Μια ακόμα περιπέτεια της Μονής Αρκαδίου στην έναρξη του μεγάλου ξεσηκωμού
Θα συνεχίσουμε σήμερα το οδοιπορικό ιστορικής μνήμης σε χωριά του νομού την περίοδο της Τουρκοκρατίας με οδηγούς τον Στέργιο Σπανάκη, την ομάδα του Κρήτη Αφιέρωμα , τον Γιώργη Σμπώκο, τον Κωστή Ηλ. Παπαδάκη, τον Νίκο Δερεδάκη και προφορικές μαρτυρίες ανωνύμων που δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς στον τοπικό τύπο.
Και ξεκινώ από τα Ανώγεια που μάθαμε την ιστορία τους από τις άοκνες προσπάθειες του πολυβραβευμένου από την Ακαδημία Αθηνών συγγραφέα κ. Γιώργου Σμπώκου πρώην δημάρχου και εκπαιδευτικού. Και μαθαίνουμε από τα κείμενά του.
Τ’ Ανώγεια κυριεύτηκαν από τους Τούρκους το 1648 – δηλ. μετά τα Χανιά και το Ρέθυμνο και μετά από την έναρξη της πολιορκίας του Χάνδακα – και τους δόθηκαν για λόγους σκοπιμότητας ειδικά προνόμια.
Οι Ανωγειανοί ήταν από τους πρώτες Κρήτες που μυήθηκαν στη Φιλική Εταιρεία. Το 1816, ο πρώτος Ανωγειανός που μυήθηκε ήταν ο Γιώργος Βασ. Μανουράς – Πιρπυρής. Άλλοι Ανωγειανοί που μυήθηκαν ήταν οι: Βασίλειος Σμπώκος, Καπετάν Μανόλης Δακανάγης ή Παπαδομανόλης, Παπά – Μιχάλης Σκουλάς ή Ξώππαπας, Σταύρος Νιώτης, Σταύρος Ξετρύπης, Βασίλειος Αναγνώστης Σκουλάς.

Έτσι, οι Ανωγειανοί πήραν από τους πρώτους μέρος στην Επανάσταση του 1821. Στην πρώτη ευκαιρία, οι Τούρκοι έκαψαν το χωριό τους (το 1822) μετά από σκληρές μάχες. Τον Μάιο του 1822 οι Ανωγειανοί νίκησαν τους Τούρκους στη θέση Σκλαβόκαμπο Μαλεβιζίου, με αρχηγό τον Βασίλη Σμπώκο. Τον Ιούλιο του 1822 ο Σερίφ Πασάς ξεκίνησε από το Ηράκλειο με προορισμό τ’ Ανώγεια και αφού τα λεηλάτησε, τα πυρπόλησε (14 Ιουλίου 1822). Παρ’ όλη την καταστροφή των Ανωγείων, οι Ανωγειανοί δεν έπαψαν να αγωνίζονται. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, νίκησαν πάλι στον Σκλαβόκαμπο τον Χασάν Πασά.
Το 1826 ξεκίνησε πάλι από το Ηράκλειο ένα τούρκικο απόσπασμα, με προορισμό τ’ Ανώγεια. Τότε, μια ομάδα Ανωγειανών με επικεφαλής αρκετούς οπλαρχηγούς, μεταξύ των οποίων ήταν κι ο καπετάν Μανόλης Δακανάλης, ξεκίνησαν από τ’ Ανώγεια, για να εμποδίσουν τους Τούρκους να πλησιάσουν το χωριό. Η συμπλοκή έγινε στον Αλμυρό ποταμό. Οι Ανωγειανοί κατόρθωσαν να τους απωθήσουν, αλλά σε μια μάχη έξω από το Ηράκλειο σκοτώθηκε ο καπετάν Μανόλης Δακανάλης. Υπάρχει κι ένα δημοτικό τραγούδι γι’ αυτόν, «Το τραγούδι του Μανόλη Δακανάλη», όπου μεταξύ άλλων αναφέρει:
«- Ανατριχιώ να σου το ‘πω, μέσα η καρδιά μου βράζει
μα σου τον εσκοτώσανε, πιο μέσα από το Γάζι…
– Σώπασε κυρά παπαδιά κι εσκότωσε τριάντα
τριάντα Τούρκους διαλεκτούς τσι άφησε στη μπάντα
Άφησε και παραγγελιά να ‘πουν του πεθερού του
να παν τα κοκκαλάκια του μαζί με τ’ αδελφού του
τα ζα του να ποτίζουνε στου Βλάχου τα πηγάδια
εκεί όπου ποτίζουνε και τ’ άλλα τα κοπάδια…»
Ένα άλλο δημοτικό τραγούδι, το «Τραγούδι του Νιώτη», μας μιλάει για κάποιο άλλο επεισόδιο που έγινε την περίοδο της Τουρκοκρατίας το 1830. Πρωταγωνιστές είναι ο Σ. Νιώτης και ο Ασάνης, ένας γενίτσαρος που είχε γίνει μάστιγα για τους Ανωγειανούς. Ανέθεσαν, λοιπόν, οι Ανωγειανοί στον Νιώτη, να απαλλάξει τον τόπο τους από τον φοβερό αυτό γενίτσαρο. Στον ποταμό όπου σκότωσε ο Νιώτης τον Ασάνη, ονομάστηκε από τότε «Του φονιά ο ποταμός».
«Ένας Ασάνης ήτανε στη μπάντα του Ρεθύμνου,
πολλά ‘κανε τω Χριστιανώ και κάψε τονε Θε μου
Πολλά ‘κανε τω Χριστιανώ, από τη μια τση πρώτης
και στου φονιά το ποταμό τον έσφαξε ο Νιώτης
Αλλοί τον εποσκότωσε ο Νιώτης τον Ασάνη
στη μέση που κενώνεται και τ’ άρματά του βάνει
στη μέση του τα φόρεσε κι εγύριζε Χαΐνης
Τούρκο στη Κρήτη να φανεί κιανένα δεν αφήνει…»
Στο Άνω Μαλάκι όπως μας πληροφορεί το Κρήτη Αφιέρωμα και ο Στέργιος Σπανάκης, και στη ρίζα ενός λόφου, στην περιοχή του παλιού χωριού Αρχοντικά υπάρχει ένα σπήλαιο με σταλακτίτες και σταλαγμίτες, που δεν έχει όμως αξιοποιηθεί.
Το σπήλαιο ονομάζεται Τρύπα των 40 Μιχελήδων, τοπωνύμιο που στηρίζεται στην παρακάτω παράδοση: Όταν οι Τούρκοι έκαιγαν τα Αρχοντικά, οι κάτοικοί του είχαν καταφύγει σ’ αυτό το σπήλαιο, ανάμεσά τους δεν υπήρχαν 40 άντρες με το όνομα Μιχάλης. Μια γριά όμως έμεινε πίσω και δεν μπόρεσε να βρει το στόμιο του σπηλαίου, που ακόμη και σήμερα είναι δύσκολο να το δει κανείς.
Σύμφωνα με μια εκδοχή, οι Τούρκοι έσφαξαν τη γριά, κάποιος φόρεσε τα ρούχα της και φώναξε: «Ε, Μιχελή, Μιχελή!» Οι έγκλειστοι φανερώθηκαν κι έτσι οι Τούρκοι μπήκαν μέσα και τους έσφαξαν. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, οι Τούρκοι βρήκαν τη σπηλιά, αφού ακολούθησαν τη γριά.
Στο χωριό διασώζονται αρκετές παραδόσεις από την εποχή της Τουρκοκρατίας.

Δεσπόζουσα θέση στο οδοιπορικό μας αξίζει και στην Αξό χάρις στην Ευμενία Βεργίτση κόρη του καπετάν Βοριά. Η Ευμενία Βεργίτση αιχμαλωτίστηκε από τον Γαζή Χουσεΐν, το 1646, και στάλθηκε σαν δώρο στο σουλτάνο Ιμπραήμ. Όταν μεγάλωσε, κατόρθωσε και έγινε η ευνοούμενη του σουλτάνου Μεχμέτ Δ΄ και μητέρα των μετέπειτα σουλτάνων Μουσταφά Β΄ και Αχμέτ Γ΄, που έμειναν στην ιστορία ως οι σκληρότεροι σουλτάνοι για την Κρήτη. Εξαιρετική η μονογραφία του Νικολάου Σταυριανίδη για την περίφημη Γκιουλνούς όπως την ονόμασαν κάτι δηλαδή σαν ροδοσταλιά της αυγής.
Το 1775 αγάς στην Αξό ήταν κάποιος Χαλίλ. Αυτός παντρεύτηκε μια Χριστιανή, που παρέμεινε στο θρήσκευμά της και βάφτισε και τα παιδιά της Χριστιανούς. Ο Χαλίλ Αγάς ήταν ανθρωπιστής και έτσι οι χωριανοί τον συμπαθούσαν πολύ. Το κονάκι του ήταν δίπλα στην εκκλησία και συχνά πήγαινε λάδι στην εκκλησία. Όταν μπήκαν στο χωριό οι Τούρκοι από το Γαράζο, με αρχηγό τον αγά Γαράζογλου μάζεψαν τα όμορφα κορίτσια του χωριού και τα έβαλαν να χορέψουν με το ζόρι πάνω σε ρόβι για να γλιστρούν.
Μόλις ο Χαλίλ έμαθε τι γινόταν έδωσε διαταγή να τους πιάσουν και να τους μαστιγώσουν. Ο Γαράζογλου θύμωσε και πρότεινε στον Χαλίλ να βρει ένα γενναίο για να παλέψει με το πρωτοπαλίκαρό του. Τότε παρουσιάζεται ο Αγγελογιωργάκης και λέει στο Χαλίλ «Μα το Θεό αφεντικό, σαν θα φάω και θα πιώ, θα τόνε καταφέρω».

Έτρωγε λοιπόν και έπινε 15 μέρες στο κονάκι του Χαλίλ, μετά βγήκε στην αυλή και άρχισε η πάλη. Ο Αγγελογιωργάκης είχε αλειφθεί με λάδι και έτσι δεν μπορούσε ο Τούρκος να τον πιάσει. Σε μια στιγμή ο Αγγελογιωργάκης πιάνει τον Τούρκο και τον ρίχνει μέσα στον φούρνο που υπήρχε εκεί, τότε γυρίζει και λέει προς το Γαράζογλου «Πόπης (μήπως) γυρεύει τα παξιμαδάκια τ’ αγαδικού μου (γ’ αφεντικού μου)».
Δεν υστερεί όμως σε ιστορικό παρελθόν και το Αποδούλου
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας οι κάτοικοι ήταν κατά το μεγαλύτερο μέρος Έλληνες. Το 1821 οι Κρήτες εξεγέρθηκαν εναντίον των Τούρκων. Οι κάτοικοι του Αποδούλου κατέφυγαν στον Ψηλορείτη, μόλις έμαθαν ότι θα περνούσε από το χωριό τους πολυάριθμος τουρκικός στρατός για να αποκαταστήσει την τάξη. Όμως δύο γέροι που δεν μπόρεσαν να φύγουν σφάχτηκαν από τους Τούρκους, ενώ μια γυναίκα με τα παιδιά της πιάστηκαν αιχμάλωτοι.
Η γυναίκα αυτή εκτός από τα δικά της παιδιά είχε μαζί της και τα παιδιά (Καλλίτσα και Γιάννη) του προεστού του χωριού καπετάν Αλεξανδράκη, των οποίων τα ίχνη χάθηκαν. Το μόνο που έμαθε ο Αλεξανδράκης ήταν ότι η Καλλίτσα πουλήθηκε σαν σκλάβα στην Αίγυπτο.
Για τη θρυλική Καλλίτσα έχουμε αναφερθεί σε προηγούμενα αφιερώματα με λεπτομέρειες.
Και πώς να παραλείψουμε την Αργυρούπολη που την περίοδο της Τουρκοκρατίας, λεγόταν Γαϊδουρόπολη και Σαμαρόπολη. Τον Ιούνιο του 1821, οι Κρητικοί, με αρχηγούς τον Αναγνώστη Μανουσέλη και τον Γεώργιο Δεληγιαννάκη, επιτίθενται από δω και τρέπουν τους Τούρκους σε άτακτη φυγή.
Το 1822 μεταφέρεται εδώ από το Λουτρό Σφακίων η έδρα της Επαναστατικής Επιτροπής, η οποία όμως θεώρησε ως κακόηχη την ονομασία Γαϊδουρόπολη και γι’ αυτό την αντικατέστησε. Από τότε, το χωριό ονομάζεται Αργυρούπολη. Μέχρι σήμερα όμως, οι κάτοικοι λέγονται Πολιθιανοί, από το απλό όνομα Πόλη.
Για το Ζουρίδι η παράδοση αναφέρει ότι το 1866 οι Τούρκοι έκλεισαν όλους τους χωριανούς σ’ ένα κατώι. Μόνο ένας Δρανδάκης είχε διαφύγει. Έριξε μια μπαταριά, έσβησε το λυχνάρι και δημιουργήθηκε πανικός. Οι Τούρκοι φοβήθηκαν πως είχαν κυκλωθεί κι έφυγαν, χωρίς να πειράξουν τους έγκλειστους.
Λέγεται επίσης ότι τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας η ομάδα Μπίρης – Νικόδημος – Αποστολάκης προκαλούσε πολλές συμφορές στους Τούρκους. Υπάρχει και η σχετική μαντινάδα:
«Ο Μπίρης, ο Νικόδημος και το Γερανιωτάκι
εκάνανε την Τουρκιά κι ήπιανε το φαρμάκι».
Αυτή η ομάδα έσφαζε τους Τούρκους μέσα στα σφαγεία.
Να κλείσουμε με την Ιερά Μονή Αρκαδίου που έχει στα χρονικά της και μερικά σημαντικά γεγονότα στην επανάσταση του 1821. Κι ένα στοιχείο που δεν πρέπει να παραληφθεί είναι ότι ενώ σε κανένα λατρευτικό χώρο δεν επιτρεπόταν οι καμπάνες οι τότε μοναχοί, παρακάλεσαν τον Πασά να επιτρέψει τουλάχιστον τη χρήση της καμπάνας στη Μονή του Αρκαδίου. Εκείνος την επέτρεψε κατ΄ εξαίρεση. Εκ του γεγονότος αυτού η Μονή Αρκαδίου έφερε την ονομασία «Τσανλί-Μαναστίρ» που σημαίνει «Μοναστήρι όπου χτυπάει η καμπάνα».
Κατά την επανάσταση του 1821 οι μοναχοί συμμετέχουν και πρωτοστατούν στα γεγονότα. Η πρώτη καταστροφή έρχεται. Τότε λεηλατείται και αναγκαστικά εγκαταλείπεται από τους μοναχούς για ένα μικρό διάστημα. Πολύ σύντομα επιστρέφουν.
Αναφέρει σχετικά ο κ. Νίκος Δερεδάκης: «16 Ιανουαρίου 1822, ο διαβόητος τουρκοκρητικός Γενίτσαρος Αλή Γετίμ (Γετημαλής), με σώμα από 80-100 γενναίους μουσουλμάνους του Ρεθύμνου, κινήθηκε εναντίον του Αρκαδίου, προκειμένου να το καταλάβει, να ελέγξει την ευρύτερη περιοχή, και να αποκαταστήσει την ασφάλεια των ομοθρήσκων του που ζούσαν στην περιοχή.
Ο Γετημαλής με τους άνδρες του κατέλαβε τη Μονή, συνέλαβε τους μοναχούς, τους οποίους έκλεισε στο Ηγουμενείο, υπό αυστηρή φρούρηση και στη συνέχεια οχυρώθηκαν στα κελιά και στα υπόλοιπα κτίσματα του Μοναστηριού. Το βράδυ οι Τούρκοι, αφού έφαγαν και ήπιαν, κοιμήθηκαν στα διάφορα κελιά, ήρεμοι και ήσυχοι ότι δεν κινδύνευαν.
Το ίδιο βράδυ, ένας γενναίος μοναχός, ο Θεοδώρητος Νταβερώνας, κατάφερε να βγει από το Αρκάδι μέσα από μια υπόγεια διάβαση (κουτούντο) και έσπευσε στα χωριά του Αμαρίου Θρόνος και Βισταγή, να ενημερώσει τους Κρήτες οπλαρχηγούς για την κατάσταση στο Μοναστήρι. Αυτοί, άκουσαν με προσοχή τις πληροφορίες του μοναχού και αποφάσισαν να κινηθούν εναντίον της Μονής. Καχύποπτοι, όμως, επειδή δεν γνώριζαν τις ακριβείς προθέσεις του πληροφοριοδότη και φοβούμενοι κάποια παγίδα, του έδεσαν τα χέρια και υπό αυστηρή φρούρηση τον έβαλαν να τους οδηγήσει στη Μονή.
Νύχτα, ακόμη, έφτασαν στους αμπελώνες του Αρκαδίου και στο Δραγατοκάλυβο κατέστρωσαν το σχέδιο εξόντωσης των Τούρκων. Μια ομάδα Κρητικών, υπό την αρχηγία του Χατζή Γιώργη Μουριώτη, κατάφεραν να μπουν στη Μονή από κάποιο παράθυρο ή κρυφή πόρτα που τους υπέδειξε ο μοναχός Θεοδώρητος. Από εκεί ανέβηκαν αθόρυβα στο δώμα του Ηγουμενείου που ήταν κλεισμένοι οι καλόγεροι, φρουρούμενοι από τους Τούρκους σκοπούς. Οι φύλακες άκουσαν τον θόρυβο, αλλά χωρίς να υποπτευθούν το παραμικρό, ρώτησαν στα τουρκικά τι συμβαίνει και ποιοι ήταν. Ο Ζερβονικόλας, που μιλούσε άπταιστα την τουρκική γλώσσα, τους απάντησε ότι τους είχε στείλει ο Γετημαλής, να δει αν κοιμούνταν. Αστραπιαία και χωρίς να ακουστεί ο παραμικρός θόρυβος, κατέπεσαν πάνω στους μουσουλμάνους και «απέκοψαν τας κεφαλάς των». Στη συνέχεια, απελευθέρωσαν τους μοναχούς, ενώθηκαν μαζί τους και κατέλαβαν οχυρές θέσεις εντός της Μονής. Ταυτόχρονα, τα σώματα των οπλαρχηγών Αντώνη Μελιδόνη και Αλέξανδρου Μαυροθαλασσίτη, περικύκλωσαν απ’ έξω το Μοναστήρι.
Με το πρώτο χάραμα, ξεκίνησε η επίθεση εναντίον των ανύποπτων Τούρκων, οι οποίο βρέθηκαν ανάμεσα σε δύο πυρά: Αυτών που τη νύχτα είχαν μπει στο Μοναστήρι και αυτών που βρίσκονταν απ’ έξω. Μετά την πρώτη έκπληξη, οι μουσουλμάνοι οχυρώθηκαν σε διάφορα κελλιά, απ’ όπου αμύνονταν λυσσαλέα εναντίον των επαναστατών. Η θέση των εγκλείστων έγινε ακόμα πιο δεινή, όταν οι επαναστάτες που βρίσκονταν, πια, όλοι εντός της Μονής, άναβαν υφάσματα που είχαν εμποτίσει σε λάδι και ρακί και τα έριχναν αναμμένα μέσα στα κελιά που ήταν οχυρωμένοι, από τρύπες που άνοιγαν στα δώματά τους. Βγαίνοντας αυτοί, λόγω του πυκνού καπνού, θανατώνονταν απευθείας.
Μια άλλη ομάδα Τούρκων είχε οχυρωθεί μέσα στο Ηγουμενείο και αμύνονταν απεγνωσμένα εναντίον των περισσοτέρων, πλέον, Κρητικών. Βλέποντας ότι δεν υπήρχε δυνατότητα αντίστασης ή διαφυγής, ήρθαν σε συμφωνία να παραδοθούν, με την υπόσχεση, από την πλευρά των Κρητών, ότι θα σεβαστούν τη ζωή τους. Βλέποντας, όμως, στη συνέχεια οι χριστιανοί αρκετούς συγγενείς και συμπολεμιστές τους να κείτονται νεκροί, αθέτησαν την υπόσχεσή τους και τους κατέσφαξαν όλους, ακόμα και τον Γετημαλή και τον γιο του.
Μόνο ένας Τούρκος γλίτωσε και μετέφερε τα νέα στο Ρέθυμνο.
Οι μοναχοί της Μονής, υπό τον Ηγούμενο Ματθαίο, αφού έψαλαν την επικήδειο ακολουθία για τους πεσόντες χριστιανούς, εγκατέλειψαν το Μοναστήρι από τον φόβο της αντεκδίκησης των Τούρκων. Κατέφυγαν σε διάφορα βουνά και αργότερα εγκαταστάθηκαν στο Βένι. Άφησαν στη Μονή δύο γέροντες μοναχούς, οι οποίοι αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν το Αρκάδι. Αργότερα οι Τούρκοι εξεστράτευσαν εναντίον της Μονής. Βρήκαν μέσα τους δύο υπερήλικες καλογέρους και αφού τους κατακρεούργησαν, «μετέβαλον το μεγαλύτερο μέρος αυτής εις σωρόν ερειπίων». Ο Ηγούμενος και οι Πατέρες της Μονής έμειναν στο Αμάρι μέχρι το επόμενο έτος. Τότε επέστρεψαν πίσω, και αποκατέστησαν κάποια από τη κτήρια της Μονής».
Είναι πολλά τα γεγονότα που κρύβονται στα άδυτα της ιστορίας και αναφέρονται στην επανάσταση του 1821 στη Ρεθεμνιώτικη ύπαιθρο. Θα αναφερθούμε και σ’ αυτά σε επόμενα δημοσιεύματα.