Το μοιρολόι – η φωνή του πόνου που μεταμορφώνει τον χρόνο
Υπάρχει μια στιγμή όπου η φωνή του ανθρώπου παύει να τραγουδά τον κόσμο και αρχίζει να τον θυμάται. Είναι η στιγμή του πόνου. Είναι η στιγμή όπου η παράδοση γίνεται προσευχή κι ο λόγος του λαού αποκτά τη σοβαρότητα του ιερού. Το μοιρολόι δεν είναι τραγούδι, δεν είναι μελωδία. Είναι ο αναστεναγμός της ιστορίας που έγινε ήχος για να μην ξεχαστεί.
Από τα βάθη της Μάνης, της Ηπείρου και της Κρήτης, ως τα νησιά του Αιγαίου, ο λαός μας ύφανε τα μοιρολόγια με νήμα ψυχής. Δεν γεννήθηκαν για τη σκηνή, μα για τον κατώφλι. Εκεί, όπου το σώμα αποχωρίζεται κι ο χρόνος σταματά, η γυναίκα, η μητέρα, η κόρη, η αδελφή γίνεται ιέρεια της μνήμης. Με τον ρυθμό της αναπνοής της πλέκει τον πόνο σε στίχο, τον στίχο σε προσευχή, και την προσευχή σε μαρτυρία ζωής που την κοστολογεί μοναδική.
Το μοιρολόι, φίλοι μου, είναι μυστήριο μεταμορφώσεως: ο θρήνος δεν καταστρέφει, αλλά εξαγνίζει, δεν ορίζει τέλος, αλλά αρχή. Κάθε του λέξη αναγγέλλει ότι ο άνθρωπος, ακόμη και στη συντριβή του, δεν σιωπά. Το τραγούδι ξεσπά στα χείλη του. Έτσι, η λύπη παύει να είναι άφωνη και ο θάνατος χάνει την εξουσία του.
«Ξύπνα, καλέ μου κι ήρθε αυγή
κι οι πέρδικες λαλούνε
κι οι φίλοι σου σε καρτερούν
να σε καλοδεχτούνε…»
(Μοιρολόι Ηπείρου, παραδοσιακό)
Σ’ αυτούς τους στίχους δεν κατοικεί ο θρήνος, αλλά η προσδοκία. Το δάκρυ γίνεται ιερό ύδωρ που ποτίζει τη μνήμη. Και μέσα από τη μνήμη, ο άνθρωπος ξαναγεννιέται στον χρόνο.
Το μοιρολόι, όπως και το νανούρισμα, κρατά στην καρδιά του την ίδια ουσία: τη φωνή της μάνας. Στο ένα, νανουρίζει το βρέφος στη ζωή, στο άλλο συνοδεύει την ψυχή στην αιωνιότητα. Ανάμεσά τους απλώνεται ολόκληρος ο κύκλος της ελληνικής ύπαρξης από τη γέννηση ως τη μνήμη κι από το δάκρυ ως το φως.
Έτσι ο λαός μας έμαθε να μην ξεχνά. Και να κάνει ακόμη και τον πόνο του ψαλμό, έναν ύμνο που, αν και γεννήθηκε μέσα στη λύπη, τελειώνει πάντα με ελπίδα.
Λαογραφική σημείωση
Οι λαογραφικές μελέτες και οι λιγοστές καταγραφές μοιρολογίων από τη Μάνη, την Ήπειρο και άλλα μέρη της Ελλάδας ισχυρίζονται ότι τα μοιρολόγια επιβιώνουν ως αυτοσχέδιοι θρηνητικοί στίχοι, κυρίως αποδοσμένοι από γυναίκες κατά την ώρα του αποχωρισμού. Ερευνητές όπως η Μ. Αλεξίου («Η τελετουργία του μοιρολογιού») επισημαίνουν ότι ο θρήνος, ως μορφή τελετουργίας, έχει διαχρονικούς δεσμούς με τις θρηνητικές πρακτικές της αρχαιότητας. Παράλληλα, δημοτικά τραγούδια και λαογραφικοί θησαυροί διατηρούν στοιχεία που φιλολογικά και περιεχομενικά συνδέονται με τα παλιά έπη και την εντός των νεκρικών τελετών δραματικότητα του αποχωρισμού. Έτσι, το μοιρολόι δεν είναι μόνο θρήνος, αλλά πράξη μνήμης και κοινωνίας, εκεί όπου ο πόνος γίνεται συλλογικός λόγος.







