Της ΓΙΟΥΛΑΣ ΚΑΝΙΤΣΑΚΗ*
Με το έβδομο κατά σειρά συγγραφικό του πόνημα, «Ο γιος της γυναίκας» από τις εκδόσεις «Σμίλη», ο συντοπίτης μας συγγραφέας Αριστείδης Αρχοντάκης έρχεται να προσθέσει ένα ακόμα κομμάτι του παζλ, συμπληρώνοντας έτσι την εικόνα της προσωπικής, συγγραφικής του ιστορίας-πορείας. Όπως δηλώνεται χαρακτηριστικά – με μια πρώτη βέβαια ανάγνωση – και στον τίτλο, στο επίκεντρο αυτή τη φορά βρίσκεται η σημαντικότερη και ενδεχομένως, κατ’ επέκταση, και η δυσκολότερη σχέση του ανθρώπου και δη του άνδρα, αυτή με την μητέρα του. Σχετικά άλλωστε περιγράφεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Η σχέση μητέρας- γιου είναι μια σχέση πρότυπο. Τα αγόρια μαθαίνουν μέσα από τη σχέση αυτή πώς να συμπεριφέρονται στο άλλο φύλο, αν θα είναι ισότιμα, υποταγμένα ή κυρίαρχα».
Τον πρώτο, και τον τελευταίο – αναμενόμενα ίσως – λόγο τον έχει ο γιος, αφηγούμενος την ιστορία του στον εναρκτήριο και το καταληκτικό αντίστοιχα κεφάλαιο. Ποικίλα και συχνά αντιφατικά τα συναισθήματα που περιγράφουν τη σχέση με τη μάνα. Αγάπη, εξάρτηση, υποταγή, μίσος, απόρριψη, ενοχές, απαίτηση χειραφέτησης κι ανάγκη κοπής του ομφάλιου λώρου, οίκτος, συμβιβασμός, αποδοχή. «Στην αρχή λάτρευα τη μητέρα μου. Έπειτα τη μίσησα. Τώρα στο τέλος των ιστοριών μας, κοιτάζω πίσω και νιώθω -κάποιες στιγμές έστω- λίγη συμπόνια», μας εξομολογείται ο συγγραφέας με απόλυτη, αποστασιοποιημένη, παρ’ όλα αυτά συχνά σοκαριστική ειλικρίνεια.
Σε μια δεύτερη ωστόσο μάτια, ο αναγνώστης ανακαλύπτει τον γιο όχι μόνο της μάνας, αλλά της γυναίκας γενικότερα, με την έννοια του μεταφορικού γεννήματος, δημιουργήματός της. Έτσι ο συγγραφέας, ως δίκαιος κριτής – δικαστής, θα «ανεβάσει» διαδοχικά στο «βήμα» όλες της γυναίκες της ζωής του ήρωά του, τη μάνα, την αδελφή, την ερωμένη, την ξαδέλφη – ανεκπλήρωτο έρωτα. Η Χρυσούλα, η Ρηνιώ, η Αργυρώ θ’ αποκτήσουν την δικιά τους φωνή, έτσι ώστε να καταθέσουν και αυτές την προσωπική τους εκδοχή της ιστορίας, να κάνουν την απολογία τους ή αν προτιμάτε τον απολογισμό τους για το δικό τους επιλεγμένο modus operandi και κατ’ επέκταση vivendi.
Άρρεν και Θήλυ σ’ έναν προαιώνιο αγώνα κυριαρχίας. ‘Η μήπως σε μια διαχρονική προσπάθεια συμβίωσης και συνεργίας; Γιος και μάνα. Βάλσαμο για την ψυχή ή ένας «εθισμός» που πρέπει να καταπολεμηθεί; Όποια απάντηση κι’ αν επιλέξει πάντως κανείς, δεν μπορεί παρά να εκτιμήσει την διεισδυτική ματιά του δημιουργού. Η γραφή του Αρχοντάκη και σε αυτό το πόνημα δεν απογοητεύει. Άμεση, ρέουσα, προσεγμένη, αλλά και ανυπόκριτη, τολμηρή σε βαθμό συχνά επικίνδυνης αιχμηρότητας. Για τον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τη διαδικασία της γραφής, ο αναγνώστης άλλωστε δεν έχει παρά να ανατρέξει στην περιγραφή της προσωπικής κατοικίας του συγγραφέα, όπου γίνεται λόγος για «το ψυχρό φως της ηλεκτρικής λάμπας που πέφτει ανελέητο, φωτίζοντας κάθε γωνιά (και) έχει αποπέμψει τις ειδυλλιακές σκιές της νύκτας». Όπως ακριβώς και το φώς της οροφής του σπιτιού του, ένα φως κατ’ ουσίαν ανακριτικό, έτσι και ο συγγραφέας δεν θα λυπηθεί κανένα μυστικό, καμία ανθρώπινη αδυναμία, καμία μύχια σκέψη, δίχως να τη φωτίσει και να την ανασύρει στην επιφάνεια από την σκοτεινή της επανάπαυση, εν τέλει να την ανατέμνει και να την ψυχαναλύσει.
Καταληκτικά, αν η συγγραφή είναι ένα έργο κατ’ εξοχήν μοναχικό, όπως επισημαίνει και ο ίδιος ο Αρχοντάκης, ο βίος του ανθρώπου είναι κοινωνικός και η ζωή μας μόνο μέσα από τις σχέσεις μας νοηματοδοτείται. Ποια καλύτερη λοιπόν αφορμή από την ανάγνωση ενός καλού βιβλίου, όπως εν προκειμένω το «Ο γιος της γυναίκας», για να επαναπροσδιορίσουμε και οι ίδιοι τις σχέσεις μας τόσο σε επίπεδο διαπροσωπικό, όσο και φυσικά διαπροσωπικό.
Ευχόμαστε στους αναγνώστες «Καλή ανάγνωση» και στον δημιουργό «Καλοτάξιδο»!
* Η Γιούλα Κανιτσάκη είναι φιλόλογος