Με αφορμή τη σημερινή διεθνή ημέρα καθολικής υγειονομικής κάλυψης ο Σύλλογος Γενικών /οικογενειακών γιατρών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας Ρεθύμνου τονίζει την επιτακτική ανάγκη υιοθέτησης στρατηγικών και λήψης μέτρων για την ισότιμη πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες υγείας. Αναλυτικά, αναφέρει:
“Στο φετινό εορτασμό της Διεθνής Ημέρας Καθολικής Υγειονομικής Κάλυψης που εορτάζεται κάθε χρόνο στις 12 Δεκεμβρίου, κεντρικό θέμα αποτελεί ότι σε έναν κόσμο που συνεχίζει να αντιμετωπίζει έναν αυξανόμενο αριθμό απειλών για την υγεία, οι χώρες πρέπει να επενδύσουν σε ανθεκτικά και δίκαια συστήματα υγείας με την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας ως θεμέλιο. Στη δημόσια Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας πρωταγωνιστικό και αναντικατάστατο ρόλο έχει ο Γενικός/Οικογενειακός Ιατρός. Πρόκειται για την ειδικότητα «ραχοκοκαλιά» των περισσότερων δημοσίων Συστημάτων Υγείας στην Ευρώπη με τεκμηριωμένη και αποδεδειγμένη αξία στην διατήρηση της «καλής υγείας» του ατόμου.
Σύμφωνα με τον επικαιροποιημένο ορισμό για το 2023 του Βασιλικού Κολλεγίου των Γενικών Ιατρών: «Οι Γενικοί/Οικογενειακοί Ιατροί έχουν ξεχωριστή τεχνογνωσία και εμπειρία στην παροχή ιατρικής ολοκληρωμένης φροντίδας στο άτομο, ενώ διαχειρίζονται την πολυπλοκότητα, την αβεβαιότητα και τον κίνδυνο που σχετίζεται συνολικά με την παρεχόμενη φροντίδα. Οι Γενικοί/Οικογενειακοί Ιατροί εργάζονται στην καρδιά των κοινοτήτων τους, προσπαθώντας να παρέχουν ολοκληρωμένη και ισότιμη περίθαλψη σε όλους, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες της φροντίδας, το στάδιο της ζωής και το υπόβαθρό τους. Οι Γενικοί/Οικογενειακοί Ιατροί εργάζονται, συνδέονται και ηγούνται διεπιστημονικών ομάδων που φροντίζουν τους ανθρώπους και τις οικογένειές τους, σεβόμενοι το πλαίσιο στο οποίο ζουν, με στόχο να διασφαλίσουν ότι ικανοποιούνται όλες οι ανάγκες σωματικής και ψυχικής υγείας τους».
Η Παγκόσμια Οργάνωση Γενικών/Οικογενειακών Ιατρών στην αναθεώρηση του 2023 για τον ορισμό και τις αρμοδιότητες των Γενικών/Οικογενειακών Ιατρών επισημαίνει ότι τα χαρακτηριστικά της ειδικότητας της Γενικής/Οικογενειακής Ιατρικής είναι: α) συνήθως το σημείο της πρώτης ιατρικής επαφής εντός του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης, παρέχοντας ανοικτή και απεριόριστη πρόσβαση στους χρήστες του, αντιμετωπίζοντας όλα τα προβλήματα υγείας ανεξάρτητα από την ηλικία, το φύλο ή οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό του ενδιαφερόμενου, β) η αποτελεσματική χρήση των πόρων υγειονομικής περίθαλψης μέσω του συντονισμού της περίθαλψης, της συνεργασίας με άλλους επαγγελματίες στο πλαίσιο της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, αναλαμβάνοντας ρόλο υποστηρικτικό για τον ασθενή, γ) η ανάπτυξη μιας προσωποκεντρικής προσέγγισης, προσανατολισμένη στο άτομο, την οικογένειά του και την κοινότητά του, δ) η προώθηση της ενδυνάμωσης του ασθενούς, ε) μια μοναδική διαδικασία διαβούλευσης, η οποία δημιουργεί μια μακρόχρονη σχέση μέσω αποτελεσματικής επικοινωνίας μεταξύ ιατρού και ασθενούς, στ) η υπεύθυνη για την παροχή διαχρονικής συνέχειας της φροντίδας, όπως καθορίζεται από τις ανάγκες του ασθενούς, ζ) η διάθεση ειδικής διαδικασίας λήψης αποφάσεων που καθορίζεται από τον επιπολασμό και τη συχνότητα εμφάνισης ασθενειών στην κοινότητα, η) η διαχείριση ταυτόχρονα τόσο οξέων όσο και χρόνιων προβλημάτων υγείας μεμονωμένων ασθενών, θ) η διαχείριση της ασθένειας που παρουσιάζεται αδιαφοροποίητα σε πρώιμο στάδιο της ανάπτυξής της, η οποία μπορεί να απαιτεί επείγουσα παρέμβαση, ι) η προαγωγή της υγείας και η ευημερία των ασθενών και των οικοσυστημάτων στα οποία ζουν, τόσο με κατάλληλη όσο και με αποτελεσματική παρέμβαση, ια) ο ειδικός ρόλος για την υγεία της κοινότητας και του περιβάλλοντος, ιβ) η αντιμετώπιση των προβλημάτων υγείας στις σωματικές, ψυχολογικές, κοινωνικές, πολιτιστικές, περιβαλλοντικές και υπαρξιακές τους διαστάσεις.
Ο Γενικός/Οικογενειακός Ιατρός, με εξειδίκευση και επαγγελματική ευθύνη, φροντίζει τα άτομα σε συνάρτηση με την οικογένεια, την κοινότητα και την κουλτούρα τους, σεβόμενος πάντοτε την αυτονομία τους. Στη συνδιαχείριση των προβλημάτων υγείας με τους ασθενείς του, ενσωματώνει τους ατομικούς σωματικούς, ψυχολογικούς, κοινωνικούς, πολιτισμικούς και υπαρξιακούς παράγοντες, χρησιμοποιώντας τη γνώση και τη σχέση εμπιστοσύνης που έχει εδραιωθεί μέσα από την τακτική επικοινωνία. Οι Γενικοί/Οικογενειακοί Ιατροί κατέχουν αδιαμφισβήτητα κεντρικό ρόλο στο δημόσιο σύστημα παροχής υγείας και φροντίδας παγκοσμίως. Ο ρόλος τους είναι καθοριστικός στην προαγωγή υγείας και ευημερίας των πολιτών, καθώς βασίζεται στην ενσυναίσθηση και στην αφοσίωση προς τους ασθενείς και τις οικογένειές τους. Η εξειδίκευση των Γενικών/Οικογενειακών Ιατρών τους καθιστά στον πυρήνα της υγειονομικής φροντίδας, μια αξιόπιστη πηγή υποστήριξης για άτομα και οικογένειες. Οι βασικοί άξονες στη φροντίδα που παρέχουν είναι: η συνεχής, ανθρωποκεντρική, ολοκληρωμένη φροντίδα και η εμπλοκή στην κοινότητα.
H νέα ολοκληρωμένη προσέγγιση περιλαμβάνει την στρατηγική της «Ενιαίας Υγείας/One Health», η οποία αναγνωρίζει τη διασύνδεση μεταξύ ανθρώπων, ζώων, φυτών και του κοινού τους περιβάλλοντος για την αντιμετώπιση των ζωονόσων, προκειμένου να ασκηθούν πολιτικές σε διεθνές κυρίως επίπεδο. Ωστόσο, το εύρος της «Ενιαίας Υγείας/One Health» είναι σαφώς μεγαλύτερο και περιλαμβάνει και άλλους κλάδους, τομείς και θέματα, όπως είναι η περιβαλλοντική υγεία και η υγεία των οικοσυστημάτων, η οικολογία, η άγρια ζωή, η χρήση της γης, η βιοποικιλότητα, τα νοσήματα που μεταδίδονται με ξενιστές, με τα πεδία των χρόνιων ασθενειών, της ψυχικής υγείας, της επαγγελματικής υγιεινής και των μη μεταδοτικών ασθενειών να μπορούν να επωφεληθούν από την προσέγγιση αυτή. Η στρατηγική της «Ενιαίας Υγείας/One Health» θα αποτελέσει το πιο ισχυρό όπλο στη μάχη κατά των αναδυόμενων επιδημιών, όπου εκτός από την ενίσχυση της διεθνούς συνεργασίας, θα χρειαστεί τα κράτη να θέσουν τον τομέα της Δημόσιας Υγείας στις άμεσες προτεραιότητες της ασκούμενης εθνικής πολιτικής και των δημοσίων δαπανών, δημιουργώντας νέους θεσμούς και νέες υπηρεσίες και διαμορφώνοντας νέες σχέσεις συνέργειας της Δημόσιας Υγείας με τα συστήματα υπηρεσιών υγείας δημόσια και ιδιωτικά, να υπάρξουν σημαντικές αλλαγές με την δημόσια Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και τον Γενικό/Οικογενειακό Ιατρό να καλείται να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο.
Η δημόσια Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) συνιστά κύριο πυλώνα όλων των Συστημάτων Υγείας. Αποτελώντας την πρώτη επαφή του πολίτη με τις μονάδες υγείας, παρέχει το πρώτο στάδιο αντιμετώπισης και θεραπείας, ενώ κατέχει κομβικό ρόλο στην πρόληψη. Η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας βρίσκει την πλήρη έκφρασή της στο πρόσωπο του Γενικού/Οικογενειακού Ιατρού, μέσω της προσφοράς ολοκληρωμένων υπηρεσιών, παρέχοντας υπηρεσίες πρωτοβάθμιας ιατρικής φροντίδας, δημόσιας υγείας, προληπτικής ιατρικής, αγωγή υγείας, σχολικής υγιεινής, πρόληψης με εμβολιασμούς σε ενήλικες και παιδιά, προστασίας της ψυχικής υγείας, φροντίδας σε ευπαθείς-ευάλωτες ομάδες, παρηγορητικής/τελικής φροντίδας, αποκατάστασης, δυνατότητας παροχής υπηρεσιών υγείας κατ’ οίκον σε κάθε άτομο και κοινότητα ιδίως σε απομονωμένες και απομακρυσμένες περιοχές.
Εδώ και αρκετούς μήνες έχει τεθεί σε εφαρμογή ο θεσμός του Προσωπικού-Οικογενειακού Ιατρού «ΦΕΚ 4932/2022 – ιατρός για όλους, ισότιμη και ποιοτική πρόσβαση στις υπηρεσίες του Εθνικού Οργανισμού Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (ΕΟΠΥΥ) και στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και άλλες επείγουσες διατάξεις». Η μεταρρύθμιση αυτή, αποτέλεσε μία ακόμα προσπάθεια κάλυψης του πληθυσμού, με το 55% των δικαιούχων πολιτών να εγγράφεται σε Προσωπικό-Οικογενειακό Ιατρό. Οι Γενικοί/Οικογενειακοί Ιατροί των Περιφερειακών Ιατρείων και Κέντρων Υγείας του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) εντάχθηκαν αυτόματα και υποχρεωτικά από το κράτος στο θεσμό του Προσωπικού-Οικογενειακού Ιατρού, ενώ οι ιδιώτες Γενικοί/Οικογενειακοί Ιατροί και παθολόγοι, που επέλεξαν να συμβληθούν με τον ΕΟΠΥΥ ως Προσωπικοί-Οικογενειακοί Ιατροί παραμένουν η μειοψηφία. 1.250 ιδιώτες ιατροί έχουν αναλάβει τον ρόλο του Προσωπικού-Οικογενειακού Ιατρού και περισσότεροι από 2.500 παραμένουν εκτός, κρίνοντας το προσφερόμενο συμβόλαιο ως μη ελκυστικό οικονομικά.
Σύμφωνα με το ΦΕΚ 4932/2022, οι υπηρεσίες των Προσωπικών-Οικογενειακών Ιατρών παρέχονται εντός των δημοσίων μονάδων ΠΦΥ, των Τοπικών Δικτύων Υπηρεσιών ΠΦΥ, των ιδιωτικών ιατρείων και κατ’ οίκον περιλαμβάνοντας: α) τη διαχείριση των πλέον συχνών χρόνιων νοσημάτων και καταστάσεων στην κοινότητα, των μείζονων παραγόντων κινδύνου και των υπηρεσιών φροντίδας υγείας και αποκατάστασης, καθώς και τον συντονισμό και τη διασύνδεση με άλλους ιατρούς του Τοπικού Δικτύου κατά περίπτωση, καθώς και με τα νοσοκομεία αναφοράς, β) την υποστήριξη, τον προσανατολισμό και την υπεύθυνη καθοδήγηση των ασθενών μέσα στο σύστημα υγείας, γ) την εφαρμογή προγραμμάτων προληπτικού και προσυμπτωματικού ελέγχου, καθώς και την εφαρμογή και παρακολούθηση των προγραμμάτων εμβολιασμού, δ) την παραπομπή (gatekeeping) χρηστών των υπηρεσιών υγείας σε άλλους ιατρούς και σε άλλα επίπεδα περίθαλψης, καθώς και σε διαγνωστικές εξετάσεις, συμπεριλαμβανομένων των προληπτικών και προσυμπτωματικών ελέγχων, όπως ορίζουν συγκεκριμένες κατευθυντήριες γραμμές και πρωτόκολλα που ορίζονται από το Υπουργείο Υγείας, στη βάση των διεθνών προτύπων, ε) την επιμέλεια της δημιουργίας και τήρησης του Ατομικού Ηλεκτρονικού Φακέλου Υγείας (ΑΗΦΥ) για κάθε πολίτη που είναι εγγεγραμμένος στον κατάλογο του Προσωπικού-Οικογενειακού Ιατρού, διασφαλίζοντας τη συνέχεια και τον συντονισμό της φροντίδας, ζ) ο Προσωπικός-Οικογενειακός Ιατρός επιλέγεται ελεύθερα από τον πολίτη κα.
Ποιο είναι το μεγάλο στοίχημα της Πολιτείας για την πλήρη κάλυψη του πληθυσμού με τον Προσωπικό-Οικογενειακό Ιατρό;
Η σπουδαιότητα του ρόλου του Γενικού/Οικογενειακού Ιατρού στο χώρο της δημόσιας Υγείας και συνολικά στο Ελληνικό Σύστημα Υγείας δεν κατανοήθηκε επαρκώς και παραμελήθηκε στο παρελθόν. Σαράντα χρόνια μετά την ίδρυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, η δημόσια Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας έχει διανύσει μικρή απόσταση και ουσιαστικά παραμένει στα χαρτιά. Δεν φαίνεται να έχει δοθεί ο χώρος και η σημασία που της αξίζει και κυρίως δεν υπήρξε η σωστή μέριμνα ώστε να αναπτυχθεί σωστά και με αριθμητική επάρκεια σε ιατρικό προσωπικό, υποδομές και κίνητρα επαγγελματικά, επιστημονικά και οικονομικά. Σήμερα, η χώρα βρίσκεται σε δυσχερή υγειονομική κατάσταση εξ’ αιτίας απαρχαιωμένων αντιλήψεων και νοοτροπιών νοσοκομειοκεντρικού προσανατολισμού που είχε σαν συνέπεια την ανεπάρκεια σε Προσωπικούς-Οικογενειακούς Ιατρούς και την μη κάλυψη του συνόλου του πληθυσμού σε όλη την επικράτεια. Η Ελλάδα διαθέτει τον υψηλότερο αριθμό ιατρών στην Ευρώπη (629,22 ιατρούς ανά 100.000 κατοίκους), αλλά τον χαμηλότερο αριθμό εκείνων που έχουν ειδικευθεί στη Γενική/Οικογενειακή Ιατρική, με μόνο 46,8 ιατρούς ειδικευμένους στην Γενική/Οικογενειακή Ιατρική ανά 100.000 κατοίκους, όταν πρώτη είναι η Πορτογαλία με 298,2 ιατρούς, ενώ η Κύπρος ακολουθεί με 120,5 Γενικούς/Οικογενειακούς Ιατρούς ανά 100.000 κατοίκους. Ταυτόχρονα παρατηρείται μια άνευ προηγουμένου ακατάσχετη αιμορραγία επιστημονικού ιατρικού προσωπικού προς το εξωτερικό, αναζητώντας σταθερές, μη στρεσογόνες και ασφαλείς συνθήκες ζωής, εργασίας, επιστημονικής και επαγγελματικής εξέλιξης, οικονομικών και συνταξιοδοτικών απολαβών για τους ίδιους και τις οικογένειές τους.
Το μεγάλο στοίχημα για την Πολιτεία βασίζεται, μεταξύ άλλων, στο να διαμορφώσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για να προσελκύσει στο θεσμό του Προσωπικού-Οικογενειακού Ιατρού, αφενός από τη μεγάλη δεξαμενή έμπειρων και καλά εκπαιδευμένων Γενικών/Οικογενειακών Ιατρών του ιδιωτικού τομέα στην Ελλάδα, αφετέρου να εντάξει καινοτόμα υποχρεωτικά προγράμματα σπουδών προσανατολισμένα αποκλειστικά στην ΠΦΥ και την Δημόσια Υγεία κατά την προπτυχιακή εκπαίδευση των φοιτητών ιατρικής, ώστε η ειδικότητα της Γενικής/Οικογενειακής να γίνει κατανοητή και κυρίως ελκυστική και επιλέξιμη στους νέους πτυχιούχους της Ιατρικής. Παράλληλα, να πείσει το απόδημο επιστημονικό ιατρικό προσωπικό, που πλέον ξεπερνά τις 20.000, να επιστρέψει πίσω στην Ελλάδα και να στελεχώσει τις δομές του Εθνικού Συστήματος Υγείας με επάρκεια, ενισχύοντας συγχρόνως την ελληνική οικονομία, τα ασφαλιστικά ταμεία, το δημογραφικό κα.
Οι άλλες χώρες, πως δόμησαν την ειδικότητα του Γενικού/Οικογενειακού Ιατρού;
Στη Φιλανδία, υπάρχει υποχρεωτική εκπαίδευση 9 μηνών στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας για τους ειδικευόμενους ιατρούς όλων των ειδικοτήτων. Ο ιατρός που έχει λάβει άδεια άσκησης της ιατρικής στη Φινλανδία, ως αδειούχος επαγγελματίας απαιτείται να εκπαιδευτεί σε Κέντρο Υγείας. Η περίοδος εκπαίδευσης πραγματοποιείται με άμεση σχέση εργασίας στο Κέντρο Υγείας και περιλαμβάνει την ειδική εκπαίδευση, η οποία είναι εγκεκριμένη από το τμήμα Γενικής/Οικογενειακής Ιατρικής Πανεπιστημίου που έχει έγκυρη σύμβαση εργασίας και πληροί τα κριτήρια κατάρτισης. Στόχος της εκπαίδευσης στο Κέντρο Υγείας είναι: α) η κατανόηση του ρόλου και των καθηκόντων της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και της εξειδικευμένης ιατρικής περίθαλψης, καθώς και του τρόπου συνεργασίας με άλλους ειδικούς και τους ασθενείς, β) η αναγνώριση των διαγνωστικών στρατηγικών που χαρακτηρίζουν την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, καθώς και των βασικών αρχών διερεύνησης και θεραπείας, γ) η εξοικείωση με τη συνεργασία μεταξύ διαφορετικών επαγγελματικών ομάδων υγείας.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η εκπαίδευση ξεκινά συνήθως με το πενταετές πρώτο κύκλο σπουδών για το πτυχίο στην Ιατρική. Ακολουθούν δύο χρόνια βασικής εκπαίδευσης, που συμπεριλαμβάνει την ΠΦΥ και είναι κοινό για όλες τις ιατρικές ειδικότητες και στη συνέχεια τρία χρόνια εκπαίδευσης για τους ιατρούς που επιλέγουν την ειδικότητα της Γενικής/Οικογενειακής Ιατρικής. Οι Γενικοί/Οικογενειακοί Ιατροί που απασχολούνται στο αντίστοιχο Αγγλικό Σύστημα Υγείας (NHS) λαμβάνουν ετήσιο μισθό από 68.975 έως 104.085 αγγλικές λίρες. Διαχειρίζονται οι ίδιοι τον προϋπολογισμό τους, πληρώνοντας τους συνεργάτες (νοσηλευτές, γραμματείς κ.α.) που κατόπιν ποσοτικών και ποιοτικών κριτηρίων επιλέγουν και είναι οι ίδιοι υπεύθυνοι για τη λειτουργία των ιατρείων τους.
Στην Ιταλία, ο Γενικός/Οικογενειακός Ιατρός του δημόσιου Συστήματος Υγείας υποστηρίζεται από γραμματέα και νοσηλεύτρια και μπορεί να συστεγάζεται με ιατρούς άλλων ειδικοτήτων. Η εκπαίδευσή του στην ειδικότητα της Γενικής/Οικογενειακής Ιατρικής είναι τριετής και οι χρηματικές του απολαβές είναι άνω των €60.000 ετησίως, εξαρτώμενες από τον αριθμό των εγγεγραμμένων πολιτών και την ηλικία τους.
Στην Ισπανία, είναι υποχρεωτική η εγγραφή σε Προσωπικό-Οικογενειακό Ιατρό για να έχει τη δυνατότητα ο πολίτης να έχει πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες Υγείας. Με την ασφαλιστική του κάρτα, κάθε πολίτης εγγράφεται και σε ένα Γενικό/Οικογενειακό Ιατρό της περιοχής στην οποία διαμένει. Οι μηνιαίες αποδοχές των Γενικών/Οικογενειακών Ιατρών ανέρχονται από €3.200 έως €7.800 μηνιαίως, ανάλογα με τα χρόνια προϋπηρεσίας που διαθέτει.
Η Κύπρος, ενώ θεσμοθέτησε την ειδικότητας της Γενικής/Οικογενειακής Ιατρικής αρκετές 10ετίες μετά την Ελλάδα, εντούτοις έχει εφαρμόσει στην πράξη τον θεσμό του «Προσωπικού Ιατρού» για το σύνολο του πληθυσμού. Αποτελεί πλέον συχνή -με αυξητική τάση- επιλογή απασχόλησης και μετανάστευσης για τους Έλληνες Γενικούς/Οικογενειακούς Ιατρούς, δεδομένου ότι οι απολαβές των Γενικών/Οικογενειακών Ιατρών στην Κύπρο -σε ότι αφορά τη μέση ετήσια αμοιβή- ανέρχεται στα €110.000, αλλά το Κυπριακό κράτος δίνει τη δυνατότητα και επιπρόσθετων πηγών εισοδήματος, όπως: α) κατά κεφαλήν αμοιβή, β) αμοιβή για συγκεκριμένες πράξεις και περιπτώσεις (πχ διαχείριση χρόνιων παθήσεων βάση κατευθυντήριων οδηγιών, προώθηση προκαθορισμένων προγραμμάτων πρόληψης, εφαρμογή ανιχνευτικών-ερευνητικών προγραμμάτων, κατ’ οίκον επισκέψεις σε μόνιμα κατακεκλιμένους δικαιούχους, συμμετοχή σε εφημερίες, διενέργεια εμβολίων κ.α.), γ) αμοιβή βάσει δεικτών απόδοσης κα.
Από τις παραπάνω αναφορές σε χώρες της Ευρώπης καταδεικνύεται η λειτουργία των διαφορετικών συστημάτων δημόσιας Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και η εκπαίδευση των Γενικών/Οικογενειακών Ιατρών, όπως διαμορφώνονται, εξελίσσονται και εφαρμόζονται βάσει των αναγκών και των ιδιαιτεροτήτων των τοπικών κοινωνιών, λαμβάνοντας υπόψη τον πληθυσμό και τη γεωγραφία της εκάστοτε χώρας. Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, τεκμηριώνεται ότι ο θεσμός του Προσωπικού-Οικογενειακού Ιατρού χρειάζεται ενίσχυση πολυεπίπεδη, ριζοσπαστική και κυρίως προσαρμοζόμενη σε νέα σταθερά και ασφαλή επιστημονικά, εκπαιδευτικά, κοινωνικά, πολιτισμικά, γεωγραφικά και οικονομικά δεδομένα.
Τι συμβαίνει με την άσκηση της ιατρικής, ποια είναι η θέση του ιατρού της ΠΦΥ στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, πού οδεύουμε τα επόμενα χρόνια ελλείψει συγκεκριμένων και συνεκτικών μέτρων;
Οι πλειονότητα των ιατρών αναφέρουν: «είναι γεγονός ότι δεν υπάρχει πλέον βλεμματική επαφή με τον ασθενή, μία από τις βασικές δεξιότητες οικοδόμησης σχέσεων εμπιστοσύνης. Αν στην αρχή περνούσαμε τη συντριπτική πλειονότητα του χρόνου μας επικοινωνώντας κατά πρόσωπο με τον ασθενή, συμβουλεύοντάς τον και συνομιλώντας μαζί του, τώρα το βλέμμα μας είναι στραμμένο σε έναν υπολογιστή, σε ένα τηλέφωνο που πρέπει να απαντηθεί, σε μια πόρτα ιατρείου που χτυπάει ακατάπαυστα ή σε μια λίστα ραντεβού ασθενών. Αυτές οι γραμματειακού χαρακτήρα εργασίες, κατέληξαν να μας καταναλώνουν όλο και περισσότερο χρόνο από αυτό που στην πραγματικότητα θα έπρεπε να αναλίσκεται με τον ασθενή. Αν και είμαστε λειτουργοί της Υγείας, ασχολούμαστε όλο και περισσότερο με δραστηριότητες που σχετίζονται με τα λογιστικά και οικονομικά, εις βάρος του κλινικού έργου μας».
Περισσότερη διαχείριση, λιγότερη ιατρική πράξη
Τα τελευταία χρόνια, πρακτικά, ο θεσμός του Προσωπικού-Οικογενειακού Ιατρού έχει μεταναστεύσει στην περιοχή του παραλόγου. Όλα ξεκινούν από τις εμβαλωματικού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεις των τελευταίων ετών όπου οι Προσωπικοί-Οικογενειακοί Ιατροί -ο πρώτος κρίκος στην αλυσίδα περίθαλψης πριν και εάν ο ασθενής χρειαστεί να επισκεφθεί κάποιον άλλο ιατρό ή το νοσοκομείο- μετατράπηκαν σε γραμματείς και χειριστές-τεχνικούς πληροφοριακών συστημάτων και εξοπλισμών. Ο χρόνος που διατίθεται για την επίσκεψη του ασθενούς στον Προσωπικό-Οικογενειακό Ιατρό όλο και περικόπτεται με απόφαση των εκάστοτε αρμοδίων. Αν και θεωρητικά ο ασθενής έχει στη διάθεση του 15 λεπτά να μιλήσει με τον Προσωπικό-Οικογενειακό Ιατρό του από τη στιγμή που περνά το κατώφλι του ιατρείου, στην πραγματικότητα η όλη συζήτηση περιορίζεται σε λιγότερο από το μισό αυτού του χρόνου αφού το υπόλοιπο της επίσκεψης δαπανάται λόγω της έλλειψης γραμματειακής υποστήριξης για τη συμπλήρωση εγγράφων, έκδοση πιστοποιητικών, συνταγογραφήσεων, παραπεμπτικών και παραπομπών για εξετάσεις, ενημέρωση του ατομικού ηλεκτρονικού φακέλου υγείας του ασθενούς, προγραμματισμό νέας επίσκεψης, απάντηση σε τηλεφωνικές κλήσεις, πόρτα του ιατρείου που συνεχώς ανοίγει γτ κάποιος έχει μια ερώτηση και πόσα άλλα αναρίθμητα. Ταυτόχρονα, η χρήση των δυσλειτουργικών πληροφοριακών συστημάτων του εθνικού ασφαλιστικού Φορέα (ΗΔΙΚΑ) προκαλεί πονοκέφαλο στους Προσωπικούς-Οικογενειακούς Ιατρούς. Οι πλατφόρμες, ο υπολογιστής, ο εκτυπωτής που δεν είναι πάντα λειτουργικά, η παροχή ρεύματος και διαδικτύου που συχνά διακόπτεται, αφαιρούν κι άλλο από τον ήδη μειωμένο χρόνο που πρέπει να αφιερώσει ο Προσωπικός-Οικογενειακός Ιατρός στην προσπάθεια να συνομιλήσει και να εξετάσει τον ασθενή, με αυτονόητη βέβαια την έλλειψη υποστήριξης από νοσηλευτικό και λοιπό προσωπικό. Δεν είναι περίεργο που οι Γενικοί/Οικογενειακοί Ιατροί αισθάνονται έντονη αβεβαιότητα και ανασφάλεια όλο και περισσότερο και κυρίως ότι «αποεπαγγελματοποιούνται» καθώς δεν τους αφήνουν οι συνεχόμενες αλλαγές να ασκήσουν ιατρική, γεγονός που δεν φαντάζονταν ότι θα συνέβαινε όταν επέλεγαν το δημόσιο Σύστημα Υγείας.
Η αγωνία για την υγειονομική κάλυψη στην περιφέρεια
Οι συνέπειες από τις δυσλειτουργίες αυτές είναι ιδιαίτερα αισθητές στην άσκηση της δημόσιας ΠΦΥ στην περιφέρεια. Εκτός από το γεγονός ότι οι νέοι δεν έλκονται από το ιατρικό επάγγελμα, η Ελλάδα έχει φτάσει στην κατάσταση να έχει πολλές περιοχές της υπαίθρου εντελώς κενές από Γενικούς/Οικογενειακούς Ιατρούς αλλά και ιατρούς υπόχρεους υπηρεσίας υπαίθρου λόγω άρνησης επιλογής, συνταξιοδοτήσεων, παραιτήσεων κα. Τα Περιφερειακά Ιατρεία και τα Κέντρα Υγείας βρίσκονται πλέον σε τροχιά σοβαρής κρίσης και αυτή η επιταχυνόμενη αρνητική εξέλιξη απαιτεί άμεση εφαρμογή, χωρίς καθυστέρηση, ορθών και εφαρμόσιμων πολιτικών λύσεων στο χώρο της Υγείας, με έμφαση στην στελέχωση και χρηματοδότηση, με παροχή σταθμισμένων κινήτρων και εξάλειψη των αναχαιτιστικών στρεβλώσεων.
Η ενίσχυση του θεσμού του Προσωπικού-Οικογενειακού Ιατρού αποτελεί βασική προτεραιότητα μιας ευνομούμενης Πολιτείας ώστε να μπορεί να παρέχει καθολικά στους πολίτες πρωτοβάθμια φροντίδα, ιδίως σε απομακρυσμένες και σε απομονωμένες περιοχές. Η ορθή λειτουργία του θεσμού αυξάνει τα επίπεδα ικανοποίησης του ασθενή, μειώνει το κόστος, συμβάλλει στην εύρυθμη λειτουργία και αποσυμφόρηση των νοσοκομείων κα. Η ενίσχυση της δημόσιας Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας θα εξαλείψει πολλές από τις στρεβλώσεις και χρόνιες παθογένειες του ΕΣΥ, όπως τον περιορισμό του φαινομένου της αντίστροφης υποκατάστασης και χρήσης των πολύ δαπανηρότερων νοσοκομειακών υπηρεσιών, περιορισμό του αριθμού των νοσηλειών ρεκόρ σε σχέση με τον πληθυσμό της χώρας καθώς και του φαινομένου των επανεισαγωγών κα.
Οι Γενικοί/Οικογενειακοί Ιατροί χαρακτηρίζονται από ενσυναίσθηση και αμοιβαία εμπιστοσύνη, χωρίς μεροληψία ή κρίση. Μέσω αξιόπιστων συνεργασιών με τους ασθενείς παρέχουν στοιχεία εξατομικευμένης φροντίδας στην κοινότητα με προσιτό τρόπο. Είτε εξ’ αποστάσεως, είτε αυτοπροσώπως ηγούνται, υποστηρίζουν και ασπάζονται την καινοτομία στην ιατρική και την τεχνολογία, ενώ εργάζονται υποστηρικτικά με τους ασθενείς τους και τον πληθυσμό για τη βελτιστοποίηση της φροντίδας που παρέχουν, σεβόμενοι το ατομικό δικαίωμα του κάθε πολίτη για πρόσβαση στη δωρεά και δημόσια παροχή υγείας.
Όσο πιο μακρόχρονη είναι η σχέση ενός ασθενούς με τον Προσωπικό/Οικογενειακό Ιατρό, τόσο μεγαλύτερη είναι η μείωση επισκέψεων έκτακτης ανάγκης και εισαγωγών στο νοσοκομείο, αλλά και της θνησιμότητας. Σε μια πρόσφατη Νορβηγική μελέτη σε εθνικό επίπεδο διαπίστωσαν ότι οι ασθενείς που είχαν τακτική σχέση με Γενικό/Οικογενειακό Ιατρό για περισσότερα από 15 χρόνια είχαν μειώσει περίπου 30% στη ανάγκη για φροντίδα έκτακτης ανάγκης και στις εισαγωγές στο νοσοκομείο και περίπου 25% στη συνολική θνησιμότητα, σε σύγκριση με εκείνους που είχαν Γενικό/Οικογενειακό Ιατρό μόνο για 1 έτος. Καναδικές μελέτες δείχνουν ότι η παροχή υπηρεσιών υγείας των Γενικών/Οικογενειακών Ιατρών στις αγροτικές κοινότητες μειώνει τα ποσοστά νοσηλείας κατά περίπου 6% έως 20%, ιδίως για τους ασθενείς με πολυνοσηρότητα. Η ολοκληρωμένη πρωτοβάθμια φροντίδα με επικεφαλής έναν Γενικό/Οικογενειακό Ιατρό βελτιώνει τα αποτελέσματα των ασθενών, όπως μείωση της θνησιμότητας, μείωση στη χρήση υγειονομικής περίθαλψης (πχ μειωμένες επισκέψεις στο τμήμα επειγόντων περιστατικών, νοσηλείες, επανεισαγωγές κ.α.), και μείωση στο κόστος υγειονομικής περίθαλψης.
Παραδόξως, ενώ ποτέ δεν υπήρξαν περισσότερα στοιχεία για τα οφέλη της φροντίδας που παρέχεται από τον Γενικό/Οικογενειακό Ιατρό, ποτέ άλλοτε δεν είχαμε τόσο μεγάλη έλλειψη αυτών. Σύντομα, οι περισσότεροι από τους Γενικούς/Οικογενειακούς Ιατρούς που εργάζονται σήμερα στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, θα αποχωρήσουν κυρίως λόγω συνταξιοδότησης, επαγγελματικής-εργασιακής επισφάλειας, δύσκολων συνθηκών εργασίας κα. Τα στοιχεία αυτά ανησυχούν, γνωρίζοντας ότι μεγάλο πρόβλημα είναι η έλλειψη ενδιαφέροντος από τους απόφοιτους ιατρικών σχολών για το δημόσιο Σύστημα Υγείας και την περιφέρεια, ένα φαινόμενο που ονομάζεται “ερημοποίηση”. Επιπρόσθετα, οι χαμηλές αμοιβές είναι ένας από τους πιο ισχυρούς λόγους στη χώρα μας που κρατάει μακριά τους ιατρούς. Η έλλειψη υποστήριξης από τις Αρχές και το γεγονός ότι δεν τους παρέχονται οι βέλτιστες συνθήκες (ακρίβεια, έλλειψη στέγης κ.α.) για την άσκηση του επαγγέλματός τους, οδηγεί τους ελάχιστους ιατρούς που επιλέγουν να ειδικευτούν στην Γενική/Οικογενειακή Ιατρική να μην εξετάζουν την επιλογή της υπαίθρου και εάν την επιλέξουν να παραιτούνται δυσαρεστημένοι και εξουθενωμένοι αφού η κατάσταση εξελίσσεται δραματικά.
Το μήνυμα της 12ης Δεκεμβρίου είναι ξεκάθαρο και επιτακτικό:
Ήρθε η ώρα για άμεσες και απτές δράσεις και στρατηγικές για τη θέσπιση και εφαρμογή των ορθών πολιτικών που θα εγγυώνται ισότιμη πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες υγείας για όλους και θα διασφαλίζουν ότι η καλή υγεία και ευημερία δεν μπορεί να αποτελεί προνόμιο για λίγους κι έχοντες, αλλά δικαίωμα για ΟΛΟΥΣ!»