Οι πτυχές του ζητήματος της συνύπαρξης κοινοτήτων με διαφορετική γλώσσα, πολιτισμό και θρησκεία στις σύγχρονες κοινωνίες, τονίστηκαν στη διαδικτυακή επιστημονική Ημερίδα, με θέμα: «Χώρος και Πολιτισμός: Συνύπαρξη εθνοτήτων, θρησκειών, πολιτισμών», που διοργάνωσαν το πανεπιστήμιο Μακεδονίας (Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών) και η Ορθόδοξος Ακαδημία Κρήτης (ΟΑΚ). Με τις εισηγήσεις / παρουσιάσεις των ομιλητών, αναδείχθηκε (πώς πρέπει να είναι) η ειρηνική συμβίωση των λαών, υπό ένα διαπολιτισμικό και πολυπολιτισμικό πρίσμα, με κοινό παρονομαστή τον ενοποιητικό χαρακτήρα της Ιστορίας. Προαπαιτούμενο της φιλαλληλίας είναι η επίτευξη (κοινωνικής) συνοχής, ενώ στο ευρύτερο ευρωπαϊκό πλαίσιο η σύμπνοια είναι το αντίδοτο στην μισαλλοδοξία και σε κάθε ακρότητα, που υποβόσκει πλήττοντας και περιορίζοντας θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, με κορωνίδα την ελευθερία. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν η αναδρομή στα χρόνια όπου οι Κρήτες χριστιανοί και μουσουλμάνοι μοιράζονταν την ίδια γη, κάτω από έναν ουρανό κοινών συναισθημάτων…
«Όλοι μοιραζόμαστε αυτή τη γη και αναπνέουμε τον ίδιο αέρα»
Ο κ. Μάνος Χαλκιαδάκης, καθηγητής Ιστορίας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Κρήτης προσπάθησε να αναδείξει «αυτά που μας ενώνουν και όχι όσα μας χωρίζουν». «Η ιστορία στο πλαίσιο της διεπιστημονικής της προσέγγισης, συνδέεται και με τη γεωγραφία και με το χώρο: η ιστορία είναι ο χρόνος και η γεωγραφία ο τόπος. Ο χρόνος και ο χώρος συνυπάρχουν. Σε προγενέστερες εποχές, ο ρόλος της θρησκείας υπήρξε καταλυτικός στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Η θρησκευτική πίστη ήταν σε αρκετές περιπτώσεις κινητήρια δύναμη της Ιστορίας» ανέφερε, μη λησμονώντας τη «θεολογική φιλοσοφία» της Ιστορίας, σύμφωνα με την οποία «τα ιστορικά γεγονότα προκύπτουν από υπερφυσικές δυνάμεις». Η ιστορία συνδυάζεται και με την διαπολιτισμική εκπαίδευση. Με τη έννοια αυτή η διαφορετικότητα είναι το αποτέλεσμα διαφορετικών ιστορικών συνθηκών μπορεί να συλλάβει την ετερότητα στο πλαίσιο μιας ενιαίας ανθρώπινης ιστορίας. Ο κ. Χαλκιαδάκης προχώρησε και σε έναν εννοιολογικό διαχωρισμό: «Η πολυπολιτισμικότητα δίνει έμφαση στην ύπαρξη στη συνύπαρξη πολιτισμικών μορφών και ομάδων που χαρακτηρίζονται από διαφορετικούς πολιτισμούς. Η διαπολιτισμικότητα παραπέμπει στην αντίληψη της αλληλεπίδρασης μεταξύ ατόμων, λαών και πολιτισμών ενώ μέσα από τη λογική επιτρέπει την κατανόηση της οικουμενικότητας του ανθρώπινου πολιτισμού και εστιάζει στον τρόπο με τον οποίο το άτομο – μέλος μίας πολιτισμικής ομάδας εκφράζεται πολιτισμικά μέσα από την κρίση της πολιτισμικής του ταυτότητας». Η ιστορική διαδικασία χαρακτηρίζεται από μία διαρκή ανταλλαγή πολιτισμικών στοιχείων. «Η ιστορία μπορεί να λειτουργήσει ενοποιητικά και όχι πάντα διαχωριστικά, ιδιαίτερα όταν εμφορείται από υψηλά ιδανικά. Μία τέτοια προσπάθεια μπορεί να ευοδωθεί και από τον ρόλο της θρησκείας». Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης τόνισε τη σημαντικότητα του ρόλου της προφορικής ιστορίας και της μικροϊστορίας. «Ιστορία σημαίνει συνύπαρξη λαών και κοινωνικών ομάδων, αλλά και σύγκρουση» υπενθύμισε. «Η θρησκεία πολλές φορές λειτουργεί ως επικάλυμμα των βαθύτερων πολιτικών – κοινωνικών και οικονομικών αιτιών».
Ο κόσμος είναι «ρευστός και μεταβαλλόμενος», κάτι που υπογραμμίζει την σημασία της αποχής «από κάθε λογική στερεότυπου για κάθε λαό». Όπως εξήγησε ο κ. Χαλκιαδάκης, «η διαπολιτισμική προσέγγιση της Ιστορίας είναι δυνατό να επιτευχθεί με την ανεύρεση των ομοιοτήτων και των διαφορών των λαών, την επικέντρωση στις ομοιότητες, την ανάπτυξη σχέσεων μεταξύ των λαών και κοινωνικών ομάδων, την επαφή με εκείνα τα ιστορικά γεγονότα τα οποία διαμορφώνουν κυρίως την ταυτότητα των άλλων. Όταν κατανοήσουμε τα αίτια που οδήγησαν λαούς ή πληθυσμιακές ομάδες σε σύγκρουση, όταν καταλάβουμε ότι ο κόσμος μας συνεχώς αλλάζει μπορούμε να προλάβουμε παρόμοιες εκδηλώσεις μίσους στο μέλλον. Πάνω απ’ όλα, πρέπει να έχουμε το θάρρος να αντιμετωπίσουμε κριτικά την Ιστορία, μακριά από στερεότυπα, προκαταλήψεις, ιδεολογικές ή θρησκευτικές διαφορές αλλά και με διάθεση συνεργασίας». Ο καθηγητής του ΠΤΔΕ, συνεχίζοντας, σχολίασε με νόημα: «Όλοι μοιραζόμαστε αυτή τη γη και αναπνέουμε τον ίδιο αέρα. Η ιστορία, το αποτύπωμα του ανθρώπου στον κόσμο που μπορεί μέσα από τη διαπολιτισμική προσέγγιση του παρελθόντος να φέρει τους λαούς και τις κοινωνικές ομάδες πιο κοντά στο πλαίσιο μιας αρμονικής συνύπαρξης που θα οδηγήσει στην πρόοδο και στην ευημερία της ανθρώπινης κοινωνίας. Κι αυτό είναι το ζητούμενο».
Οι Κρητικοί μουσουλμάνοι και οι Κρητικοί χριστιανοί
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αρμονικής συμβίωσης, μέσα στο κλίμα της διαπολιτισμικότητας, εντοπίζεται στην Κρήτη πριν τα τραγικά γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής και της ανταλλαγής πληθυσμών. «Οι χριστιανοί και οι μουσουλμάνοι στις διάφορες περιστάσεις της ζωής ζούσαν ειρηνικά για πολλά χρόνια. Ήταν ανεκτικοί μεταξύ τους, μοιράζονταν τον πόνο και τη χαρά τους. Γιόρταζαν ο ένας τις γιορτές του άλλου. Σέβονταν τους νεκρούς τους, εργάζονταν σε καταστήματα που ήταν στον ίδιο δρόμο» ανέφερε ο Νικόλαος Λιάζος, επίκουρος καθηγητής Τουρκικής Γλώσσας και Πολιτισμού του τμήματος Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών στο πανεπιστήμιο Μακεδονίας.
Η ζωή των Κρητικών μουσουλμάνων παρουσιάζεται μέσα από το μυθιστόρημα Kritimu (Η Κρήτη μου) του Saba Altınsay, στο οποίο και βασίστηκε η εισήγηση του κ. Λιάζου. Η ανταλλαγή των πληθυσμών έγινε με θρησκευτική βάση και επηρέασε όπως ήταν φυσικό και τις δύο χώρες: και την Ελλάδα και την Τουρκία. Οι ψυχολογικές, κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις είναι αρνητικές σε όλους τους πρόσφυγες: και σ’ αυτούς που έφυγαν και σ’ αυτούς που ήρθαν στην Κρήτη. Τους δημιουργήθηκαν τραύματα που δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν για ολόκληρες γενιές οι ανταλλάξιμοι.
«Παρότι η εθνοτική καταγωγή και οι πεποιθήσεις τους είναι διαφορετικές, οι άνθρωποι που μιλούν την ίδια γλώσσα δημιουργούν μία κοινή κουλτούρα. Έναν ιστό που αποτελείται από διαφορετικές θρησκευτικές, εθνοτικές και πολιτικές ταυτότητες στην Κρήτη · όπου οι ήχοι του καλέσματος της προσευχής των μουσουλμάνων αναμειγνύονται με τις καμπάνες των εκκλησιών. Και οι δύο κοινότητες συμμετέχουν στις προετοιμασίες του γάμου, ακούν τις διαφορετικές προσευχές που διαβάζονται και εκφράζουν τα συλλυπητήριά τους ο ένας στον άλλον για το θάνατο των ανθρώπων» σχολιάζει ο κ. Λιάζος.
Τα αισθήματα του αποχωρισμού ήταν έντονα. Μία μονιασμένη, διαπολιτισμική κοινωνία θρυμματίστηκε:«Οι κάτοικοι του νησιού ανέπτυξαν σχέσεις καλής γειτονίας και ζούσαν ειρηνικά στο νησί. Όλοι οι Κρητικοί ήταν το ίδιο: η δουλειά και τα έθιμά τους ήταν παρόμοια» επισήμανε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. «Ο ένας έστελνε στον άλλον ένα πιάτο ασουρέ τον ιερό μήνα του ραμαζανιού κι ένα καλάθι αυγά το Πάσχα. Άπλωναν το χέρι από το ένα παράθυρο στο άλλο κι έδιναν ένα πιάτο σούπα».
Ο ένας μοιραζόταν τον πόνο του με τον άλλο. Υπήρχε αμοιβαιότητα, αλληλεγγύη και ευαισθησία. Ο ένας στεκόταν δίπλα στον άλλο σε καλές και κακές στιγμές.Κι όλα αυτά σταμάτησαν απ’ την αυξανόμενη ελληνοτουρκική ένταση. Όσο εξελίσσονταν τα γεγονότα, τόσο άλλαζαν οι κοινωνικές – πολιτικές ισορροπίες στο νησί.
«Η αρμονική συμβίωση μέσα στο κλίμα της διαπολιτισμικότητας αντικαταστάθηκε από τις διαφορές που βασίζονται στην εθνική, τη πολιτική και τη θρησκευτική ταυτότητα» είπε ο κ. Λιάζος.
«Οι μουσουλμάνοι της Κρήτης δεν έβλεπαν τα εδάφη της Μικράς Ασίας ως πατρίδα τους γι’ αυτό και δίστασαν να εγκαταλείψουν το νησί παρά την κλιμακούμενη ένταση» σημείωσε.
Οι μουσουλμάνοι Κρητικοί μιλούσαν ελληνικά και όχι τουρκικά και μάλιστα, όπως ανέφερε, υπήρξε σύγκρουση μεταξύ των δύο κοινοτήτων για το ποιος είναι πιο Κρητικός από τον άλλο.
Η προσφυγιά έφερε τους Χριστιανούς της Μικράς Ασίας και τους Μουσουλμάνους της Κρήτης μακριά από τα πατρογονικά τους χώματα, στον δρόμο του ξεριζωμού και του μαρασμού.
«Οι μουσουλμάνοι πίστευαν ότι δεν είναι ανεπιθύμητοι στην Κρήτη. Δεν είχαν άλλη επιθυμία, παρά να πεθάνουν στη γη που γεννήθηκαν. Τελικά υπέστησαν την ανταλλαγή πληθυσμών, που δημιούργησε ανεπανόρθωτες πληγές στη ζωή και στην ψυχή τους» υπογράμμισε καταληκτικά ο κ. Λιάζος.
Οι συνεκτικές κοινωνίες
Οι θρησκείες και πολιτισμός στην πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήταν ο τίτλος της ομιλίας του Δρ. Κωνσταντίνου Β. Ζορμπά, γενικού διευθυντή της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης. «Αυτό που βασάνιζε πάντα την Ευρώπη ήταν η ταυτότητά της. Η ευρωπαϊκή ενότητα ήταν η μοναδική διαφυγή από τις ακραίες ιδεολογίες» σημείωσε ανατρέχοντας στον 20ο αιώνα, ο οποίος «ξεκίνησε με την κρίση του ευρωκεντρισμού και τους δύο παγκοσμίους πολέμους». Όπως επισήμανε, «η πορεία της Ευρώπης επηρεάστηκε από δύο βασικές θεσμικές και ιδεολογικές αντιλήψεις: την Αναγέννηση και τη θρησκευτική μεταρρύθμιση». Η Ευρώπη των θρησκευτικών πολέμων, στην οποία αναφέρθηκε, «συνυπήρξε με την Ευρώπη της θρησκευτικής ειρήνης, μιας ειρήνης αβέβαιης και εύθραυστης ακόμα και σήμερα με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αλλά και παλαιότερα με ο,τι συνέβη στα Βαλκάνια και στην Κύπρο» υπογράμμισε, λέγοντας ότι η «λέξεις – κλειδιά» γα την (ομαλή) συνύπαρξη των λαών είναι η «κοινωνική συνοχή».
Προφανώς, ο ρατσισμός εχθρεύεται και διασπά την συνοχή των κοινωνιών. Αλλά ο πολιτισμός μας διαφυλάσσει την ιστορική παρακαταθήκη του και χτίζει με ισχυρά υλικά το μέλλον του, ακολουθώντας τα μοντέλα της αφομοίωσης και της ενσωμάτωσης των διαφορετικών πληθυσμών, εξασφαλίζοντας ένα αντιρατσιστικό, πολυπολιτισμικό και διαπολιτισμικό περιβάλλον αλληλεγγύης και αλληλεπίδρασης. «Η ένταξη ενσαρκώνει τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής. Οι πολιτικές ενσωμάτωσης και ένταξης είναι ζωτικής σημασίας για τους νεοεισερχόμενους και για τις τοπικές κοινότητες, ενώ παράλληλα συμβάλλουν στη δημιουργία συνεκτικών κοινωνιών και ισχυρών οικονομιών» είχε πει ο Μαργαρίτης Σχοινάς, αντιπρόεδρος για την προώθηση του Ευρωπαϊκού Τρόπου Ζωής, δήλωση την οποία επανέλαβε και ο κ. Ζορμπάς, στο κλείσιμο της δικής του θεματικής.
Την ημερίδα συντόνισε η Ελένη Γ. Γαβρά, καθηγήτρια Οικιστικής και Πολιτιστικής Κληρονομιάς, τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών, πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Συντονιστικό ρόλο στην εκδήλωση είχε και ο Ιωάννης Μουντογιαννάκης, Βιβλιοθηκονόμος, Επιστημονικός Συνεργάτης της ΟΑΚ.