Μια βράβευση από σημαντικό φορέα πανελλήνιας εμβέλειας όπως είναι οι Σοροπτιμίστριες, έφερε στην επικαιρότητα μια από τις σπάνιες γυναίκες του Ρεθύμνου σε πολυσήμαντη δράση και αθόρυβη κοινωνική προσφορά την κα Βαρβάρα Σκαρβέλη.
Επειδή οι καλοί μου, εν ενεργεία, συνάδελφοι θα καλύψουν το γεγονός, που τιμά ιδιαίτερα και τον τόπο μας, εγώ αφήνω τη μνήμη να με οδηγήσει πίσω στον χρόνο και να θυμηθώ αυτά που με έκαναν να ξεχωρίσω τη σπουδαία αυτή γυναίκα.
Όταν ήρθα στο Ρέθυμνο, τον Αύγουστο του 1972, και άρχισα τα πρώτα βήματα στη δημοσιογραφία, αναγάλλιαζε η καρδιά μου όταν αναζητώντας ειδήσεις έφθανα και στην Αγροτική Τράπεζα.Μια κοπέλα με ευχάριστη φωνή, αναλάμβανε πρωτοβουλία να με κατευθύνει και να μου δώσει τα στοιχεία που ήθελα για να βγάλω την είδηση.
Όταν απόρησα με την έγνοια της για μένα, δεν με ήξερε καν, μου εξήγησε ότι ήταν φίλη με την προκάτοχό μου Νίτσα Μανωλακάκη, (καλή της ώρα) που είχε πλέον φύγει από το Ρέθυμνο να σταδιοδρομήσει στην Αθήνα, τη θέση της οποίας κάλυψα εγώ με τον ερχομό μου.
Κοντά στα Χριστούγεννα με επισκέφθηκε μια εντυπωσιακή πράγματι κοπέλα, υπέρκομψη, με υψηλή αισθητική αν έκρινα από την εμφάνισή της που με αναζήτησε για να μου δώσει ένα δωράκι για τις γιορτές. Ήταν ένα υπέροχο φουλάρι.
Έτσι γνώρισα από κοντά τη Βαρβάρα και την ξεχώρισα. Άρχισα μάλιστα να τη θαυμάζω και να νοιώθω περήφανη και λόγω της κοινής μας καταγωγής (Μικρασιάτισσα κι αυτή) αλλά κυρίως μαθαίνοντας τη δράση της μέχρι τότε σημαντική παρά τη νεαρή ηλικία της.
Η Βαρβάρα γεννήθηκε στο Ρέθυμνο και μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον που συνδύαζε τις κρητικές παραδόσεις με την κουλτούρα της Ιωνίας.
Ο πατέρας της Δημήτρης ήρθε σε ηλικία δύο χρόνων με την οικογένειά του στο πρώτο κύμα του διωγμού από τα Καράπουρνα της Μικράς Ασίας. Ήταν στα 1914. Εγκαταστάθηκαν κάπου στην περιοχή του Ορφανοτροφείου, αλλά μαθαίνοντας για την άφιξη του Ελληνικού Στρατού στην πατρίδα το 1919, αποφάσισαν να γυρίσουν πίσω. Έτσι έγιναν πρόσφυγες για δεύτερη φορά στον διωγμό του 1922.
Ο πατέρας της Βαρβάρας, είχε και ο ίδιος το καλλιτεχνικό «μικρόβιο» που άρχισε να το εκδηλώνει παίζοντας λύρα. Ήταν αυτοδίδακτος. Παρ’ όλα αυτά δεν γύριζε την πλάτη και στην πιο σκληρή δουλειά αφού έπρεπε να βοηθήσει την οικογένειά του που μεγάλωνε με τον καιρό σε αριθμό μελών.
Από τον γάμο του με μια σεμνή και αξιαγάπητη κοπελιά, τη Σοφία Δελήμπαση, γνωστή για την αξιοσύνη της στα οικιακά θέματα, «χρυσοχέρα» την έλεγαν, απέκτησε δυο παιδιά. Τη Βαρβάρα και τον Νίκο.
Άλλη σπουδαία μορφή ο αδελφός της Βαρβάρας, ο Νίκος με την παριζιάνικη φινέτσα. Παραμένει ένα κομμάτι της πολιτιστικής ζωής του τόπου όταν η νεολαία της εποχής ήξερε να διασκεδάζει κόσμια και με αξιοπρέπεια αλλά δίνοντας και ζωή στην πόλη με το μπρίο και το κέφι της. Ο Νίκος Σκαρβέλης, χρόνια στα πολιτιστικά δρώμενα του Ρεθύμνου διετέλεσε και πρόεδρος του συλλόγου Ρεθυμνίων Μικρασιατών «Ιωνία». Και ποιος δεν μιλά με ιδιαίτερη αγάπη και θαυμασμό για τον Νίκο που διακρίθηκε επαγγελματικά κάνοντας καριέρα στην Τράπεζα της Ελλάδος. Ήταν ο άνθρωπος που αναλάμβανε τα πιο ακανθώδη θέματα και κατάφερνε να τα επιλύσει χάρις στις γνώσεις και τη μεγάλη του εμπειρία που του έδινε η διαρκής του ενημέρωση πάνω στα θέματα της δουλειάς του.
Ήταν όμως δύσκολα εκείνα τα χρόνια και για τον Δημήτρη Σκαρβέλη τον πατέρα της Βαρβάρας και του Νίκου, που σαν γνήσιος Μικρασιάτης, δεν γονάτισε ούτε μια φορά. Αντίθετα πηγαίνοντας κόντρα στις μεγάλες δυσκολίες και στα εμπόδια, άνοιξε μια ταβέρνα στα Μισίρια που την ονόμασε «Γκιούλ Μπαξέ» κι έμεινε να γράφει ιστορία μέχρι και το 1994 που έκλεισε.
Η φήμη της απλώθηκε και στην άλλη Κρήτη. Οι πάντες που μάθαιναν ήθελαν να δοκιμάσουν τις νοστιμιές από τα άξια χέρια της κυρα Σοφίας, που ιδιαίτερα στο πιλάφι με βραστό κόκορα και στα σουτζουκάκια άξιζε master αρχιμαγείρου υψηλών γαστριμαργικών προδιαγραφών. Και τις θαυμάσιες γευστικές προσφορές του καταστήματος συμπλήρωνε η γλυκόλαλη λύρα του Δημήτρη που ανήκε με τον αδελφό του Λευτέρη στους πρωτομάστορες της παραδοσιακής μουσικής. Πότε με τα ταξίμια του και πότε με τις κοντυλιές του ξεσήκωνε τον ενθουσιασμό των ακροατών του.
Γόνιμες επιρροές
Ήταν φυσικό για τη Βαρβάρα να επωφεληθεί από όλες αυτές τις επιρροές. Κάτω από το άγρυπνο βλέμμα της κυρά Σοφίας, είχε γίνει πριν ακόμα τελειώσει το σχολείο μια εξαιρετική νοικοκυρά και άριστη μαγείρισσα. Ανήσυχο πνεύμα όμως καθώς ήταν δεν έδειχνε καμιά διάθεση να επαναπαυθεί στην ασφάλεια ενός γάμου. Αυτή ήθελε να αναπτύξει κοινωνική δράση και να προσφέρει. Αυτή η μανία της προσφοράς τη βασάνιζε από τότε.
Χωρίς να φανερώσει σε κανένα τις προθέσεις της έμαθε γραφομηχανή και στενογραφία, σε μια εποχή που καμιά κοπέλα δεν έδειχνε αυτή τη διάθεση. Έγινε άριστη και στον τομέα αυτό με ταχύτητα λέξεων που θα ζήλευε έμπειρη επαγγελματίας της Αθήνας.
Οι γνώσεις της αυτές την έφεραν κοντά στον Πολύβιο Τσάκωνα που ήξερε να αναγνωρίζει τις ικανότητες του άλλου και σύντομα την προσέλαβε στη Βιβλιοθήκη. Εκεί μεσουρανούσε και ο αξέχαστος Μάρκος Γιουμπάκης που είχε αρχίσει – ελέω Τσάκωνα – μεγάλου φιλότεχνου, να μεταφέρει στον χώρο του τις πρόβες της ερασιτεχνικής σκηνής του Ωδείου Ρεθύμνου.
Εκεί περνούσαν όλοι οι ερασιτέχνες μας ώρες ολόκληρες στοχεύοντας σε μια άρτια παράσταση. Ποιος θα έκανε υποβολείο για να είναι όλοι συγκεντρωμένοι στον ρόλο τους; Ποιος άλλος; Η Βαρβάρα που είχε στο μεταξύ γράψει στη γραφομηχανή όλους τους ρόλους και τους είχε αντιγράψει με καρμπόν για να εξυπηρετήσει όλο τον θίασο.
Κι ήρθε η στιγμή να ανέβει και στη σκηνή. Τώρα πως δέχτηκε ο Δημήτρης Σκαρβέλης να γίνει η κόρη του ηθοποιός για τις ανάγκες της παράστασης, ο καημένος ο Πολύβιος το ήξερε αφού χάρις στο κύρος του κατάφερε να πείσει τον αυστηρό πάτερ φαμίλια να επιτρέψει στην κόρη του το πρώτο «θεατρικό της βάπτισμα» στη σκηνή.
Ήταν στα «Καλά ξέτελα» του Νίκου Ορφανού. Μια εξαιρετική παράσταση της Ερασιτεχνικής Σκηνής του Ωδείου Ρεθύμνου που άφησε εποχή.
Η Βαρβάρα πείστηκε να αφήσει το υποβολείο και να ανέβη στη σκηνή χάρις στην έμπειρη ματιά του αξέχαστου Λευτέρη Κορωνάκη που την είχε ξεχωρίσει και πίστευε στο ταλέντο της. Και δικαίωσε όσους την πίστεψαν γιατί εκτός από τον ρόλο απέδωσε εξαιρετικά και το κρητικό ιδίωμα κάτι που σχολιάστηκε με θαυμασμό ιδιαίτερα από το κοινό που την παρακολούθησε.
Εκείνη η βραδιά ήταν σημαδιακή και για τον Δημήτρη που ενθουσιασμένος από τον θρίαμβο της κοπελιάς του, ξανάπιασε τη λύρα που ένα πένθος βαρύ τον έκανε να την αφήσει στην άκρη. Είχε πάει όλος ο θίασος να γιορτάσει την επιτυχία στην ταβέρνα του Σκαρβέλη, και αμέσως η κυρά Σοφία ανασκουμπώθηκε για να περιποιηθεί όλα τα μέλη του βάζοντας όλα της τα δυνατά.
Όσο προχωρούσε η ώρα τόσο και περισσότερο γινόταν επιτακτική ανάγκη να ακουστεί και λύρα. Άρχισαν λοιπόν οι πρεσβύτεροι της συντροφιάς Βογιατζάκης, Νησιανάκης, Παπαϊωάννου να ασκούν όλη την επιρροή τους για να πείσουν τον Δημήτρη. Και τα κατάφεραν. Έφυγε τρέχοντας ο μικρός τότε Νίκος να φέρει τη λύρα. Και κείνο το βράδυ ο Δημήτρης έπαιξε καλύτερα από ποτέ.
Ούτε και η καλλιτεχνική επιτυχία ωστόσο έπεισε τη Βαρβάρα να μείνει και να απολαμβάνει τα κεκτημένα σε κοινωνική καταξίωση. Με τον διορισμό της στην Αγροτική Τράπεζα άνοιξε ένα άλλο κεφάλαιο στη ζωή της που της πρόσθεσε νέο κύκλο ένθερμων θαυμαστών της έμφυτης κοινωνικότητας που την διέκρινε.
Και δεν την έφτανε κανείς σε αξιοσύνη. Έβγαζε σε χρόνο ρεκόρ πέρα την ορισμένη δουλειά της ημέρας κι έπειτα καταπιανόταν να εξυπηρετήσει τον κόσμο που χρειαζόταν κάποιες συμβουλές. Όταν πάλι περίμεναν επιθεώρηση, στη Βαρβάρα έπεφτε ο κλήρος να επιλέξει τα δώρα και στη συνέχεια να καλωσορίσει το κλιμάκιο που κάποιες φορές ήταν η ίδια η ηγεσία της Τράπεζας.
Και ο εκάστοτε διευθυντής ευλογούσε τη στιγμή που είχε επιλέξει τη Βαρβάρα και είχε βγει ασπροπρόσωπος στους ανωτέρους του ακόμα μια φορά.Η ενέργειά της όμως δεν την εγκατέλειπε κι όταν έπρεπε να φροντίσει μια γιορτή για τους συναδέλφους της. Κι εκεί άφηνε έντονο το αποτύπωμά της.
Στο Σώμα Ελληνίδων Οδηγών κι ύστερα στον Σοροπτιμισμό
Η αγάπη της για τα παιδιά και τη φύση την έφερε σύντομα κοντά στο Σώμα Ελληνίδων Οδηγών της εποχής της. Άφησε και στον τομέα αυτό όνομα με την προσφορά της φθάνοντας και στα υψηλότερα αξιώματα. Παλιές οδηγοί έχουν ν’ ανακαλέσουν πολλές μνήμες από τότε που είχαν αρχηγό τους τη Βαρβάρα Σκαρβέλη.
Μετά από τόση προσφορά ήταν επόμενο να καταφύγουν στη Βαρβάρα Σκαρβέλη οι Σοροπτιμίστριες μόλις ξεκίνησαν δράση στην Ελλάδα για να φέρει τις ιδέες τους στο Ρέθυμνο. Και δεν κοπίασαν να την πείσουν γιατί η φιλοσοφία του Σοροπτιμισμού ήταν η στάση ζωής της Βαρβάρας Σκαρβέλη. Μια συμπόρευση γυναικών σε έργα πνοής και αναβάθμισης της ποιότητας ζωής μιας κοινωνίας ανεξάρτητα από φυλετικές, θρησκευτικές, πολιτικές και πολιτιστικές διαφορές, σε μια αδελφωμένη προσπάθεια για βελτίωση του κόσμου.
Είχε ενημερωθεί και από τον αδελφό της τον Νίκο που ως πολίτης του κόσμου (έτσι τον έχω χαρακτηρίσει για την ευρυμάθειά και τους ανοικτούς πνευματικούς του ορίζοντες) είχε άποψη και για την κίνηση αυτή.
Έτσι χωρίς να διστάσει η Βαρβάρα έκανε το επόμενο βήμα και τα έδωσε όλα ακόμα μια φορά από την πρώτη στιγμή στις 9 Ιουλίου 1994 που υπέγραψε τα ιδρυτικό καταστατικό.
Λαμπρός ο απολογισμός μέχρι σήμερα που ο φορέας διανθίζεται και με νέες χαρισματικές μορφές. Η Βαρβάρα Σκαρβέλη όμως είναι πάντα εκεί ανεξάρτητα από αξιώματα και θέσεις στο Δ.Σ. Αυτό είναι και το μάθημα ζωής που έχει περάσει στα μέλη της κι έγινε αφορμή και για την πρόσφατη βράβευσή της σε πανελλαδικό επίπεδο.
Εκείνη έβαλε σε πρόγραμμα προσωπικής δημιουργίας σε κάθε φιλανθρωπικό μπαζάρ για να έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον η συμμετοχή και να συγκεντρώνονται περισσότερα χρήματα στις γιορτινές μέρες για την ανακούφιση των συνανθρώπων μας που υποφέρουν. Και ποιους δεν έχει φροντίσει ο Σοροπτιμιστικός Όμιλος Ρεθύμνου η Ερωφίλη. Ανθρωπιστική βοήθεια στους πάσχοντες, ενίσχυση σχολικών βιβλιοθηκών και τόσα άλλα.
Μια τεράστια αθόρυβη προσφορά που συνεχίζεται και δεν έχει τέλος.
Μνήμη μιας υπέροχης γιαγιάς
Ας μας επιτραπεί πάντως να παρατηρήσουμε ότι αυτή την ανεξικακία και ακόρεστη δίψα κοινωνικής προσφοράς πρέπει να κληρονόμησε η Βαρβάρα από τη γιαγιά Σκαρβέλαινα. Μια εμβληματική μορφή που οι πάντες που ζουν στα ανατολικά προάστια θυμούνται και μνημονεύουν με μεγάλο σεβασμό.
Ήταν πράγματι μια σπουδαία γυναίκα η πρακτική αυτή ορθοπεδικός όλης της περιοχής. Κι ακόμα θα δεις κατοίκους των Περιβολιών να σου δείχνουν τα άκρα τους που κάποτε είχαν υποφέρει αλλά στα θαυματουργά χέρια της γιαγιάς δεν ξαναγνώρισαν πόνο από την ίδια αιτία ποτέ πια.
Είχε μια δική της τακτική η κυρά Μαριγώ. Ενώ χρειάζεται χρόνος για να «δέσουν» ταλαιπωρημένα οστά, εκείνη με μια κίνηση κατάφερνε να αποκαθιστά αμέσως το πρόβλημα. Και ο ασθενής να φεύγει ευγνωμονώντας. Κι όποιος τόλμησε να βγάλει χρήματα να την πληρώσει για τον κόπο της, έπαιρνε την απάντηση από τη φημισμένη «γιάτρισσα»:«Αν θες να μου κάνεις κάτι να συχωρέσεις τα ποθαμένα μου».
Είχε κι άλλες πρακτικές γιάτρισσες το Ρέθυμνο αλλά μιας και μιλάμε για τη συγκεκριμένη περιοχή, στη Σκαρβέλαινα πρέπει να σταματήσουμε.
Κάποτε μια γειτόνισσα την πήγε στο δικαστήριο για μια ασήμαντη αγροζημιά. Αν και αποδείχτηκε ότι η ενάγουσα ευθυνόταν τελικά και η γιαγιά αθωώθηκε πανηγυρικά, εκείνη το έφερε βαρέως. Ακούς εκεί να την πάνε στον «καντή». Ήταν βλέπετε θέμα φιλότιμου και από αυτό η γιαγιά είχε και με το παραπάνω. Περνούσε ο καιρός και κείνη δεν έπαυε να αναφέρεται στο θέμα με παράπονο. Μάταια την παρηγορούσαν οι άλλοι. Εκείνη δεν μπορούσε να το ξεπεράσει με τίποτα.
Και μια μέρα εκεί που βγαίνει στο κατώφλι βλέπει την «αντίδικο» να στέκει μαζεμένη και να κρατά το χέρι της. Φαινόταν να υποφέρει πολύ. Η Σκαρβέλαινα πήρε μεμιάς το σβηστήρα και ξέγραψε το συμβάν που την είχε κάνει να στενοχωρηθεί τόσο πολύ.
«Άντε πέρασε μέσα, της είπε. Δεν είμαστε και Τούρκοι. Έλα να σε χαρώ…».Η γειτόνισσα που πονούσε αφόρητα δεν περίμενε παρακάλια. Έσπευσε με ευγνωμοσύνη να δεχθεί την περίθαλψη της έμπειρης πρακτικού και σε λίγο «ούτε γάτα ούτε ζημιά». Η αποκατάσταση του χεριού αποκατάστησε και τη σχέση. Έτσι ήταν η γιαγιά Σκαρβέλαινα. Μια ψυχή γεμάτη ατέρμονη καλοσύνη.Αν και ήταν Μισσιριανή είχε πάντα μια ξεχωριστή θέση στην καρδιά των Περβολιανών.
Σήμερα η Βαρβάρα Σκαρβέλη που περιμένουμε με ανυπομονησία τις εντυπώσεις της από τη διάκριση που έλαβε την περασμένη Δευτέρα από κεντρικό τμήμα του Σοροπτιμισμού στην Αττική συνεχίζει αθόρυβα την προσφορά της. Πρόσφατα σχετικά είχε συμβάλει και στη δική μας προσπάθεια να αναβιώσουμε την τοπική ιστορία μέσα από το ντοκιμαντέρ «Το Ρέθυμνο του ΟΧΙ».
Σε χρόνο ρεκόρ μας είχε ενισχύσει και ενδυματολογικά την κάθε σκηνή από την τόσο φινετσάτη γκαρνταρόμπα της με τα διαχρονικής αξίας σύνολα. Και μόνο αυτό; Είχε διαθέσει και το σπίτι της για τα γυρίσματα χωρίς να υπολογίσει κόπο με τις άλλες κυρίες του Σοροπτιμισμού.
Ανυπομονούμε να την συγχαρούμε και για τη νέα της αυτή διάκριση που πληροφορηθήκαμε σημειωτέον όλως τυχαίως από μια ανάρτηση του καλού συμπολίτη Μανόλη Μαριόλου στο Fecebook. Ξέρουμε βέβαια ότι ενώ θα μιλά θα ενισχύει διαρκώς το δίσκο πλάι μας με καλούδια, ποιήματα των χειρών της, στο φιλόξενο πάντα σαλόνι του σπιτιού της. Εκεί που δεσπόζουν στο περβάζι του τζακιού και οι φωτογραφίες της Αννίτας Μπενάκη και της Δένας Μαλλιαρού, δυο από τα ιδρυτικά μέλη του Σοροπτιμισμού που χάθηκαν τόσο άδικα. Δεν είχαν συγγενική σχέση με τη Βαρβάρα αλλά εκείνη συγγενείς τις λογιάζει όπως και όλες τις Σοροπτιμίστριες αδελφές της. Και τις πενθεί πάντα.
Ξέρουμε καλά ότι η Βαρβάρα, δεν θα μας επιτρέψει, με τον δικό της μοναδικό τρόπο, να επιμείνουμε σε λεπτομέρειες από τη βράβευσή της.
Γι’ αυτό και αξιοποιούμε την ευκαιρία από τη θέση αυτή να της ευχηθούμε τα καλύτερα γιατί πράγματι και ο τόπος και εμείς οι φίλοι της την χρειαζόμαστε. Να έχει πάντα υγεία να προσφέρει. Γιατί μας εμπνέει συνέχεια για πρωτοβουλίες και έργα που ανεβάζουν τον άνθρωπο πάντα ψηλότερα.