Ένα μεγάλο αγκάθι για την ελληνική κοινωνία αποτελεί η παιδική κακοποίηση, η οποία φαίνεται πως εντάθηκε την περίοδο της πανδημίας λόγω του εγκλεισμού, συνέπεια των περιοριστικών μέτρων προστασίας από τον κορονοϊό. Ένα φαινόμενο που είχε διαφανεί έντονα και στην περίοδο της δεκαετούς οικονομικής κρίσης που προηγήθηκε και σύμφωνα με τον διευθυντή Διεύθυνσης Ψυχικής υγείας και κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου του Παιδιού Γιώργο Νικολαΐδη, πήρε διαστάσεις πίσω από κλειστές πόρτες των σπιτιών, όπου τα παιδιά δεν είχαν τη δυνατότητα να ζητήσουν βοήθεια. Αυτό το φαινόμενο σύμφωνα με τον ίδιο παρατηρείται σε όλο τον κόσμο και πλέον μετά την άρση τω μέτρων τα περιστατικά κακοποίησης βγαίνουν στο φως της δημοσιότητας.
Η ενημέρωση των πολιτών για τις ενδείξεις παιδιών που κακοποιούνται, αλλά και η καθοριστική συμβολή του σχολείου και του οικογενειακού περιβάλλοντος μπορούν να γίνουν ανάχωμα σε αυτά τα περιστατικά. Κανείς δεν πρέπει να μένει άπραγος εφόσον υποψιαστεί η αντιληφθεί περιστατικό παιδικής κακοποίησης.
Τα παραπάνω επισημάνθηκαν χθες σε ειδική ημερίδα που διοργάνωσε η διεύθυνση Δημόσιας υγείας της ΠΕ Ρεθύμνου με αφορμή και τη νέα νομοθεσία που θεσπίζει υπεύθυνο προστασίας ανηλίκων σε δημόσιες και ιδιωτικές δομές παιδιών.
Επιστήμονες από το Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού μίλησαν για την αναγνώριση και διαχείριση περιστατικών παραμέλησης και κακοποίησης παιδιών. Ειδική αναφορά έγινε στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής αλληλεγγύης και το Εθνικό Σύστημα Καταγραφής και Παρακολούθησης, όπου μέσω 24ωρης τηλεφωνικής γραμμής μπορούν όσοι πολίτες αντιλαμβάνονται το παραμικρό να κάνουν σχετική αναφορά.
«Σοκάρει η σκληρότητα των περιστατικών»
Ο ψυχίατρος Γιώργος Νικολαΐδης, αναφέρθηκε στην οικονομική και υγειονομική κρίση που είχε επιπτώσεις στα φαινόμενα παιδικής κακοποίησης, ενώ έκανε ιδιαίτερη αναφορά και στη σκληρότητα των περιστατικών παιδικής κακοποίησης, τονίζοντας μεταξύ άλλων: «Την περίοδο της πανδημίας -όχι εξαιτίας της πανδημίας -, αλλά εξαιτίας των μέτρων που ελήφθησαν για την αντιμετώπισή της, με την καραντίνα ,σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο, είχε παρατηρηθεί ένα διφυές φαινόμενο: Αφενός μεν αυξήθηκαν τα περιστατικά κακοποίησης των παιδιών μέσα στον ενδοοικογενειακό χώρο – καταλαβαίνετε ότι το να είσαι κλεισμένος σε ένα χώρο επτά μέρες την εβδομάδα, 24 ώρες τη μέρα με τον κακοποιητή σου είναι από τα χειρότερα που μπορούν να συμβούν – και ταυτοχρόνως μειώθηκαν οι καταγγελίες την περίοδο ισχύς των μέτρων. Γιατί σε αντιδιαστολή με τα κρούσματα βίας κατά των γυναικών, τα παιδιά όταν είναι κλεισμένα με τον δράστη – κακοποιητή τους δεν έχουν καμιά δυνατότητα να καταγγείλουν. Αυτό που παρατηρήθηκε είναι ότι μετά την άρση των μέτρων, με καθυστέρηση κάποιων μηνών, αρχίζει και αυξάνεται ο αριθμός των καταγγελιών, οπότε κατά κάποιο τρόπο αυτό που βιώνουμε εμείς τώρα και με δεδομένο ότι η Ελλάδα σε διάρκεια περιοριστικών μέτρων ήταν από τις ευρωπαϊκές χώρες με τη μεγαλύτερη διάρκεια μέτρων καραντίνας – είναι να αρχίζουν να καταγγέλλονται όσα έγιναν το προηγούμενο διάστημα. Ωστόσο πέρα από αυτό, αυτό που σοκάρει πέρα από την ποσότητα, είναι η ποιότητα όσων έρχονται στη δημοσιότητα. Σοκάρει δηλαδή η ιδιαίτερη σκληρότητα με την οποία βλέπουμε να συμβαίνουν περιστατικά διαπροσωπικής βίας είτε από τα παιδιά είτε με θύματα τα παιδιά. Ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ήταν αυτό της άτυχης οκτάχρονης που είχε μαγκωθεί το σώμα της σε μια μεταλλική καγκελόπορτα και επί 45 λεπτά, όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, πέρναγαν ενήλικες άνθρωποι και αδιαφορούσαν για αυτό το παιδικό κορμί που σπάραζε. Μπορούμε να σκεφτούμε ότι σκλήρυνε η ελληνική κοινωνία προς τα παιδιά και τα παιδιά τα ίδια μεταξύ τους. Η ελληνική κοινωνία πέρασε δέκα χρόνια οικονομικής κρίσης, μπήκε σχεδόν κατευθείαν στην υγειονομική κρίση και πιθανότητα βαδίζουμε σε μια νέα οικονομική κρίση και γεωπολιτική από ότι φαίνεται. Κοινωνίες που υφίστανται τέτοιου είδους στρες είναι λογικό να βγάζουν και κρούσματα αυξημένης και ιδιαίτερης σκληρότητας διαπροσωπικής βίας και τα παιδιά συνήθως είναι πιο ευαίσθητοι δείκτες που απορροφούν αυτά τα βιώματα. Τα παιδιά που είναι τώρα στην εφηβεία, αυτό που έχουν να θυμούνται όλη τους τη ζωή είναι, «κίνδυνος, χανόμαστε, καταστρεφόμαστε, για τον ένα ή τον άλλο λόγο», δεν υπάρχει κανένα θετικό όραμα που να έχει προβληθεί είτε ατομικά είτε συλλογικά σε αυτά τα παιδιά από τότε που θυμούνται τον εαυτό τους. Ιδιαίτερα στα πιο μικρής ηλικίας παιδιά, το δημόσιο αφήγημα που κυριάρχησε στην Ελλάδα τον καιρό της πανδημίας ήταν, ότι ο άλλος άνθρωπος είναι δυνητική απειλή θανάσιμου κινδύνου για εμάς και ότι εμείς οι ίδιοι – τα μικρά παιδιά – μπορεί να γίνουμε θανάσιμη απειλή για τους αγαπημένους μας. Μια τρυφερή ηλικία στην οποία το παιδί ανακαλύπτει ότι ο άλλος άνθρωπος φυσιολογικά είναι πηγή ευχαρίστησης, χαράς, απόλαυσης, δημιουργίας, μαθαίνουμε μαζί, παίζουμε μαζί, φλερτάρουμε, ερωτευόμαστε. Αυτού του είδους το δημόσιο αφήγημα που προβλήθηκε είναι νομίζω πολύ διαφορετικό για τη δυνατότητα των παιδιών να επενδύουν στον άλλο άνθρωπο χωρίς να τον βλέπουν σαν απειλή και αυτό θα έχει μεσομακροπρόθεσμες συνέπειες, θα βγάζει αποτελέσματα νομίζω στα επόμενα χρόνια. Οι κοινωνικές καταστάσεις δημιουργούν το έδαφος ώστε κάποια άτομα που είναι πιο ευάλωτα να εκδηλώσουν βίαιες συμπεριφορές. Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να προβλέψει κανείς ποια άτομα θα το κάνουν. Και αντίστροφα αυτό σημαίνει ότι οι κοινωνίες έχουν μια ευθύνη να ξαναανακαλύψουν τον άλλο άνθρωπο τη θετική άξια του δεσμού και της δυνατότητας των ανθρώπων να κτίσουν ένα καλύτερο μέλλον για τον εαυτό τους και για τους διπλανούς τους».
Πολιτικές προστασίας παιδικής κακοποίησης
Σύμφωνα με τον κ. Νικολαΐδη, η Ελλάδα έχει πολύ δρόμο ακόμα σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη στα ζητήματα παιδικής προστασίας, ενώ εξέφρασε τον προβληματισμό του σε σχέση με τον θεσμό του υπεύθυνου προστασίας ανηλίκων, υποστηρίζοντας χαρακτηριστικά: «Έχουμε μια επιφύλαξη γιατί στην νομοθεσία έτσι όπως εισήχθη ο θεσμός του υπεύθυνου προστασίας ανηλίκων ως μέρος του προσωπικού μιας μονάδας και μάλιστα μιας μονάδας που μπορεί να είναι και του ιδιωτικού τομέα. Κατά πόσο δηλαδή του δίνονται αυτού του ανθρώπου οι δικλείδες ασφαλείας και το πλαίσιο προστασίας ώστε να μπορεί να κάνει τη δουλειά του. Αν εγώ για παράδειγμα είμαι υπάλληλος σε βρεφονηπιακό σταθμό και υπεύθυνος παιδικής προστασίας, θα πρέπει να υπακούω ταυτοχρόνως στο ρόλο μου ως υπεύθυνου παιδικής προστασίας, όμως ταυτόχρονα είμαι και υπάλληλος του εργοδότη μου, άρα μπορεί να υπάρξει μια σύγκρουση συμφερόντων. Στα σχολεία αλλά και σε άλλες μονάδες είναι η συντηρητική τάση των οργανισμών, να θέλουν να τα διαχειριστούν εσωτερικά τα κρούσματα και να μην τα δημοσιοποιήσουν, γιατί έτσι πιστεύουν ότι προστατεύουν τη φήμη τους, όμως αυτό είναι ένα πρόβλημα» και συμπλήρωσε ότι: «Υπάρχουν στη χώρα μας σειρά εργαλείων που έχουν μετρηθεί ως προς τη μείωση του εκφοβισμού στα σχολεία, της διαπροσωπικής βίας της ενίσχυσης των παιδιών για να αποκαλύψουν στο σχολείο πράγματα πους συμβαίνουν στα σπίτια τους, γιατί το σχολείο και η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας είναι κατεξοχήν μηχανισμοί που εντοπίζουν πρώιμα κρούσματα κακοποίησης παιδιών. Το θέμα είναι ότι στην Ελλάδα αυτά γίνονται πρωτοβουλιακά, υπάρχουν πολλά καλά προγράμματα που τρέχουν, αυτό που λείπει όμως είναι συστηματικότητα».
Ενδείξεις αναγνώρισης περιστατικών κακοποίησης
Η κ. Αναστασία Μάντεση, ψυχολόγος συνεργάτιδα της διεύθυνσης Ψυχικής και Κοινωνικής Πρόνοιας του Ινστιτούτου του Παιδιού μίλησε για τις ενδείξεις αναγνώρισης περιστατικών παραμέλησης κακοποίησης ανηλίκων.
Όπως είπε στην εισήγησή της, ένα παιδί που υφίσταται κακοποίηση μπορεί να το δείξει αν εμφανίζει ξαφνικές αλλαγές στη συμπεριφορά του ή στη σχολική επίδοση, δεν έχει λάβει κάποια βοήθεια για σωματικά ή ιατρικά προβλήματα, έχει μαθησιακά προβλήματα που δεν μπορούν να αποδοθούν σε συγκεκριμένες φυσικές ή ψυχολογικές αιτίες, δεν έχει εποπτεία από ενήλικο άτομο. Αν παιδί και γονέας δε κοιτάζονται μεταξύ τους, αν δεν αγγίζει ο ένας τον άλλον, αν αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχει μια απόσταση και περιγράφουν τη σχέση τους με αρνητικά λόγια. Βέβαια τόνισε: «Ένδειξη δε σημαίνει απόδειξη, αλλά η ένδειξη είναι πάρα πολύ σημαντικό να γίνει αντιληπτή και να αξιοποιηθεί ».
Αναφερόμενη στις ενδείξεις σωματικής κακοποίησης, μίλησε για σημάδια και μώλωπες στο σώμα του παιδιού, για ενδείξεις στη συμπεριφορά (αναφορά τραυματισμού από γονέα ή άλλο ενήλικο άτομο, αναφορά πόνου, φτωχή συγκέντρωση, επιθετικότητα, συχνή εμπλοκή σε περιστατικά βίας, φόβος επιστροφής στο σπίτι, τάσεις αυτό-τραυματισμού, ενώ σε ότι αφορά την σεξουαλική κακοποίηση αναφέρθηκε σε ενδείξεις στο σώμα του παιδιού (δυσκολία όταν κάθεται ή περπατά, πόνος σε γεννητικά όργανα, μώλωπες στο εσωτερικό των γλουτών, εγκυμοσύνη) και ενδείξεις στη συμπεριφορά (καταγγελίας σεξουαλικής κακοποίησης, γνώση σεξουαλικών θεμάτων αταίριαστη με την ηλικία τους, διατροφικές διαταραχές, άρνηση αλλαγής ρούχων για αθλητικές δραστηριότητες, κατοχή μεγάλων χρηματικών ποσών). Αναφέρθηκε μάλιστα και σε συναισθηματικές ενδείξεις όπως ο φόβος και άρνηση επικοινωνίας με συγκεκριμένα άτομα, χρόνια κατάθλιψη, χαμηλή αυτοεκτίμηση, φοβίες, κλάμα.
Η κ. Μάντεση μίλησε για τις ενδείξεις παιδικής κακοποίησης ανά ηλικία, επισημαίνοντας ότι τα παιδιά έως πέντε ετών είναι συνήθως ανασφαλή, ανησυχούν πολύ και δεν λένε το γιατί σαν να «κρατάνε ένα μυστικό», κλαίνε υπερβολικά όταν τους βγάζουμε τα ρούχα ειδικά όταν τους βγάζουμε την πάνα, μπορεί να επαναλαμβάνουν άσεμνες λέξεις ή φράσεις, δε θέλουν να συμμετέχουν σε δραστηριότητες με άλλα παιδιά. Τα παιδιά από 5 έως 12 ετών όπως είπε αρχίζουν να αφήνουν υπαινιγμούς. Έχουν την ανάγκη να κάνουν την αποκάλυψη, αλλά υπάρχει ενοχή και μυστικότητα που το εμποδίζουν. Μπορεί το παιδί να θέλει συνεχώς επιβεβαίωση. Αποφεύγουν, όπως λέει δραστηριότητες που τους άρεσαν προηγουμένως. Μπορεί επίσης όπως ανέφερε να κάνουν την αποκάλυψη του περιστατικού, μιλώντας όμως για έναν «φίλο» τους. Σε ότι αφορά τις ενδείξεις στους εφήβους, είπε ότι έχουν κατεξοχήν ψυχιατρικά συμπτώματα, δηλαδή μπορεί να εμφανίζουν χρόνια κατάθλιψη και αυτοκτονικές τάσεις. Μπορεί να παρατηρηθεί απώλεια μνήμης, φυγές από το σπίτι, κατάθλιψη, αλκοόλ. Ενδιαφέρον είναι ότι τα παιδιά αυτά μπορεί να υιοθετήσουν προκλητική σεξουαλική συμπεριφορά από μόνα τους και να επιδίδονται σε σεξουαλική δραστηριότητα, εκτός αυτής που υπάρχει με τον κακοποιητή.
Σε ότι αφορά τη ψυχολογική κακοποίηση οι ενδείξεις είναι από την συμπεριφορά όπως είπε και αφορούν στην έλλειψη δεσμού του γονέα με το παιδί, ενώ για την παραμέληση αυτή κυρίως όπως είπε φαίνεται από τη γενική εικόνα του παιδιού: αν είναι βρώμικο, αν δεν είναι κατάλληλα ντυμένο, αν οι βασικές του ανάγκες δεν είναι φροντισμένες.
Όπως εξήγησε από την πλευρά του ο Αθανάσιος Ντιναπόγιας, ψυχολόγος την ώρα που το παιδί αποκαλύπτει την κακοποίηση «Δεν πρέπει να δείξουμε ότι έχουμε σοκαριστεί, δε πρέπει να θυμώσουμε και μην υποσχεθούμε κάτι που δε μπορούμε να κρατήσουμε (π.χ. ότι δεν θα το πούμε σε κανέναν αυτό που θα μας πει). Δεν πρέπει να καθυστερήσουμε να προχωρήσουμε σε αναφορά».
Σύμφωνα με τον ίδιο είναι σημαντικό να γνωρίζουν όλοι ότι η κακοποίηση και η παραμέληση παιδιών δεν είναι οικογενειακό ζήτημα και επίσης μια αναφορά υποψίας δε σημαίνει αυτόματα ότι ένα παιδί θα απομακρυνθεί από το σπίτι. «Αν δεν είμαστε σίγουροι: αν ένα παιδί πει ότι κακοποιείται, αυτό αρκεί για να προχωρήσουμε σε αναφορά. Αν έχουμε βάσιμες υποψίες, πάλι αρκεί για να προχωρήσουμε σε αναφορά» σημείωσε.
Ο ρόλος του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής αλληλεγγύης
Για τον ρόλο του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης και του Εθνικού Συστήματος Καταγραφής και Παρακολούθησης, μίλησε η κοινωνική λειτουργός-σύμβουλους τηλεφωνικών γραμμών Κυριακή Πετράκου. Μεταξύ άλλων σε σχετικές δηλώσεις της ανέφερε: «Το κέντρο έχει ιδρυθεί από το 2003 με πολλές υπηρεσίες που προσφέρονται σε όλη τη χώρα. Αυτό που ήρθε με τη νέα νομοθεσία είναι το Εθνικό σύστημα καταγραφής και παρακολουθησης περιστατικών κακοποίησης ανήλικων. Είναι ένας μηχανισμός που προσπαθούμε να κάνουμε πρόληψη και αντιμετώπιση των περιστατικών. Είναι ένα πληροφοριακό σύστημα που θα μπορούν οι υπεύθυνοι προστασίας ανηλίκων να γνωστοποιούν τις αναφορές. Στη συνέχεια ενημερώνονται οι εισαγγελικές, αστυνομικές αρχές αν χρειαστεί κι οι κοινωνικοί λειτουργοί. Το κέντρο απευθύνεται σε όλους. Όποιος θέλει μπορεί να μας καλέσει μέσω των 24ωρων τηλεφωνικών γραμμών. Η γραμμή 197 που απευθύνεται σε ενήλικες και παρέχει συμβουλευτική ψυχολογική υποστήριξη, διασύνδεση με τοπικές υπηρεσίες και ενημέρωση. Παράλληλα η γραμμή 1107 αφορά την παιδική προστασία και μπορούν να καλέσουν παιδιά έφηβοι ή το περιβάλλον τους (γονικό, σχολικό οικογενειακό) να μπορέσουμε να βοηθήσουμε όσο μπορούμε. Είναι δωρεάν και είναι όλα απόρρητα και ανώνυμα».
¨Η κ. Πετράκου έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στην ανάγκη να μην παραμένουμε σιωπηροί απέναντι σε περιστατικά παραμέλησης ή κακοποίησης ανηλίκων: «Έχει επηρεάσει πολύ ο εγκλεισμός που επήλθε από την πανδημία του κορονοϊού. Υπάρχει και το θέμα του διαδικτύου, όπου τα παιδιά περνούν πολλές ώρες εκεί και εκεί πρέπει να παρέμβουν οι γονείς. Το μότο μας είναι να μιλάμε. Δεν κρύβουμε κάτω από το χαλί αυτό που βλέπουμε, αυτό που αντιλαμβανόμαστε και οι γονείς είναι κάλο να βοηθήσουν τα παιδιά τους. Να έχουν μια σχέση εμπιστοσύνης για να μπορούν τα παιδιά να ανταποκριθούν και να επικοινωνήσουν αυτό που τους συμβαίνει με τους γονείς».
Ο ρόλος της ΕΛΑΣ
Η προϊσταμένη Γραφείου Αντιμετώπισης Ενδοοικογενειακής Βίας Διεύθυνσης Αστυνομίας Αθηνά Καραδάκη αναφερόμενη στον ρόλο της ΕΛΑΣ εξήγησε ότι μόνο για την εξέταση ανήλικων θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης προβλέπεται η προανακριτική εξέταση παρουσία παιδοψυχολόγου. Μεταξύ άλλων ανέφερε: «Το άρθρο 23: θεσμοθετεί την υποχρέωση των εκπαιδευτικών να καταγγείλουν όταν διαπιστώσουν ότι ένα παιδί είναι θύμα ενδοοικογενειακής βίας, δια μέσου του διευθυντή. Κατά την προδικασία ίσως δε χρειαστεί κατάθεση από εκπαιδευτικό αν η πληροφορία μπορεί να αποδειχθεί από άλλο μέσο.
Τα αδικήματα της έκθεσης, της σωματικής βλάβης αδύναμων προσώπων, της ενδοοικογενειακής βίας, και της γενετήσιας ελευθερίας και οικονομικής εκμετάλλευσης της γενετήσιας ζωής διώκονται αυτεπαγγέλτως! Δεν απαιτείται κατάθεση του θύματος και μπορούν να καταγγελθούν από οποιονδήποτε».
Η ίδια αναφέρθηκε και στην έλλειψη δομών φιλοξενίας των ανηλίκων θυμάτων βίας. «Είναι πάμπολλες οι φορές όπου ένα ανήλικο έχει φιλοξενηθεί στις αστυνομικές υπηρεσίες, έχει κοιμηθεί στα καθίσματα του αστυνομικού τμήματος ή μέσα σε ένα γραφείο υποδιεύθυνσης ασφαλείας. Είναι πολλές φορές που η αρμόδια για τα ανήλικα θύματα έχει γίνει φροντιστής, κοινωνικός λειτουργός και ψυχολόγος. Αυτά είναι θλιβερά πράγματα αυτά, αλλά πρέπει να τα λέμε» τόνισε χαρακτηριστικά.
«Η προστασία των παιδιών από οποιαδήποτε μορφή κακοποίησης είναι υπόθεση όλων μας»
Η προστασία των παιδιών από οποιαδήποτε μορφή κακοποίησης είναι υπόθεση όλων μας, τόνισε στον χαιρετισμό της η αντιπεριφερειάρχης Ρεθύμνου Μαρία Λιονή κάνοντας ιδιαίτερη αναφορά στην σημασία της ενημέρωσης, αλλά κυρίως της αναγνώρισης κακοποιητικών συμπεριφορών και της καταγγελίας τους, ώστε να προστατεύονται τα παιδιά: «Η παιδική κακοποίηση ήταν και παραμένει ένα «αγκάθι» για κάθε κοινωνία και κάθε σύγχρονη δημοκρατία. Ένα ζήτημα που μας πληγώνει, μας προβληματίζει και μας θέτει όλους προ των ευθυνών μας. Η πραγματικότητα και τα γεγονότα μας δείχνουν ότι οι περισσότερες πρακτικές εστιάζουν στη διαχείριση των υποθέσεων, παρά στην πρόληψη του φαινομένου. Μάλιστα πολλές πρακτικές επικεντρώνονται στην υποστήριξη των παιδιών και των οικογενειών τους, μετά και όχι πριν την τέλεση του περιστατικού κακοποίησης. Δυστυχώς στην ελληνική κοινωνία υπάρχουν ακόμα αδράνειες και στερεότυπα. Οι πρώτες οδηγούν στην ατιμωρησία, ενώ τα δεύτερα οδηγούν στο ένοχο σκοτάδι. Και αυτές τις αγκυλώσεις, τις οποίες μεγεθύνουν συχνά η σύγχυση των υπηρεσιών και η έλλειψη ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης απαντούν δράσεις, όπως η εκδήλωση αύτη. Η προστασία των παιδιών μας από οποιοδήποτε μορφή κακοποίησης είναι μια υπόθεση όλων μας, πολιτείας, εκκλησίας, κοινωνίας, οικογένειας. Και πρέπει να είναι προτεραιότητα αν θέλουμε όχι μόνο να διαφυλάξουμε την υγειά, σωματική και ψυχική των μελλοντικών ενηλίκων μας, αλλά και την ίδια τη Δημοκρατία μας, αφού προστατεύοντας τα παιδιά μας διαφυλάττουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα, καταργούμε τις ανισότητες και ενισχύσουμε την κοινωνική συνοχή.
Στον χαιρετισμό του ο δήμαρχος Ρεθύμνου Γιώργος Μαρινάκης, μεταξύ άλλων ανέφερε:
«Θα μιλήσω ως θεσμικός και ως δικηγόρος και θα πω ότι η κακοποίηση σε οποιαδήποτε έκφανση είναι πνευματική και ηθική ήττα της κοινωνίας μας. Όλες οι εγκληματολογίες έχουν δεδομένο ότι αυτά τα φαινόμενα συμβαίνουν από τον λεγόμενο «κύκλο εμπιστοσύνης». Όλα αυτό το υπόβαθρο θέλει οικειότητα, εμπιστευτικότητα και μια διαδικασία μύησης. Όλα αυτά τα παιδιά είναι εξαπατημένα και αυτό συμβαίνει επειδή κατά αρχήν δε δουλεύουν καλά οι οικογένειες, στο σχολείο θεωρούμε πολυτέλεια να έχουμε ειδικούς επιστήμονες για να στηρίξουν τα παιδιά. Τα φαινόμενα αυτά θα σταματήσουν μόνο αν υπάρχουν ειδικοί επιστήμονες, που θα μπορούν να ανιχνεύουν το παιδί που είναι υποψήφιο να κακοποιηθεί ή που βρίσκεται σε διαδικασία κακοποίησης και να παρέμβει. Και να υπάρχει και η πολιτεία η οποία να δίνει εκείνα τα συστήματα για να μπορεί να καταφύγει και ο γονέας του παιδιού που είναι κακοποιητής των άλλων, αλλά και πολύ περισσότερο ο γονέας του παιδιού που υφίσταται τη βία. Πρέπει να καταλάβουμε ότι η υγεία, η παιδεία, ο πολιτισμός είναι ακριβές υποθέσεις, αλλά είναι πολύ ακριβότερη η έλλειψή τους».