Τεράστια είναι η επίδραση των νέων τεχνολογιών, που τα τελευταία χρόνια κυριαρχεί σε όλα τα επίπεδα της ζωής.
Ο τομέας της εκπαίδευσης δεν μπορούσε να μείνει ανέγγιχτος, αφού και αυτός περνά με ταχείς ρυθμούς στην ψηφιακή εποχή.
Ήδη ο μαυροπίνακας και η κιμωλία έχουν σχεδόν αφανιστεί και τη θέση τους έχει πάρει ο λεγόμενος διαδραστικός πίνακας. Η εικόνα κυριαρχεί, οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές είναι απαραίτητο πλέον εργαλείο στην εκπαίδευση.
Οι προκλήσεις για την εκπαιδευτική κοινότητα είναι μεγάλες και τα ερωτήματα που προκύπτουν πολλά σε σχέση με την επίδραση των ψηφιακών μέσων στις γνωστικές και επικοινωνιακές δεξιότητες των χρηστών της γλώσσας, δηλαδή των μαθητών.
Οι προκλήσεις για τους εκπαιδευτικούς επίσης τεράστιες και επικεντρώνονται στη χρήση των ψηφιακών μέσων ως υποστηρικτικά εργαλεία για την ενίσχυση των δεξιοτήτων τόσο της κατανόησης όσο και φυσικά του γραπτού λόγου.
Την ίδια στιγμή που η τεχνολογία διαρκώς εξελίσσεται με γοργούς ρυθμούς, επιβάλλει σε όλους τη δια βίου μάθηση τόσο για τους εκπαιδευτικούς όσο και για τους μαθητές.
Τα παραπάνω ζητήματα αναπτύχθηκαν το απόγευμα της Δευτέρας στην πρώτη συνάντηση για φέτος του «κύκλου ομιλιών» που διοργανώνει το Πανεπιστήμιο Κρήτης με τη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κρήτης, τα ενταγμένα στο Κ.Ε.ΜΕ. (Κέντρο Ερευνών και Μελετών) εργαστήριά της, την Περιφερειακή Ενότητα Ρεθύμνου και τον Δήμο Ρεθύμνης.
Συνολικά τη φετινή χρονιά θα πραγματοποιηθούν τέσσερις εκδηλώσεις με γενική θεματική «Εκπαίδευση και δεξιότητες στην ψηφιακή εποχή», σε συνεργασία με τη Διεύθυνση Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ρεθύμνου, τη Διεύθυνση Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης Ρεθύμνου και τα σχολεία.
Η πρώτη εκδήλωση έχει θέμα «Δυνατότητες και προκλήσεις της εκπαίδευσης στην ψηφιακή εποχή».
Όπως εξήγησε μιλώντας στα «Ρ.Ν.», ο Γιάννης Σπαντιδάκης, καθηγητής Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης, κοσμήτορας της Σχολής Επιστημών Αγωγής Πανεπιστημίου Κρήτης, τα ερωτήματα που τίθενται στον τομέα της εκπαίδευσης στη ψηφιακή εποχή είναι πολλά, ωστόσο, όπως είπε, κάθε μέσο έχει νέες δυνατότητες και νέες απαιτήσεις και η εκπαίδευση ενσωματώνοντας τα νέα εργαλεία με ορθολογικό τρόπο και έχοντας αποκτήσει τις απαραίτητες δεξιότητες μπορεί να τα αξιοποιήσει προς όφελός της:
«Πως επηρεάζεται ο γραπτός λόγος, τι αλλάζει και τι μένει ίδιο στην ψηφιακή εποχή. Πως τα ψηφιακά μέσα επηρεάζουν και αλλάζουν, όχι μόνο την παραγωγική διαδικασία, αλλά δημιουργούν νέες συνθήκες οι οποίες απαιτούν νέες δεξιότητες και επηρεάζουν και διαμορφώνουν διαφορετικό το γνωσιακό μας σύστημα. Άλλες δεξιότητες θέλει ο μαυροπίνακας, άλλες δεξιότητες θέλει το γράφω με το μολύβι και στο χαρτί, άλλες δεξιότητες θέλει η πληκτρολόγηση στη γραφομηχανή, άλλες δεξιότητες θέλει η χρήση του υπολογιστή. Με διαφορετικό τρόπο αναθεωρείς, βελτιώνεις κάτι στο χαρτί που σβήνεις για να ξαναγράψεις. Και με διαφορετικό τρόπο το κάνεις στον υπολογιστή. Με άλλα λόγια, το καθένα μέσο έχει νέες δυνατότητες, νέες απαιτήσεις. Οπότε, η εκπαίδευση ενσωματώνοντας τις να μπορεί να ανταποκριθεί και να καλλιεργήσει τις αναγκαίες και απαραίτητες στρατηγικές. Κάθε ένα μέσο έχει τα δικά τους πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, και εξαρτάται από τον τρόπο χρήσης του. Σταδιακά η κάθε κοινωνία τα χρησιμοποιεί με τρόπο που τα ενσωματώνει. Αλλά όταν κάτι από τα παλιά δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες παρακμάζει και σβήνει. Κάτι όμως καινούργιο βελτιώνει τις προϋπάρχουσες ανάγκες».
Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης έκανε εκτενή αναφορά στη χρήση των τεχνολογικών μέσων δίδοντας το παράδειγμα του παιδαγωγικού τμήματος του ΑΕΙ, το οποίο έχει αναπτύξει τα πολυμέσα γνωσιακά εργαλεία που βοηθούν τον μαθητή/συγγραφέα να παράγει ιδέες, να τις οργανώνει, να τις καταγράφει, να τις αναπτύσσει, να τις αναθεωρεί, να τις βελτιώνει, ανάλογα με τον σκοπό που θέτει στο ακροατήριο απευθύνεται και το είδος τους κειμένου. «Ως γνωσιακά εργαλεία τα πολυμέσα βοηθούν να αναπτυχθούν οι κατάλληλες δεξιότητες. Ένας άλλος τρόπος πέρα από τα φροντιστηριακά και τα γνωσιακά εργαλεία είναι η χρήση των πολυμέσων ως επικοινωνιακών εργαλείων. Οι τέσσερις τοίχοι της τάξης παύουν να ισχύουν. Υπάρχουν τηλεδιασκέψεις κλπ. Πώς αξιοποιούνται; Τα μέσα που δίνουν νέες δυνατότητες είμαστε έτοιμοι να τα αξιοποιήσουμε; Η έρευνα έχει προαχθεί, χρειάζεται όμως και πολιτική βούληση, χρειάζονται οράματα. Ένα όραμα το οποίο η κοινωνία μας πρέπει να δει τα μέσα που έχει και να δει τι είδους πολίτη θέλει και πώς μπορούν αυτά τα μέσα να βοηθήσουν. Το να πηγαίνω και να βάζω τα ψηφιακά μέσα στο σχολείο και να τα αντιμετωπίζω με στρατηγικές της δεκαετίας του ΄60, μάλλον βάζω μπροστά την άμαξα και πίσω το άλογο. Για να βάλω μπροστά το άλογο και πίσω την άμαξα, θα πρέπει να υπάρξει ένα όραμα που θα αντιμετωπίσει τα διαμεσολαβούμενα εργαλεία πως θα εξυπηρετήσουν τον στόχο μου. Ο στόχος δεν είναι άλλος παρά την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης στην προκειμένη περίπτωση. Η κριτική σκέψη αναπτύσσεται σε περιβάλλοντα γνωστικής μαθητείας. Δάσκαλος και μαθητής μαθαίνουν να αναζητούν, δημιουργούνται κοινότητες μάθησης, διερευνούν, ψάχνουν, κρίνουν. Τα κείμενα εξυπηρετούν τις δικές τους σκοπιμότητες. Ο ρόλος των αναγνωστών, των δασκάλων και των μαθητών είναι να τα αναλύσουν, να τα κρίνουν, να τα επεξεργαστούν κριτικά, τίνος τα συμφέροντα εξυπηρετεί, πως και με ποιον τρόπο. Στη συνέχεια, κριτικά να σταθούν απέναντί τους. Με αυτόν τον τρόπο, τα τεχνολογικά μέσα τα οποία θα συνεχίσουν να εξελίσσονται θα μπορούν να αντιμετωπίζονται από τους κριτικά σκεπτόμενους. Η τεχνική νοημοσύνη έμαθε να γράφει, όταν όμως πάμε στον χώρο του σχολείου και δούμε ότι η συγγραφή κειμένου είναι μια δύσκολη, πολύπλοκη, πολυσύνθετη δραστηριότητα, το θέμα είναι τι κάνουμε εμείς. Ο μαθητής μας πως θα την χρησιμοποιήσει; Θα πάει να την ρωτάει, θα παίρνει ένα κείμενο και θα τελειώνει; Ή θα την χρησιμοποιήσουμε ως γνωσιακό εργαλείο για να μάθουμε εμείς να γράφουμε και να διαβάζουμε; Είναι θέμα το πώς θα την χρησιμοποιήσουμε».
Εκτός όμως από την πολιτική βούληση και το όραμα, όπως πρόσθεσε ο κ. Σπαντιδάκης, προέχει η εκπαίδευση και των ίδιων των εκπαιδευτικών, ώστε να είναι έτοιμοι και να προσαρμόζονται στα νέα άλματα της τεχνολογίας με δημιουργικό πάντα τρόπο:
«Το θέμα της εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών είναι πρώτιστο. Πρέπει να εκπαιδευτούμε όλοι μας. Κάθε ένα μέσο που έρχεται φέρνει αλλαγές στο κοινωνικό πλαίσιο, στο εκπαιδευτικό σύστημα, στο διδακτικό γίγνεσθαι. Το πως θα ενσωματωθούν όλα αυτά και πως θα εξυπηρετήσουν εξαρτάται από τον σκοπό της εκπαίδευσης, από τα μέσα που χρησιμοποιούμε, από τη μέθοδο διδασκαλίας, από το τι θέλω τελικά να πετύχω. Το σχολείο μας θα πρέπει επιτέλους να αρχίσει να τα ενσωματώνει δημιουργικά. Το σχολείο να έρθει στην κοινωνία και η κοινωνία στο σχολείο. Οι τέσσερις τοίχοι γκρεμίζονται. Σχηματίζεται ένα ευρύτερο πεδίο στο οποίο δάσκαλοι και μαθητές πρέπει να μάθουν να πορεύονται με λογισμό και με όνειρα. Στην Ελλάδα δεν είμαστε μακριά από αυτό. Χρειάζονται πράγματα τα οποία πρέπει να γίνουν, όχι αποσπασματικά. Οργανωμένα οι γνώστες του χώρου θα πρέπει να συνεργαστούν και θα πρέπει όλοι μας να συμφωνήσουμε από τι πολίτη θέλουμε, πως τον θέλουμε. Γιατί το τι μαθαίνεται σε σχέση με το πώς μαθαίνεται, έχει σχέση. Σε αυτήν την περίπτωση θα πρέπει να δούμε όλοι μας που θέλουμε να πάμε και πως θα πάμε».
Η ψηφιακή εποχή αποτελεί ευκαιρία για τη δια βίου μάθηση
Η Ανθή Κυριακοπούλου, βοηθός έργου, στο Τμήμα Ε.Ε.Κ. και Δεξιοτήτων από το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης (CEDEFOP) στη διάρκεια της ομιλίας της αναφέρθηκε στα ζητήματα που αφορούν τον ψηφιακό μετασχηματισμό εκπαίδευση, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Παρουσίασε μάλιστα και έρευνες από το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης, που αφορούν στην ανάγκη αναβάθμισης των ψηφιακών δεξιοτήτων, το ψηφιακό χάσμα μεταξύ πληθυσμιακών ομάδων, καθώς και τις ανισότητες ευκαιριών ψηφιακής εκπαίδευσης μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μιλώντας στα «Ρ.Ν.» η κα Κυριακόπουλου τόνισε: «όπως προκύπτει από την έρευνα του Ευρωπαϊκού Κέντρου το ποσοστό απασχόλησης των ατόμων ηλικίας 20 έως 64 ετών με χαμηλό εκπαιδευτικό υπόβαθρο, δηλαδή απόφοιτοι πρωτοβάθμιας ή κατώτερης δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (απόφοιτοι δημοτικού ή γυμνασίου), αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα κυμαίνεται γύρω στο 50%, δηλαδή το 1/2 είναι εκτός απασχόλησης. Δεν διαφέρει σημαντικά το ποσοστό αυτό σε σχέση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά είμαστε λίγο πιο κάτω. Αυτό που παρουσιάζει ενδιαφέρον σύμφωνα πάντα με τα ερευνητικά ευρήματα του οργανισμού είναι ότι η ζήτηση υψηλού επιπέδου ψηφιακών δεξιοτήτων ενώ παρουσιάζει γενικά αυξητική πορεία σε όλα τα επίπεδα δεξιοτήτων, τη μεγαλύτερη αυξητική πορεία την παρουσιάζει στους ανειδίκευτους. Οι περισσότερες αγγελίες εργασίας που ζητούν ψηφιακές δεξιότητες υψηλού επιπέδου αφορούν χαμηλών δεξιοτήτων επαγγέλματα. Οι αγρότες για παράδειγμα θα πρέπει να είναι σε θέση να χειρίζονται αυτοματοποιημένα μηχανήματα. Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να έχουν ένα υψηλό επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων για να μπορούν να το κάνουν αυτό.
Όσον αφορά στις δράσεις που έχουν αναλάβει οι χώρες, γιατί κάναμε μια συγκριτική μελέτη στις 27 χώρες, η Ελλάδα επικέντρωσε τις προσπάθειές της στην αναβάθμιση των ψηφιακών δεξιοτήτων των εκπαιδευτικών. Το μήνυμα που θέλουμε να δώσουμε εμείς είναι ότι η ψηφιακή μετάβαση, η ψηφιακή εποχή, η ψηφιακή κοινωνία είναι μια ευκαιρία να επενδύσουμε στη δια βίου μάθηση και να έχουμε τη δυνατότητα να βιώσουμε όλοι μας τα πολυεπίπεδα και πολύπλευρα οφέλη της με κυριότερο από όλα κατά την άποψή μου την κοινωνική ένταξη, την πολιτική συμμετοχή. Αναφερόμαστε στην εκπαίδευση μεγαλύτερων ηλικιών, η οποία θέλει περισσότερη ενίσχυση, γιατί προς το παρόν δεν είναι συστημική η διά βίου μάθηση. Γίνονται προσπάθειες να ενισχυθεί και απλώς η ψηφιακή μετάβαση δίνει αυτό το έναυσμα, μας δίνει αυτήν την ευκαιρία να την ενισχύσουμε. Όλοι πρέπει να είναι σε θέση να συμμετέχουν σε μια ψηφιακή κοινωνία, διαφορετικά επέρχεται ψηφιακός αποκλεισμός, ο οποίος συνδέεται με εργασιακό και κοινωνικό αποκλεισμό.
Ο Γιώργος Παναγής, κοσμήτορας της σχολής Κοινωνικών Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών καλωσόρισε τους παρευρισκόμενους αναφερόμενος στον φετινό κύκλο ομιλιών του Πανεπιστημίου Κρήτης είπε: «Φέτος αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε θεματικούς ετήσιους κύκλους και όλες οι συναντήσεις να σχετίζονται με μια συγκεκριμένη θεματική. Η θεματική που αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε έχει σχέση με την εκπαίδευση, που όλοι αντιλαμβανόμαστε τη σημασία. Η εκπαίδευση πρέπει να πούμε ότι αλλάζει με ταχείς ρυθμούς, μετασχηματίζεται και σίγουρα βρισκόμαστε σε μια κατάσταση αυτήν τη στιγμή πολύ διαφορετική από αυτή την οποία ζήσαμε όλοι μας όταν βρισκόμασταν και στα σχολικά θρανία και στα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα. Η κοινωνία έχει γίνει ψηφιακή και αναγκαστικά έχει ακολουθήσει και η εκπαίδευση. Αυτό οπωσδήποτε δίνει κάποιες νέες δυνατότητες, αλλά δίνει κάποια σημεία τα οποία είναι αξιοσημείωτα και έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αφορούν βεβαίως την καθεμία και τον καθένα, και τους μαθητές και τις μαθήτριες και τους γονείς και τους εκπαιδευτικούς, που θα πρέπει να προσαρμοστούν και να λειτουργήσουν σε ένα εντελώς διαφορετικό πλαίσιο. Επομένως, δεν μπορούμε να μένουμε κολλημένοι σε πράγματα τα οποία γνωρίζαμε πριν από πολλά χρόνια. Βλέπουμε ότι πλέον έχουμε έναν πληθωρισμό πτυχίων και αυτά τα άτομα μπορεί να είναι εφοδιασμένα με πολύ συγκεκριμένες δεξιότητες μέσα από την εκπαίδευση που έχουν ακολουθήσει στα τέσσερα τουλάχιστον χρόνια των πανεπιστημιακών σπουδών τους. Αυτά είναι οι λεγόμενες «σκληρές» δεξιότητες που αποκτούνται κατά την πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Αλλά από εκεί και πέρα θα πρέπει να μπορέσουν να ανταποκριθούν γενικότερα και μέσα από άλλες δεξιότητες οι οποίες θα πρέπει να έχουν καλλιεργηθεί ήδη από τα πρώτα χρόνια της σχολικής εκπαίδευσης μέχρι και το πανεπιστήμιο και να μπορέσουν να ανταποκριθούν συνολικότερα και στην κοινωνία, αλλά και στον επαγγελματικό τους βίο. Αυτό είναι κάτι το οποίο δεν είναι αυτονόητο και είναι κάτι που θα πρέπει να το παράσχει η εκπαίδευση συνολικά από το πρώτο σκαλί μέχρι και το τελευταίο. Υπάρχουν άτομα τα οποία είναι ψηφιακά αναλφάβητα και το ερώτημα είναι πώς αυτά τα άτομα εντάσσονται και πώς θα ενταχθούν ισότιμα στην κοινωνία και σε διάφορα επίπεδα. Αυτά και πολλά άλλα ενδιαφέροντα ζητήματα θα προσπαθήσουμε να θίξουμε σε αυτό τον θεματικό κύκλο, ο οποίος θα απαρτίζεται από τέσσερις συναντήσεις. Αυτή είναι η πρώτη και η δεύτερη θα είναι τον Δεκέμβριο στις 11. Οι δύο επόμενες θα είναι μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων, τους επόμενους μήνες μέχρι την άνοιξη».