Του ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΑΥΡΟΤΣΟΥΠΑΚΗ*
Το κυπριακό ζήτημα, από τα μέσα του 20ου αιώνα και μετά, αποτελεί άλυτο πρόβλημα για τον Ελληνισμό και με αυξομειούμενες εντάσεις απασχολεί την Ελλάδα, την Κύπρο, αλλά και τη Διεθνή Κοινότητα. Είναι γνωστό πόσο επηρεάζει τις σχέσεις μας με τη γείτονα Τουρκία, πόσες επιδράσεις είχε και έχει στην εσωτερική πολιτική σκηνή. Σε κάποιες φάσεις υπήρξε δείκτης των εθνικών επιδιώξεων και διέγειρε τα πατριωτικά αισθήματα. Άλλοτε οι σχετικές με αυτό εξελίξεις δημιουργούσαν διχογνωμίες ή εντάσεις και άλλοτε ήταν θέμα τυπικού ή ευκαιριακού ενδιαφέροντος, ακόμη και για τους άμεσα υπεύθυνους για τον χειρισμό του. Έτσι φτάσαμε κάποια στιγμή στο σημείο, κάθε πρόβλημα, οποιουδήποτε είδους, που έχει οδηγηθεί σε αδιέξοδο, να αντιμετωπίζεται με τη φράση: «είναι σαν το Κυπριακό».
Κορυφαία στιγμή ασφαλώς της κυπριακής πολιτικής και διπλωματικής υπόθεσης υπήρξαν τα πραξικοπηματικά και πολεμικά γεγονότα του Ιουλίου του 1974, τα οποία ήταν καθοριστικά για τις επόμενες εξελίξεις, καθώς οδήγησαν στη στρατιωτική κατοχή και στη διαίρεση του νησιού, σε μια νέα, μετά το 1922, εθνική καταστροφή.
Το θέμα έχει σχολιαστεί από τότε κατά κόρον, έχουν γραφεί άπειρες σελίδες περιγραφών, αναλύσεων και προβληματισμών από ειδήμονες και μη, έχουν διατυπωθεί προτάσεις για διεξόδους και λύσεις, χωρίς αποτέλεσμα μέχρι τώρα. Εκείνο που μένει πάντα για συζήτηση, χωρίς να έχουν δοθεί σαφείς και πειστικές εξηγήσεις από επίσημα χείλη, είναι το πώς και το γιατί η τουρκική εισβολή έγινε σχεδόν ανεμπόδιστα, γιατί δεν υπήρξε έγκαιρη και αποφασιστική απάντηση από ελληνικής πλευράς, πώς δικαιολογείται το χάος, η σύγχυση και η αμυντική αδράνεια που επικράτησαν. Ερωτήματα κρίσιμα, που μένουν επισήμως αιωρούμενα και που επιτρέπουν να διατυπώνονται υποθέσεις και προβληματισμοί καθόλου τιμητικοί για την πατριωτική υπερηφάνεια και το εθνικό κύρος.
Σχετικά με το τεράστιο αυτό ζήτημα βαρύνουσα θέση έχουν οι μαρτυρίες ανθρώπων που βίωσαν άμεσα τα γεγονότα των ημερών αυτών, ειδικά εκείνων που από θέση ευθύνης συμμετείχαν στις πολεμικές επιχειρήσεις, που με το όπλο στο χέρι και με υψηλό φρόνημα βρέθηκαν στο πεδίο της μάχης και αγωνίστηκαν με ηρωικό σθένος αμυνόμενοι «υπέρ βωμών και εστιών».
Ο Χαράλαμπος Ε. Αποστολάκης υπήρξε ένας από αυτούς. Υπηρετώντας ως έφεδρος ανθυπολοχαγός και βοηθός στο 3ο Γραφείο-Εκπαιδεύσεως και Επιχειρήσεων της Α’ Μοίρας Καταδρομών στο Μάλεμε Χανίων, συμμετείχε στην επιχείρηση «Νίκη», στην αποστολή της Μονάδας του με τα μεταγωγικά αεροπλάνα NORATLAS στην Κύπρο τη νύχτα της 21ης Ιουλίου 1974, στην προσπάθεια αντιμετώπισης της τουρκικής επιδρομής. Παρέμεινε εκεί μέχρι τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου, οπότε απολύθηκε από τις τάξεις του στρατού.
Την εμπειρία του αυτή, συγκλονιστικό βίωμα ζωής, δημοσιοποιεί με το βιβλίο του: «Επιχείρηση «Νίκη»- Αποστολή καταδρομέων της Α’ Μ.Κ. – Όπως την έζησα». (Ιανουάριος 2024, εκδόσεις Λειμών).
Ένα βιβλίο πολλαπλών εσωτερικών και εξωτερικών αποτυπώσεων. Όπως λέει ο ίδιος «βιβλίο της ματωμένης οδοιπορίας στις άσβεστες μνήμες μας», καθώς «το «Δεν Ξεχνώ» έγινε καθημερινό επώδυνο βίωμά μας μισόν αιώνα από τότε», ένα βιβλίο στο οποίο «καταγράφονται σποραδικά, διάσπαρτα φλογώδη συναισθήματα, κραδασμικοί στοχασμοί και ιδεαλιστικές φιλοσοφικές αναζητήσεις περί του βαθύτερου νοήματος της υπηρεσίας προς την Πατρίδα» (σελ.35). Και όπως γράφει στον Πρόλογο ο καθηγητής Γεωπολιτικής Κωνσταντίνος Γρίβας «το βιβλίο αυτό… είναι μια γνήσια μαρτυρία ενός αγνού ανθρώπου, ενός πατριώτη Έλληνα, ενός γενναίου πολεμιστή, που μαζί με άλλους γενναίους Έλληνες πολεμιστές, στάλθηκε σε μια προδομένη εξαρχής επιχείρηση». (σελ. 28).
Κύριος στόχος του βιβλίου είναι η βιωματική αναφορά, με λόγο έμφορτο ψυχικής έξαρσης, στα πολεμικά γεγονότα του Ιουλίου του 1974 στην Κύπρο. Παράλληλα γίνονται επισημάνσεις για την ατολμία, την αβελτηρία και την αδράνεια της ελληνικής πλευράς και για τις ύποπτες παρεμβάσεις ξένων Δυνάμεων (ΗΠΑ, Μεγάλης Βρετανίας), τις ανασχετικές της ελληνικής αντίδρασης. Στόχος επίσης είναι η ανάδειξη του ηρωικού αγώνα της Α’ Μοίρας Καταδρομών αλλά και η ανεξήγητη, διατεταγμένη «άνωθεν», καθήλωσή της μετά τις πρώτες νικηφόρες επιχειρήσεις της. Και ακόμη, η απόδοση τιμής στα πληρώματα των αεροσκαφών NORARLAS που συμμετείχαν και σε όλους τους μαχητές που αγωνίστηκαν, ιδιαίτερα σε εκείνους που έπεσαν ηρωικά.
Λέει ο Χ. Αποστολάκης στην Εισαγωγή: «Ο συγγραφέας περιγράφει παραστατικά τις δυσκολίες της επιχείρησης, εκείνη τη σκοτεινή νύχτα, σε πολύ χαμηλό ύψος πάνω από τα βαθιά νερά της Νοτιοανατολικής Μεσογείου και τις δραματικές προσεγγίσεις στο Αεροδρόμιο της Λευκωσίας, με απώλειες αεροσκαφών, πιλότων και καταδρομέων από τα σφοδρά αντιαεροπορικά πυρά των φιλίων και των εχθρικών δυνάμεων. Παρουσιάζει λεπτομερώς την νικηφόρα μάχη της Α’ Μοίρας Καταδρομών στο Αεροδρόμιο της Λευκωσίας στις 23 Ιουλίου εναντίον των τουρκικών στρατευμάτων εισβολής και την αποτελεσματική αντίσταση των αντιαρματικών της Μοίρας στην Σχολή Γρηγορίου στις 16 και 17 Αυγούστου απέναντι στα τουρκικά άρματα». (σελ. 37).
Προεξαγγελτικά της πολεμικής δράσης των καταδρομέων είναι τα τρία πρώτα κεφάλαια του βιβλίου, στα οποία γίνεται λεπτομερής βιογραφική εξιστόρηση της διαδικασίας κατάταξής του στις Ένοπλες Δυνάμεις τον Ιούλιο του 1972 στην Κόρινθο και στην επιλογή του για τη ΣΕΑΠ στη συνέχεια. Οι εμπειρίες του συγγραφέα εδώ φέρνουν στο νου ανάλογες των περισσοτέρων από εμάς με αρνητικό αντίχτυπο μέσα μας, που είχε προκληθεί από υπερβολές του «εμβαπτισμού» στο στρατιωτικό κλίμα, τις αυθαιρεσίες κάποιων ανωτέρων και τις άσκοπες «σκοπιμότητες» της στρατιωτικής εκπαίδευσης, τις άσχετες με το καθήκον της υπηρεσίας προς την πατρίδα. Όλες αυτές τις αυταρχικές και φοβικές πρακτικές που οδηγούσαν στην, είτε περιστασιακή είτε τελική, αρνητική αίσθηση της επιβεβλημένης υποχρέωσης.
Η επιλογή του στις Ειδικές Δυνάμεις και η εκπαίδευση στο Κέντρο Εκπαίδευσης Ανορθοδόξου Πολέμου (ΚΕΑΠ) είναι η άλλη φάση της στρατιωτικής θητείας, η διαφορετική, με τη σκληρή εκπαίδευση στα όρια των ανθρώπινων δυνατοτήτων, με πολεμικές ασκήσεις και κανόνες επιβίωσης σε δυσμενείς συνθήκες, που όμως ατσαλώνουν σωματικά και ψυχικά τον άνθρωπο και τον προετοιμάζουν να επιδιώξει απαιτητικούς από κάθε άποψη στόχους.
Οι συνθήκες αυτές και τα προσωπικά βιώματα κινητοποιούν την ενδιάθετη τάση του Χ. Αποστολάκη για φιλοσοφικό στοχασμό και κοινωνικό σχολιασμό, ενώ οι ιδεαλιστικές αναζητήσεις, οι ορφικές αναφορές και η αναβάπτιση στα νάματα του αρχαιοελληνικού πνεύματος οδηγούν σε μια υπερβατική θεώρηση των πραγμάτων. Συχνές είναι οι αυτοαναφορές, με αυτοερωτήματα και υψιπετείς στοχασμούς, που εκκινούν από την κάθε φορά βιούμενη κατάσταση.
Η ακόλουθη μετάθεση και τοποθέτησή του στην Α’ Μοίρα Καταδρομών στο Μάλεμε, ως εκπαιδευτή πια, του δίδει την ευκαιρία να αναφερθεί με λεπτομέρειες στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα της Μονάδας, εκεί όπου η σωματική δοκιμασία είναι μέσο άσκησης της ψυχής και αναπτέρωσης του φρονήματος. Βλέπομε εδώ στο πρόσωπο του συγγραφέα – αφηγητή το συνταίριασμα μιας φύσης ασκημένης και ανθεκτικής στις δοκιμασίες του βίου και ταυτόχρονα μιας φύσης ποιητικά εκφραστικής και φιλοσοφικά αναζητητικής σε υπερκόσμιους πνευματικούς ορίζοντες. Ως εκπαιδευτής έχει καθοριστικό ρόλο στη σκληρή, μεγάλης έντασης και ξεχωριστών σωματικών και ψυχικών απαιτήσεων άσκηση των καταδρομέων, που στοχεύει στη δημιουργία μιας στρατιωτικής μονάδας με ιδιαίτερες δυνατότητες, προορισμένης να αναλαμβάνει δύσκολες αποστολές και ικανής να επιφέρει καίρια πλήγματα στον εχθρό.
Η λεπτομερής αυτή ενημέρωση στα πρώτα κεφάλαια του βιβλίου για την εξειδικευμένη και στοχευμένη εκπαίδευση των καταδρομέων της Α’ Μοίρας, εκτός από την πληροφοριακή και βιογραφική σκοπιμότητα, θέλει κυρίως να δείξει, την ευκαιρία που δεν αξιοποιήθηκε -όπως θα φανεί παρακάτω- να καταφερθούν ισχυρά πλήγματα στον εισβολέα, να εμποδιστεί η προέλασή του, και ακόμη ότι θα μπορούσε να είναι διαφορετική η τελική έκβαση των γεγονότων. Και αυτό με ευθύνη των ηγεσιών στο ΑΕΔ στην Αθήνα και στο ΓΕΕΦ στην Κύπρο.
Στα κεφάλαια που ακολουθούν γίνεται λόγος για τις πολιτικοστρατιωτικές εξελίξεις με το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου για την ανατροπή του Μακαρίου και, με αφορμή αυτό, την εισβολή των Τούρκων στις είκοσι του ίδιου μήνα. Επισημαίνονται η λανθασμένη εκτίμηση των γεγονότων από την τότε δικτατορική εξουσία, η εγκληματική στάση απραξίας, η ατολμία, η σύγχυση και ο πανικός που επικράτησαν στα ανώτατα ελλαδικά και κυπριακά πολιτικοστρατιωτικά κλιμάκια απέναντι σε μια φανερά αναμενόμενη τουρκική πολεμική επιχείρηση. Και όλα αυτά με επιπρόσθετο επιβαρυντικό παράγοντα την παρελκυστική και παραπλανητική παρέμβαση των μυστικών υπηρεσιών των ΗΠΑ, σε ένα παρασκήνιο σκοτεινό και γεμάτο ερωτηματικά.
Ο αναγνώστης αισθάνεται ρίγη αγανάκτησης, καθώς διαβάζει τις συγκεκριμένες σελίδες, συνειδητοποιώντας το μέγεθος της αφέλειας και ανικανότητας της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας των δικτατόρων, η ευήθεια των οποίων είχε ως αποτέλεσμα μια εθνική καταστροφή που άνοιξε πληγές ανεπούλωτες, ενώ με μια στοιχειώδη, απ’ ότι φαίνεται, έγκαιρη αντίδραση, πολλά ήταν δυνατόν να αποφευχθούν. Το αίσθημα αυτό εντείνεται από το γεγονός ότι δεν αποδόθηκαν ποτέ επισήμως ευθύνες για την εθνική αυτή τραγωδία και ο «Φάκελος της Κύπρου» κάποια στιγμή «μισάνοιξε», έκλεισε εσπευσμένα χωρίς αποτέλεσμα και μετά σχεδόν ξεχάστηκε.
Τα επόμενα εννέα κεφάλαια αναφέρονται στην αποστολή της Α’ Μοίρας από το Μάλεμε στην Κύπρο και στα δραματικά συμβάντα που συνδέονται με αυτήν. Η αφήγηση εδώ είναι λεπτομερής, αναπαραστατική, σχεδόν ημερολογιακή, με παρεμβολή των σχολίων και των συναισθηματικών αντιδράσεων του συγγραφέα, που προκαλούνται από την ιδεολογική φόρτιση και την ψυχική ένταση των κρίσιμων εκείνων στιγμών. Γίνεται λόγος, μεταξύ άλλων, για την προετοιμασία και τη διαδικασία αναχώρησης της Α’ Μοίρας με τα μεταγωγικά αεροπλάνα NORATLAS, με ονομαστική αναφορά στους μετέχοντες. Τονίζεται ιδιαίτερα η παράλογη απαγόρευση πτήσης των αεροσκαφών με τα βαρέα όπλα και τα πυρομαχικά της Μονάδας και η ηρωική «ανυπακοή» του κυβερνήτη επισμηναγού Ευάγγελου Πετρουλάκη, ο οποίος απογειώθηκε αγνοώντας την ακατανόητη για τις στιγμές εκείνες εντολή.
Δραματικές είναι οι περιγραφές των συνθηκών κατά την προσέγγιση στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας, οπότε συμβαίνει το αδιανόητο: δέχονται αντιαεροπορικά πυρά, εκτός από τις εχθρικές, κυρίως από τις φίλιες δυνάμεις, λόγω ασυνεννοησίας και έλλειψης ενημέρωσης για την άφιξή τους μεταξύ των εκεί και στην Αθήνα υπευθύνων, με αποτέλεσμα την κατάρριψη ενός αεροπλάνου και τον άδικο θάνατο των τριάντα επιβαινόντων καταδρομέων και αεροπόρων.
Η αφήγηση στο σημείο αυτό έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αναπλάθει μέσα από τις μαρτυρίες κυβερνητών των αεροσκαφών την ένταση της πολεμικής ατμόσφαιρας, τις προσγειώσεις μέσα σε κόλαση πυρών των πληγωμένων NORATLAS, τις συγκλονιστικές συνθήκες της πάλης με τον θάνατο και τις απώλειες σε νεκρούς και τραυματίες. Επίσης αποδίδει τη σύγχυση, τον αιφνιδιασμό και τις σπασμωδικές ενέργειες της στρατιωτικής διοίκησης του αεροδρομίου ως προς την αντιαεροπορική «υποδοχή» της ελληνικής δύναμης, που είχε το προαναφερθέν τραγικό αποτέλεσμα. Η συνέχεια μετά την προσγείωση αφορά στην ανασυγκρότηση της Α’ Μοίρας Καταδρομών με ενέργειες διοικητικές, επιχειρησιακές και οργανωτικές σύμφωνα με τα στρατιωτικά πρωτόκολλα και τους κανόνες εκπαίδευσής της και στον ηρωικό αγώνα της για την υπεράσπιση του αεροδρομίου από την εχθρική επίθεση, και ακόμη στην ύποπτη παρέμβαση της ειρηνευτικής δύναμης του ΟΗΕ. Η εξέλιξη της μάχης σε όλες τις φάσεις της εξιστορείται λεπτομερειακά, όπως και η νικηφόρα έκβασή της, με το τελικό αποτέλεσμα όμως να είναι πρακτικά και συναισθηματικά αντιφατικό, καθώς οι περήφανοι νικητές καταδρομείς νιώθουν οργή και ταπείνωση, όταν αναγκάζονται, με άνωθεν διαταγές, να παραδώσουν το αεροδρόμιο στη δύναμη του ΟΗΕ.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν εντείνουν τις απορίες και τους προβληματισμούς του Χ. Αποστολάκη, με αφορμή την ουσιαστική απενεργοποίηση της Μονάδας του, η οποία διατάχτηκε να μετακινηθεί και να εγκατασταθεί σε χώρους μακριά από το αεροδρόμιο σε ρόλο φρούρησης εγκαταστάσεων κυρίως, σε απραξία και χωρίς τη δυνατότητα άμεσης δράσης ούτε και στη φάση του Αττίλα 2 τον Αύγουστο του 1974.
Το βιβλίο κλείνει με την αναφορά στους τελευταίους μήνες της θητείας μέχρι την απόλυσή του στα τέλη Νοεμβρίου του 1974, με έντονο σκεπτικισμό ξανά και ερωτηματικά, που αφορούν τώρα στη συνεχιζόμενη προκλητική τουρκική επιθετικότητα και στην απέναντί της πολιτική και διπλωματική «διστακτικότητα» της μεταπολιτευτικής κυβέρνησης, που θεωρείται αποτέλεσμα εξωτερικών παρεμβάσεων και πιέσεων.
Στο τέλος παραθέτονται πλήθος μαρτυριών συμμετεχόντων στα γεγονότα (στελεχών του Στρατού και της Πολεμικής Αεροπορίας), υποστηρικτικών των όσων έχει αφηγηθεί και σχολιάσει ο συγγραφέας. Οι μαρτυρίες αυτές συνιστούν σημαντικής αξίας ερευνητικό υλικό, άμεση πηγή «προφορικής» ιστορίας και προσφέρονται για περαιτέρω αξιοποίηση.
Γενικά, η αφήγηση ψαύει ανοιχτές πληγές, όχι ιαματικά ή παρηγορητικά, αλλά διεγερτικά της μνήμης, της κρίσης και των συναισθημάτων, για να επαναθέσει ερωτήματα, να διατυπώσει απορίες και να αναζητήσει ευθύνες για συμβάντα που άπτονται πολιτικών, διπλωματικών αλλά και επιχειρησιακών πολεμικών ζητημάτων που έχουν μείνει αναπάντητα, για αγώνες που έμειναν αδικαίωτοι. Και βέβαια, όπως προαναφέρθηκε, επιδίωξη του συγγραφέα είναι η απόδοση τιμής και αιώνιας μνήμης σε εκείνους που αγωνίστηκαν ηρωικά και έπεσαν στο πεδίο της μάχης, σε όλους που διέθεσαν αφειδώλευτα τον εαυτό τους για την υπεράσπιση της πατρώας γης.
Εκτός από το πολύ ενδιαφέρον και ιστορικά σημαντικό περιεχόμενο της αφήγησης, άξιο ιδιαίτερης επισήμανσης είναι ο λόγος και τα χαρακτηριστικά του. Οι εκφραστικοί τρόποι, τα μέσα, ο χειρισμός της γλώσσας από τον Χ. Αποστολάκη, όλα εκείνα που διαμορφώνουν το συγγραφικό ύφος και συντελούν, ώστε να αποδοθούν με αυθεντικότητα όσα εξιστορεί, όσα σκέπτεται και όσα αισθάνεται. Έχομε, λοιπόν, έναν ρέοντα αφηγηματικό λόγο που εκθέτει χρονολογικά τα γεγονότα, πληθωρικό, που αποδίδει τη συνεχώς παλλόμενη εσωτερική του δόνηση, αντίστοιχο με τις μεγαλόπνοες ιδεατές αναζητήσεις του νου. Λόγο συχνά υπερβατικό και οραματικό στη διατύπωση φιλοσοφικών αναζητήσεων και αποτυπώσεων της εσωτερικής υψηλόφρονης κίνησης, με λυρικές νότες στις περιγραφές και με τα σύνθετα εκφραστικά επίθετα να αισθητοποιούν το γεγονός και το συναίσθημα. Λόγο κατευθείαν από το καμίνι της ψυχής, από όπου ξεπηδά ηφαιστειακή η πατριωτική φλόγα, λόγο που επιβεβαιώνει την άποψη ότι η γλώσσα δεν είναι μόνο κώδικας απλής επικοινωνίας αλλά η ιδιαίτερη εκδήλωση του πνεύματος και του ανθρώπινου ψυχισμού.
Με το βιβλίο αυτό το προσωπικό βίωμα του Χ. Αποστολάκη γίνεται ιστορική μαρτυρία μεγάλης βαρύτητας. Η συναισθηματική του φόρτιση κατά την εξιστόρηση είναι εκδήλωση πατριωτικής υπερηφάνειας, ιδεολογικής αναπτέρωσης και αγωνιστικού ζήλου, αλλά και μαζί έκφραση πόνου, αγωνίας, αγανάκτησης και απογοήτευσης, με όλα αυτά να προκαλούνται από τα εξελισσόμενα γεγονότα στα οποία συμμετέχει και την έκβασή τους. Απόληξή τους η οδυνηρή υπόνοια ότι υπήρχε προσυμφωνημένο σχέδιο από τις εμπλεκόμενες πλευρές και τις έξωθεν Δυνάμεις για τη διχοτόμηση της Κύπρου και γι’ αυτό δεν υπήρξε επαρκής αμυντική οργάνωση και αποφασιστικές ενέργειες απόκρουσης της τουρκικής εισβολής. Ερώτημα κρίσιμο, που μένει, πληγώνει και (πρέπει να) τροφοδοτεί το «Δεν Ξεχνώ».
Ένα βιβλίο, στο οποίο τονίζεται ότι η πατριωτική αντίληψη δεν είναι θέμα αναγκαστικής τυπικής υποχρέωσης ή επιβαλλόμενου καθήκοντος -προφανώς, όχι ζήτημα εθνικιστικής ιδεολογικής παρέκκλισης- αλλά στάση και άποψη, που εκκινεί από πρωταρχικές ανάγκες της ζωής, εδράζεται σε θεμελιακές αξίες και εμπνέει υψηλά ιδανικά.
* Ο Γιώργης Εμμ. Μαυροτσουπάκης είναι φιλόλογος