-
Ανδραγαθίες και μαρτυρικές θυσίες που ξεπερνούν τα ανθρώπινα μέτρα
Από τη θρυλική Μάχη της Κρήτης,δεν θα μπορούσαν να απουσιάσουν οι Ανωγειανοί. Σύμφωνα με τον έγκριτο ιστορικό Γιώργη Σμπώκο πρώην δήμαρχο Ανωγείων οι συγχωριανοί του κατέφθασαν μεταξύ των πρώτων στην περιοχή του Λατζιμά, χωρισμένοι σε δύο ομάδες. Η πρώτη υπό την αρχηγία των: Ιωάννη Στεφάνου Δραμουντάνη ή Στεφανογιάννη του Παπα-Γιάννη Σκουλά και του Χριστόδ. Σμπώκου που αποτελείτο από 45 πολεμιστές και η δεύτερη από 30, υπό την αρχηγία του δικηγόρου Γ. Βρέντζου. Οι μάχες στον Λατζιμά συνεχίστηκαν μέχρι το πρωί της 23ης Μαΐου, οπότε μηχανοκίνητη εχθρική φάλαγγα, που προέλαυνε μέσω του μαχομένου Ρεθύμνου προς το Ηράκλειο, τους κτύπησε, από τα νώτα και οι ηρωικοί μαχητές αναγκάζονται να υποχωρήσουν προς τις εστίες των, παίρνοντας μαζί τους και τους τραυματισμένους κατά τη διάρκεια της μάχης. Οι Ανωγειανοί παραλαμβάνουν και μεταφέρουν στ’ Ανώγεια τους τραυματίες: Εμμ. Σταυρακάκη ή Μπαρμπούνη, Ευριπίδη Χαιρέτη, Εμμαν. Σκουλά ή Μάνολα, Βασίλειο Βρέντζο ή Λακιώτη, Ιωάννη Βιγτώρο, Ιωάννη Εμμ. Σμπώκο και Αναστάσιο Πασπαράκη.
Ταυτόχρονα με την εκκίνηση των Ανωγειανών προς Λατζιμά, ένα τμήμα των ένοπλων αγωνιστών τους, υπό την ηγεσία του Γ. Δραμουντάνη ή Στεφανογιώργη και του έφεδρου ανθυπολοχαγού Ιωάννη Σμπώκου ή Μπατζογιάννη, αναχωρούν, φθάνουν και καταλαμβάνουν θέσεις μάχης στις περιοχές Γάζι, Τσαλικάκι και Αγάκου Μετόχι, όπου συνεπικουρούμενοι και από αρκετούς άλλους Μυλοποταμίτες και Μελιβιζώτες, παραμένουν και μάχονται σκληρά μέχρι την 29η Μαΐου, που αναγκάζονται σε υποχώρηση, λόγω της άφιξης της μηχανοκίνητης γερμανικής φάλαγγας που κατευθύνεται προς Ηράκλειο, παίρνοντας μαζί τους τους τραυματίες: Κωνσταντίνο Κεφαλογιάννη ή Τσουρόκωστα και Εμμ. Γ. Κεφαλογιάννη και αφήνοντας στο πεδίο της μάχης εννέα (9) ήρωες νεκρούς.
Η Μάχη μαινόταν για ένα δεκαήμερο περίπου με κέντρα επιχειρήσεων Λατζιμά, Σταυρωμένου, Περιβόλια, ΒΙΟ.Ο κόσμος παρά τον αιφνιδιασμό δεν έμενε με σταυρωμένα χέρια. Και έχουμε πολλά παραλειπόμενα των επίσημων αρχείων να παραθέσουμε που δίνουν και την ατμόσφαιρα εκείνης της συγκλονιστικής εποχής.
Από τους μεγάλους ήρωες ο Γιώργης Τζίτζικας (Μπαχρής). Αν και είδε τον χάρο με τα μάτια του κατά την αιχμαλωσία του μετά την κατάρρευση του μετώπου κατάφερε να δραπετεύσει. Βρήκε μια γωνιά σε ένα από τα τρία πλοία της αποστολής και στις 28 Απριλίου 1941 έφθανε στο λιμάνι της Σούδας.
Η μεγάλη του χαρά ήταν ότι φορούσε ακόμα το χακί που αρνήθηκε πεισματικά να βγάλει για να μην περάσει όλες τις ταλαιπωρίες που συνάντησε. Είχε ακούσει από τους ηλικιωμένους στην Ξάνθη ότι οι Γερμανοί δεν πειράζουν τους πολίτες. Θα μπορούσε λοιπόν να φορέσει πολιτικά και να αποφύγει κινδύνους αιχμαλωσίας.
Εκείνος όμως ήθελε να αποκτήσει ξανά την πολιτική του περιβολή, στο στρατόπεδό του στη Σοχώρα εκεί που ντύθηκε το τιμημένο χακί. Η εμμονή του αυτή δείχνει και τον άκρατο πατριωτισμό του.Παρουσιάστηκε αμέσως σε ότι στρατό υπήρχε στο Ρέθυμνο και υπηρέτησε ως αγγελιαφόρος του συνταγματάρχη Χρήστου Τζιφάκη. Ήταν επόμενο ότι δεν θα έλειπε και από τη μάχη της Κρήτης όπου ανδραγάθησε.
Κάποια στιγμή κι ενώ προχωρούσε με ένα χωριανό του χωροφύλακα τον Αντώνη Κατσαντώνη, που κρατούσε ένα ταχυβόλο της Αστυνομίας πόλεων άρχισε να τους πολυβολεί ένα αεροπλάνο. Ο Τζίτζικας που είχε ειδική εκπαίδευση από τη θητεία του στην Ξάνθη ως σκοπευτής αεροπορικής αμύνης στα πολυβόλα δεν άντεξε για πολύ να νοιώθε πάνω του το εχθρικό αεροπλάνο και κόβει βόλτες.
Ζήτησε λοιπόν το όπλο από τον Κατσαντώνη για να το ρίξει. Εκείνος δίστασε γιατί είχε μόλις δυο δεσμίδες σφαίρες.
– Και μια μου είναι αρκετή απάντησε ο Τζίτζικας και πραγματικά κατάφερε να ρίξει το αεροπλάνο.
Στη δεύτερη τρίτη στροφή που έκανε ο πιλότος δέχτηκε τα πυρά του Τζίτζικα που κατάφερε να ρίξει το αεροπλάνο, στη θέση Ασπρουλιάνος.
Ο αξέχαστος Μάρκος Πολιουδάκης μας είχε μιλήσει για το ανδραγάθημα αυτό. Μάλιστα ο ίδιος είχε εντοπίσει τα υπολείμματα του αεροπλάνου αλλά ήταν αδύνατο να ανασυρθούν λόγω του δύσβατου της περιοχής που είχε καταπέσει.
Και με αφορμή αυτό είχε πειστεί τότε ο Γιώργης Τζίτζικας να μιλήσει για πρώτη φορά, σε ένα από τα ταξίδια του και μάλιστα στην επέτειο των 50 χρόνων από τη θρυλική μάχη, καθώς το συναίσθημα είχε φορτιστεί περισσότερο με την ατμόσφαιρα που δημιουργούσε η παρουσία τόσων βετεράνων.
Ο Αντώνης Κατσαντώνης σκοτώθηκε εκείνη τη μέρα στον Άη Γιώργη που γινόταν οι πιο φονικές μάχες. Το όπλο του βρέθηκε αργότερα στα χέρια ενός Λευτέρη Αλεξάκη από την Πατσό που το τίμησε και σε σημαντικές μάχες που δόθηκαν στη διάρκεια της Αντίστασης, αλλά σκοτώθηκε στον Εμφύλιο.
Η δράση του Νικολάου Αποστολάκη
Και τα νότια του νομού όμως οι γενναίοι υπερασπιστές του νησιού δεν μένουν αδιάφοροι. Ένας από αυτούς και ο Νικόλαος Αποστολάκης που είχε επιστρατευθεί τον Μάρτιο του 1941 ως έφεδρος λοχαγός, μαζί με άλλους εφέδρους, προκειμένου να ενισχυθεί το μέτωπο της Αλβανίας. Τοποθετήθηκε προσωρινά στη Στρατιωτική Διοίκηση Κρήτης στα Χανιά. Δεν τον προώθησαν στο Μέτωπο, γιατί είχε κυκλοφορήσει ευρύτατα η φήμη ότι εν όψει κατάρρευσης του Αλβανικού Μετώπου οι Γερμανοί θα κατέβουν προς τα κάτω.
Αρχίζει εκφόρτωση οπλισμού στο λιμάνι της Σούδας και ο Αποστολάκης αναλαμβάνει την παραλαβή και διάθεση όπλων σε πολίτες και σε αδειούχους στρατιώτες του Αλβανικού Μετώπου.
Όταν πια η απειλή καθόδου των Γερμανών έγινε επικίνδυνα ορατή, καθώς είχαν παρέμβει στο Μακεδονικό Μέτωπο, ο Αποστολάκης τοποθετήθηκε υπεύθυνος της Πολιτοφυλακής Αγίου Βασιλείου με έδρα το Σπήλι και προϊστάμενο τον Χαρ. Κανδηλάκη.
Η εντολή που είχε αναλάβει να εκτελέσει ήταν η οργάνωση λόχου από πολίτες παλαιούς πολεμιστές με σκοπό τη φύλαξη των νοτίων παραλιών από πιθανή απόβαση. Στο αρχείο του βρέθηκαν αυτές οι σημειώσεις που μας διασώζει ο γιος του Γιάννης:
«Κατά τη μάχη της Κρήτης ήμουν διοικητής πολιτοφυλακής Αγίου Βασιλείου, μάλιστα κατήρτισα λόχο ο οποίος απετελείτο από πολίτες εφέδρους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς τους οποίους απέστειλα εις Ρέθυμνο και ετέθησαν εις τη διάθεσιν της στρατιωτικής διοικήσεως και έλαβεν μέρος εις τας επιχειρήσεις μεταξύ αυτών διεκρίθησαν εις την μάχην ο εκ Μελάμπων Γεώργιος Μυρτάκης, όστις και εφονεύθη, ο αδελφός αυτού Εμμ. Μυρτάκης τραυματισθείς, ο εκ του αυτού χωρίου Δημοσθένης Βεργαδής, ή Κορώνης, ο εκ Κρύας Βρύσης Νικόλαος Μαυροτσούπης, ο εκ Αγκουσελιανών Χαρίδημος Κλειδής.
Επίσης διεκρίθησαν ο εκ των ομαδαρχών της πολιτοφυλακής της επαρχίας ο εκ Σπηλίου Γεώργιος Προκοπάκης, ο εκ Κρύας Βρύσης Μιχαήλ Πετρακάκης, ο εξ Ακουμίων Σταύρος Ανδρουλάκης, άπαντες οι ανωτέρω ομαδάρχαι προσέφεραν πολυτίμους υπηρεσίας κατά τη διεξαγωγή της μάχης.
Καθ’ όλη τη διάρκεια των επιχειρήσεων είχαν πολυτίμους συνεργάτας εις την έδρα μου το Σπήλι, τον απόστρατο αντ/ρχη Χαρίλαο Κανδηλάκη και τους δικηγόρους Εμμ. Πετρακάκη και Μιχαήλ Παπαδάκι, οίτινες με υποβοήθουν εις την οργάνωσιν και διεξαγωγήν της υπηρεσίας μου εις τους οποίους μάλιστα ανέθεσα την διεξαγωγήν εράνων προς περίθαλψιν των πυροπαθών της πόλεως Ρεθύμνης. Οι έρανοι μάλιστα επέτυχαν και συνελέγησαν πλείστα τρόφιμα και τα απέστειλα με τους ιδίους Κανδηλάκη, Πετρακάκη και Παπαδάκη και διενεμήθησαν ακριβοδικαίως».
Ένας ξεχασμένος εθνομάρτυρας
Ενώ αυτά συμβαίνουν στα νότια του νομού, στα Περιβόλια χαλάει ο κόσμος. Μια πύρινη κόλαση επικρατεί για την οποία όμως αδιαφορούν γιγαντόψυχοι λεβέντες όπως ο Στυλιανός Πατακός από την Πατσό με μεγάλη πείρα από τους προηγούμενους πολέμους. Επειδή δεν υπήρχε στρατός να αντιμετωπίσει τον εχθρό έσπευσε να βοηθήσει με την εμπειρία του στα μέτωπα των επιχειρήσεων. Όπως κι άλλοι στη θέση του δεν είχε όπλα στην αρχή. Απόκτησε οπλισμό με τη γενναιότητά του Ημίθεος έμοιαζε όταν ριχνόταν στη μάχη χωρίς να υπολογίζει τη ζωή του. Δικαίωνε έτσι και τα πολλά μετάλλια και διπλώματα ανδρείας που είχε πάρει μετά τον τραυματισμό του στην Κρέσνα Τζουμαγιάς. Αντίγραφα που υπάρχουν στο Γ.Ε.Σ. δόθηκαν πρόσφατα στα εγγόνια του. Είναι αξιοσημείωτο ότι και ο Βασιλιάς Γεώργιος όταν το 1937 πέρασε από το Ρέθυμνο εντυπωσιάστηκε βλέποντας τον στην άκρη του δρόμου να τον χαιρετά από τα τόσα μετάλλια στο στήθος του. Σε βαθμό μάλιστα που σταμάτησε την άμαξα να τον ρωτήσει ποιός είναι και που απέκτησε τόσα μετάλλια κι αυτός του απάντησε
– Στους Βαλκανικούς αγώνες στο γνωστό δωρικό του ύφος.
Για τη γενναιότητα του Στυλιανού έχουμε και τη μαρτυρία του Γιώργη Τζίτζικα, που έτυχε να τον συναντήσει στο πεδίο της τιμής, αλλά και του Ανδρέα Μπαραδάκη από τη Μύρθιο Ρεθύμνου, σύμφωνα με την οποία συνάντησε τον ήρωα δυο φορές ν’ ανεβοκατεβαίνει στου Σήμα την καμάρα. Είχε την έγνοια του και στο σπίτι και το βραδάκι ανέβαινε ν’ αρμέξει το κοπάδι και να δώσει εντολές στα μικρά αγόρια. Μετά γύριζε στη μάχη. Ήταν κάτι που ξεπερνά την ανθρώπινη φαντασία ν’ αφήνει το πόστο του όσο να πεταχτεί στο χωριό να δει τι απέγιναν οι δικοί του να εμψυχώσει και πάλι ξαναγύριζε στη μάχη χωρίς να υπολογίσει κόπο. Αυτά σε μια εποχή που ο κόσμος δεν είχε στο σύνολό του την πολυτέλεια ενός υποζύγιου για τις μεταφορές του.
Και φθάνουμε στο αποκορύφωμα της τραγωδίας που χάρισε το φωτοστέφανο του μάρτυρα στον Στυλιανό.
Η θέα των νεαρών χωροφυλάκων που ακάτεχοι στην τέχνη του πολέμου σύρονταν ως πρόβατα επί σφαγή δεν άφηνε ασυγκίνητο τον ήρωά μας. Στην προσπάθειά του να τα βοηθήσει μη χάσουν τον δρόμο τους βρέθηκε ο ίδιος αβοήθητος στην πιο κρίσιμη στιγμή της μάχης στον Άγιο Γιώργη. Και δεν άργησε να συλληφθεί από περίπολο λυσσασμένων για εκδίκηση ναζί.
Εκτελέστηκε με άλλους εκεί κοντά στην εκκλησία. Κι εδώ οι γνώμες διχάζονται. Άλλοι ισχυρίζονται ότι έριξαν και τον Στυλιανό, στο καμίνι του Ζαφείρη και τον έκαψαν μαζί με άλλους. Νεκρό ή ζωντανό κανένας δεν ξέρει. Άλλοι πάλι θεωρούν ότι τον έριξαν σε πηγάδι και τον έκαψαν. Το καμίνι πάντως υπάρχει όπως και ενδείξεις ότι χρησιμοποιήθηκε από τους ναζί για εκατόμβη θυμάτων.
Μνήμες ενός αιχμάλωτου
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι αναμνήσεις του Ιωάννη Δαμουλή, κουρέα, που, υπηρετούσε στον 13ον Λόχο Κορίνθου Κ.Ε.Κ., ως οπλίτης όταν πήραν διαταγή να φύγουν για την Κρήτη. Ακολούθησε η Μάχη με τους αλεξιπτωτιστές στο Μάλεμε. Έπειτα οδηγήθηκε μαζί με άλλους αιχμαλώτους των Γερμανών στο Ρέθυμνο.
Μόλις έφθασαν στο Ρέθυμνο ο Γιάννης Δαμουλής με τους άλλους αιχμαλώτους οδηγήθηκε στις φυλακές της Φορτέτζας. Εκεί ως γνωστόν όλος ο χώρος του κάστρου είχε μετατραπεί σε στρατόπεδο Ελλήνων αιχμαλώτων. Ο Δαμουλής από τις πρώτες μέρες της κράτησής του αποδείχτηκε πολύτιμος επειδή ήξερε την τέχνη του κουρέα. Μοναδικό του πρόβλημα για να εξυπηρετεί ήταν η έλλειψη εργαλείων. Ευρηματικός νους όμως καθώς ήταν δεν κάθισε με σταυρωμένα χέρια.
Κατηφόρισε με τρόπο προς την πόλη που ήταν έρημη από τους κατοίκους της. Οι πάντες καλού κακού είχαν ζητήσει καταφύγιο στα χωριά για να προστατεύσουν τα παιδιά και τους ηλικιωμένους ενώ όσοι μπορούσαν να κρατήσουν όπλο και να πολεμήσουν είχαν σπεύσει στα πεδία των μαχών. Ενώ συναντούσε παντού εικόνες εγκατάλειψης, κάποια στιγμή το μάτι του έπεσε σε κάτι ενδιαφέρον. Μπροστά του βρισκόταν ένα κουρείο με όλα τα σύνεργα της δουλειάς παρατημένα.
Χωρίς δεύτερη σκέψη ο Δαμουλής, τα μάζεψε και επέστρεψε στη θέση του χωρίς να έχει γίνει αντιληπτός. Οι συνθήκες είχαν ευνοήσει τη στιγμιαία αυτή δραπέτευσή του. Άλλωστε κι αν είχε γίνει αντιληπτή η απουσία του είχε μια καλή δικαιολογία αν έδειχνε τα εργαλεία που είχε εντοπίσει.
Οι μέρες περνούσαν κουραστικές για τον Γιάννη που δεν τον άφηναν σε ησυχία τα καταναγκαστικά καθήκοντα του κουρέα αλλά τουλάχιστον μπορούσε να ξεφύγει από τις βασανιστικές σκέψεις του, καθώς δεν ήξερε τι τον περιμένει και δεν είχε τρόπο να επικοινωνήσει με την οικογένειά του.
Μία μέρα συνεννοημένος μ’ ενα Νεοζηλανδό σύμμαχο, προσποιήθηκε ότι χρειαζόταν κάτι για το κουρείο και κατέβηκε στη πόλη του Ρεθύμνου για να το βρει. Εκεί του έβγαλαν μια πλαστή «ταυτότητα» Αυστραλού.
Μ’ αυτή τη ταυτότητα μπόρεσε να δραπετεύσει από το στρατόπεδο νύχτα και να πάει με τα πόδια, μαζί μ’ ένα σύμμαχο, μέσω Ατσιπόπουλου προς την Αγία Γαλήνη. Εκεί τους περίμενε μια βάρκα που τους οδήγησε στο Τσιρίγο.
Το Τσιρίγο κατείχαν οι Ιταλοί που τους υποδέχτηκαν χαρούμενα. Από κει έφυγαν κι έφτασαν στη Νεάπολη της Λακωνίας. Κρυβόταν την ημέρα και ταξίδευε τη νύχτα με ότι μέσο έβρισκε, προς την Σπάρτη. Έπειτα προς την Τρίπολη κι από κει στην Αθήνα. Μαζί του κουβαλούσε κι ένα μπιτόνι λάδι.
Στο μεταξύ οι δικοί του στην Αθήνα δεν ήξεραν που βρίσκεται ο άνθρωπός τους κι αν θα τον ξαναβρούν. Μάταια τον αναζητούσαν μέσω του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού.
Η μητέρα του από την ασιτία αρρώστησε και νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο. Τα άλλα μέλη της οικογένειας όταν απελπίστηκαν από τις άκαρπες έρευνες αποφάσισαν να αποδεχτούν την τραγική πραγματικότητα θεωρώντας τον νεκρό και μάλιστα του έφτιαξαν και κόλλυβα.
Είναι εύκολο να φανταστούμε πως ένοιωσαν μόλις τον είδαν. Ο κόσμος όλος γέμισε χρώμα χαράς με την εμφάνιση του αγαπημένου τους.
Το μουλάρι τους έσωσε τη ζωή
Πρωί στις 21 του Μάη 1941 τα Γερμανικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα σκορπίζουν τον πανικό στον άμαχο πληθυσμό. Στόχος των Γερμανών ν’ αδειάσουν τα χωριά για να μη βρουν καμιά αντίσταση.
Εκείνο το πρωινό – μας είχε πει ο Βασίλης Παπαδόπουλος – παιδί εφτά χρόνων ήταν τότε, με τη θεία του Αθηνά Δρανδάκη είχαν πάει στο περιβόλι για να ποτίσουνε. Δεν πέρασε πολλή ώρα και τα γερμανικά αεροπλάνα άρχισαν το βομβαρδισμό. Το μουλάρι που γύριζε το «ντολάπι» για να βγάλει νερό με δεμένα τα μάτια για να μη ζαλίζεται, τρελαμένο από τον θόρυβο των αεροπλάνων άρχισε να κλωτσά με λύσσα. Κατάφερε σε λίγο να λύσει τα σκοινιά κι άρχισε να τρέχει στο περβόλι. Τα δεμένα του μάτια το εμπόδιζαν να διακρίνει που πηγαίνει. Έπεφτε και σηκωνόταν. Ο μικρός κρύφτηκε με τη θεία του στη στέρνα, ώσπου να περάσει το κακό. Ούτε που καταλάβανε πόση ώρα πέρασε. Και μόνο λίγο μετά που είδανε όταν όλα ηρέμησαν κάπως που έπεσαν οι βόμβες κάνανε το σταυρό μας. Γιατί παραξενεμένοι από την αντίδραση του ζώου είχανε μετακινηθεί από την αρχική τους θέση κι έτσι σωθήκανε. Τέσσερις βόμβες είχαν πέσει λίγα μέτρα από αυτούς. Αν τους εύρισκαν, σίγουρα θα τους σκότωναν.
Βέβαια τραγική μοίρα τους περίμενε λίγο αργότερα. Για τα γεγονότα αυτά έχουμε κάνει αρκετές αναφορές σε κάθε επέτειο.
Οδυνηρές οι απώλειες των Γερμανών
Το δεκαήμερο της θρυλικής μάχης κόστισε στους Γερμανούς σημαντικές απώλειες, που ξεπέρασαν τις απώλειές τους σε ολόκληρη την επιχείρηση εναντίον της Γιουγκοσλαβίας και της υπόλοιπης Ελλάδας και αχρήστευσαν το επίλεκτο σώμα των αλεξιπτωτιστών. Αναλυτικά οι απώλειες των εμπολέμων σε νεκρούς τραυματίες και αιχμαλώτους ανέρχονται: Για τους Συμμάχους σε 13.500 αξιωματικούς και οπλίτες και 22.000 ναύτες. Για τους Έλληνες 7.000 σκοτωμένους και τραυματίες και για τους Γερμανούς 8.000 νεκρούς.
Τ’ αποτελέσματα της Μάχης έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου και τη δραστήρια και δυναμική οργάνωση της αντίστασης στο νησί.
Έτσι:
– Οι τόσο σημαντικές και οδυνηρές απώλειες των Γερμανών, είχαν ανεπανόρθωτες επιπτώσεις στις περαιτέρω εξορμήσεις προσπέλασής τους προς ανατολάς, διά της μεσογειακής στρατηγικής οδού: Ευρώπη-Μέση Ανατολή-Ινδίες.
– Καθυστέρησε χρονικά την επίθεση κατά της Ρωσίας και πρόλαβε τις στρατιωτικές εξελίξεις ο Στρατηγός Χειμώνας.
– Επέτρεψε τη διοργάνωση των Αγγλικών δυνάμεων της Β. Αφρικής και έπαιξε σημαντικό ρόλο στις μετέπειτα εξελίξεις στην περιοχή αυτή.
– Η καταστροφή της 7ης αερομεταφερόμενης μεραρχίας στέρησε τους Γερμανούς από ένα τρομερό όπλο, με ουσιαστικό ρόλο στην πορεία των πραγμάτων στη Μέση Ανατολή.
Οι Γερμανοί κέρδισαν μια πύρρειο νίκη, αφού με τις δυνάμεις που σπατάλησαν, θα μπορούσαν να κατακτήσουν εύκολα την Κύπρο, τη Συρία, το Ιράκ, ακόμη και την Περσία, κατά τις εκτιμήσεις των στρατιωτικών.
Η συντριβή των επίλεκτων γερμανικών δυνάμεων έδωσε κουράγιο και δύναμη σ’ όλους τους ελεύθερους ανθρώπους και εδραίωσε την πίστη τους ότι, όχι μόνο οι Γερμανοί δεν είναι αήττητοι, αλλά ότι, και οι πιο τέλειες πολεμικές μηχανές, μπορεί ν’ αχρηστευθούν, όταν έλθουν αντιμέτωπες ακόμη και με ένα άοπλο λαό, που, ξέρει να ζει και να πεθαίνει για τη λευτεριά του.
Ακόμη, άρχισε δυναμικά η οργάνωση της Εθνικής Αντίστασης με αγώνες, θυσίες και ολοκαυτώματα, μιας κατάστασης, που έγινε ο μόνιμος εφιάλτης στις δυνάμεις κατοχής, άγχος και δίλημμα στη στρατηγική προοπτική του Άξονα, όπως ομολογεί ο ίδιος ο Ουίνστον Τσώρτσιλ.
Κι έμειναν όλα αυτά στις Δέλτους της ιστορίας, να μας ξυπνούν μέσα μας την περηφάνια.