Και ο μαρτυρικός θάνατος του Νίκου Γιαπιτζάκη
Η ομιλία του κ. Γιάννη Χαραλαμπάκη, εντεταλμένου σύμβουλου Πολιτισμού και Δημόσιας Υγείας, δήμου Αγίου Βασιλείου, στις εκδηλώσεις που έγιναν στο Πρέβελη, για την επέτειο της Μάχης της Κρήτης, έφερε στην επιφάνεια της μνήμης, ένα σπάνιο ιστορικό ντοκουμέντο, που είναι η έκθεση του Διονυσίου Σταφυλάκη ιερομόναχου που δημοσίευσε μετά τον πόλεμο. Στο σπάνιο αυτό ντοκουμέντο ο Σταφυλάκης μας δίνει μια εικόνα του νησιού, μετά την κατάληψη από τους Γερμανούς.
Μόλις κόπασε, αναφέρει, η μάχη, όσοι άνδρες συμμαχικών στρατευμάτων δεν κατάφεραν να φύγουν στην Αίγυπτο βρήκαν καταφύγιο στη Μονή Πρέβελη. Εκεί με τη μέριμνα του Αγαθάγγελου Λαγουβάρδου οι 120 αξιωματικοί και οπλίτες μοιράστηκαν άλλοι στον Άγιον Ονουφριον άλλοι στη Λίμνη στην Αγία Φωτεινή, στο Ταλιέραδο, στον Αγιον Ιωάννη και στην Ξηρορήτησα, έμειναν δε μονάχα επτά αξιοματικοί στη Μονή.
Για όλους υπήρχε παραδοσιακή φιλοξενία με τη ζωή του Αγαθάγγελου και των μοναχών να κρέμεται σε μια κλωστή αν γινόταν αντιληπτή η παρουσία των κυνηγημένων στρατιωτών.
Ήδη οι Γερμανοί είχαν λάβει τα μέτρα τους να κλείσουν διεξόδους φυγής με την εγκατάσταση στη Μύρθιο, χωριό που απείχε μιάμιση ώρα με τα δεδομένα εκείνης της εποχής από τη Μονή, φυλακίου με ένα τάγμα Γερμανών και ενός φυλακίου στη Λίμνη.
Κι ενώ ο ηγούμενος και οι μοναχοί έκαναν ό,τι μπορούσαν για να προστατεύσουν τους κυνηγημένους η επιπολαιότητα των Άγγλων ξεπερνούσε κάθε φαντασία. Νεαρά παιδιά κι αυτοί που βρέθηκαν στη φρίκη του πολέμου, δρούσαν πολλές φορές αβασάνιστα θέτοντας σε κίνδυνο τους ευεργέτες τους.
Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό αναφέρει ο Σταφυλάκης:
«Μια μέρα εκεί που θέριζαν τα σπαρτά της Μονής αι Γυναίκες (θερίστρες) εκεί πλησίον που έμεναν οι Άγγλοι, μαζεύτηκαν όλοι κύκλο σ’ αυτές και περιεργαζόντουσαν πως γίνεται ο θερισμός με τα δρεπάνια και όχι με τις μηχανές. Σε μια στιγμή έρχεται αγγελιοφόρος του Ηγουμένου και μου λέγει να κρύψω τους Άγγλους διότι ευρίσκονται Γερμανοί στη Μονή και ρωτούν που είναι η Ξηρρορήνησα. Αμέσως φώναξα κάποιο δικό μας στρατιώτη εκ παλαιάς Ελλάδος που γνώριζε λίγο Αγγλικά και τους είπεν την κατάστασιν, τους οδήγησε δε στο πλησίον φαράγγι, που του υπέδειξα, μέρος ασφαλές για να κρυφτούν, εγώ δε προσεπάθησα να εξαλείψω τα ίχνη τους. Σε μια στιγμή τους βλέπω και γυρίζουν όλοι πίσω με τη δικαιολογία ότι το μέρος δεν τους άρεσε αδιαφορούντες για τον κίνδυνον. Σε τέτοιες σκηνές βρεθήκαμε πολλές φορές. Ευτυχώς που οι Γερμανοί δεν ήλθαν, δεν μάθαμε δε και γιατί ρωτούσαν για το μέρος αυτό της Ξηρρορήνησας. Τελείωσε ο Θερισμός και εγώ ησχολούμην του λοιπού με την περιποίηση των Άγγλων και κοίταζα πώς θα ξεγελούσα τα Γερμανικά αποσπάσματα ότι στη Μονή δεν έμειναν Αγγλοι ούτε τροφοδοτήσαμε ποτέ τοιούτους. Και πίστευον χωρίς πολλάς προσπάθειας, να καταβάλει κανείς προς τούτο, αρκούσε μόνο που τους έδινες να φάνε και να πιούνε καλά …».
Φύλακας άγγελος κι ένας ιερέας
Κι ενώ αυτά συνέβαιναν στα νότια του νομού, οι γενναίοι μαχητές αφήνοντας τα όπλα επιδόθηκαν στη σωτηρία των συμμάχων στρατιωτών που είχαν μείνει πίσω. Φύλακας Άγγελος κάθε κυνηγημένου συμμάχου και ο παπά Αντώνης Ξυδάκης, του οποίου περιγράψαμε την ενεργό συμμετοχή του στη Μάχη της Κρήτης. Μα και μετά τη μάχη δεν σταμάτησε τον αγώνα από άλλο τώρα μετερίζι.
Όταν έπεσε το νησί, στην οπισθοχώρηση ο παπά-Αντώνης, με τους άνδρες του, παρέλαβαν από τη θέση Αποθαμένου, 21 Άγγλους, Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς στρατιώτες, από τους οποίους ένας ήταν ανθυπολοχαγός, δυο επιλοχίες, και δυο δεκανείς.
Τους έφεραν στο Όρος κι εκεί τους έκρυψαν για πέντε μέρες σε μια ρεματιά, όπου δεν τους έλειψε τροφή και φροντίδα χάρις στην αυτοθυσία των κατοίκων της περιοχής.
Έξι μέρες μετά, ο παπά-Αντώνης έστειλε με οδηγό τον Νικόλαο Γ. Βιδιαδάκη τους ξένους στρατιώτες στου Φωτεινού, στον Ιωσήφ Πέρο, που με τη σειρά του, τους οδήγησε στο Σελλί Αγίου Βασιλείου απ’ όπου κατάφεραν αργότερα να φύγουν για τη Μέση Ανατολή.
Αυτό συνεχίστηκε και σε όλη τη διάρκεια της κατοχής. Ο παπά-Αντώνης Ξυδάκης με κίνδυνο της ζωής του, περισυνέλεγε κυνηγημένους στρατιώτες και αφού τους πρόσφερε άσυλο και τροφή μέχρι να ανακτήσουν δυνάμεις, τους προωθούσε στη Μονή Πρέβελη, σε στενή πάντα συνεργασία με τον Ηγούμενο Αγαθάγγελο Λαγκουβάρδο, ο οποίος και τους βοηθούσε να περάσουν στην Μέση Ανατολή, όπου συνεχιζόταν ο αγώνας.
Ήταν μέσα Ιουνίου 1941 όταν ο ηρωικός ρασοφόρος συνάντησε στην κορυφογραμμή του Βρύσινα έξι βαθμοφόρους στρατιώτες περιπλανώμενους. Αμέσως τους πήρε στο χωριό όπου και τους έκρυψε σε ασφαλές σημείο. Ένα από αυτούς που ήταν βαριά πληγωμένος (και τα δυο πόδια του είχαν σαπίσει από γάγγραινα) τον νοσήλευσε η πρεσβυτέρα που πήρε έτσι και το πρώτο βάπτισμα του πυρός στον αγώνα ενάντια του κατακτητή.
Όλα αυτά βέβαια γίνονταν με μεγάλες προφυλάξεις γιατί οι διαταγές ήταν πολύ αυστηρές και όποιος έκρυβε συμμάχους στρατιώτες τον περίμενε ο θάνατος. Ο ηρωικός παπάς όμως κατάφερε να φυγαδεύσει και αυτούς με τη βοήθεια των χωροφυλάκων που υπηρετούσαν στον αστυνομικό σταθμό Σελλίων, Δημητρίου Ι. Φουρναράκη από τα Γουλεδιανά και Νικόλαο Σ. Σκουλούδη από τους Αρμένους.
Αυτό συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση μέχρι και τον Αύγουστο του 1941. Ο Αντώνιος Ξυδάκης με την πρεσβυτέρα του και τα παιδιά του δεν σταμάτησαν να περισυλλέγουν, να φροντίζουν και να φυγαδεύουν συμμάχους στρατιώτες.
Ένας εθνομάρτυρας ενωμοτάρχης
Από τις μορφές που σημάδεψαν με τον ηρωισμό και το μαρτυρικό τους θάνατο τα παρεπόμενα της θρυλικής μάχης, ήταν και ο ενωμοτάρχης του Σταθμού Χωροφυλακής Πηγής Νίκος Γιαπιτζάκης.
Πολλές λεπτομέρειες από το βίο του και τον ηρωικό του θάνατο μας έδωσε ο κ. Κώστας Μυγιάκης εκλεκτός εκπαιδευτικός και λόγιος.
Ήταν ένας πανέμορφος άνδρας ο Γιαπιτζάκης που είχε αναλάβει καθήκοντα διοίκησης στον Σταθμό Χωροφυλακής Πηγής το 1938.
Οι Πηγιανοί με τον καιρό τον λάτρεψαν. Τον θεωρούσαν δικό τους άνθρωπο και το έδειχναν με κάθε τρόπο.
Ο πόλεμος του 40 βρήκε τον Νίκο Γιαπιτζάκη, στις επάλξεις του καθήκοντος να συντονίζει τις ενέργειες των πατριωτών και να καταθέτει τη δική του συμβολή όπου η πατρίδα το χρειαζόταν. Είχε άριστες διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες Αυτό του το είχε επισημάνει εκδηλώνοντας με κάθε τρόπο τη συμπάθειά του και ο θρυλικός ηγούμενος Αρκαδίου και Πηγιανός Διονύσιος Ψαρουδάκης.
Ο Νικόλαος Γιαπιτζάκης πρωτοστατούσε σε κάθε κίνηση για να εφοδιαστούν με ζεστά μάλλινα ρούχα οι φαντάροι μας που πολεμούσαν στο μέτωπο. Συστήνει σε όλα τα χωριά της δικής του δικαιοδοσίας εθελοντικές ομάδες. Εκεί συμμετέχουν και μαθητές Δημοτικού με πίστη και ενθουσιασμό. Ακόμα και τα μικρά παιδιά είχε επηρεάσει με τον πατριωτισμό και τη φιλότιμη δράση του. Η σκέψη του ήταν διαρκώς εκεί στο Μέτωπο και θα έδινε τα πάντα να ήταν κι εκείνος εκεί στην πρώτη γραμμή.
Πενθούσε ο ίδιος πριν ανακοινώσει σε οικογένειες το θλιβερό μαντάτο για τους αγαπημένους που έπεσαν στο πεδίο της τιμής υπέρ πατρίδος. Ο τρόπος που το ανακοίνωνε βοηθούσε την περηφάνια να μετριάσει την οδύνη του φοβερού αγγέλματος στις ψυχές των χαροκαμένων γονέων. Κι όταν τέλειωνε τα ημερήσια καθήκοντά του έπαιρνε με τη σειρά τα σπίτια που είχαν συγγενή στο μέτωπο με μια καλή κουβέντα για τον καθένα. Ήξερε να εμψυχώνει και να μεταδίδει την πίστη του για την αίσια έκβαση του αγώνα. Έφευγε από κάθε σπίτι με την αίσθηση ότι άφηνε πίσω του ανθρώπους με θάρρος και δύναμη για την όποια δυσκολία ή συμφορά τους περίμενε.
Και φθάνουμε στον Μάη του 1941, που γράφτηκε η εποποιία της θρυλικής Μάχης. Ο Διονύσιος Ψαρουδάκης, παρά τα 60 του χρόνια και την κλονισμένη υγεία του, σαν άλλος Παπαφλέσσας πήρε τα χωριά να ξεσηκώνει τον κόσμο για να πάνε να πολεμήσουν τους εισβολείς που κατέβαιναν από τον ουρανό σαν βροχή θανάτου.
Ο Γιαπιτζάκης είχε επίσης συμβάλει αποτελεσματικά με τους λίγους άντρες του στις μάχες γύρω από το αεροδρόμιο της Πηγής. Η συνάντηση με τον Ψαρουδάκη ήταν καθαρά για την οργάνωση του αγώνα.
Μετά τον πύρινο πατριωτικό λόγο που έβγαλε ο Διονύσιος μιλώντας πάνω στη χαβούζα της Πηγής, ανέβηκε στο σταθμό της χωροφυλακής και συσκέφτηκε για αρκετή ώρα με τον Γιαπιτζάκη. Έπειτα καθένας αφοσιώθηκε στο δικό του μετερίζι.
Ο γενναίος ενωμοτάρχης αφού είχε συντονίσει τις ομάδες και τους έδωσε τις πρώτες κατευθύνσεις καθώς και τα πρόχειρα όπλα που βρέθηκαν από δω κι από κει τους καθοδήγησε για τη συνέχεια. Κι έπειτα επιδόθηκε στο να συγκεντρώνει οπλισμό από τους σκοτωμένους ναζί για να ανεφοδιάζει τους άνδρες με πιο σύγχρονα μέσα άμυνας.
Στις 29 Μαΐου 1941, γύρω στις 10.30 το πρωί φάνηκε στην Πηγή η πρώτη μηχανοκίνητη φάλαγγα. Πάγωσε το αίμα όσων βρέθηκαν κοντά. Ο Γιαπιτζάκης με τους άνδρες του υποχώρησε στη Μέση για να αναδιοργανωθεί. Ήταν γενναίος αλλά και συνετός. Μετρούσε στη συνείδησή του η τύχη των ανθρώπων που υπηρετούσαν την πατρίδα υπό τις διαταγές του.
Σύντομα όμως επιστρέφει στη βάση του. Είχε αρχίσει να έχει τύψεις συνείδησης όσο περνούσε η ώρα. Η θέση του ήταν στην Πηγή.
Τα αντίποινα που είχαν ξεκινήσει στα γύρω χωριά έκαναν τους φίλους του Γιαπιτζάκη να τρομάζουν για την τύχη του. Για παραδειγματισμό η συμπεριφορά στους παράγοντες κάθε χωριού από τους κατακτητές ήταν αμείλικτη.
Ο διοικητής Χωροφυλακής Ρεθύμνης Γεώργιος Χαλκιαδάκης, που τον εκτιμούσε ιδιαίτερα, τον καλεί στο γραφείο του και του ανακοινώνει τη μετάθεσή του στην Αμνάτο. Αποφεύγει να του εξηγήσει τους λόγους που είναι εμφανείς για τους ψύχραιμους παρατηρητές.
Με πρωτοφανές πείσμα ο Γιαπιτζάκης αρνείται την ευκαιρία να σωθεί. Αργότερα η ρομαντική φύση των ανθρώπων θα αφήσει να αιωρείται στην προφορική παράδοση η σκιά μιας ανεκπλήρωτης αγάπης. Γιατί όχι; Μπορούν οι αναποδιές και οι μιζέριες της ζωής να εμποδίσουν τον έρωτα να ανθίζει στις καρδιές;
Στην περίπτωση του Γιαπιτζάκη δεν υπάρχει καμιά εξακριβωμένη πληροφορία. Ίσως και με αυτό τον τρόπο θα θέλησαν οι Πηγιανοί να κρατήσουν για πάντα δικό τους τον γενναίο ενωμοτάρχη.
Οι στιγμές που ακολούθησαν θυμίζουν το μαρτύριο και τη θυσία του Θεανθρώπου. Κι ας μην θεωρηθεί υπερβολή η σύγκριση αυτή.
Ο μαρτυρικός θάνατος του
Τη Δευτέρα 16 Ιουνίου 1941, στις 10 το πρωί, γερμανικό απόσπασμα συλλαμβάνει τον Νίκο Γιαπιτζάκη και τον οδηγεί να δικαστεί σε ένα πρόχειρο στρατοδικείο που είχε στηθεί στην βίλα Νικολάου Ασκούτση. Από την πρώτη στιγμή ο άτυχος ενωμοτάρχης αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη λύσσα. Οι κατηγορίες σε βάρος του σοβαρές. Εμπλέκεται σε έντονη πολεμική δράση και ευθύνεται για την απώλεια Γερμανών στρατιωτών.
Για να αποσπάσουν ομολογία καταφεύγουν στις προσφιλείς τους μεθόδους. Ο Γιαπιτζάκης κρατά το στόμα του κλειστό.
Οι στρατοδίκες καλούν τρεις Πηγιανούς που ήταν τα καταστήματά τους κοντά στην πλατεία και σίγουρα κάτι θα είχαν αντιληφθεί από τη δράση του ενωμοτάρχη.
Ήταν ο Γρηγόρης Βογιατζής, ο Αλκιβιάδης Σπανδάγος και ο Κυριάκος Βογιατζόγλου, που αργότερα θα εκτελεστεί στις φυλακές Αγυιάς.Αν και απειλείται σοβαρά η ζωή τους και μέχρι να καταθέσουν, η πίεση από την πλευρά των Γερμανών είναι αφόρητη, εκείνοι αρνούνται κάθε κατηγορία που βαρύνει τον Γιαπιτζάκη.
Ο ηρωικός αξιωματικός ακούει τις καταθέσεις και ξεχνά τους πόνους του. Οι Πηγιανοί είναι κοντά του. Κι αυτοί οι τρεις λεβέντες δείχνουν έμπρακτα την αγάπη τους. Αισθάνεται να ξεχειλίζει από ευγνωμοσύνη. Αν ήθελαν θα τον είχαν κάψει. Γιατί τόσο ο καφετζής, όσο και ο έμπορος και ο κουρέας γνώριζαν με κάθε λεπτομέρεια τη δράση του. Στάθηκαν όμως στο ύψος κάθε πατριώτη. Τίμησαν τον τόπο τους και τη γενιά τους.
Οι μόνοι μάρτυρες κατηγορίας είναι τώρα αλεξιπτωτιστές. Δεν υπάρχουν άλλα στοιχεία μετά την άρνηση των τριών Πηγιανών να καταθέσουν όσα τους επέβαλαν να πουν οι Γερμανοί.
Ο Γιαπιτζάκης παίρνοντας κουράγιο από τη συμπαράσταση των Πηγιανών φίλων του εξακολουθεί να αρνείται τις κατηγορίες. Και ο Γερμανοί αφρίζουν από το κακό τους.Μεταφέρουν τον αιχμάλωτό τους σε ένα ερειπωμένο σπίτι εκεί κοντά και αρχίζουν να τον υποβάλουν σε απάνθρωπα βασανιστήρια. Επιμένουν να τον υποχρεώσουν να ομολογήσει ποιους όπλισε, πόσους και ποιους πολίτες οργάνωσε σε ομάδες και σε ποια σημεία του αεροδρομίου της Πηγής πολέμησε κατά των αλεξιπτωτιστών. Εκείνος υποφέρει αλλά σωπαίνει.
Το σώμα του μέσα σε λίγη ώρα από τα αλύπητα χτυπήματα μεταβάλλεται σε μια άμορφη μάζα από σάρκες και αίμα.
Σύντομα αντιλαμβάνονται το μαρτύριό του γείτονες και παρακολουθώντας αθέατοι κλαίνε και υποφέρουν ψυχικά αδυνατώντας να βοηθήσουν τον λατρεμένο τους φίλο.
Ο Γιαπιτζάκης παρά τους αφόρητους πόνους επιμένει να αρνείται κάθε κατηγορία.Κάποια στιγμή, κατά το μεσημέρι, τον σέρνουν, κυριολεκτικά, καθώς είναι ανήμπορος να περπατήσει, πίσω στη βίλα Ασκούτση. Εκεί του απαγγέλλεται η θανατική του καταδίκη από τον επικεφαλής του πρόχειρου στρατοδικείου.
Για λόγους εκφοβισμού περνούν τον αγνώριστο, από τα μαρτύρια, ενωμοτάρχη από τον κεντρικό δρόμο της Πηγής, φορτωμένο με σκαπάνη και φτυάρι για να ανοίξει τον τάφο του.Εκείνος μετά βίας προχωρά. Προσπαθεί όμως να μη χάσει την αξιοπρέπειά του ακόμα κι αυτή την τραγική στιγμή.
Φθάνουν στον τόπο της εκτέλεσης δίπλα στην όχθη του ποταμού. Τον υποχρεώνουν να σκάψει τον λάκκο του ακολουθώντας μια ακόμα απάνθρωπη μέθοδο που δείχνει το μέγεθος της θηριωδίας του. Τον υποχρεώνουν κάθε τόσο να ξαπλώνει για να διαπιστωθεί αν τον άνοιγμα του λάκκου τον χωρά. Ο Γιαπιτζάκης με το μεγαλείο ημιθέου υπομένει στωικά και τα νέα μαρτύρια. Ξέρει πως έφθασε στο τέλος χωρίς να ανοίξει το στόμα του να καταδώσει πατριώτες. Κι είναι περήφανος. Κάποια στιγμή που δοκιμάζει πάλι κατόπιν διαταγής τον τάφο του ο λοχίας Χόρτση τον σημαδεύει με το αυτόματο στον αυχένα. Το χτύπημα αποκεφαλίζει τον ήρωα μάρτυρα. Επιτέλους λυτρώθηκε. Τρεις γυναίκες που έτυχε να παρακολουθήσουν αθέατες την εκτέλεση επιστρέφουν θρηνώντας στο χωριό και ανακοινώνουν το θλιβερό μαντάτο. Η Πηγή βυθίζεται στο πένθος. Κανένας δεν ησυχάζει όσο σκέπτεται που αναπαύεται το μαρτυρικό κορμί του αγαπημένου τους ενωμοτάρχη. Και την επομένη τρεις λεβεντόψυχες Πηγιανές αποφασίζουν να πάνε να ζητήσουν το σώμα για ταφή στο νεκροταφείο της Πηγής.
Είναι οι εθελόντριες αδελφές νοσοκόμες Ευγενία Χαλκιαδάκη Κωστοκανέλλη, Ευαγγελία μητέρα του εκλεκτού εκπαιδευτικού κ. Κώστα Μυγιάκη και Ιωάννα Τριποδιανάκη.
Επειδή υπηρετώντας στο στρατιωτικό χειρουργείο είχαν φροντίσει και Γερμανούς τραυματίες, είχαν την τόλμη να υποβάλουν το αίτημα αυτό. Έχουν μαζί τους ακόμα τρεις Πηγιανές και τον Μανόλη Χατζάκη γερμανομαθή που τους βοηθά στη μετάφραση.
Ακόμα κι ο Γερμανός διοικητής ταράζεται μπροστά στο θάρρος των γυναικών. Κλονίζεται από το αίτημα που θυμίζει σε ποια χώρα βρίσκεται. Αναγκάζεται να δεχτεί απλά θέτει ως όρους να μην τον περάσουν από κεντρικό σημείο αλλά να τον μεταφέρουν περιμετρικά στο νεκροταφείο και να ταφεί χωρίς να ψαλεί εξόδιος ακολουθία.
Αυτό κι έγινε. Κι όμως οι ευφυείς κάτοικοι του ιστορικού χωριού βρήκαν τη λύση για να αναπαύεται η ψυχή του εθνομάρτυρα ενωμοτάρχη. Κάθε μέρα και μια γυναίκα από το χωριό προφασιζόμενη ότι τελεί δέηση για συγγενή της έκανε το καθήκον τους απέναντι στη μνήμη του γενναίου αξιωματικού με τρισάγιο.
Συγκλονιστική η ιστορία όπως μας τη δίνει ο κ. Κώστας Μυγιάκης που έχει γράψει και σχετικό άρθρο στο παρελθόν τιμώντας τον ήρωα.
Και μια συγκινητική λεπτομέρεια που δείχνει πόσο οι Πηγιανοί τιμούσαν τον ήρωά τους. Μέχρι και πριν από μερικά χρόνια ένα καντήλι έκαιγε άσβεστο στην προτομή του κοσμαγάπητου ήρωα. Τυχαίο;