Του ΓΙΩΡΓΗ ΤΣΙΓΔΙΝΟΥ*
Μ’ αφορμή τη σύντομη αναφορά της Εύας Λαδιά στην έγκριτη εφημερίδα «Ρεθεμνιώτικα Νέα» 17 Ιουνίου τ.ε. για τον Χαρίδημο Σμυρνάκη, τον αποκαλούμενο – και πολύ σωστά – «πατέρα» του αντάρτη, ας μου επιτραπεί να παραθέσω κάποια στοιχεία που αφορούν τη ζωή και τη δράση του στον Κισσό, όπου έζησε κι έδρασε σε όλη του τη ζωή.
Πρωτίστως, όμως, να πω δυο λόγια για την οικογένεια Σμυρνάκη, η οποία φαίνεται να εγκαταστάθηκε στον Κισσό στις αρχές του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα. Δεν μπόρεσα, όμως, ποτέ να μάθω κάτι κατατοπιστικό για την προέλευση και την καταγωγή τους, γιατί, όταν άρχισα να συλλέγω τα οικογενειακά στοιχεία των συγχωριανών μου, η οικογένεια αυτή είχε ήδη εκλείψει. Πάντως στον Κισσό δεν πρέπει να διατηρήθηκε η οικογένεια Σμυρνάκη περισσότερο από τρεις γενιές. Από την οικογένεια αυτή ξεχώρισε ο Χαρίδημος, που έμελλε να είναι και ο τελευταίος της οικογένειας στο χωριό, ο οποίος πέθανε το καλοκαίρι του έτους 1984. Γενικά ήταν ως άνθρωποι – γυναίκες και άντρες – καλοσχηματισμένοι, με λεβέντικη κορμοστασιά και ωραίο παρουσιαστικό.
Ο Χαρίδημος γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Κισσό και ήταν ένας από τους 29 συγχωριανούς μας που πολέμησαν στη Μικρά Ασία. Παντρεύτηκε σε πρώτο γάμο, πολύ πριν από την γερμανοκατοχή, την Ευαγγελία Γ. Τσιγδινού, αλλά είχαν την ατυχία να μην αποκτήσουν παιδιά. Είχε την εικόνα – όπως τον θυμούμαι – ενός πράου, συνετού, πολύ εργατικού και φιλότιμου ανθρώπου, με αισθήματα ανθρωπιάς, φιλόξενου, έντιμου, νοικοκύρη, πατριώτη και αγνού ιδεολόγου. Εντάχθηκε από πολύ νωρίς στις τάξεις του ΕΑΜ και λειτούργησε κυρίως ως τροφοδότης, αλλά πρόσφερε τις υπηρεσίες του και στην περίθαλψη τραυματιών. Να τι μας αναφέρει ο γιατρός του ΕΛΑΣ Μιχάλης Χριστοφοράκης από τις Μέλαμπες στο βιβλίο του για την Αντίσταση 1940-44: «… Στις 2 Μάρτη 1944 έδωσε ο ΕΛΑΣ Ρεθύμνου μάχη στις «Κουρούπας τα Όρη», δεξιά και πάνω από την είσοδο του Κουρταλιώτικου Φαραγγιού στη θέση Αγριμοχώραφα (εκεί ήταν το λημέρι του ΕΛΑΣ) υπό τον διοικητή του Συντάγματος ΕΛΑΣ Ρεθύμνου Γιώργη Τρουλλινό και τον καπετάν Λεμονιά…. Ακολούθησε σκληρή και πολύωρη μάχη με μεγάλες απώλειες των Γερμανών σε νεκρούς και τραυματίες, αλλά και δυο βαριά τραυματισμένους ελασίτες από πλάγια πυρά βαρέων πολυβόλων…. Ήταν ο Κώστας Μακρυδάκης από το Πάνορμο Μυλοποτάμου και ο δάσκαλος Μανώλης Λίτινας από τα Πλατάνια Αμαρίου… Κατά τη διάρκεια της Μάχης βρισκόμουν στον Κισσό με τον καθηγητή Γιάννη Μαθιουδάκη, στο σπίτι του Χαρίδημου Σμυρνάκη, εκεί ειδοποιήθηκα με σύνδεσμο… Ξεκινήσαμε αμέσως και πλησιάσαμε την περιοχή. Η μάχη είχε τελειώσει και οι Γερμανοί αποσύρονταν…. Οδηγήθηκα στον τόπο που είχαν προωθηθεί οι τραυματίες μας… Από την εξέταση διαπίστωσα στο γεροδάσκαλο τραύμα της κεφαλής πλάγιο αποκαλυπτικό (δηλ. φαινόταν τμήμα του εγκεφάλου)… δεν υπήρχε καμία ελπίδα διάσωσής του, κάτω από τις τοτινές συνθήκες.. Μεταφέρθηκε στο Ντιμπλοχώρι, όπου πέθανε μετά από λίγες ημέρες… Ο άλλος ελασίτης μας ο Κώστας Μακρυδάκης παρουσίαζε δυστυχώς κι αυτός τραύμα – τρύπα στον αριστερό κρόταφο, ένα πόντο μπροστά και πάνω από το αυτί… Τον επέδεσα κι έδωσα εντολή να τον μεταφέρουν στον Κισσό στο σπίτι του Χαρίδημου Σμυρνάκη…».

Ο τραυματίας στην αρχή ήταν ήρεμος, όπως μου διηγήθηκε αρκετά χρόνια αργότερα η θεία Βαγγελιώ – αδελφή του πατέρα μου – η οποία μαζί με τον σύζυγό της, τον Χαρίδημο, περιποιήθηκαν και περιέθαλψαν στο σπίτι τους στον Κισσό το Μακρυδάκη τουλάχιστον δύο – τρεις ημέρες, αλλά όσο περνούσε ο καιρός άρχισε να ουρλιάζει από τους πόνους, γιατί ούτε αντιβίωση, ούτε παυσίπονα ήταν διαθέσιμα και προκειμένου ν’ αποφύγομε τον κίνδυνο να τον ανακαλύψουν οι Γερμανοί, αναγκαστήκαμε και τον μεταφέραμε στο ύψωμα Κούπος, βορειοδυτικά του Κισσού σ’ ένα σπιτάκι, το οποίο σώζεται ακόμα. Η μεταφορά ήταν δύσκολη, το μονοπάτι κακοτράχαλο και ο ασθενής βαριά τραυματισμένος. Τελικά η μεταφορά πραγματοποιήθηκε μ’ ένα υποζύγιο, όπου τοποθέτησαν τον τραυματία στο σαμάρι του ζώου, μεταξύ δύο σάκων από άχυρα, προκειμένου να συγκρατείται και να μην πέσει.
Στο καταφύγιο αυτό, όπως τελειώνει τη διήγησή του ο αείμνηστος Μ. Χριστοφοράκης, ο γιατρός της φτωχολογιάς, του κρατούσαν συντροφιά μέρα νύχτα ο Χαρίδημος Σμυρνάκης, ο Στέλιος Κουμεντάκης από το Σπήλι και ο Μιχάλης Μπιζιργιανάκης από το Κεντροχώρι και φρόντισαν για την ταφή του εκεί, αφού μετά από λίγες ημέρες υπέκυψε από τη μόλυνση του τραύματος (Σηψαιμία).
Μία συγκινητική ανθρώπινη ιστορία!
Πέρασαν τα βάσανα και οι αγωνίες της κατοχής και τα γεγονότα του εμφυλίου. Η κατάσταση ομαλοποιήθηκε και η αγωνία των ανθρώπων πλέον στράφηκε στα προσωπικά τους προβλήματα. Την κυρά Βαγγελιώ, τη Χαριδήμαινα, την απασχολούσε ένα και μοναδικό πρόβλημα, ότι ο Χαρίδημος δεν άφηνε απογόνους! Έτσι αποφάσισε να παραχωρήσει τη θέση της σε άλλη νεότερη γυναίκα, προκειμένου να δώσει τη δυνατότητα στο Χαρίδημο ν’ αποκτήσει διάδοχη κατάσταση. Τέτοιο μεγαλείο ψυχής την κατείχε! Του έδωσε εν λευκώ διαζύγιο περί το έτος 1950, του υπέδειξε ποια νεότερη γυναίκα του ταίριαζε να πάρει και αυτή αποσύρθηκε, ως φιλοξενούμενη, στου αδελφού της του Νικολή, δηλαδή στου πατέρα μου το σπίτι. Ο Χαρίδημος παντρεύτηκε σε δεύτερο γάμο την Ευαγγελία Αντ. Γαραντωνάκη και το έτος 1952 γεννήθηκε η μοναχοκόρη τους Μαρία.
Υ.Γ. Όταν η μικρή Μαριώ περνούσε στον δρόμο έξω από το σπίτι μας για το σχολείο, έβγαινε και το καμάρωνε η γερόντισσα πλέον θεία Βαγγελιώ και την άκουσα πολλές φορές να λέει: «Χαρώ το ‘γω το κοπελάκι μου!» Ήταν πράγματι και δικό της παιδί!
(Από το υπό έκδοση βιβλίο για την ιστορία του Κισσού, του δασκάλου Γιώργη Ν. Τσιγδινού).
* Ο Γιώργης Ν. Τσιγδινός είναι συντ/χος εκπαιδευτικός