Μέσα από μνήμες των λογίων του τόπου
Το Χριστουγεννιάτικο αφιέρωμά μας θα συνθέσουν αφηγήσεις λογίων του τόπου μας, που με τον ξεχωριστό τους τρόπο, κατέθεταν μνήμες στον τοπικό τύπο χρονιάρες μέρες σαν κι αυτές.
Συγκλονιστική η αφήγηση του Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκι, που αναφέρει για ένα τραγικό γεγονός ανήμερα τα Χριστούγεννα:
«Εκείνα τα Χριστούγεννα του 1915 έπεφταν ημέρα Παρασκευή. Το γεγονός όμως της ημέρας ήταν ότι θα προσέγγιζε στο λιμάνι το πλοίο «Αντιγόνη» με φορτίο σταριού. Κι ήταν χαρά μεγάλη, γιατί και κάποιοι λιμενεργάτες θα έβγαζαν επιτέλους μεροκάματο και θα είχε ο κόσμος με κάτι να χαζέψει. Να δει ποιος φεύγει, ποιος έρχεται. Να έχει να κουβεντιάζει κοντολογίς στη βεγγέρα.
Από νωρίς το πρωί οι βαρκάρηδες ετοιμάστηκαν για το ξεφόρτωμα, όταν θα ερχόταν η ώρα και μετά μοιράστηκαν στα καφενεία, αφού δεν είχαν που αλλού να πάνε μέχρι να φανεί το πλοίο και να πιάσουν δουλειά.
Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε καν υποδομή για τη διαδικασία αυτή. Ήταν όμως καλοί θαλασσομάχοι οι εργάτες του λιμανιού και σαν χαρακτήρες ένας κι ένας.
Εκείνα τα Χριστούγεννα του 1915 περιμένοντας να έρθει το πλοίο να ξεφορτώσουν άρχισαν να κουβεντιάζουν για τα παλιά στα καφενεία που είχαν μοιραστεί. Μερικοί πήγαν στου Χουσνή Καπετάνιο τον καφενέ, άλλοι στου γέρο Λάριου κι άλλοι στο μαγέρικο του Παυλή να ρίξουνε πράμα στο στομάχι τους.
Ο Δερβίσης, ο Χουρσίτης, το Χουσάκι και ο Πίτσουλας μονομεριάσανε στου Κόκκινου του Μανόλη, πίσω από το σημερινό Τελωνείο που ήταν ένας Κήπος. Περνούσαν ζάχαρη εκεί ακούγοντας τον φοβερό εκείνο Μινχάουζεν του Ρεθύμνου να τους απαριθμεί τερατολογίες. Και κυλούσε έτσι η ώρα μια χαρά πίνοντας και το ρούμι τους. Στους άλλους τους τούρκικους καφενέδες τέτοια ποτά δεν σέρβιραν. Ο Κόκκινος πρωτοπορούσε και σ’ αυτό.
Κάποια στιγμή φάνηκε το βαπόρι που ερχόταν από τα Χανιά. Αμέσως όλοι σηκώθηκαν και έτρεξαν να ετοιμαστούν. Η δουλειά αυτή δεν σήκωνε χασομέρι αν ήθελαν να δουν χρήμα στην τσέπη τους. Πρώτα βγήκε η βάρκα και από κοντά οι μαούνες πλησίαζαν στο πλοίο.
Και τότε συνέβη το ανεξήγητο. Εκεί που η θάλασσα ήταν ήσυχη ξαφνικά σηκώθηκε φοβερή θαλασσοταραχή. Ο καπετάνιος του πλοίου βλέποντας τα τεράστια κύματα, άλλαξε προορισμό για να σώσει πλήρωμα και καράβι. Μείναμε οι βαρκάρηδες στα ανοικτά έρμαιο στα κύματα που λυσσομανούσαν.
Οι θαλασσόλυκοι του λιμανιού δεν κιότεψαν. Μαθημένα τα βουνά από τα χιόνια. Με ψυχραιμία πάλευαν με τα κύματα που άλλοτε τους σήκωναν σε θεόρατα ύψη και άλλοτε τους κατάπιναν για αρκετή ώρα. Τελικά τα κατάφεραν. Γύρισαν όλοι στο λιμάνι εκτός από τον Πίτσουλα και το Χουρσίτη. Η βάρκα τους είχε πάει να βοηθήσει μια μαούνα να μπει στο λιμάνι. Κι όταν γύρισε να πιάσει υπήνεμο λιμάνι ένα κύμα την πέταξε ανοικτά και κυριολεκτικά την κατάπιε η θάλασσα. Όταν φάνηκε κάποια στιγμή δεν είχε τιμόνι ούτε κουπιά. Και οι άνδρες της είχαν πιαστεί από τους πάγκους και πάλευαν με τα κύματα.
Όλοι κοιτούσαν με πιασμένη την ανάσα αλλά και πώς να βοηθήσουν. Ένα καραβάκι η «Χρυσαλλίς» επιχείρησε να κάνει μια προσπάθεια, αλλά το πέταξε η θάλασσα σαν καρουδότσουφλο ψηλά και αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω.
Η βάρκα του Πίτσουλα ξαναφάνηκε κοντά στο φανάρι αλλά μια φοβερή δίνη την εξαφάνισε πάλι και όταν την είδαν να εμφανίζεται ξανά δεν είχε πια κανένα από το τσούρμο της.
Σαν να ‘ταν ευλογημένοι από το Θεό δυο κατάφεραν να σωθούν μετά από σκληρή πάλη με τα κύματα και αφού είχαν φτάσει πια κοντά στο τέλος. Ήταν ο Χουσάκης και ο Ρεβίθης. Ο Χουρσίτης και ο Πίτσουλας όλο και απομακρύνονταν, ενώ πάλευαν απεγνωσμένα να σωθούν. Τα κύματα δεν τους άφηναν να πάρουν ούτε ανάσα. Και τους έσπρωχναν όλο στ’ ανοικτά. Κάποια στιγμή οι δυνάμεις τους φάνηκε πως τους εγκατέλειψαν. Χάθηκαν από τα μάτια των έντρομων συναδέλφων τους που παρακολουθούσαν και εύχονταν.
Κάποια στιγμή κάτι σκούρο φάνηκε. Ήταν το σακάκι του Πίτσουλα. Σε λίγο τράβηξαν και το δικό του βασανισμένο κορμί. Έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον συνεφέρουν. Ήταν όμως νεκρός.
Στο μεταξύ είχε κατεβεί περισσότερος κόσμος στο λιμάνι, ευχόμενος για τη σωτηρία των βαρκάρηδων. Ανάμεσά τους και μια Τουρκάλα με το βλέμμα γεμάτο θανατερή αγωνία. Ήταν η μάνα του Χουρσίτη που είχε μάθει τα συμβάντα κι έτρεξε να μάθει για την τύχη του γιου της. Κανένα σημείο όμως δεν φαινόταν μέσα από τα αφρισμένα κύματα που να δίνει έστω ελπίδα.
Με αυτό το θλιβερό γεγονός πέρασαν τα Χριστούγεννα του 1915 στο Ρέθυμνο.
Ο άτυχος Χουρσίτης συνέχισε να αγνοείται. Η μάνα τους κατέβαινε στο λιμάνι και κοίταζε με ελπίδα τα κύματα. Δεν ήθελε να πιστέψει πως δεν θα ξανάβλεπε τον γιο της εκείνο το λεβεντόκορμο παλικάρι. Το είχε μεγαλώσει με πολλές στερήσεις από τότε που έμεινε χήρα. Κι εκείνο όταν μεγάλωσε την αποζημίωνε για τις θυσίες της με την έγνοια του. Δεν άφηνε να της λείψει το παραμικρό. Και τώρα δεν ήξερε που να βρίσκεται ο λεβέντης της.
Πέρασαν μέρες μέχρι να πάρουν όλοι μια απάντηση για την τύχη του Χουρσίτη. Ένα πρωινό η θάλασσα ξέβρασε το πτώμα του κάπου στα Περιβόλια και το άφησε εκεί στις ανθισμένες ασφενδυλιές.
Το πήρε η έρμη μάνα και το έθαψε χωρίς να μπορεί να πιστέψει πως αυτό το ταλαιπωρημένο κουφάρι ήταν ο λεβέντης της. Και ποτέ δεν ξεπέρασε το θάνατο του παιδιού της. Είχαν πια συνηθίσει οι Ρεθεμνιώτες, να τη βλέπουν να περιτριγυρίζει τις τρώγλες της Φορτέτζας, να αγναντεύει από ψηλά τη θάλασσα και να την καταριέται χαράζοντας με τα νύχια της το πρόσωπό της. Μέχρι που ο θρήνος της έγινε γέλιο ατέλειωτο. Η τρέλα ήρθε να λυτρώσει την έρημη μάνα που την έβλεπαν να τρέχει πάνω στους βράχους της Φορτέτζας αδιαφορώντας για τις πληγές που γέμιζαν τα γυμνά της πόδια. Μια τραγική φιγούρα που κανένας δεν πρόσεχε πια κι ούτε ενδιαφερόταν να της προσφέρει λίγη παρηγοριά».
Το περιστατικό αυτό χαράχτηκε στη μνήμη του Μιχαήλ Μυρ. Παπαδάκη και αρκετές φορές το θύμισε με χρονογράφημά του στον τοπικό τύπο. Έτσι μάθαμε για τα θλιμμένα Χριστούγεννα του 1915 και για τον άδικο χαμό του Χουρσίτη που ήταν το μοναδικό στήριγμα για τη δυστυχισμένη τη μάνα του.
Χριστουγεννιάτικη περιπέτεια ενός εβραίου
Τέτοια Χριστούγεννα δεν περίμενε ποτέ ότι θα περάσει η οικογένεια του Βαρούχ, ενός εβραίου που άφησε εποχή στο Ρέθυμνο με τις «διευκολύνσεις» που έκανε.
Εξαιτίας της τακτικής του να μην χάνεται πεντάρα από τους τόκους, προκάλεσε την αντίδραση της τοπικής κοινωνίας που τον υποχρέωσε να μετακομίσει στα Χανιά.
Μέσα σε άθλιες συνθήκες βρέθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη ο άπληστος εβραίος στο γειτονικό νομό και σαν να μην έφταναν όλα τα άλλα εκείνο τον πρώτο χειμώνα της αποδημίας του χιόνισε και στα Χανιά.
Έφτασαν τα Χριστούγεννα και οι καμινάδες άρχισαν να γίνονται βασανιστήριο για την οικογένεια που πεινούσε και κρύωνε. Έκλαιγαν τα παιδιά, ανακαλώντας μνήμες μεγαλείου τέτοιες γιορτινές μέρες, που εύρισκαν στο σπίτι τους το τραπέζι στρωμένο με τόσα καλούδια.
Καρτερικά, η μάνα τους παρακαλούσε να κάνουν υπομονή. Ήταν κι αυτή σε δύσκολη θέση, καθώς έβλεπε το στερνοπούλι της να ουρλιάζει από την πείνα κι αυτή δεν είχε σταλιά γάλα να το θηλάσει.
Ο Βαρούχ σε πλήρη απόγνωση, καθόταν στα σκαλοπάτια του χαμόσπιτου αδιαφορώντας για το κρύο, κι είχε το κεφάλι σκυμμένο στα γόνατα. Θα ‘θελε ν’ ανοίξει η γης να τον καταπιεί. Να σκεπτόταν εκείνη την ώρα, πως δίκαια έπασχε μετά από όσα είχε κάνει σε βάρος δυστυχισμένων ανθρώπων, τον καιρό της οικονομικής του παντοδυναμίας; Ποιος ξέρει;
Τα μάτια του έτρεχαν ασταμάτητα, ακούγοντας το κλάμα των παιδιών του, που εκλιπαρούσαν για λίγο ψωμί. Και κείνη την ώρα της απόγνωσης, μια κότα κυνηγημένη από ένα σκύλο, τρύπωσε στην κάμαρα και χώθηκε κάτω από το κρεβάτι. Αυτό ήταν «μάννα» εξ ουρανού. Θα έλυνε το πρόβλημα της πείνας τη μέρα εκείνη τουλάχιστον.
Το περίεργο είναι ότι ο Βαρούχ βρέθηκε ξαφνικά προ ηθικού διλήμματος! Φαίνεται πως η περιπέτειά του τον είχε βοηθήσει να σκεφτεί. Η κότα θα χόρταινε τα παιδιά του. Είχε όμως δικαίωμα να την κρατήσει; Αυτό θα ήταν κλοπή. Αλλά πάλι ν’ αφήσει τα μικρά να κλαίνε; Αυτό πήγαινε πολύ.
Σηκώθηκε από τα σκαλοπάτια αποφασισμένος και σε χρόνο ρεκόρ η κότα προοριζόταν για το τραπέζι, προς μεγάλη ευτυχία των παιδιών.
Μόλις χόρτασαν όλοι, έπιασαν και πάλι τον Εβραίο, τύψεις συνείδησης. Τελικά αποφάσισε να ξαναπάρει τη ζωή στα χέρια του και σκεπτόμενος πρακτικά αποφάσισε να γίνει χριστιανός, για να πάρει επιτέλους πίσω τα σπίτια του.
Έπεσε στην περίπτωση. Επειδή εκείνο τον καιρό εύρισκαν διάφορα δεινά την Κρήτη, κυρίως σεισμοί, ο κόσμος είχε βυθιστεί στη δεισιδαιμονία. Και θεωρούσε θεία ευλογία να γίνεται χριστιανός κάποιος εβραίος, είτε Τούρκος. Βρήκε την ευκαιρία ο Βαρούχ και πηγαίνοντας στη Μονή Τσαγκαρόλων δήλωσε την απόφασή του να γίνει χριστιανός. Αμέσως άλλαξε η τύχη του.
Η τοπική κοινωνία δεν ήξερε πώς να εκδηλώσει τη χαρά της. Έντυσε με ζεστά ρούχα όλη την οικογένεια και τους κουβαλούσε ότι είχε στο σπίτι για να φάνε καλά και να συνέλθουν από την ανέχεια.
Όλοι στο σπίτι καλοπερνούσαν πλην του Βαρούχ, που ήταν υποχρεωμένος να κάνει τις νηστείες του για τον πλήρη εξαγνισμό του.
Κι ήρθε η μέρα της βάπτισης. Όλοι έσπευσαν να παραστούν στο μεγάλο μυστήριο. Κάποιος ανέλαβε κι είπε το «Πιστεύω», αντί για τον εβραίο, που σίγουρα θα του άλλαζε τα φώτα. Κι εκεί που ήταν ο Βαρούχ στην κολυμπήθρα κι όλοι του φώναζαν «Χιλιόχρονος, χιλιόχρονος», «Να μας ζήσει ο Γοβδελεά» (ωραίο όνομα του βρήκαν) «Καλορίζικος» ένας τρομερός σεισμός αναστάτωσε την πόλη. Άδειασε στο λεπτό η εκκλησία, κι έμεινε ο νεοφώτιστος μέσα στο πιθάρι, που χρησίμευσε για κολυμπήθρα τρέμοντας από το κρύο. Και πώς να βγει από κει μέσα, αφού δεν είχε ρούχο να φορέσει;
Μετά από κάμποση ώρα απελπίστηκε και βγαίνοντας από το πιθάρι, τυλίχτηκε σε ένα σεντόνι και τράβηξε μισοπαγωμένος σαν το φάντασμα για το σπίτι του.
Αν τελικά βρήκε το δρόμο του ο Βαρούχ, δεν μας λέει η παράξενη ιστορία που ανασύραμε από το μακρινό παρελθόν. Το επιμύθιον πάντως, ένα θα πρέπει να ήταν και μοναδικό «Όλα εδώ πληρώνονται…».
Χριστουγεννιάτικα δώρα Βενιζέλου μετά από διαμαρτυρία
Εκείνος που περνούσε από το δημαρχείο Ρεθύμνου, παραμονή Χριστουγέννων του 1929, δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του. Ήταν βέβαια γνωστό ότι η φτώχια έδειχνε την πιο σκληρή της όψη από την απελευθέρωση και πέρα, αλλά η κατάσταση ξεπερνούσε κάθε όριο φαντασίας.
Μητέρες με πεινασμένα παιδιά στην αγκαλιά, που τουρτούριζαν από το κρύο, ανάπηροι, γέροι και ορφανά παιδιά δημιουργούσαν μια σύνθεση τόσο ξένη με το γιορτινό πνεύμα των ημερών.
Ήταν ένας όχλος προσωποποιημένης δυστυχίας, που είχε συγκεντρωθεί στο δημαρχείο μετά τη φήμη ότι θα έδιναν βοηθήματα. Και πράγματι.
Ο Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου Τιμόθεος είχε κάνει έκκληση για μια ενεργή συμπαράσταση στους πάσχοντες συνανθρώπους και ο Σύλλογος Κυριών με το Λύκειο Ελληνίδων πήραν το ζήτημα πολύ στα σοβαρά.
Ο εκδότης της εφημερίδας «Δημοκρατία», Νίκος Ανδρουλιδάκης, θα δημοσιεύσει λίγες μέρες αργότερα την «επίθεση» που δέχτηκε από δυο κυρίες των ευγενώς αμιλλώμενων σωματείων, οι οποίες απαιτούσαν αποκατάσταση της αλήθειας για το ποιος φορέας είχε συγκεντρώσει περισσότερα χρήματα. Η επιθυμία να προσφέρει κάθε σωματείο περισσότερα και να σκορπίσει χαμόγελα ευτυχίας στους αναξιοπαθούντες έφθανε στο σημείο μεγάλης κόντρας που κομψά βέβαια αλλά αρκετά δεικτικά σχολίαζε ο τοπικός τύπος. Τι άλλο να σχολίαζε σε μια επίσης πτωχή σε γεγονότα επικαιρότητα η κάθε εφημερίδα;
Σημασία έχει ότι ο έρανος σημείωσε μεγάλη επιτυχία, γιατί μέσα σ’ ένα πρωινό οι κυρίες συγκέντρωσαν αρκετά χρήματα, αφού κανένας δεν αρνήθηκε να βοηθήσει έστω κι από το υστέρημά του. Μόλις άνοιξαν τα κουτιά μετρήθηκε το σημαντικό ποσόν για την εποχή των 12.200 δρχ.
Στη γενική αυτή προσπάθεια αντιμετώπισης της φτώχειας ο Δήμος Ρεθύμνου είχε προσφέρει 9.500 δρχ., το Εφεδρικό Ταμείο δρχ. 3.000, το Μοναστηριακόν δρχ. 3.000 επίσης και ο Σύλλογος Κυριών 2.000.
Για την ιστορία θα αναφέρουμε τα ονόματα των κυριών που ξεπερνώντας τις αναστολές της εποχής βγήκαν στο δρόμο κι άπλωσαν χέρι επαιτείας για να χορτάσουν δυστυχισμένα πλάσματα.
Ήταν Λέλα Κούνουπα, Γεωργία Ζακάκη, Γαλάτεια Δέρα, Ιωάννα Ν. Παπαδάκη, Γεωργία Χαμαράκη, Δομενίκη Ανδρεάδου, Γεωργία Βλαστού, Μαρία Δερμιτζάκη, Αναστασία Δρανδάκη, Πηνελόπη Μιχελακάκη, Τελέσιλα Αναγνωστοπούλου, Σεβαστούλα Παντζάρη, Λέλα Σκευάκη, Ευφημία Στραπατσάκη, Δανάη Καφφάτου, Αργυρώ Δερμιτζάκη, Ιουλία Χονδρού, Αγλαΐα Σαββάκη, Άννα Λιλιτάκη, Αθηνά Μυλωνάκη και Λάουρα Σωτήρχου.
Συμμετείχαν όμως και νεαρές δεσποινίδες όπως οι: Ιφιγένεια Κιουρτσιδάκη, Θάλεια Δαφνομήλη, Ιφιγένεια Γαβαλά, Ευαγγελία Δροσάκη, Χρυσούλα Δάβη, Φανή Καλογρίδου, Ελευθερία Αντ. Λαμπάκη, Ειρήνη Περβολαράκη, Ευαγγελία Παπαδάκη, Γεωργία Τσάκωνα, Μαρία Γερμανάκη, Ελένη Ραφαηλίδου, Χαρίκλεια Πλυμάκη, Μαρία Ψυχουντάκη, Γεωργία Πισκοπάκη, Ευαγγελία Χαλκιαδάκη και Στέλλα Κουτρουμπά.
Μετά τη σχετική ειδοποίηση από τον τελάλη μαζεύτηκαν του Ρεθύμνου οι ταπεινοί στο δημαρχείο περιμένοντας. Αδιαφορούσαν για το κρύο, αφού σε λίγο και για φαγητό θα είχαν να αγοράσουν ίσως και για λίγο κάρβουνο ν’ ανάψουν μαγκάλι.
Με το που άνοιξε το κουτί πέσαν όλοι πάνω να προλάβουν. Ευτυχώς που οι αρμόδιοι υπάλληλοι είχαν προβλέψει να ενισχύσουν την «άμονα» γιατί λίγο έλειψε να αναποδογυρίσει η κάσα με τα χρήματα.
Ευτυχώς η επιτροπή είχε προβλέψει και για τους δυστυχείς που δεν μπορούσαν να πάνε στο δημαρχείο για το βοήθημα. Με απόλυτη διακριτικότητα τους επισκέφθηκαν στο σπίτι τους οι άγγελοι καλοσύνης και τους έδωσαν το μερτικό τους για να περάσουν γιορτές.
Το αποτέλεσμα ικανοποίησε ιδιαίτερα τον Επίσκοπο που κάνει δημόσιο ευχαριστήριο, μετά πολλών επαίνων, σε όσους συνεισέφεραν στον έρανο και το βλέπουμε δημοσιευμένο στην πρώτη σελίδα της Δημοκρατίας και μάλιστα στο πρωτοχρονιάτικο φύλλο του 1930.
Η ανέχεια όμως έκανε το ποτήρι να ξεχειλίσει.
Μπορεί κάποιοι να έκαναν υπομονή περιμένοντας καλύτερες μέρες αλλά οι κάτοικοι της ενδοχώρας «ακόνισαν» τη διάθεσή τους για επανάσταση. Κι η φτώχεια ήταν εχθρός. Θα την αντιμετώπιζαν δυναμικά. Άλλωστε δεν έμεναν άλλα περιθώρια. Μετά από πέντε χρόνων αφορία, ακόμα και οι εύποροι αγρότες άρχισαν να βιώνουν τη στέρηση. Και πάλαι ποτέ άρχοντες υποχρεώθηκαν να αγοράζουν λάδι με το σταγονόμετρο.
Ποιοι σήκωσαν το λάβαρο της επανάστασης; Μα ποιοι άλλοι; Ο Λαός του δήμου Αρκαδίου. Μαθημένοι στην άνεση, αφού διέθεταν τόσο σημαντικές περιουσίες οι Αδελοπηγιανοί δεν άντεχαν αυτή την πίεση.
Προχώρησαν σε συλλαλητήριο που έγινε στην Πηγή 26 Δεκεμβρίου. Κεντρικός ομιλητής ήταν ο πρόεδρος της Κοινότητας Πηγής, Γεώργιος Παπαδερός, που αναφέρθηκε στους λόγους που προκάλεσαν το συλλαλητήριο για τη λήψη μέτρων. Όπως τόνισε βασική αφορμή της τραγικής κατάστασης όλων ήταν εκτός από την ανύπαρκτη παραγωγή και η χαμηλή τιμή του ελαιολάδου, που δεν απέφερε τελικά στον παραγωγό ούτε τα έξοδά του. Τα χρέη συσσωρεύτηκαν, οι φόροι το ίδιο και δεν φαινόταν πουθενά διέξοδος στο τρομερό αδιέξοδο που είχε δημιουργηθεί.
Απαιτούσαν λοιπόν άμεση λειτουργία Αγροτικής Τράπεζας. Στη συνέχεια διαβάστηκε και εγκρίθηκε με το ζωηρό χειροκρότημα του κόσμου ψήφισμα.
Το συλλαλητήριο δεν πέρασε απαρατήρητο. Λίγες μέρες αργότερα ο πρόεδρος της Πηγής έλαβε τηλεγράφημα από τον πρόεδρο της Κυβέρνησης, Ελευθέριο Βενιζέλο, που τον πληροφορούσε για:
– Άμεση λειτουργία Αγροτραπέζης
– Κατάργηση επί διετία του φόρου αγροτικής παραγωγής
– Ελάττωση φόρου ελαίου κατά 25% από 1ης Απριλίου
Συνέχεια του τηλεγραφήματος ο Βενιζέλος ενημέρωνε ότι είχε επιτραπεί η ελεύθερη πώληση λαδιού με οξύτητα για ένα χρόνο και ότι μελετούσαν την απαγόρευση εισαγωγής σπορελαίων αν και η φορολογία ήταν τέτοια που να μην ανταγωνίζεται σπορέλαιο και ελαιόλαδο.
Επίσης είχε ψηφιστεί χρεοστάσιο αγροτών για ένα έτος, ήταν προς μελέτη η λήψη μέτρων για την προστασία των πολυτέκνων, είχε διαταχθεί επανίδρυση ανεξαρτήτου τάγματος πεζικού στο Ρέθυμνο, ενώ επρόκειτο να μελετηθεί το θέμα κατάργησης του Ταμείου ελαιοπρονοίας και να ληφθούν μέτρα για την αγροτική ασφάλεια.
Αυτά συνέβησαν πριν από χρόνια στη μικρή μας τότε πολιτεία. Και καταγράφοντας τα Ρεθεμνιώτικα Χρονικά τα αναφέραμε.
Καλά Χριστούγεννα σε όλους!