Της Μαρίας Πλουτινάκη
Πριν από λίγο καιρό, έφυγε για το μεγάλο ταξίδι η Χρυσούλα Μαρκάκη, η δασκάλα με τη χρυσή καρδιά και την τεράστια αγκαλιά, που χωρούσε μέσα της τον κόσμο ολόκληρο.
Τη γνώρισα την μετακατοχική περίοδο γύρω στο ’50, όταν ο πατέρας μου Νίκος Νιουράκης νεαρός δάσκαλος τότε, μετατέθηκε από την Κίσαμο, στα Κεραμωτά Μυλοποτάμου. Εκεί μείναμε για έξι ολόκληρα χρόνια, στο στενό γραφειάκι του σχολείου, με ελάχιστα εφόδια. Ήταν όμως αυτά, τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου.
Ο Λευτέρης και η Χρυσούλα Μαρκάκη ήταν δάσκαλοι στο Χουμέρι, ένα επίσης μικρό χωριουδάκι, πολύ κοντά στα Κεραμωτά.
Δεν άργησαν να γνωριστούν μεταξύ τους κι’ έτσι γρήγορα αναπτύχθηκε μια σπουδαία κι’ αληθινή φιλία, μια σχέση αλληλοεκτίμησης κι εμπιστοσύνης.
Την εποχή αυτή της απόλυτης ανέχειας, που τα χαρούπια αποτελούσαν το καθημερινό πρόγευμα των ξυπόλυτων μαθητών στα διαλλείματα, υπήρχε περισσότερη ανθρωπιά, αλληλεγγύη και ειλικρίνεια στις ανθρώπινες σχέσεις.
Δέν θα ξεχάσω την χαρά μου, όταν τα ηλιόλουστα απογεύματα κατηφορίζαμε την πλακούρα (δρόμος από φυσική πλάκα) για το Χουμέρι, όπου έπεφτα αμέσως στην αγκαλιά της κ. Χρυσούλας, ζητώντας της να μαλώσει τους γονείς μου που ήταν τόσο αυστηροί μαζί μου.
Εκείνη, ανταποκρινόταν αμέσως, τους μάλωνε δήθεν με έντονο ύφος, ενώ ο κ. Λευτέρης ξεκαρδιζόταν στα γέλια.
Θυμούμαι ακόμη τις συζητήσεις τους, που αφορούσαν κυρίως εκπαιδευτικά αλλά και κοινωνικά θέματα, όπως τις συνθήκες διαβίωσεις που αντιμετώπιζαν στην καθημερινότητα τους οι άνθρωποι του χωριού, αναζητώντας παράλληλα τρόπους ανακούφισης των σοβαρών αυτών προβλημάτων.
Η κ. Χρυσούλα, ανησυχούσε έντονα για τα παιδιά. Δεν άντεχε να τα βλέπει με γυμνά ποδαράκια να πλατσουρίζουν στα παγωμένα λασπόνερα ψάχνοντας στα χωράφια για σχοινόκουκα, μυρτόκουκα και φασκόμηλα. Παιδιά που δεν είχαν απολαύσει ποτέ τη γλύκα μιας καραμέλας.
Το ίδιο ευαίσθητος ήταν και ο αείμνηστος σύζυγος της, γι’ αυτό ήταν και τόσο ταιριαστό ζευγάρι όπως άκουγα τους γονείς μου να σχολιάζουν.
Ήταν άνθρωποι με αγάπη, ανθρωπιά, αλληλοσεβασμό, εντιμότητα και ψυχική ακεραιότητα.
Κι επειδή τα παιδιά διαθέτουν αλάνθαστο κριτήριο κι έχουν την ικανότητα ν’ αναγνωρίζουν το αληθινό από το ψεύτικο, θα θυμάμαι πάντα την ευγένεια και την τρυφερότητα που επικοινωνούσαν μεταξύ τους, μέσα από τη γλώσσα του σώματος.
Θα μπορούσα να μιλώ ώρες ατέλειωτες για την Χρυσούλα και τον Λευτέρη Μαρκάκη, γιατί η μνήμη μου είναι γεμάτη παιδικές αναμνήσεις και όμορφες ζωντανές εικόνες, από τις συχνές συναντήσεις μας.
Επειδή όμως είμαι σίγουρη πως οι ψυχές δεν εξαφανίζονται, αλλά ζουν σ’ ένα παράλληλο σύμπαν, μας βλέπουν και μας ακούν, δεν θα ήθελα να σκοντάψω στη σεμνότητα, την αξιοπρέπεια και το ήθος που τους χαρακτήριζε.
Δεν θα ήθελα επίσης να σκοντάψω, στη σεμνότητα, την αξιοπρέπεια και το ήθος των παιδιών τους, που τιμούν με την παρουσία τους την τοπική μας κοινωνία. Γι’ αυτό το λόγο περιορίζομαι σε τούτη τη μικρή αναφορά.
Θεωρώ όμως απαραίτητο το πλούσιο κοινωνικό και εκπαιδευτικό έργο που άφησαν πίσω τους αυτοί οι υπέροχοι άνθρωποι της προσφοράς και της αλληλεγγύης, πρέπει οπωσδήποτε ν’ αναδειχτεί κάποτε, ώστε ν’ αποτελέσει παράδειγμα προς μίμηση, σε μια εποχή βαθειάς παρακμής των αξιών, και απόλυτης ισοπέδωσης των πάντων.
Ας είναι αιωνία η μνήμη τους.
Υ.Γ.
Στην φωτογραφία τα κορίτσια των Δημοτικών σχολείων Κεραμωτών και Χουμερίου σε εκπαιδευτική εκδρομή.
Η κ. Χρυσούλα ακουμπά το χέρι της στον ώμο του συζύγου της.
Η μητέρα μου Φιλία είναι όρθια πίσω από τον πατέρα μου, κι’ εγώ στην αγκαλιά του.
Τα κοριτσάκια είναι γονατισμένα για να μην φαίνονται τα γυμνά τους ποδαράκια.