Όπως συμβαίνει μετά από κάθε περιπέτεια του έθνους μας έτσι και από τον Οκτώβρη του ’44, όλοι έγιναν πατριώτες και αντιστασιακοί. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που οι πραγματικοί αντιστασιακοί αναγκάστηκαν να φύγουν από τον τόπο τους μη ανεχόμενοι όσα έβλεπαν και ζούσαν.
Σε κείνη την εποχή που κόντευε να γραφτεί η ιστορία όπως βόλευε τους κρατούντες πήραν το θάρρος κάποιοι αληθινοί πατριώτες να καταθέσουν ντοκουμέντα που βοήθησαν μετά τους ιστορικούς να καταγράψουν τα γεγονότα με λιγότερες πλάνες.
Ένας από αυτούς και ο Ιερομόναχος Διονύσιος Σταφυλάκης που από τον Δεκέμβρη του 1945 ξεκίνησε να δημοσιεύει τα γεγονότα που έζησε στη Μονή Πρέβελη με απόλυτη αντικειμενικότητα. Και από αυτή την πηγή αναβλύζει σε όλο της το μεγαλείο η ιστορική αλήθεια.
Ο Διονύσιος έζησε όλα τα γεγονότα κοντά στον θρυλικό ηγούμενο Αγαθάγγελο Λαγουβάρδο κι έχει να αναφέρει τα εξής σπουδαία: «Μετά τη Μάχη της Κρήτης κατέφυγαν στη Μονή Πρέβελη περί τους 120 αξιωματικούς και οπλίτες που είχαν αποκλειστεί στο νησί. Αυτούς φρόντισε ο Λαγουβάρδος να κρύψει άλλους στον Άγιο Ονούφριο, άλλους στο Ταλιεράδο και άλλους στον Άγιο Ιωάννη και στην Ξηρομερήτισσα. Επτά αξιωματικοί έμειναν στο μοναστήρι.
Η τροφοδοσία τους γινόταν από την αδελφότητα της Μονής με άπειρους κινδύνους. Η ατμόσφαιρα έγινε πιο απειλητική όταν ένα Τάγμα Γερμανών ήρθε και εγκαταστάθηκε στη Μύρθιο.
Μετά από πολλές περιπέτειες που προκάλεσε η επιπολαιότητα των φιλοξενουμένων τέλειωσε ο θερισμός και ο Διονύσιος δεν είχε άλλο διακόνημα παρά την περιποίηση των Άγγλων και την παραπλάνηση των Γερμανών όποτε γινόταν έφοδος.
Ευτυχώς μετά από ένα καλό γεύμα οι Γερμανοί άφηναν ήσυχο το μοναστήρι.
Με αυτές τις μεθοδεύσεις κατάφεραν οι μοναχοί να φέρουν σε πέρας τις πρώτες αποστολές Άγγλων στη Μέση Ανατολή, μαζί με ορισμένους δικούς μας που είχαν αποφασίσει να φύγουν για να πολεμήσουν εκεί τον εχθρό.
Βράδυ 27 Ιουλίου 1941 τέλειωσε η πρώτη αποστολή.

Την επομένη απεφάσισαν ο υποπλοίαρχος Πόουλ να φύγει μαζί με τον Ηγουμένο στο Αμάρι, που είχαν πληροφορηθεί πως γύρω από τον Ψηλορείτη βρίσκονταν πολλοί Άγγλοι.
Έδωσαν λοιπόν στον Πόουλ πολιτική ενδυμασία, καβάλησαν τα ζώα και αναχώρησαν. Περνώντας από Κουρταλιώτικο φαράγγι, Αγία Πελαγία, Λαμπηνή, Καρήνες, Πατσό, Παντάνασσα, έφθασαν στους Αποστόλους και κατέλυσαν στην οικία του Δημητρίου Λαγκουβάρδου αδελφού του ηγούμενου. Προτού αναχωρήσει ο Πόουλ παρέδωσε τη στρατιωτική του στολή στον Διονύσιο να τη φυλάξει μέχρι την επιστροφή του.
«Πάτερ Διονύσιε, του είπε, φεύγομε στο Αμάρι. Επειδή όμως πολλοί Κρήτες παρηκολούθησαν την άφιξιν και αναχώρησαν του Υποβρυχίου, πολύ γρήγορα θα γίνει γνωστό και σε άλλα διαμερίσματα της Νήσου. Είμαι βέβαιος πως πολλοί Άγγλοι θα τρέξουν να έλθουν εδώ για να φύγουν θ’ αναλάβης λοιπόν τη φροντίδα να τους τοποθετείς σε ασφαλές μέρος και τους τροφοδοτείς, καθώς και εκείνου που θα στέλνωμεν με τον Ηγούμενο από το Αμάρι μέχρις ότου έλθομεν και μεις. Ίσως να έλθουν και δικοί σας με σκοπό να φύγουν θα τους πεις πως έχω ρητήν διαταγήν του Στρατηγείου να μη παραλάβω κανένα Έλληνα».
Από τους Αποστόλους ο Γούμενος έστελνε έμπιστα πρόσωπα και μάζευε τους Άγγλους από τα διάφορα μέρη του Αμαρίου, για να τους στέλνει στο Πρέβελη. Την επομένη της αναχωρήσεώς τους έρχεται από τη Μύρθιο ο Χαράλαμπος Βιταλάκης και αναφέρει στον Διονύσιο, ότι είχε 13 Άγγλους τους οποίους έπρεπε να διώξει για την Αίγυπτο. Επειδή έμαθε πως φεύγουν και άρχισε να δημιουργείται θόρυβος τον παρακάλεσε αν είχε μέρος ασφαλές να τους κρατήσει εκεί μέχρι να τον ειδοποιήσει πότε και που θα τους φέρει, και αν θέλει να του δώσει η Μονή τροφές.
Ο Διονύσιος του συνέστησε να κάνει μια κατάσταση και να γράψει τα ονόματα και τις μονάδες που ανήκαν.
Αυτό έγινε και στο Φραττί που έμενε μια ομάδα Άγγλων υπό την προστασίαν του Παύλου Περαντωνάκη, του Εμμ. Βασιλάκη τον οποίον αργότερα εκτελέσανε οι Γερμανοί αλλά και όλοι οι χωρικοί έκαναν καθένας το μπορετό για τους ξένους. Μύρθιος και Φρατί αρνήθηκαν να επιβαρύνουν το μοναστήρι παίρνοντας τροφές. Αν είναι δυνατόν είπαν να μη μπορούν να φιλοξενήσουν δέκα ψυχές. Την ίδια λεβεντιά έδειξε και η άλλη ομάδα στη Δρυμίσκο υπό τους Αλέξανδρον Κυριακάκη, Εμμ. Σερτεδάκη, Παύλο Κατσογριδάκη, και Ιωάννη Μαρκάκη, η ομάδα στα Κεραμέ που ανήκαν σ’ αυτή οι Αντώνιος Αντωνιουδάκης, Παντελής Βιβιλάκης, Μιχαήλ Μαρκάκης.

Όλους αυτούς συντόνιζε ο Σταφυλάκης.
Αυτό το έμαθαν οι ομάδες κι έτσι στον γενναίο Ιερομόναχο κατέληγαν διάφορες αποστολές. Μια μέρα έφθασε στο μοναστήρι κάποιος που ζητούσε σφαγεία. Το μοναστήρι βέβαια δεν διέθετε. Μια όμως και ο ξένος είχε φθάσει ως εκεί ο Διονύσιος τον πήρε στο κελί του να τον φιλέψει. Μόλις έκλεισε η πόρτα ο ξένος εξήγησε στον καλόγερο ότι δεν είναι ζωέμπορος αλλά απεσταλμένος από τον ηγούμενο. Έφερε μαζί του 18 Άγγλους που άφησε στο Σιδέρωτα. Αμέσως ο Διονύσιος μερίμνησε και έστειλε τον ξένο, που είχε στο μεταξύ συστηθεί Αντώνιος Κρυοβρυσανάκης από τη Λοχριά, με τη συνοδεία του στον Μιχαήλ Παπαδάκι στο Βάτο για μεγαλύτερη ασφάλεια.
Κάποιες άλλες φορές όμως ο Διονύσιος δεν έδινε σημασία σε σημειώματα ή μεθοδεύσεις για άντληση πληροφοριών. Ήξερε να προστατεύει και το μοναστήρι και τον εαυτό του.
Από τις σημαντικότερες επισκέψεις που δέχτηκε ήταν από τους
Στυλιανό Καλλονά Ταγ/χη Πεζικού, Στέργιο Μπινόπουλος Συν/χη Πυρ/κού,κι ενα Γερογιάννη Λοχαγό από το Γαλατά Χανίων Είχαν πάει να παρακαλέσουν τον Σταφυλάκη να τους βοηθήσει να αποδράσουν Πάνω στην ώρα ήρθε για τον ίδιο λόγο και ο Πετρακογιώργης που είχε στο μεταξύ λάβει υπόσχεση από τον Ηγούμενο και τον Πόουλ Αυτοί μάλιστα τον έστειλαν να τους περιμένει στο μοναστήρι .
Πέρασαν και άλλοι γνωστοί αγωνιστές από το μοναστήρι και ο Σταφυλάκης έκανε ό,τι μπορούσε να τους εξυπηρετήσει.
Στο μεταξύ είχε μαζευτεί πολύς κόσμος για την επόμενη αποστολή που ήταν η δεύτερη Αποφασίστηκε αυτή να γίνει από την Τριόπετρα το φυλάκιο της οποίας είχε αποσυρθεί και όχι από τη Λίμνη .
Για το λόγο αυτό ο Ιερομόναχος έστειλε το Νικόλαο Γρηγοράκη από τα Κεραμέ να βεβαιωθεί .Στο μεταξύ έχοντας τα ονόματα ήξεραν την προέλευση ενός εκάστου κι έτσι δεν υπήρχε κίνδυνος παγίδευσης από τους Γερμανούς.
Και η δεύτερη αυτή αποστολή που έγινε 18 Αυγούστου 1941, πέτυχε Έμειναν όμως απέξω 150 άνδρες από τα γύρω χωριά που ήθελαν διακαώς να πάνε στη Μέση Ανατολή να πολεμήσουν Στην αποστολή αυτή μετείχε και ο Πόουλ αφού άφησε πλήρεις και σαφείς οδηγίες στο Σταφυλάκη πώς να λειτουργεί με τις αποστολές όταν για οποιοδήποτε λόγο δεν μπορούσε να έχει επαφή με τον ηγούμενο
Στο μεταξύ το μοναστήρι είχε καταντήσει κέντρο διερχομένων Αυτή η πληροφορία ανάγκασε τον Ηγούμενο Λαγκουβάρδο να απαγορεύσει στο Σταφυλάκη κάθε περαιτέρω εξυπηρέτηση ντόπιων για να μην προδοθούν και οι σύμμαχοι .
Δυστυχώς όμως κάποιοι δεν συμμορφώθηκαν και τιμωρήθηκαν διαφοροτρόπως .

Στις 24 Αυγούστου επιστρέφοντας ο Σταφυλάκης από το Ρέθυμνο που είχε πάει για υποθέσεις της Μονής πληροφορείται φθάνοντας στην Κοξαρέ ότι οι Γερμανοί είχαν κυκλώσει το μοναστήρι και να τρέξει να κρυφτεί .
Αυτό και τη σύλληψη μοναχών του το επιβεβαίωσε λίγο αργότερα ο Σελλιανός Γεώργιος Κοκκινάκης που είχαν αγγαρέψει οι Γερμανοί να μεταφέρει στην Κοξαρέ τα χρήματα του μοναστηριού.
Με ψυχραιμία ο Σταφυλάκης κάλεσε κάποιον Κωνσταντίνο Σταματάκη ένα τίμιο άνθρωπο , το παρέδωσε ζώα και άλλα αντικείμενα περιουσία της μονής με την εντολή να μην τα παραδώσει πουθενά .
Κάτι ήξερε γιατί δυστυχώς εκτός από τους Γερμανούς ήταν και ντόπιοι αυτοί που πήραν μέρος στις λεηλασίες .
Τηνεπομένη έμαθε λεπτομέρειες για τη σύλληψη των μοναχών Νείλου Θεοδωράκη, και Γαβριήλ Κουφάκη Παρθένιον Αντωνιουδάκην, Ιεροδιάκονο Χαράλαμπο Κουνούργιο εξόριστον. Ιερομόναχο Νικόλαο Ηλιού και δύο υπηρέτες της Μονής τον γέρο κηπουρο Νικολαο Μαυρομάτη και Εμμ. Κοπανάκη..
Οι μοναχοί Γεράσιμος Θεοδωράκης και Γερμανός Νικητάκης κατάφεραν να δραπετεύσουν
Μαθαίνοντας και για λεηλασίες στο Κάτω Μοναστήρι από ντόπιους έτρεξε στα Λευκόγεια και ζήτησε από το Σταθμάρχη Σελλιών Κεχαγιαδάκη να στείλει δύναμη χωροφυλακής για την περιφρούρηση της μονής Είχαν προλάβει όμως οι Γερμανοί
Με μύριους κόπους , έρποντας τις περισσότερες φορές , προσπάθησε να έρθει σε επαφή με φίλους βοσκούς για να προστατεύσει τα ζώα της μονής
Στη διάρκεια αυτή είδε εικόνες λεηλασίας που μάτωσαν την ψυχή του αλλά το βράδυ νέος εφιάλτης ξύπνησε μέσα του Θυμήθηκε πως είχε αφήσει πίσω την αλληλογραφία με τους Άγγλους Το ζήτημα δεν χωρούσε αναβολή Αν οι Γερμανοί εύρισκαν τα γράμματα θα κινδύνευαν πολλοί πατριώτες
Φθάνει στο μοναστήρι με κίνδυνο της ζωής του και αντιλαμβάνεται μεγάλο θόρυβο στο Ηγουμενείο Ακούγοντας βήματα κρύφτηκε και σε λίγο βλέπει ένα χωροφύλακα να έρχεται από το κελί του Ηγουμένου να σταματά στον περίβολο και να σφυρίζει συνθηματικά για να πάρει αμέσως απάντηση στο σύνθημα αυτό
Τελικά διαπίστωσε ότι η ανταλλαγή συνθημάτων μεταξύ των οργάνων της τάξης ήταν για να πάρουν όσο ρουχισμό είχαν αφήσει οι Γερμανοί Αυτό που ενδιέφερε όμως το Διονύσιο ήταν η αλληλογραφία Σπεύδει στο κελί του και βρίσκει ευτυχώς το κουτί που είχε κρύψει τα γράμματα
Τα πήρε και φεύγοντας είπε να περάσει από την εκκλησία Το θέαμα που αντίκρυσε τον έκανε να κλάψει Τίποτα δεν είχε μείνει όρθιο
Εκεί που συλλογιζόταν πώς να πράξει βλέπει να έρχεται ο Παύλος Περαντωνάκης και να του λέει πως οι Γερμανοί είχαν πάρει και τα πρόβατα και τις αίγες που ο Σταφυλάκης είχε φροντίσει φεύγοντας να ασφαλίσει σε σίγουρα χέρια
Ο Μοναχός Γερμανός Νικητάκης μόλις έφυγε και γλίτωσε από τα χέρια των Γερμανών έτρεξε και πρόλαβε και πήρε με κίνδυνο της ζωής του περί τα 80 ζώα τα οποία έστειλε στο χωριό του στην Καλή Συκιά και αυτά εσώθηκαν. Πρόλαβε και ο Παύλος Περαντωνάκης 35 τα οποία πήγε στη Λαμπινή μαζί με τα τρία βόδια στον Ιωάννη Καβάκην και αυτά όλα εσώθησαν και επεστράφησαν πίσω.
Την ίδια ώρα μαθαίνει ο Σταφυλάκης ότι οι Γερμανοί ζητούνε δοχεία και αγκαρεύουν ζώα για να μεταφέρουν το λάδι της μονής Τρέχει αμέσως κα συμβουλεύεται τον παπα Κωσταντή Γεωργουλάκη του Ασωμάτου,άνθρωπο που νοιαζόταν πάντα το μοναστήρι Βρήκαν μαζί τη λύση για να σώσουν όσο λάδι μπορούσαν
Οι επόμενες μέρες ήταν μαρτυρικές για τον Ιερομόναχο που περιπλανιόταν αναζητώντας καταφύγιο Στο Αμάρι βρήκε πρόθυμη φιλοξενεία πρώτα στους Γουργούθους από τον Ιωάννη Μαρνιέρο που τον κράτησε μάλιστα μια βδομάδα σπίτι του Αυτός είχε και ραδιόφωνο οπότε μάθαιναν τα νέα
Τον πατριώτη ιερομόναχο φιλοξένησαν επίσης ο Μιχάλης Νικ. Γενεράλης και η οικογένεια Κατσαντώνη που του προμήθευσε και ξένη ταυτότητα
Έστελναν μάλιστα τακτικά στο Ρέθυμνο έμπιστο πρόσωπο να μαθαίνει ο Διονύσιος από το γαμπρό του Ηλία Μαρκουλάκη και το μεγάλο πατριώτη Γεώργιο Χαλκιαδάκη Διοικητή Χωροφυλακής τα νέα για την περιοχή του μοναστηριού
Από τους Γουργούθους έφυγε να συναντήσει κρυφά τον ηγούμενο Λαγκουβάρδο Πέρασε Βρύσες, Δρυγιές κι έφθασε στο Άνω Μέρος όπου κι εκεί είχε σίγουρα καταφύγια κοντά στο γιατρό Κατσαντώνη και τον σπουδαίο παπα Κυριάκο
Με τη βοήθειά τους βρήκε σε μια σπηλιά τον ηγούμενο Η συνάντησή τους ήταν πολύ συγκινητική Έμειναν αγκαλιασμένοι να κλαίνε για τη μοίρα του μοναστηριού
Μετά από σκέψη αποφασίστηκε να φύγει ο Διονύσιος και να στείλει το Δημήτριο Μπιρλιράκη στην περιοχή του Πρέβελη να δει τι κατάσταση επικρατεί και να δώσει σήματα στο υποβρύχιο να πλησιάσει να τους πάρει στην Αίγυπτο Η διαδικασία ήταν όπως είχαν εκπαιδευτεί από τον Πόουλ
Έτσι κι έγινε αλλά η προσπάθεια απέτυχε οπότε ο Διονύσιος έφυγε από τη Βισταγή , πέρασε από τους Αποστόλους να ενημερώσει τονΑγαθάγγελο
Αμέσως μετά ζήτησε φιλοξενεία στο σπίτι του Ιωσήφ Ιερωνυμάκη στηνΠαντάνασσα που ήταν καταφύγιο κάθε κυνηγημένου Εκεί συνάντησε και τον Μπινόπουλο που επίσης δεν είχε καταφέρει να φύγει στηνΑίγυπτο
Η παρουσία του Διονυσίου τον έσωζε γιατί ξένος καθώς ήταν δεν ενέπνεε εμπιστοσύνη στους χωρικούς που τον θεωρούσαν κατάσκοπο
Με την αμνηστεία που έδωσαν οι Γερμανοί το Σεπτέμβριο του 1941 ανέλαβε ο Διονύσιος με εντολή του Επισκόπου να επιστρέψει στη μονή και να την ανασυγκροτήσει
Έκανε αμέσως υπακοή, επέστρεψε στη Μονή στις 3 Οκτωβρίου 1941,κα ιτου πήρε μέρος μέχρι να συνέλθει από το σοκ που δοκίμασε βλέποντας τηνκατάσταση του πάλαι ποτέ πλούσιου μοναστηριού
Ούτε ένα οικόσιτο δεν κατοικούσε εκει μέσα. Προχώρησε μέσα στο περιβόλι και δεν πίστευε στα μάτια μου μπροστά στην αθλιότητα κείνη που βρισκόταν .
Αυτό ήταν το Μοναστήρι που πριν από λίγο διάστημα παρουσίαζε όψη στρατοπέδου Άγγλων και Ελλήνων στρατιωτικών;
Εδώ δεν στήνονταν καζάνια για να θρέψουν τόσες ψυχές που είχαν ζητήσει στον οίκο αυτό του Θεού καταφύγιο;
Αυτό ήταν το μέρος που ξένοι από όλη την Κρήτη κατέφευγαν για να βρούν ανακούφηση ;
Σε ποια χάλα και τι κατάντημα το είχε φέρει η μανία του βάρβαρου κατακτητή Κελιά κατεστραμμένα , εκκλησία αγνώριστη , εικόνα εγκατάλειψης παντού και ψυχή ζώσα πουθενά
Αναφέρει στην έκθεσή του ο Σταφυλάκης
«Οτιδήποτε και αν πάθαινε (το μοναστήρι)από τον ελεεινό αυτόν εχθρόν θ’ απόμενε και κάποια χάρη έστω και απ’ αυτά τα ερείπια. Αλλα στην αθλιότητα που περιήλθεν εξ αιτίας της συμπράξεως κατά το μεγαλύτερον μέρος εις την λεηλασίαν των κατοίκων των γύρω χωριών και μακρινών τοιούτων δεν μπορούσε να εχει τίποτε άλλο από τη χάρη του γυμνού νεκρού. Γιατί η λεηλασία αυτή εγένετο σύστημα και οχι άτακτα όπως συνήθως κάνουν οι κατακτηταί. Σε δύο μέρες το Μοναστήρι αυτό του πλούτου και της Ιστορίας είχε μεταβληθεί σε μια αληθινή κόλαση. Οι χωρικοί που κοντά στο βάρβαρο κατακτητή είχαν ξεχάσει κάθε θρησκευτικόν συναίσθημα και ελησμόνησαν σαν όνειρο κάθε αγαθό σκοπό και κείνο το κακό εκείνες τις μέρες είχε υψωθεί σαν θύελλα σαν κατάρα ποιος ν’ αρπάξει περισσότερα ποιος να εξαπατήσει τον βάρβαρο συνοδό για να μπορέσει να του κρύψει ένα φορτία σιτάρι ή ένα κεφάλι τυρί ή ένα πρόβατο. Έβλεπες άνδρες γυναίκες παιδιά να τρέχουν και ν’ αρπάζουν καθένας όσα μπορούσε. Ότι δεν μπορούσε το εναποθήκευε έξω από τη Μονή μές στο δάσος και τρύπες και ρυάκια. Και ακόμα εξω στους αγρούς για να γυρίσει πιο γρήγορα να προλάβει και να αρπάξει περισσότερα. Έβλεπες ανθρώπους συνεταιρισμένους να λεηλατούν με τέτοιο σύστημα ανθρώπου που ποτέ δεν θα πίστευε κανείς ότι θα ήτο δυνατό να δείξουν τέτοια διαγωγή. Πρωτεύοντα ρόλο παίξανε και τα εντεταλμένα δια την τάξιν όργανα της Χωρ/κης και Αγροφυλακή. Παραχωρούσαν τα διάφορα τρόφιμα στους γνωστούς των κατοίκους με ποσοστά. Μέσα σε δυο μέρες τα δυο Μοναστήρια μετεβλήθησαν σε εγκαταλελειμμένα σπήλαια. Οι Μοναχοί απο την πρώτη στιγμή όσοι δεν συνελήφθησαν έφυγαν.
Δεν άφησαν ούτε καθίσματα ούτε τραπέζια, ούτε πιθάρια, ούτε πιάτα, πιρουνιά, κουτάλια, τσουκάλια, κρεβάτια, εικονίσματα, Ρουχισμό, άπαντα τέλος πάντων και έπιπλα διηρπάγησαν ακόμα και τα ξύλα που οι αδελφοί είχαν μαζέψει για το τζάκι τους. Ετσι διηρπάγη το παν και εκείνος που θα κατέβαινε στη Μονή ως επισκέπτης έφευγε με κάποια φρίκη μόλις αντίκρυζε την αθλιότητα αυτή.
Νόμιζε κανείς ότι ευρίσκετο μέσα σε σπήλαια που κατοικούσαν ξωτικά, βρυκόλακες και έφευγε κάνοντας το σταυρό του. Από μια πρόχειρη στατιστική απεδείχθη αργότερα ότι οι μεν Γερμανοί αφαίρεσαν σιτηρά και όσπρια 8.384 οκάδες. Οι δε χωρικοί 15.567. οι Γερμανοί πήραν 362 ζώα και αιγοπρόβατα οι δε χωρικοί περί τα 1200 και ότι άλλο μπορεί να φαντασθεί ανθρώπινος νους ότι υπήρχε στη Μονή….»
Αυτά αναφέρει ο Σταφυλάκης και κανένας δεν βρέθηκε να τον διαψεύσει.
