Όταν ασχολήθηκα για πρώτη φορά με την κ. Χαρίκλεια Τριπολιτάκη στην Κούφη, ενθουσιασμένη από την αστείρευτη μνήμη της με γεγονότα από χαλεπούς καιρούς, είχα εκφράσει την ευχή να τα ξαναπούμε.
Εκείνη χωρίς να χάσει το φωτεινό της χαμόγελο που σε γέμιζε αισιοδοξία και δύναμη, είχε κουνήσει με σημασία το κεφάλι της. Ήταν γύρω στα 94 και αναλογιζόμενη ίσως τους βιολογικούς κανόνες μιας επίγειας πορείας, έδειχνε να αμφισβητεί μια τέτοια ευκαιρία.
Κι όμως ήρθε να τη διαψεύσει ο ισχυρός οργανισμός της και η αγάπη της για τη ζωή.
Έκλεισε στις 16 του π. Ιανουαρίου, τα 100 της χρόνια, σε πανηγυρικό κλίμα που δημιούργησαν τα μέλη της οικογενείας της που τη λατρεύουν.
Γιατί η γιαγιά Χαρίκλεια, ποτέ δεν επιβάρυνε το περιβάλλον της με γκρίνιες και παραξενιές μιας ηλικίας που βαραίνει ο χρόνος. Δεχόταν το κάθε τι με το αιώνιο χαμόγελο και με τον καλό λόγο πάντα στα χείλη.
Αξιαγάπητη πράγματι η υπέροχη αυτή γιαγιούλα που μας είχε κερδίσει από την πρώτη μας κιόλας συνάντηση.
Αφορμή ήταν ο ήρωας της αντίστασης Μανόλης Κανακάκης αδελφός της και είχαμε συνεννοηθεί να βρεθούμε για να μου δώσει στοιχεία από τη ζωή και το έργο του.
Και δεν μπορώ να περιγράψω πόσο με εντυπωσίασε η ευρυμάθεια της γυναίκας αυτής που αποδείχτηκε και πολυταξιδεμένη έτσι ώστε η δική της ζωή να είναι ένα συγκλονιστικό αφήγημα μνήμης.
Καθόταν με άνεση, δείχνοντας κυρίαρχη απέναντι στον χρόνο και στα προβλήματα που δημιουργεί, μιλούσε με σταθερή φωνή γεμάτη γλυκύτητα και με την αφηγηματική της δεινότητα με έκανε σε λίγο να κρέμομαι από τα χείλη της.
Μυθιστορηματική η ζωή της μα η ίδια κατάφερε πάντα να μένει συγκροτημένη και αποφασιστική, αντιμετωπίζοντας τον φόβο και την αγωνία με παλικαριά. Κατάφερε να παλέψει και με την πιο σκληρή φτώχια, χωρίς να σκύψει το κεφάλι και να νομίζει πως ήρθε το τέλος του κόσμου.
Μου θύμισε τη γενιά που γνώρισα, της στέρησης και της λεβεντιάς, που δεν γονάτισε ποτέ και κατάφερε να νικήσει όλες τις αντιξοότητες.
Η Χαρίκλεια Τριπολιτάκη γεννήθηκε το 1922 και μεγάλωσε στην Κούφη. Ήταν το πρώτο από τα πέντε παιδιά του Ιωάννη Κανακάκη και της Καλλιόπης Πετράκη από την Επισκοπή. Ακολουθούσαν ο Μανόλης, ο Σήφης, ο Γιάννης και η Ιουλία.
Στα 13 της χρόνια τέλειωσε το δημοτικό, που είχε τότε 45 παιδιά κι έπειτα αφοσιώθηκε στο νοικοκυριό. Αργαλειό και κέντημα γέμιζαν τον ελεύθερο χρόνο της, αλλά έχοντας μανία με την τελειότητα και γεμάτη δίψα για παραπάνω γνώση, πήγε σε μια σχολή της SINGER στην Επισκοπή κι έμαθε κέντημα μηχανής. Στα 17 της χρόνια ασχολήθηκε και με τους μεταξοσκώληκες.
Θυμάται με συγκίνηση το δέσιμο με τους συγγενείς και τα βεγγερίσματα τις νύχτες. Εκεί άκουγε ιστορίες από τους παλαιότερους και ονειρευόταν έναν άγνωστο κόσμο.
Μπορούσαν να διασχίσουν τεράστιες αποστάσεις και χωρίς συγκοινωνία μάλιστα για να δούνε τους δικούς τους ανθρώπους. Κι ήταν γιορτή όταν έσμιγαν. Χαρά ανυπόκριτη κι από τις δυο μεριές. Σε αντίθεση με την εποχή μας που οι άνθρωποι κλείνονται όλο και περισσότερο στον εαυτό τους.
Ο πόλεμος τη βρήκε στα Χανιά κοντά σε ένα θείο της, τον Αντώνη Πλυμάκη που είχε το ξενοδοχείο δίπλα στο ταχυδρομείο. Αυτό ήταν κι ένας από τους στόχους των Ιταλών. Έτσι η Χαρίκλεια έζησε τη φρίκη του βομβαρδισμού τη δεύτερη μέρα του πολέμου. Ευτυχώς εκείνη η επίθεση δεν άφησε θύματα. Έζησε και τις χαρές όταν οι καμπάνες ανήγγειλαν πανηγυρικά τις νίκες των Ελλήνων. Κι ο κόσμος πανηγύριζε ξέφρενα γεμάτος ελπίδα.
Ο γάμος της και η πρώτη σύλληψη
Η ώρα του γάμου της ήρθε το 1942. Εκείνη όπως κι όλα τα κορίτσια της γενιάς της δεν είχε το δικαίωμα της επιλογής. Κέρβεροι ηθικής οι γονείς της είχαν το θέμα της τιμής έμβλημα και μοναδικό βιος.
Η Χαρίκλεια δεν έφερε καμιά αντίρρηση. Ούτε και παραπονέθηκε για το στερημένο της γάμο. Σε μαύρη εποχή τι να περιμένει κανένας και γιατί να παραπονεθεί που δεν είχε μπομπονιέρες να μοιράσει, αλλά ούτε και τα απαραίτητα για το νέο της σπιτικό;
Ο άντρας της από το ίδιο χωριό είχε μόλις επιστρέψει από την Αλβανία, τραυματισμένος στο χέρι από βλήμα, αδημιούργητος κι αυτός.
Ασχολήθηκαν με γεωργικές δουλειές κι όσα δεν μπορούσαν να παράγουν τα στερούνταν, όπως ζάχαρη και ρύζι. Μακαρόνια έφτιαχναν όπως-όπως με το αλεύρι όταν περίσσευε και όσο για καφέ καβούρντιζαν κριθάρι και ρεβίθια τα αλέθανε και είχαν την ψευδαίσθηση ότι πίνουν το απολαυστικό τις καλές εποχές ρόφημα.
Το βράδυ όλοι οι νέοι άνδρες για τον φόβο των Γερμανών έφευγαν από τα σπίτια κι έμεναν στην εξοχή. Οι εισβολές στα σπίτια ήταν κάτι συνηθισμένο και δεν ήξεραν ποια ήταν η τύχη τους. Προσπαθούσαν λοιπόν με κάθε τρόπο να λάβουν τα μέτρα τους.
Ένα βράδυ, Ιούλιο του 43, η Χαρίκλεια καθόταν με την πεθερά της κι έκλωθε στο αναιμικό φως του λύχνου, ενώ στην κούνια κοιμόταν το μόλις δύο μηνών κοριτσάκι της.
Ξαφνικά χτύπησε η πόρτα και φάνηκαν δυο γερμανοί οπλισμένοι σαν αστακοί. Αδιαφορώντας για τις παρακλήσεις της Χαρίκλειας να σεβαστούν το μωρό και τη γριά γυναίκα, την πήραν με τη βία και την οδήγησαν σ’ ένα χωράφι που ήταν κι άλλοι χωριανοί όσοι βρέθηκαν σπίτι τους.
Στο φως του φεγγαριού κοιτούσαν μερικές φωτογραφίες αναζητώντας τα πρόσωπα που έψαχναν ανάμεσα στους συγκεντρωμένους.
Δεν βρήκαν τίποτα και τους άφησαν να γυρίσουν στο σπίτι. Μόλις την είδε η πεθερά της έτρεξε και την αγκάλιασε κλαίγοντας και δοξάζοντας το Θεό.
Κλεισμένοι από παντού
Το πρωί ανοίγοντας το παράθυρο πάγωσαν ξανά. Γερμανοί ήταν από κάτω, κλείνοντας τις εξόδους για να μη βγει κανένας από το χωριό.
Όρμησαν ξανά στα σπίτια και οδήγησαν όσους πήραν στην αυλή της εκκλησίας. Αυτή τη φορά η Χαρίκλεια πήρε και το μωρό της μαζί. Όλοι παρακαλούσαν τη χάρη της Αγίας Μαρίνας να τους βοηθήσει. Οι Γερμανοί πήραν 15 ανάμεσά τους κι ο πατέρας της Χαρίκλειας για αγγαρεία. Τους μετέφεραν στη Λούτρα όπου τους κράτησαν για 15 μέρες να δουλέψουν στα έργα. Εκεί αρρώστησε ο πατέρας της με πνευμονία και ειδοποίησαν τους δικούς του, γιατί ήταν άσκημα. Πήγε ο αδελφός της ο Γιάννης και τον έφερε στο χωριό αλλά μετά από δυο μέρες πέθανε. Ήταν 63 χρόνων.
Στο μεταξύ γύρισε ο αδελφός της ο Μανόλης, που θα μας απασχολήσει με ιδιαίτερο αφιέρωμα επειδή πρόκειται για μια σπουδαία μορφή της αντίστασης, αλλά άγνωστη στους περισσότερους και η κοπέλα έζησε μοναδικές στιγμές, βοηθώντας τις επιχειρήσεις των ανταρτών που σε συνεργασία με τους Εγγλέζους προσπαθούσαν να γονατίσουν τον εχθρό.
Από κοντά και η μάνα της που δεν υπολόγιζε κανένα φόβο. Δεν δίστασε μάλιστα κάποτε να σώσει έναν Άγγλο όταν έκαναν έφοδο σπίτι της οι Γερμανοί, προλαβαίνοντας να τον κρύψει στην καμινάδα. Καθένας εκείνη την εποχή έκανε αντίσταση με το δικό του τρόπο.
Η μεγάλη απειλή και το θαύμα της Αγίας Μαρίνας
Ενώ πάντα οι αντάρτες φρόντιζαν να διασφαλίζουν τους αμάχους, αναλαμβάνοντας την ευθύνη των πράξεών τους, μια μέρα τέλος του Σεπτέμβρη, καθώς κατέβαιναν από το βουνό, έπεσαν πάνω σε ένα γερμανικό αυτοκίνητο, στο οποίο επέβαιναν δυο στρατιώτες. Σκότωσαν τον ένα κι ο άλλος έφυγε τρέχοντας. Φαίνεται πως κατάφερε να φθάσει στο Φρουραρχείο και να καταγγείλει το γεγονός, γιατί την άλλη μέρα έφθασε ισχυρή δύναμη Γερμανών. Πρώτα πήραν τον σκοτωμένο, του οποίου οι αντάρτες είχαν ήδη αφαιρέσει το πιστόλι, τα κιάλια, το ρολόι, τις μπότες και ό,τι άλλο τους ήταν χρήσιμο.
Κι έπειτα εφαρμόσανε τη γνώριμη τακτική σε κάθε περίπτωση, που δέχονταν κτύπημα από την Αντίσταση. Έδωσαν περιθώριο δυο ωρών στους κατοίκους να φύγουν, παίρνοντας ό,τι μπορούσαν να σηκώσουν γιατί θα βομβάρδιζαν τα σπίτια.
Αλλόφρονες έφυγαν οι κάτοικοι χωρίς να μπορούν να κρατήσουν πολλά πράγματα. Η Χαρίκλεια με το 16μηνο μωρό της ακολουθούσε τους άλλους. Στον δρόμο συναντούσαν γυναίκες και παιδιά που έτρεχαν να γλιτώσουν. Στην Αρχοντική επικρατούσε η ίδια αναστάτωση. Γιατί αν βομβάρδιζαν την Κούφη, κινδύνευαν κι αυτοί.
Σε ‘κείνη τη δοκιμασία έκανε η Αγία Μαρίνα το θαύμα της. Όπως διηγείται με συγκίνηση η Χαρίκλεια, αυτόπτες μάρτυρες βεβαίωναν αργότερα ότι μόλις άρχισε ο βομβαρδισμός του χωριού οι οβίδες έπεφταν σε άλλη κατεύθυνση και τα σπίτια έμεναν ανέπαφα.
Άλλαζαν κατεύθυνση κατά ένα μυστηριώδη τρόπο.
Οι Γερμανοί ωστόσο μπήκαν στα σπίτια κι, όπως το συνήθιζαν, άρπαξαν ό,τι πρόλαβαν από νοικοκυριό μπατανίες κι εργόχειρα.
Δυστυχίας συνέχεια
Η απελευθέρωση δεν σήμανε και το τέλος της δοκιμασίας των ανθρώπων. Έτσι ο άνδρας της Χαρίκλειας κλήθηκε και πάλι για στράτευση κι εκείνη έφερε στο μεταξύ στον κόσμο το δεύτερο παιδί της. Στην πρώτη άδεια που πήρε από το στρατό, έτρεξε με λαχτάρα να μάθει για το παιδί του. Το ήθελε αγόρι. Αλλά δεν παραπονέθηκε. Έδειξε με κάθε τρόπο τη χαρά του και για το δεύτερο κοριτσάκι του. Κάποια στιγμή απολύθηκε, ενώ η οικογένεια μεγάλωνε. Κάθε δυο χρόνια η Χαρίκλεια έφερνε στον κόσμο κι ένα παιδί. Μετά το τέταρτο, που ήταν αγόρι, ο Μάρκος, γεννήθηκαν ακόμα δυο παιδιά ένα κορίτσι κι ένα αγόρι. Και οι φροντίδες έκαναν εφιαλτική τη ζωή. Τράβηξε πολλά η Χαρίκλεια για να μεγαλώσει τα παιδιά. Δεν ήταν μόνο η φτώχεια, ήταν και οι συνθήκες τέτοιες που για να κάνει τη στοιχειώδη λάτρα του σπιτιού τραβούσε μεγάλη ταλαιπωρία. Δεκαετία του ’50 οι άνθρωποι της υπαίθρου δεν είχαν ούτε ρεύμα ούτε και νερό. Κι έπρεπε να κάνουν τις δουλειές τους με αφάνταστο κόπο. Να κουβαλάνε νερό με τις στάμνες, να πλένουν στις στέρνες όταν βόλευε. Αν ζούσε μια τέτοια ζωή σύγχρονη γυναίκα θα είχε παραφρονήσει. Ευτυχώς τα πρώτα κορίτσια μεγάλωναν στο μεταξύ και μπορούσαν να βοηθήσουν τη μάνα στην ανατροφή των μικρότερων παιδιών.
Κάποια στιγμή που αρρώστησε σοβαρά αναγκάστηκε να πάει στον γιατρό. Όταν εκείνος έμαθε ότι έχει έξι παιδιά τη ρώτησε με απάθεια, γιατί τα έκανε αφού δεν ήταν πλούσια.
Της κακοφάνηκε της Χαρίκλειας. Αγαπούσε τα παιδιά της και δεν μετάνιωσε ποτέ που τα έφερε στον κόσμο. Έβλεπε πως ήταν και προκομμένα, άφοβα στη δουλειά και δεν ανησυχούσαν για το μέλλον τους.
Η ζωή τη δικαίωσε. Κατάφερε και με τη βοήθεια των αδελφών της που ζούσαν στο εξωτερικό, να βολέψει τις δυο της κόρες, αλλά και τα υπόλοιπα βρήκαν τον δρόμο τους με αξιοπρέπεια και τιμή.
Εργάτρια στη Γερμανία
Όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν κάποια στιγμή περισσότερο, αποφάσισε ο πατέρας να πάει στη Γερμανία να δουλέψει. Λίγο αργότερα ακολούθησε και η Χαρίκλεια αφήνοντας στη μάνα της το μικρότερο παιδί.
Κάθε αρχή και δύσκολη. Η γυναίκα δεν φοβόταν τη δουλειά κι ο προγραμματισμός των Γερμανών δεν την αιφνιδίασε. Κι αυτή είχε μάθει να είναι μεθοδική για να τα βγάζει πέρα με τόσες υποχρεώσεις που είχε.
Σιγά-σιγά έμαθε και τη γλώσσα και απόκτησε φιλίες, που ακόμα διατηρεί. Έτσι έμαθε να είναι η υπέροχη αυτή γυναίκα. Κοινωνική και πάντα πρόθυμη να διευρύνει τους ορίζοντές της.
Οι συνθήκες της ζωής της, η εγκατάσταση των παιδιών της που είχαν πια προκόψει και αποκατασταθεί, της έδωσαν ευκαιρίες να ταξιδέψει στην Ευρώπη, να ζήσει και στο Λονδίνο και σε άλλες πόλεις και πάντα να αποκτά φίλους.
Σαν να είχε εμπεδώσει κάθε διεθνή κώδικα, ήξερε να διεκπεραιώνει τα πάντα, να προσαρμόζεται σε κάθε περιβάλλον και να δίνει την αίσθηση της σιγουριάς και της αγάπης σε όλους. Με την ίδια άνεση που κυκλοφορούσε στην Κούφη, μπορούσε να κινηθεί στη Γερμανία, στην Ελβετία, στο Λονδίνο κι όπου αλλού έπρεπε να βρεθεί, για να είναι κοντά με παιδιά κι εγγόνια. Πάντα πρόσχαρη και καλοσυνάτη.
Στο φιλόξενο σπίτι της στην Κούφη που έφθασα με τη βοήθεια του κ. Νίκου Τριπολιτάκη που τον ευχαριστώ για την πολύτιμη συμπαράστασή του στην έρευνά μου, η κυρία Χαρίκλεια με γοήτευσε με τις αφηγήσεις της.
Και για τι δεν μιλήσαμε. Εκτός από αυτά που ήθελα να μάθω για τον αδελφό της, μου μίλησε για τον εαυτό της και μάλιστα μου εμπιστεύθηκε και το ημερολόγιό της που άρχισε να γράφει στα 77 της χρόνια, αλλά δεν συνέχισε. Είναι περίεργο λοιπόν πως μια γυναίκα που δεν είχε την ευχέρεια σπουδών στη νεανική της ηλικία, έφθασε να γράφει με τόση ευχέρεια, να φιλοσοφεί πάνω στα γεγονότα και να αναδεικνύει μια χαρισματική φύση.
Μιλήσαμε και για μαγειρική. Και τι να έλεγα περισσότερο εγώ όταν ο Ηλίας Μαμαλάκης που την επισκέφτηκε κάποτε για να ζητήσει συνταγές της, κατέθεσε τον σεβασμό του στις γνώσεις της.
Μια ζωή γεμάτη περιπέτεια αλλά και αγάπη
Αυτό που με γοήτευσε περισσότερο στην κυρία Χαρίκλεια ήταν η θετική της ενέργεια. Μέσα στη γενική μιζέρια εκείνη παραμένει αισιόδοξη.
-Όταν περάσαμε τόσες δυσκολίες παιδί μου τι να φοβηθούμε περισσότερο; Με αισιοδοξία και πίστη μπορείς να κερδίσεις τη ζωή σου.
Ήδη μας είχε αποκαλύψει το πρώτο μυστικό της μακροζωίας, πίστη.
– Και το άγχος δεν σας ακούμπησε ποτέ;
– Μα τι λες καλή μου; Και άγχος και φόβος. Ιδιαίτερα στην περίοδο της κατοχής ζούσαμε όλοι με τον φόβο. Και δεν ήταν τόσο ο εαυτός μας που μας ένοιαζε, όσο η τύχη των δικών μας. Αλλά πάνε αυτά πέρασαν.
– Και τι τρώγατε συνήθως;
– Απ’ όλα. Τι να κάνουμε ιδιαίτερο; Γάλα κυρίως, γιαούρτι, χόρτα που μαζεύαμε, χοχλιούς…
– Έτσι διατηρείστε ακμαιότατη.
– Ευχαριστώ τον Θεό που μου έδωσε την ευκαιρία να χαίρομαι παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα και τώρα πια τρισέγγονα.
Για όλους έχει έναν καλό λόγο να πει η υπέροχη γυναίκα. Ακόμα και για τη δουλειά μου στο ραδιόφωνο που έτυχε να είναι μία από τις ακροάτριές μου.
Σήμερα στα 100 της χρόνια η γιαγιά Χαρίκλεια εξακολουθεί να διατηρεί την πνευματική της διαύγεια, να μιλά και να αστειεύεται όπως πάντα. Προτιμά όμως να μένει ξαπλωμένη γιατί κουράζεται εύκολα. Δεν κουράζεται όμως ποτέ να μιλά για τις ηλιόφωτες μέρες που ακολουθούν τη σκοτεινιά και να θυμίζει πως η ζωή δεν είναι μόνο ευθύνες και βάσανα, αλλά κρύβει πολλές ευλογίες, όπως τα παιδιά και τα εγγόνια. Η ρίζα που δεν σταματά να βγάζει ανθούς και να πορεύεται στο μέλλον.
Έχει έξι παιδιά, 15 εγγόνια, 19 δισέγγονα και τρία τρισέγγονα. Στο χωριό κοντά της είναι ο Μάρκος της που με την Ελένη του άγγελο καλοσύνης πλάι στη γιαγιά ομορφαίνουν τις μέρες της. Τρία από τα παιδιά της είναι στο Λονδίνο και δύο στην Ελβετία, αλλά με τα μέσα που παρέχει η σύγχρονη τεχνολογία φροντίζουν, ώστε η Χαρίκλεια να νοιώθει την παρουσία τους.
Μια πλούσια συγκομιδή αγάπης από μια ζωή γεμάτη περιπέτειες.
Μια πηγή σοφίας η γιαγιά Χαρίκλεια δίνει με τον βίο και την πολιτεία της απάντηση σε κάθε δικό μας «γιατί» μετά από κάθε δυσκολία. Βίωσε τις ηθικές αξίες κι έμαθε να τις εκτιμά. Γι’ αυτό και σήμερα περνώντας το κατώφλι ενός αιώνα εξακολουθεί να χαμογελά, φροντισμένη κι ευπαρουσίαστη πάντα, μια πραγματική αρχόντισσα και να μας δίνει από το περίσσευμα της αισιοδοξίας της φως για να διώχνουμε το σκοτάδι που μας τυλίγει από παντού.