θα προστατεύσουμε το επόμενο παιδί, για να μην φτάσει σε αυτήν την κατάσταση. Καλό θα ήταν να βάλουμε την οργή μας σε ένα δρόμο λήψης μέτρων και πρόληψης. Καλύτερα να κοιτάξουμε τι μπορούμε να κάνουμε ατομικά και ως πολιτεία για να σταματήσει αυτό το φαινόμενο, το οποίο δεν είναι σπάνιο. Δεν έχει νόημα να κόψουμε σε κομματάκια τους ενόχους».
Οι στερεοτυπικές, αντιπαιδαγωγικές μέθοδοι πειθαρχίας του παρελθόντος βρίσκονται μάλλον ακόμα ριζωμένες στις αντιλήψεις κάποιων οικογενειών, οι οποίες οφείλουν να αναγνωρίζουν πλέον τα θεσμικά κατοχυρωμένα δικαιώματα των παιδιών και να τα σέβονται. Η κ. Γιαννούση πρόσθεσε: «Η σωματική κακοποίηση ενός παιδιού είναι ίσως ριζωμένη στις τακτικές σωφρονισμού και πειθαρχίας που ακολουθούσαν πολλές γενιές στο παρελθόν, θεωρώντας ότι το λίγο ξύλο δεν βλάπτει, το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο και έτσι θα καταφέρουμε να τα κάνουμε ανθρώπους. Έχουν περάσει δεκαετίες, οφείλουμε να γνωρίζουμε ότι τα παιδιά έχουν δικαιώματα και να σεβόμαστε, δεν μας ανήκουν, δεν είναι κτήμα μας, το μόνο που έχουμε απέναντί τους είναι υποχρεώσεις, να τα βοηθήσουμε να αναπτυχθούν, να είναι υγιή και ευτυχισμένα. Αντίστοιχα και η πολιτεία είναι υποχρεωμένη από το νόμο να προστατεύει τα παιδιά, έχει και αυτή ελλιπή δράση».
«Τα παιδιά μας είναι λίγα και πολύτιμα»
Στο παράδειγμα των χωρών του εξωτερικού οφείλει να στραφεί η πολιτεία προκειμένου να δημιουργήσει ένα αξιόπιστο σύστημα προστασίας των παιδιών από τη βρεφική ακόμα ηλικία, σύμφωνα με την κ. Γιαννούση. «Στο εξωτερικό υπάρχουν προγράμματα ενός κοινωνικού ιστού υπηρεσιών γύρω από τη μητέρα, ακόμη από το μαιευτήριο. Υπάρχει από τις κοινωνικές λειτουργούς και τις επισκέπτριες υγείας μία ανίχνευση πιθανών παραγόντων διακινδύνευσης ή παραμέλησης ενός παιδιού, καταγράφοντας παράγοντες όπως είναι οι μονογονεϊκές οικογένειες, η μικρή ηλικία της μητέρας, η χρήση ουσιών από τους γονείς, η διαβίωση του παιδιού με άτομα που δεν είναι συγγενείς, τα βιώματα βίας των γονιών και άλλοι, εντοπίζοντας τις οικογένειες κινδύνου, στις οποίες υπάρχουν τακτικές επισκέψεις από τους επαγγελματίες, που επιβλέπουν και υποστηρίζουν».
Τα υπάρχοντα προγράμματα στη χώρα μας δεν είναι αρκετά, με τις ανάγκες των καιρών να απαιτούν τη σύσταση ενός πολυδιάστατου συστήματος συνεργασίας ανάμεσα σε δομές, φορείς και επαγγελματίες, για την παροχή ενός ολοκληρωμένου μοντέλου υποστήριξης, ακόμα και σε καθαρά τοπικό επίπεδο. Η κ. Γιαννούση επεσήμανε: «Προγράμματα υπάρχουν, έχουν δημιουργηθεί ιατρεία παιδικής προστασίας, που γίνεται πολύ σοβαρή δουλειά στην προστασία των παιδιών, όμως αυτά δεν φτάνουν. Το να κάνεις ένα δείκτη προστασίας πρωτογενούς πρόληψης αποτελεί πολιτική απόφαση. Τα παιδιά μας είναι λίγα και πολύτιμα. Αν δεν υπάρχει πολιτική βούληση προστασίας και υποστήριξης των παιδιών μας, προφανώς δεν πρόκειται να γίνει κάτι, γιατί αυτό απαιτεί δίκτυο κοινωνικών υπηρεσιών και επαγγελματιών σε κάθε γειτονιά. Όταν εντοπίζεις το πρόβλημα πρέπει να το λύνεις, να βοηθάς την οικογένεια όπου αντιμετωπίζει ένα ψυχολογικό πρόβλημα. Υπάρχουν πολλές αλληλένδετες δομές που πρέπει να συνεργαστούν».
«Είμαστε δια νόμου υποχρεωμένοι, εφόσον πέσει στην αντίληψή μας μία βλάβη ή μία κάκωση, που πιθανόν να έχει προκληθεί από βία, να το αναφέρουμε»
Αδικαιολόγητη είναι η εμφάνιση μελανών σημείων στο σώμα ενός μωρού, ειδικά σε περιοχές που απαιτείται μεγάλη δύναμη για την πρόκλησή τους, γεγονός που θα έπρεπε να παρατηρείται από παιδιάτρους και άλλους γιατρούς ανέφερε η κ. Γιαννούση σημειώνοντας ότι: «Ένα στα τρία βρέφη που επιβεβαιώθηκε η κακοποίησή τους είχαν στο παρελθόν μία μικρότερη, ηπιότερη καταγεγραμμένη κάκωση επίσης, σε ποσοστό 30-35%, με κύριο δείγμα τις μελανιές. Ένα μωρό κάτω των έξι μηνών που έχει μελανιές, δεν μπορεί να τις έχει κάνει μόνο του. Όποιος λοιπόν δει μελανιές σε ένα μωρό, πρέπει να ενεργοποιηθεί. Μελανιές στο πρόσωπο, στα αυτιά, στον λαιμό και στον κορμό είναι πολύ ύποπτες για κακοποίηση σε αντίθεση με τις μελανιές στα άκρα, όπου ένα παιδί μπορεί να χτυπήσει ενώ παίζει. Βαριές κρανιακές κακώσεις και κατάγματα με ισχυρή δύναμη για να εμφανιστούν, μάλλον είναι αδικαιολόγητα. 1 στα 4 κατάγματα σε βρέφη και νήπια είναι προκλητά».
«Ο πολίτης είναι υποχρεωμένος να αναφέρει την κακοποίηση»
Ενεργός και σημαντικός είναι ο ρόλος του πολίτη στον εντοπισμό και την καταγγελία περιστατικών βίας κατά των ανηλίκων και κυρίως των μικρών παιδιών, με την ανωνυμία να εξαλείφει τον κίνδυνο για κυρώσεις εις βάρος του πολίτη, που αποφάσισε να κινητοποιηθεί εις βάρος ενός ύποπτου περιστατικού, σύμφωνα με την κ. Γιαννούση. «Πολλές φορές κλεινόμαστε στο στενό περιβάλλον μας και στο σπίτι μας, λέμε δεν είναι δουλειά μου, θα μπλέξω και φοβόμαστε. Νομίζω ότι με ένα ανώνυμο τηλεφώνημά σου μπορείς να σώσεις τη ζωή ενός παιδιού, να αποτελέσει αυτό την αφορμή αυτή η οικογένεια να βρει μία υποστήριξη, παρακολούθηση, κοινωνικές παροχές και να βελτιωθεί η ζωή όλης της οικογένειας. Δεν σημαίνει πάντα ότι μία κακοποίηση γίνεται με σκοπό να σκοτώσει το παιδί, αλλά μπορεί να προκύπτει, γιατί ο γονιός δεν μπορεί να διαχειριστεί τα προβλήματά του. Δια νόμου είναι και ο πολίτης υποχρεωμένος, αν πέσει στην αντίληψή του κακοποίηση ανηλίκου, να το αναφέρει και διώκεται όποιος τον απειλήσει να μην το κάνει».
Τέλος, δεν πρέπει να ξεχνάει κανείς, ότι η κακοποίηση δεν έχει να κάνει μόνο με την έντονη σωματική βία, αλλά επίσης με την ψυχολογική, το ταρακούνημα ενός βρέφους ή τα ήπια χτυπήματα σε συγκεκριμένα σημεία του σώματος. «Η κακοποίηση ή παραμέληση ενός παιδιού δεν είναι μόνο οι βαριές σωματικές κακώσεις, αλλά και το να τραβάς τα μαλλιά του, τα αυτιά του, να του χτυπάς το χέρι του, το ταρακούνημα στα βρέφη που προκαλεί σοβαρές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και φυσικά υπάρχει και η ψυχολογική κακοποίηση, δηλαδή ένα παιδί το οποίο ο γονιός του του φωνάζει, το βρίζει ή το απομονώνει από τις κοινωνικές του επαφές μπορούν να μας κινητοποιήσουν και να το αναφέρουμε κάπου», συμπλήρωσε η κ. Γιαννούση.
Επιμέλεια: Γιάννης Κωστάκογλου