«Πρέπει να δοθεί μία μάχη πέρα από τη χώρα μας στην Ευρώπη, σε όλο τον κόσμο, σε παγκόσμιο επίπεδο, απέναντι στην κουλτούρα που έχουν αναπτύξει οι εταιρείες των social media, οι οποίες δεν παρέχουν καμία προστασία στα παιδιά» τόνισε ο κ. Γ. Κορμάς
Χωρίς τη λήψη μέτρων και τη συνεργασία των εταιρειών – πλατφόρμων των μεσών κοινωνικής δικτύωσης είναι εξαιρετικά δύσκολο να προστατευτούν οι ανήλικοι από τους κινδύνους του διαδικτύου και δη των social media. Αυτό τόνισε χθες μιλώντας στην εκπομπή της τηλεόρασης Creta «Update» και στη Σώτια Πεντεδήμου, ο Γιώργος Κορμάς, υπεύθυνος γραμμής Βοήθειας στο Ελληνικό Κέντρο Ασφαλούς Διαδικτύου. Σύμφωνα με τις έρευνες ένα ποσοστό 70 με 75% των παιδιών του δημοτικού είναι χρήστες των social media και μόλις το 30% είναι ενήλικοι. «Οι τζίροι που χάνονται από μια τέτοια προσπάθεια προστασίας των παιδιών είναι τεράστιοι. Πάνω από 30 – 40% των τζίρων τους. Άρα καμία εταιρεία δεν θέλει από μόνη της να έρθει και να μείωσε τα κέρδη από την κατανάλωση. Πρέπει να συμφωνήσουμε όλοι στο ότι είμαστε καταναλωτές διαφημιστικών μηνυμάτων και πολιτικών μηνυμάτων. Μπορούν άριστα μέσα από τους αλγόριθμους να ελέγξουν ακόμα και το υποσυνείδητό μας σε σχέση με τις επιλογές που κάνουμε μέσα στο διαδίκτυο. Μας δίνουν μια ψευδαίσθηση ελευθερίας, ενώ είναι μεγάλη σκλαβιά. Μας δίνουν υποτίθεται τη δυνατότητα επιλογής, όμως αύτη έχει από πριν προκαθοριστεί και ουσιαστικά είμαστε καταναλωτές προϊόντων. Τα παιδιά είναι σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό. Για αυτό παλιότερα είχαν γίνει προσπάθειες με το gpdr που δεν πέτυχαν, γιατί δεν κατάφεραν να πείσουν τις εταιρείες αυτές να φερθούν ανθρώπινα, με ενσυναίσθηση, γιατί πραγματικά κινδυνεύουν τα παιδιά στα social media».
Ο έλεγχος των εταιρειών κρίνεται απαραίτητος προκειμένου είτε να αλλάξουν είτε να περιορίσουν τις πολιτικές τους, σενάριο που κατά γενική ομολογία δεν μοιάζει ρεαλιστικό στο άμεσο μέλλον. Ο κ. Κορμάς ανέφερε χαρακτηριστικά: «Υπάρχει τεχνικός τρόπος για να ελέγξουμε αυτές τις εταιρείες και τις πλατφόρμες. Ο έλεγχος είναι απόλυτος, μπορεί να γίνει, αλλά οι ίδιες εταιρείες δεν θέλουν να μπουν σε αυτή τη διαδικασία. Αυτές οι εταιρείες τζιράρουν απίστευτα χρήματα, τα αποθεματικά τους είναι μεγαλύτερα από το χρέος της χώρας μας και μπορούν να έχουν τέτοια τεχνολογική επάρκεια που δεν μπορούν να ελεγχθούν και από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς. Άρα είτε πιέζουμε αυτές τις εταιρείες να αλλάξουν τις πολιτικές τους σε επίπεδο Ε.Ε. και ακόμα παραπέρα και αλλάζουν την πολιτική και προστατεύουν τα παιδιά και μπορούν να το κάνουν ή μπαίνουμε σε μία διαδικασία αποχής των παιδιών από τα social media, για να επανέλθουν τα παιδιά στον πραγματικό κόσμο, στη μουσική, στο χορό, στις δραστηριότητες».
Όπως συμπλήρωσε, οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες παρέχουν μία τεχνική βοήθεια στους γονείς για την διαχείριση της κατάστασης: «Η κυβέρνηση ανακοίνωσε τρία βήματα: μία ιστοσελίδα, από όπου θα μπορεί να πάρει ένας γονιός πληροφορίες για τη διαχείριση των λογαριασμών των παιδιών, το δεύτερο είναι το parent, ένα φίλτρο, το οποίο θα μπορούν οι γονείς να εγκαταστήσουν στο κινητό τους για να ελέγξουν και να περιορίσουν τα παιδιά και κατά τρίτον μετά από εννέα μήνες οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας θα εφαρμόζουν αυτό το φίλτρο parent σε μόνιμο βαθμό, μέσω των κινητών τηλεφώνων και του ίντερνετ. Όλα αυτά είναι τεχνικά μέσα για τη βοήθεια του γονέα. Πρέπει να δοθεί μία μάχη πέρα από τη χώρα μας, στην Ευρώπη, σε όλο τον κόσμο, σε παγκόσμιο επίπεδο, απέναντι στην κουλτούρα που έχουν αναπτύξει οι εταιρείες των social media, οι οποίες δεν παρέχουν καμία προστασία στα παιδιά. Από το 2007 δεν έχω δει ούτε ένα μέτρο προστασίας των παιδιών».
Μεταξύ των αρνητικών επιπτώσεων των social media στους ανήλικους είναι η παθητικότητα απέναντι στο περιεχόμενο που καταναλώνεται, η έλλειψη κριτικής σκέψης, η απομάκρυνση από θεμελιώδεις αρχές και αξίες της παραδοσιακής εκπαίδευσης και η έκθεση σε επιβλαβές περιεχόμενο για την υγεία, όπως σχολίασε ο Γιώργος Κορμάς, τονίζοντας παράλληλα ότι η θέση της οικογένειας διαδραματίζει σημαντικό και καίριο ρόλο στην προσέγγιση που τα παιδιά θα υιοθετήσουν απέναντι στα κινητά, στους υπολογιστές και στο διαδίκτυο, με τους ίδιους τους γονείς να καλούνται να διδάξουν μέσα από τη δική τους στάση, την υπευθυνότητα στη χρήση των ψηφιακών μέσων.
Η εξάρτηση από το ίντερνετ, σύμφωνα με τα στατιστικά δείγματα, αυξάνει τα επίπεδα ενδοοικογενειακής βίας, την ώρα που διαμορφώνει καταναλωτικές, συμπεριφορικές και διατροφολογικές συνήθειες επηρεάζοντας και βλάπτοντας την ψυχική υγεία.
Οι γονείς, πρόσθεσε, λειτουργούν ως παράδειγμα προς μίμηση για τα παιδιά τους: «Όταν η μαμά και ο μπαμπάς είναι συνέχεια στο TikTok και στο Instagram, τι να πεις στο παιδί για να μην μπει στα social media; Είναι ένας νέος κόσμος, πρέπει να κάνουμε τη δική μας επανάσταση, να διαφοροποιηθούμε από αυτό τον μαζικό τρόπο ζωής και να δημιουργήσουμε τη δυναμική της οικογένειάς μας. Δεν γίνεται να επαναπαυόμαστε σε τεχνικά μέσα. Η οικογένεια θα πρέπει να αποφασίσει για τα παιδιά της, ειδικά τα μικρά, να τα έχει εκτός social media».
«Βία, σεξουαλική παρενόχληση και εξάρτηση από τον τζόγο»
Μερικά από τα προβλήματα που δημιουργούν η εξάρτηση από το διαδίκτυο και από τα βιντεοπαιχνίδια είναι η άνοδος των περιστατικών σεξουαλικής παρενόχλησης στους ανηλίκους, πλησιάζοντας το 1 στα 4 παιδιά, η ιντερνετική βία με σχεδόν το 50% να έχει πέσει θύμα κάποιας επίθεσης και ο εθισμός στον τζόγο και στα τυχερά παιχνίδια, σύμφωνα με όσα δήλωσε στην τηλεόραση Creta ο κ. Κορμάς. «Οι περισσότερες κλήσεις που δεχόμαστε παραμένουν να είναι 40% των συνολικών κλήσεων, μεγαλύτερο ποσοστό από όλη την υπόλοιπη Ευρώπη, για θέματα συμπεριφορών εξάρτησης από το διαδίκτυο. Μέρα με τη μέρα διαπιστώνουμε ότι μικρότερα παιδιά συναντούν φαινόμενα εξάρτησης και αυξάνεται και η βία μέσα στην οικογένεια για το συγκεκριμένο θέμα».
Τέλος, μία ακόμα πτυχή του εθισμού από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι η διαμόρφωση ακατάλληλων καταναλωτικών προτύπων, που μπορούν συχνά να οδηγήσουν σε ενδοοικογενειακές τριβές και ανικανοποίητα αιτήματα, σύμφωνα με τον κ. Κορμά: «Τα παιδιά αυτά δεν βλέπουν τηλεόραση, άρα η καταναλωτική συμπεριφορά των παιδιών προέρχεται από το διαδίκτυο. Το να ζητούν τα παιδιά ακριβές αγορές αγαθών είναι επίσης αιτία στεναχώριας τόσο από τους γονείς που δεν μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτά τα αιτήματα, αλλά και στα ίδια τα παιδιά που δεν παίρνουν αυτό που θέλουν».