Δεν ήταν μια συνηθισμένη βιβλιοπαρουσίαση αυτή που παρακολουθήσαμε το βράδυ της Δευτέρας, στην αίθουσα Παντελής Πρεβελάκης, του Ωδείου Ρεθύμνου.
Έχοντας υπόψη μας ένα άλλο βιβλίο του Μανόλη Καρνιωτάκη «Ρεθυμνίων Νόστος» που είχε κυκλοφορήσει πριν από 16 χρόνια, ασφαλώς και περιμέναμε να μας δημιουργήσει και το νέο του βιβλίο «Αρμενίων Νόστος – 100 χρόνια μετά» τις ίδιες θετικές εντυπώσεις.
Αναμενόμενη και η κοσμοσυρροή που παρατηρήθηκε, παρά το γεγονός, ότι ήταν και άλλες εκδηλώσεις σε εξέλιξη. Από την ξενάγηση που είχε γίνει την προηγουμένη είχε εντυπωσιάσει εκτός από τη μεγάλη προσέλευση και το ενδιαφέρον κυρίως των νέων ανθρώπων για την ιστορία των Αρμενίων στην πόλη μας.
Τόσο η βιβλιοπαρουσίαση όσο και η ξενάγηση ήταν από τις ωραιότερες εκδηλώσεις του πολυήμερου με τίτλο «Μέρες Ρεθύμνου» που μας έχει προσφέρει ο δήμος μας. Και η διαπίστωση αυτή ήταν διάχυτη στην αίθουσα που παρακολουθήσαμε τη βιβλιοπαρουσίαση.
Επίσημες παρουσίες ο εκπρόσωπος του Σεβασμιοτάτου Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου π. Ρομανός Αναστασιάδης, η αντιπεριφερειάρχης κυρία Μαρία Λιονή, ο δήμαρχος κ. Γιώργος Μαρινάκης, αντιδήμαρχοι, δημοτικοί σύμβουλοι και μεγάλος αριθμός Αρμενίων από όλη την Κρήτη, ακόμα και από Αθήνα.
Δεν ήταν όμως μόνο η αισθητική του βιβλίου και το περιεχόμενο που εντυπωσίασε το πολυπληθές ακροατήριο.
Η εκδήλωση ανακάλεσε μνήμες από το μακρινό μας παρελθόν κι είχε κάθε θεατής κάτι να θυμηθεί από προσωπική εμπειρία.
Όλοι επαίνεσαν την πρωτοβουλία του Μανόλη Καρνιωτάκη να γυρίσει τον χρόνο σε μια εποχή που οι Αρμένιοι του Ρεθύμνου ήταν μια πολύτιμη παρουσία στην τοπική κοινωνία. Αυτό που τόσο εύστοχα επισήμανε και στην εισήγησή του ο κ. Χάρης Στρατιδάκης. Κανένας δεν σκέφτηκε μέχρι σήμερα να εντρυφήσει στην έρευνα αυτή που αποτελεί ένα σημαντικό κεφάλαιο στα χρονικά του Ρεθύμνου. Κι όμως όπως αποδείχτηκε ήταν ένα οφειλόμενο χρέος τιμής σε κάποιους βασανισμένους ανθρώπους που πέρασαν από τον τόπο αυτό αφήνοντας μνήμες ανεξίτηλες με την αξιοπρέπεια, την τεχνική τους, τη δουλειά τους, την παρέα τους.
Αξιοσημείωτο γεγονός ήταν η έντονη η παρουσία Αρμενίων από την Κρήτη και την Αθήνα στην εκδήλωση.
Μια πρωτότυπη έρευνα
Με δικές του μνήμες ξεκίνησε να συντονίζει την εκδήλωση και ο συνάδελφος κ. Δημήτρης Κορωνάκης καθώς γειτνίαζε στα παιδικά του χρόνια με Αρμενίους, φορτίζοντας συναισθηματικά την ατμόσφαιρα και δημιουργώντας έτσι μια ευχάριστη προδιάθεση για τη συνέχεια.
Με τη σειρά του ο αντιδήμαρχος πολιτισμού κ. Θωμάς Κρεβετζάκης αναφέρθηκε στη σημαντικότητα της έκδοσης τονίζοντας μεταξύ άλλων:
«Πρόκειται για πρωτότυπη ερεύνα όπου μέσα από τη συστηματική δουλειά μιας δεκαετίας, μελέτης εγγράφων και αρχείων, συλλογής φωτογραφιών και συνεντεύξεων έρχεται να καλύψει ένα κενό της τοπικής ιστορίας, την εγκατάσταση, ενσωμάτωση και τελικά την αποχώρηση των Αρμενίων στην πόλη του Ρεθύμνου. Σε μια από τις συναντήσεις μας για την έκδοση του, ο Μανώλης σχολίασε πως οι άνθρωποι αυτοί έζησαν σαν σκιές, που με πέρασμα του χρόνου εξαφανίστηκαν. Είναι πράγματι εντυπωσιακό γεγονός, ενώ η πόλη μας υποδέχτηκε τους Αρμένιους πρόσφυγες και τους ενσωμάτωσε ιδιαίτερα ομαλά, τόσο κοινωνικά, όσο και επαγγελματικά, διασκέδασε, χόρεψε, αγωνίστηκε μαζί τους, ξαφνικά ξυπνάει ένα πρωί και διαπιστώνει πως ο γείτονας, ο φίλος, ο συνεργάτης είχαν φύγει. Το κενό της απουσίας, τη χρονική ταύτιση, τα σημάδια που άφησαν πίσω τους, μάζεψε ευλαβικά ο Μανώλης Καρνιωτάκης και μας τα καταθέτει στο «Αρμενίων Νόστος» 100 χρόνια μετά. 100 χρόνια μετά των ερχομό των Αρμενίων, 100 χρόνια μετά από τον ερχομό των Ελλήνων της Μικράς Ασίας, πρόσφυγας τρίτης γενιάς και ο ίδιος.
Οι Ημέρες Ρεθύμνου δεν θα μπορούσαν να μην εντάξουν στο επετειακό πρόγραμμα τους τόσο την παρουσίαση του βιβλίου όσο και τη Θεματική ξενάγηση που τη συνόδευε.
Θεωρώ πως το τελικό αποτέλεσμα του βιβλίου δεν δικαίωσε μόνο τον συγγραφέα, αλλά και τους απογόνους των Αρμενίων της πόλης μας …».
Αποκάλυψη της βραδιάς ήταν η κυρία Όλγα Σπυριδάκη – Πλαΐτη που αναφέρθηκε στο ρομαντικό έρωτα ενός Ρεθεμνιώτη και μιας Αρμενοπούλας που δεν γέρασε ποτέ.
Είπε στη δική της αναφορά η κυρία Πλαΐτη γοητεύοντας το ακροατήριό της με την έκφραση και την γλαφυρή της αφήγηση:
«Ο Μανώλης Καρνιωτάκης καιρό πολύ, είχε τη σπίθα της αναζήτησης για μια αγκαλιά ανθρώπων, που ήρθαν στον τόπο μας κυνηγημένοι προσπαθώντας σκληρά να γλυκάνουν τον ξεριζωμό τους.
Ο κυρ Γιάννης του έδωσε ένα πολυκαιρισμένο γράμμα, θλιβερού αποχωρισμού κι αιώνιας υπόσχεσης, που άργησε πολύ να διαβαστεί! Έτσι, μοιράστηκε μαζί του τον παντοτινό του έρωτα με την αρμενοπούλα Τακουί.
Τα μάτια του μιλούσαν περισσότερο από τις λέξεις με τον πόνο του Ζητιάνου της Αγάπης, όπως είχε γράψει ανέμελα κάποτε στο νεανικό της λεύκωμα αλλά και τη χαρά να έχει μετά από 52 ολόκληρα χρόνια εκείνο το γράμμα. Εκείνο το γράμμα που αρνήθηκε να κρατήσει τότε, μέσα στην απόγνωσή του ανεκπλήρωτου.
Κι αυτό το γράμμα ήταν αρκετό για να πυροδοτήσει την αρχή μιας διαφορετικής – δύσκολης έρευνας φωτίζοντας άγνωστες ζωές που άφησαν τα χνάρια τους στη μικρή μας πολιτεία.
Αυτά τα χνάρια που η αχλή του χρόνου σκεπάζει κι όποιος τα βρει στον δρόμο του και τα νοιαστεί, γίνονται καλή τύχη για όλους μας…».
Ακολούθησε ένα απόσπασμα από το ντοκιμαντέρ της Εύας Λαδιά « Όταν ο έρως δεν γερνά…» που αναφερόταν στο ζευγάρι αυτό των ερωτευμένων σε μουσική Μπάμπη Πραματευτάκη.
«Ένα σοβαρό βιβλίο αναφοράς»
Λόγω ασθενείας του κ. Χάρη Στρατιδάκη, τη δική του εισήγηση διάβασε ο αντιδήμαρχος κ. Θωμάς Κρεβετζάκης που ανέλυσε τη θαυμάσια αυτή έκδοση του Μανόλη Καρνιωτάκη αναφέροντας μεταξύ άλλων:
«…Πρόκειται για βιβλίο εξαιρετικά σοβαρό και ασφαλώς βιβλίο αναφοράς στο είδος του.
Ακόμα κι οι καθαυτό Ρεθεμνιώτες, οι αστοί, αν μπορούμε να ονομαζόμαστε έτσι σε μια πόλη που παραδοσιακά στηρίζεται στην ύπαιθρό της και στις εισροές απ’ αυτήν, δεν γνωρίζαμε σχεδόν τίποτα για την εθνοτική εκείνη ομάδα, την οποία είχαν προλάβει να ζήσουν και να συγγελαστούν μαζί της οι γονείς μας, όσων τουλάχιστον βρισκόμαστε πάνω από τα -ήντα. Κι εμείς όμως τους είχαμε προλάβει, αφού οι τελευταίοι από εκείνους που παρέμειναν στο Ρέθυμνο πέθαναν στις δεκαετίες του 1970 και 1980, άρα τους προφτάσαμε αλλά δεν είχαμε, όπως συμβαίνει πολύ συχνά, ενδιαφέρον και μυαλό να τους γνωρίσουμε καλύτερα. Στερνή μας γνώση να σ’ είχαμε και πρώτα!
Εκείνο που μας προξενούσε εντύπωση, πάντως, στις αναμνήσεις των γονέων μας, ήταν ότι η αρμενική παροικία, σ’ αντίθεση με τη μικρασιάτικη, είχε ενσωματωθεί αμέσως στο Ρέθυμνο, χωρίς να αντιμετωπίσει πολλές ρατσιστικές επιθέσεις. Παρά το ότι δεν ήταν περισσότερο εγγράμματοι από εκείνους, στην κοινή μνήμη είχαν εξιδανικευτεί, ο Μπαγδίκ Μπακογιάν με τα έπιπλά του, η Συρανούς με τα πουκάμισά της κ.ά. Η μητέρα μου για παράδειγμα ήταν περήφανη για τα προικώα έπιπλά της του Μπαγδίκ, χωρίς όμως να είμαι σίγουρος ότι συμβαίνει το ίδιο και με την κόρη μου που τα κληρονόμησε απ’ αυτήν.
Η βιβλιογραφία στην οποία ο Μανόλης είχε τη δυνατότητα να στηριχτεί ήταν ελάχιστη και αμελητέα τελικά σε σχέση με το γιγάντιο έργο που σήκωσε στους ώμους του.
Εκείνο όμως που έβγαλε τελικά στ’ ανοιχτά τον συγγραφέα ήταν η επικοινωνιακότητα, η αυθεντικότητα, η αμεσότητα και το πάθος με το οποίο καταπιάνεται μ’ όσα τον ενδιαφέρουν.
Ο Μανώλης Καρνιωτάκης «ξεψάχνισε» καταρχήν τη μητέρα του, την καλύτερη πηγή πληροφοριών που θα μπορούσε να ονειρευτεί κανείς. Το ίδιο «ξεψάχνισε» ο Μανόλης κι όσους ακόμα μπορούσε: στα σπίτια τους, στον δρόμο, σε καφενεία και στο τηλέφωνο, όταν χρειαζόταν. Σε μια περίοδο, μην το ξεχνάμε, κορoνοϊού και καραντίνας. Έτσι, ανάκρινε με τον τρόπο του ούτε λίγους ούτε πολλούς, 60 ανθρώπους, από τους οποίους μάλιστα οι 14 Αρμένιοι. Αναρωτιέμαι, αλήθεια, πού τους βρήκε;
Μπόρεσε να πάρει αυτό που ζητούσε, και με το παραπάνω μάλιστα, έχοντας εξαρχής ξεκάθαρες τις ερωτήσεις που έθετε η παρουσία των Αρμενίων στο Ρέθυμνο, εκείνα ακριβώς που οι ιστορικοί ονομάζουν ερευνητικά ερωτήματα:
– Πόσοι ήταν; – Σε ποια ή σε ποιες χρονικές στιγμές έφτασαν στον τόπο μας; Από που μετεπιβιβάστηκαν για το Ρέθυμνο; Πώς ακριβώς έφυγαν; Πόσοι έφυγαν για τη σοβιετική Αρμενία και πόσοι για το Ηράκλειο, την Αθήνα και το εξωτερικό; Πώς τα πήγαν εκεί που μετεγκαταστάθηκαν; Το μετάνιωσαν; Τι μετέφεραν στα παιδιά τους για το Ρέθυμνο που γνώρισαν; Τι σχέσεις διατηρούσαν με την Αρμενική Κοινότητα του Ηρακλείου, η οποία – θα πρέπει να σημειωθεί εδώ – υφίσταται μέχρι σήμερα; Πώς τους φέρθηκαν οι Ρεθεμνιώτες, ο απλός λαός αλλά κι εκείνοι που είχαν κουμπουρανθρώπους στην υπηρεσία τους; Γιατί δεν δέχτηκαν ποτέ να πάρουν την ελληνική υπηκοότητα, κρατώντας πεισματικά την τουρκική;
Γιατί όλοι τους – μα όλοι τους – δεν έμαθαν ποτέ καλά ελληνικά, καθιστώντας τους εαυτούς τους υποκείμενα χιουμοριστικών ιστοριών; Γιατί ήταν τόσο μπροστά στην καλλιτεχνική ζωή, στο θέατρο, στη μουσική και στον αθλητισμό, αλλά δεν είχαν καθόλου καλές επιδόσεις στα γράμματα; Ποιες εκπαιδευτικές δομές δημιούργησαν και υποστήριξαν, παρ’ όλη τη φτώχεια τους, προκειμένου να κρατήσουν ζωντανό τον πολιτισμό τους στη συνείδηση των παιδιών τους; Γιατί ήταν τόσο ευγενικοί, συλλογικά και ατομικά, όπως φαίνεται και από τα ευχαριστήριά τους στον τύπο; Γιατί ήταν τόσο «όξω καρδιά», με τις διασκεδάσεις και τις εκδρομές τους, και παρά την οικονομική τους κατάσταση; Πώς εξηγείται η διαφορετική αντιμετώπιση που είχαν σε σχέση με τους άλλους πρόσφυγες, τους μικρασιάτες, και μάλιστα το γεγονός ότι κάμποσοι απ’ αυτούς κι αυτές παντρεύτηκαν Ρεθεμνιώτισσες και Ρεθεμνιώτες, κάτι που δεν συνέβη ουσιαστικά με τους υπόλοιπους πρόσφυγες αλλά έγινε αργότερα, με διαφορά μιας γενιάς; Πώς δικαιολογείται το γεγονός ότι η συμμετοχή τους στην εθνική αντίσταση επί Γερμανοκατοχής ήταν συγκριτικά αυξημένη; Ερωτήματα πολλά, ερωτήματα ατελείωτα, ερωτήματα που εν πολλοίς απαντώνται.
Ο Μανόλης Καρνιωτάκης αποδείχτηκε τελικά εκτός από συλλέκτης αναμνήσεων και ιστορικός ερευνητής και μάλιστα αρχειοδίφης. Ανακάλυψε όχι μόνο τον πλούτο των πληροφοριών του τοπικού τύπου, κατοικοεδρεύοντας στην Κεντρική Βιβλιοθήκη και ρουφώντας τις εφημερίδες της, αλλά και τα αρχεία των Υπηρεσιών Πρόνοιας, τα οποία, παραδόξως δεν είχαν καταστραφεί, παρότι δεν είχαν κατατεθεί στα Γενικά Αρχεία του Κράτους».
Και η εισήγηση του κ. Στρατιδάκη κατέληγε:
«Να είσαι καλά, Μανώλη Καρνιωτάκη, να συνεχίσεις, πάντα δημιουργικός, ορμητικός, εργατικός, δύσπιστος όταν χρειάζεται, ερευνητικός-ψαχτήρι αληθινό, και, γιατί όχι, αισθηματίας. Μελέτες σαν και την αποψινή μόνο έτσι πραγματοποιούνται: με κέφι, με αφοσίωση και ανιδιοτέλεια, με έρωτα γι’ αυτές.
Να είσαι πάντα καλά και το νέο σου βιβλίο σου ν’ αποδειχτεί κι αυτό καλοτάξιδο και καλότυχο. Κι είμαι σίγουρος, ανθεκτικό επίσης στον χρόνο, σαν το παλιό καλό κρασί, που ολοένα και γίνεται καλύτερο».
«Δεν κόλλησε κομμάτια των ήδη ειπωμένων …»
Εξαιρετική και η εισήγηση του συναδέλφου κ. Σταύρου Ρακιντζή που είπε μεταξύ άλλων:
«Ο Μανώλης Καρνιωτάκης αναδεικνύεται σε έναν ερευνητή που τον χαρακτηρίζει η πρωτοτυπία, η ευφυΐα, αλλά και η ευαισθησία. Ξεφεύγει από την αυστηρή διαδικασία και μέθοδο της έρευνας και την κάνει με το ύφος και το χαρακτήρα του περισσότερο προσωπική, αλλά με τρόπο που την αναδεικνύει και δεν αλλοιώνει την αξία της τελικής εργασίας. Μιλάει όταν έχει κάτι νέο και πρωτότυπο να πει. Θα ψάξει αυτό το οποίο πρέπει να βρει, ακόμα και αν χρειαστούν χρόνια αναζήτησης. Με σεβασμό στην πολιτεία και τους ανθρώπους της. Δε θα αντιγράψει και δε θα κολλήσει κομμάτια των ήδη ειπωμένων, για να τα εμφανίσει στη συνέχεια ως μόχθο δικό του. Κάτι που δυστυχώς συνηθίζεται σήμερα. Αυτό όμως δε θα συμβεί με τον Μανώλη Καρνιωτάκη, κάτι το οποίο αναδεικνύει και την εντιμότητα στη δουλειά του.
Το «Αρμενίων Νόστος» ήδη έχει δώσει μία νέα δυναμική στην τοπική έρευνα, με δυνατότητες και προοπτικές. Ο Μανώλης Καρνιωτάκης ανέδειξε την οικονομική και κοινωνική πλευρά της εξέλιξης του Ρεθύμνου. Έδειξε τις σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί και με τις οποίες πορευόταν. Αυτό το έκανε με το να συνομιλήσει με τους ανθρώπους του, χωρίς διαχωρισμούς και να μας τους συστήσει. Να συστήσει εμάς και να συνειδητοποιήσουμε ότι ο χρόνος, με τον οποίο ο Μανώλης Καρνιωτάκης έχει μία ιδιαίτερη σχέση, είναι απλά μία συνθήκη και ένα εργαλείο κατανόησης του τόπου μας και της ίδιας μας της υπόστασης. Η ουσία βρίσκεται στον καθένα κάτοικο αυτού του τόπου, από όποια πλευρά και αν προέρχεται, όποιος και αν είναι αυτός».
Η τοπική βιβλιογραφία εμπλουτίστηκε με ένα εξαιρετικό λεύκωμα
Όπως πολύ εύστοχα τόνισε στον χαιρετισμό του,στην συνέχεια, ο δήμαρχος Ρεθύμνου κ. Γιώργος Μαρινάκης: «Η επίκληση της συλλογικής μας μνήμης για τα πρόσωπα και τα γεγονότα που αποτέλεσαν μέρος της τοπικής ιστορίας συνιστά μια ενδιαφέρουσα πρόκληση Όταν όμως έχει αναφορά σε μια λιγότερο φωτισμένη πτυχή της ιστορίας εκεί όπου οι πρωταγωνιστές μοιάζουν με σκιές που άλλοτε στοιχειώνουν και άλλοτε εξαγνίζουν την αναδρομή μας στο παρελθόν τότε γίνεται μια δοκιμασία που διεκδικεί αλήθειες σχεδόν απαιτητικά.
Οικειοθελώς ανέλαβε αυτή τη δοκιμασία ο Μανόλης Καρνιωτάκης. Με επιμονή και αποφασιστικότητα κίνησε να δαμάσει μιαν αστραπή του χρόνου την οποία μοιράστηκαν οι πρόγονοί μας στα ομιχλώδη χρόνια που μεσολάβησαν από τη δεκαετία του 20 μέχρι και το ΄60.
Κόπιασε μα τα κατάφερε. Αναμενόμενη η επιτυχία.
Χάρη στην αφοσίωση και τη συστηματική επίμονη έρευνα του Μανόλη Καρνιωτάκη η τοπική βιβλιογραφία εμπλουτίστηκε με ένα εξαιρετικό λεύκωμα.
Το συγκεκριμένο λεύκωμα κινητοποιεί ένα πανόραμα αισθημάτων που εναλλάσσονται σε κάθε σελίδα του και επιβεβαιώνει μεταξύ άλλων ότι το παρελθόν του Ρεθύμνου είναι συνυφασμένο με την προσφυγιά, τις απώλειες, τον καθημερινό αγώνα επιβίωσης …
Ευχαριστώ τον Μανόλη Καρνιωτάκη και όσους συνεργάστηκαν μαζί του στη δημιουργία αυτού του αποκαλυπτικού πρωτότυπου οδοιπορικού που ξεκλείδωσε ένα από τα θησαυροφυλάκια της τοπικής μας ιστορίας, παρέχοντάς μας το προνόμιο να γίνουμε μύστες και κοινωνοί μιας αθέατης μέχρι σήμερα, πλην αξιομνημόνευτης πτυχής της υπαρξιακής περιπέτειας του Ρεθύμνου…».
Μια σημαντική παρουσία
Από τις πιο ενδιαφέρουσες παρουσίες της βραδιάς ήταν η κυρία Τακουί Βακιρτζιάν που ασχολείται με εξαιρετική προσπάθεια στην καταγραφή της παρουσίας Αρμενίων στην Κρήτη. Με πολύτιμα βοηθήματα που της εξασφάλισαν άλλοι δήμοι κυρίως ο δήμος Αγίου Νικολάου ολοκληρώνει ένα τεράστιο έργο που καλύπτει ένα μεγάλο κενό της σύγχρονης ιστορίας. Με την εμπειρία της αυτή ήταν ίσως η πλέον κατάλληλη να αξιολογήσει την εργασία του Μανόλη Καρνιωτάκη που όπως ειπώθηκε και από τον ίδιο, συνεργάστηκε μαζί του με σχολαστική αξιολόγηση κάθε στοιχείου. Και η κα Βακιρτζιάν εξήρε τη σημαντικότητα του βιβλίου, ενώ δεν παρέλειψε να αναφερθεί με συγκίνηση στις αφορμές που κάνουν το Ρέθυμνο τόσο πολύτιμο στις παιδικές της μνήμες.
Η εκδήλωση έκλεισε με τη συγκινητική προσλαλιά του συγγραφέα και τις ευχαριστίες σε όλους τους συντελεστές.
Από την άρτια σε οργάνωση εκδήλωση δεν έλειψε και το παραδοσιακό κέρασμα στο τέλος, μια προσφορά των φίλων του συγγραφέα κ. κ. Χριστουλάκη και Βούρβαχη που έδωσε την ευκαιρία να ξυπνήσουν και άλλες μνήμες από τα πηγαδάκια που σχηματίστηκαν.
Η καλύτερη ανταμοιβή ίσως για τον συγγραφέα που διαπίστωνε την επιθυμία όλων να μείνουν λίγο περισσότερο. Και τι περισσότερο θα μπορούσε να ποθήσει;