Αυτόν τον καιρό, και για πολλοστή φορά, διεξέρχομαι έργα του μεγάλου ελληνολάτρη ποιητή και πατριάρχη του γαλλικού ρομαντισμού, του φιλελεύθερου διανοητή και κοινωνικού αναμορφωτή της εποχής του, Βίκτορος Ουγκώ (1802-1885). Πάντα, εκ νεότητός μου, το έργο του Β. Ουγκώ με συγκινούσε και με συνάρπαζε απεριόριστα.
Με την ευκαιρία των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, μου δόθηκε η αφορμή να δημοσιεύσω επανειλημμένα σημειώματα για κρητικά, κυρίως, πολεμικά γεγονότα του «Εικοσιένα». Τώρα, με την εκπνοή των εορταστικών εκδηλώσεων της μεγάλης επετείου, σκέφτηκα να συμπληρώσω τα σχετικά προς το Εικοσιένα άρθρα μου, συγκεντρώνοντας σε δυο – τρεις συνέχειες κάποια ακόμα στοιχεία που απαντούν και τα συναντούμε συχνά στο έργο του Ουγκώ, και την αναφορά τους έχουν σε μιαν άλλη πτυχή του Μεγάλου Ελληνικού Αγώνα. στον θέμα του Φιλελληνισμού. Και ο Ουγκώ υπήρξε, αναμφισβήτητα, ένας μεγάλος φιλέλλην, αλλά και φίλος και ολόθερμος υπερασπιστής και διαλαλητής της ελευθερίας και των δικαίων όλων των λαών.
Ο θάνατος του Λόρδου Βύρωνος στο Μεσολόγγι ήταν φαίνεται που έδωσε την πρώτη αφορμή στον Ουγκώ, για να μιλήσει ενθουσιαστικά, για να φωνάξει σε όλους τους λαούς για τα δίκαια της Ελλάδας. Και ήταν, τότε, μόλις είκοσι δύο ετών, όταν, ανάμεσα στα άλλα έγραφε: «Εμείς του χρωστούμε βαθιά ευγνωμοσύνη. Έδειξε στην Ευρώπη πως οι ποιητές της Νέας Σχολής και αν δεν λατρεύουν πια τους θεούς της κλασικής Ελλάδας, πάντα, όμως, θαυμάζουν τους ήρωές της. Και λιποτάχτες αν είναι του Ολύμπου, τουλάχιστο ποτέ δεν αποχωρίστηκαν από τις Θερμοπύλες». Και συνεχίζει:
«(…) Ελλάδα του λόρδου Μπάιρον, Ελλάδα του Ομήρου,
Εσύ γλυκιά μας αδελφή, εσύ δική μας μάνα».
Ύστερα από τρία χρόνια, στις 20 Οκτωβρίου του 1827, ξεσπά το Ναυαρίνο, η περίφημη εκείνη ναυμαχία μεταξύ του ευρωπαϊκού και του τουρκο-αιγυπτιακού στόλου, όταν ο τριεθνής στόλος, υπό τους ναυάρχους Δεριγνύ, Κόδριγκτον και Χέυδεν κατατρόπωσε τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο του Ιμπραήμ έξω από το Ναυαρίνο και άνοιξε τον δρόμο για την ελληνική ανεξαρτησία. Οι Τούρκοι ηττήθηκαν κατά κράτος και αναγκάστηκαν να ελευθερώσουν την Πελοπόννησο από τα στρατεύματά τους. Γύρω στις έξι το απόγευμα, η λιμνοθάλασσα είχε γεμίσει από τα κατεστραμμένα πλοία του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Δώδεκα φρεγάτες, είκοσι δύο κορβέτες και είκοσι πέντε μικρότερα πλοία είχαν βυθισθεί, ενώ 6.000 άνδρες σκοτώθηκαν ή πνίγηκαν. Λέγεται ότι πολλοί από τους πυροβολητές του τουρκοαιγυπτιακού στόλου, κατά τη διάρκεια της ναυμαχίας, ήταν δεμένοι για να μην μπορούν να απομακρυνθούν. Έτσι, όταν τα πλοία τους βυθίζονταν, όλοι συμπαρασύρονταν μαζί τους στον βυθό και πνίγονταν. Οι σύμμαχοι, αντίθετα, έχασαν μόλις 172 άνδρες, ενώ οι τραυματίες ανήλθαν σε περίπου 500. Δύο πλοία καταστράφηκαν ολοσχερώς και αρκετά υπέστησαν εκτεταμένες ζημίες.
Στο ομώνυμο τραγούδι του Ουγκώ, το Ναυαρίνο είναι η πόλη με τα γραμμένα σπίτια, η χρυσοθόλωτη ή σαν εμψυχωμένη λευκή Ναυαρίνα. Οι δυο ουγκικές Ελλάδες και οι δυο ρομαντικά καταστόλιστες, η Ελλάδα του Ομήρου και η Ελλάδα του Μπάιρον, δισυπόστατη θεότητα, χορεύουν πάνω στα συντρίμμια των τουρκοαιγυπτιακών καραβιών. Ο Βίκτωρ Ουγκώ εκφράζει τη χαρά και ικανοποίησή του για την καταστροφή του στόλου των Τούρκων και λυπάται που ο Κωνσταντίνος Κανάρης (1793-1877), που είναι και ο πρωταγωνιστής του ποιήματος, δεν ήταν εκεί για να το απολαύσει. Γιατί το «Ναυαρίνο» του Β. Ουγκώ με τον Κανάρη αρχίζει και με τον Κανάρη γεμίζει:
«Κλάψε, Κανάρη, εσύ ο λαίλαπας των πελάγων να βρεθείς μακριά από το Ναυαρίνο, εκατόν είκοσι εχθρικά καράβια να χαθούν χωρίς εσένα, να μην καούν από Σένα!». Και συνεχίζει:
«Αλλά παρηγορήσου, Κανάρη, η Ελλάδα σου είν’ ελεύθερη! Ελλάδες του Ομήρου και του Μπάιρον, εσύ η αδελφούλα μας και η μάννα μας εσύ, ψάλλετε, ανίσως η πικραμένη σας φωνή δεν έχει σβήσει από τα γοερά σας ξεφωνητά! Καημένη Ελλάδα, ήσουν τόσο ωραία και δεν σου ταίριαζε να ’σαι μέσα στο μνήμα!».
Και αφού ο Ποιητής μάς ζωγράφισε στο «Ναυαρίνο» πανηγυρικά τον γενικό χαλασμό του εχθρού, ξαναγυρνά νοσταλγικά στο κατανυκτικό του μοιρολόγι. Το θέμα τού το δίνει η σπαραγμένη κι αιματοκύλιστη Ελλάδα:
«Ω! Νικήσαμε! Ναι η Αφρική ηττήθηκε. Τον ψευδοπροφήτη κάτω απ’ τα πόδια του ο αληθινός Θεός πατά… Για πολύ καιρό οι λαοί έλεγαν: «Ελλάδα»! Ελλάδα! Ελλάδα! Πεθαίνεις. Φτωχέ, απελπισμένε λαέ, στους πύρινους μέσα ορίζοντες μέρα με τη μέρα ξεψυχάς. Του κάκου, για να σε γλιτώσουμε, δοξασμένη κι αγαπημένη πατρίδα, ξυπνούμε τον κοιμισμένο στον άμβωνά του ιερέα, του κάκου ζητιανεύουμε έναν στρατό για σένα από τους βασιλιάδες μας. Οι βασιλιάδες μας όμως κουφοί, οι άμβωνές μας σιωπηλοί. Το όνομά σου δεν ζεσταίνει πια παρά μόνο τις καρδιές των ποιητών! Ένας λαός είναι καρφωμένος στο σταυρό, τι σημασία έχει, αλίμονο, σε ποιο σταυρό! Ως και οι θεοί σου φεύγουν! Παρθενώνες, Προπύλαια, τείχη ελληνικά, κόκκαλα από τις πολιτείες σου τις κολοβωμένες, όπλα γίνεστε στα χέρια των απίστων! Αλλ’ ας γίνει τώρα ο θρήνος μας περίχαρο ανάκρουσμα! Ο παλιωμένος κολοσσός, ο Τούρκος, πάει, ξαναστριμώχνεται στην Ανατολή, η Ελλάδα είναι ελεύθερη και μέσα από το μνήμα του ο Μπάιρον χειροκροτεί το Ναβαρίνο».
Η υπόθεση της Ελλάδας, στο ποίημα «Ναυαρίνο», παρουσιάζεται «υπεράνω πολιτικής». Καταδικάζεται η αδιαφορία των κυβερνήσεων και της Παπικής Εκκλησίας, ενώ τονίζεται το καθήκον συμπαράστασης των Γάλλων προς τους Έλληνες, η περηφάνια τους για τη συμμετοχή τους στη ναυμαχία του Ναυαρίνου, όπου, σύμφωνα με τον στίχο του Ουγκώ, «Όταν η Γαλλία μπαίνει στη μάχη, η τύχη αλλάζει» για την Ελλάδα.
Η αδελφική έξαρση και ο ενθουσιασμός για την Ελλάδα χαρακτηρίζουν τον Ουγκώ στο ποίημά του, όπως και τους περισσότερους ποιητές και διανοούμενους της εποχής, και καταγράφονται σε δυνατούς μαχητικούς τόνους. Πρωτοστατούν τα επαναστατικά ιδεώδη της Γαλλικής Επανάστασης και κυρίως η αρχή της ελευθερίας, ριζωμένης στη συλλογική μνήμη του 19ου αιώνα.