Πολυσήμαντη και η προσφορά του αλτρουιστή γιατρού Νικολάου Μυστράκη
Στα τόσα χρόνια που δημοσιογραφώ, παρακολουθώ με δέος το πνευματικό έργο του Δημήτρη Αετουδάκη, ενός από τις εμβληματικές μορφές των Κρητικών Γραμμάτων.
Και ειλικρινά λυπάμαι που όσο περνά ο καιρός, ελάχιστα πια τον αναφέρουμε.
Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια ζει στην Αθήνα και τυγχάνει της στοργής και φροντίδας του ζεύγους Μαριδάκη με τον οποίο τον συνδέει μακρόχρονη ειλικρινής φιλία και συνεργασία.
Θα μπορούσαμε όμως να ασχοληθούμε με το πλούσιο συγγραφικό του έργο που ακόμα μια φορά θαυμάσαμε στην έκθεση Ρεθεμνιώτικου Βιβλίου που πραγματοποιήθηκε στο Ρέθυμνο από 12-18 Δεκεμβρίου 2023.
Ο Δημήτρης Αετουδάκης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο το 1931. Τέλειωσε το Γυμνάσιο και ακολούθησε σπουδές πολιτικών επιστημών στην Πάντειο Ανωτάτη Σχολή και Οικονομικές στην Ανωτάτη Εμπορική.
Η γνωριμία του με τον Γεώργιο Βογιατζάκη υπήρξε καθοριστική για την ανάπτυξη σπουδαίων πρωτοβουλιών που έδωσαν ανάσα στην πόλη. Ήταν μεγάλη ανακούφιση για τον ταλαιπωρημένο μικρομεσαίο επιχειρηματία της δεκαετίας του ’70, να βρίσκει μια ευκαιρία δανειοδότησης από τράπεζα χάρις στην παρέμβαση του Αετουδάκη στον τότε διευθυντή Μανόλη Σουφαλιδάκη αλλά και για τους νέους που μη έχοντας ελπίδα στο Ρέθυμνο εύρισκαν μια ευκαιρία επαγγελματικής αποκατάστασης στις επιχειρήσεις του Γεωργίου Βογιατζάκη.
Ο Δημήτρης Αετουδάκης ήταν πάντα πρόθυμος να ακούσει και να φροντίσει.
Οι λόγοι που τον ωρίμασαν συναισθηματικά και πνευματικά είναι εμφανείς στο οδοιπορικό του στο Ρέθυμνο. Μια έκδοση σταθμό για τα τοπικά γράμματα. Στο βιβλίο του αυτό ο Αετουδάκης αναφέρεται σε ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα που τα περισσότερα είναι άγνωστα και στους παλιούς Ρεθεμνιώτες ακόμα. Τα οφείλουμε όμως στην ακόρεστη δίψα για μάθηση του Δημήτρη Αετουδάκη που ανήκει στους πάνσοφους λογίους του τόπου μας όπως μαρτυρά άλλωστε το πολυσήμαντο συγγραφικό του έργο.
Είναι σημαντική πηγή για τον ερευνητή του μέλλοντος, το έργο του Δημήτρη Αετουδάκη που με το γλαφυρό του λογοτεχνικό ύφος περιγράφει τα σημαντικότερα κεφάλαια της σύγχρονης ιστορίας μέσα από καταστάσεις και γεγονότα που συνέβησαν στο Ρέθυμνο. Στα τόσο χαρισματικά αυτά λογοτεχνήματα ο ιστορικός διασταυρώνει στοιχεία, ο κοινωνιολόγος έχει μια εικόνα της καθημερινής ζωής, ο παιδαγωγός βιώνει τα προβλήματα των παιδιών μιας δίσεκτης εποχής και όλα αυτά χωρίς υστερικές κορώνες και άσκοπους σχολιασμούς.
Από το 1964 ο Δημήτρης Αετουδάκης, άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνία, την ποίηση και τη δημοσιογραφία.
Σε μια αναφορά που γίνεται στο πρόσωπό του από τη σειρά Κρήτη – Αφιέρωμα γίνεται λόγος για πάνω από δυο χιλιάδες άρθρα και σημειώματα σε διάφορες κυρίως τοπικές εφημερίδες.
Αν υπολογίσουμε το διάστημα από το 1985 που κυκλοφόρησε η σειρά, αντιλαμβανόμαστε πως είναι αναρίθμητες πλέον οι πνευματικές προσφορές του Δημήτρη Αετουδάκη στον τόπο του.
Ας θυμηθούμε ένα μέρος αφού είναι δύσκολο να παραθέσουμε την πλήρη εργογραφία:
«Το χρονικό ενός λαού» (χρονικό) «Στο χώρο του αθλητισμού» (χρονικό) «Το Ατσιπόπουλο» (χρονικό) «Η ζωή μιας Πολιτείας» (χρονικό) «Ο σημαδεμένος» (Μυθιστορηματική βιογραφία) «Ωδή στους πανευρωπαικούς αγώνες» 1969 (ποίημα) «Ο Ιησούς» (Μυθιστορηματική βιογραφία) «Ο θάνατος του φοιτητή» (μυθιστόρημα) «Προσκύνημα στην Κρήτη» (ιστορικό οδοιπορικό) «Κρητικοί χοροί» (λαογραφικό) «Κρητη» (ποιητική συλλογή) « Ιησούς» (ποιητική βιογραφία) «Τα μυστήρια της Κνωσσού» (εσωτερική ανάλυση) «Μέρες αγωνίας» (μυθιστόρημα) και τόσα άλλα.
Ένα σπουδαίο συμφωνικό έργο
Με τη μεταπολίτευση είχε την τύχη να αποκτήσει γείτονα στο Παγκράτι που έμενε ένα ακόμα σπουδαίο Ρεθεμνιώτη φίλο από τα παιδικά του χρόνια, τον Μπάμπη Πραματευτάκη.
Αξιοποιώντας αυτός την ευκαιρία να έχει γείτονα ένα ποιητή όπως ο Δημήτρης Αετουδάκης τον προκάλεσε να γράψουν ένα έργο μαζί. Έτσι γράφτηκε η «Ωδή στη Μάχη της Κρήτης» ένα κλασικό πλέον στο είδος του συμφωνικό έργο.
Ο σπουδαίος αυτός Ατσιπουλιανός, έδωσε με την παρουσία του μια άλλη πνοή στην πολιτιστική ζωή της Κρητικής Παροικίας του λεκανοπεδίου. Ιδιαίτερα ο ιστορικός σύλλογος Ρεθυμνίων «Το Αρκάδι» γνώρισε επί των ημερών μέρες μεγαλείου και απόλυτης καταξίωσης στο πολιτιστικό γίγνεσθαι της χώρας.
Δεν υπήρχε εκδήλωση οργανωμένη από τον Δημήτρη Αετουδάκη και να μην γεμίσει ασφυκτικά η αίθουσα.
Μας πέρασε μάλιστα κι ένα ξεχωριστό ύφος στην παρουσίαση μιας εκδήλωσης, όπου αναπτύσσοντας την εισήγησή του, δεν παρέλειπε να αναφέρεται ονομαστικά σε επίσημους που παρίσταντο ζωντανεύοντας τον λόγο που αδιαφορώντας για τον χρόνο καθήλωνε τον ακροατή.
Λάτρευε επίσης τον αθλητισμό. Αυτό βεβαιώνει η συμμετοχή του σε πολλά αθλητικά σωματεία.
Γνωστή και η εντιμότητα του σημαντικού αυτού ανθρώπου που μέχρι πρότινος είχε λόγο στο Ίδρυμα «Κουταβά», ένα σημαντικό φορέα ενίσχυσης πολλών κοινωνικών σκοπών.
Ο ίδιος παραμένει πάντα μια αστείρευτη πηγή προσφοράς.
Πρόσφατα μας είχε ξαφνιάσει ευχάριστα με μια πρωτοβουλία του να δημιουργήσει στο χωριό του ένα χώρο με συμβολική σημασία. Σε μια μεγάλη έκταση ιδιοκτησίας του φύτεψε δέντρα, δίνοντας στο καθένα την ονομασία μιας σημαντικής προσωπικότητας του τόπου.
Στον χώρο αυτό έγιναν πολλές σημαντικές εκδηλώσεις που έδιναν ζωή στο Ατσιπόπουλο. Και να σκεφτεί κανένας ότι με οδηγό έφθανε ο επισκέπτης στον προορισμό του. Δεν ήταν ένας χώρος κοντά σε κεντρικό δρόμο.
Είχε γίνει πνεύμονας πολιτισμού αλλά πλέον έχει ατονήσει κάθε δραστηριότητα με την απομάκρυνση του δημιουργού λόγω προβλημάτων υγείας στην Αθήνα όπου μένει μόνιμα πια.
Από τις μεγάλες του ωραίες πρωτοβουλίες ήταν να αποδώσει την πρέπουσα τιμή στη μνήμη του γιατρού Μυστράκη. Και είχε πρωτοστατήσει σε μια ωραία τελετή αποκαλυπτηρίων της προτομής του ευεργέτη γιατρού.
Νικόλαος Μυστράκης
Με αυτή την ευκαιρία γνωρίσαμε τότε τη ζωή και το έργο του Νικολάου Κων. Μυστράκη, ενός ακόμα αλτρουιστή γιατρού.
Η εκδήλωση μας έμεινε αξέχαστη. Άριστα οργανωμένη, με κόσμο εκλεκτό, που είχε συρρεύσει από παντού για να τιμήσει τον υπέροχο αυτό άνθρωπο. Μια σπάνια μορφή, από τις θείες δωρεές, τους επίγειους αγγέλους για τους αναξιοπαθούντες.
Το 2006 κυκλοφόρησε κι ένα βιβλίο με θέμα τον αλτρουιστή γιατρό, του κ. Δημήτρη Αετουδάκη, που με το σπάνιο λογοτεχνικό του ύφος ξεδιπλώνει όλες τις πτυχές της χαρισματικής προσωπικότητας του Νικολάου Μυστράκη. Από το βιβλίο αυτό θα αντλήσουμε στοιχεία για το σημερινό μας αφιέρωμα, αλλά και από ένα δημοσίευμα του Γιάννη Δαλέντζα.
Ο Νικόλαος Μυστράκης γεννήθηκε στις 12 Μαΐου του 1873, στο Ατσιπόπουλο, και ήταν παιδί πολυμελούς οικογένειας. Γονείς του ο Κώστας Μυστράκης και η Μαρία Παπαλεξάκη. Ήταν η εποχή που χάλκευε το αγωνιστικό πνεύμα των νέων ανθρώπων. Συνετέλεσε και το ιστορικό παρελθόν της οικογένειας κι έτσι διαμορφώθηκε ο χαρακτήρας του μικρού, με όλα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν κάθε Κρητικό, με πλήρη επίγνωση της σημαντικής καταγωγής του.
Μετά το δημοτικό σχολείο, που τέλειωσε στο χωριό του, γράφτηκε στο τότε ελληνικό Γυμνάσιο Ρεθύμνου. Αν και η εκπαίδευση δεν ήταν στα σημερινά πρότυπα χρονικής διάρκειας, εν τούτοις τα παιδιά, έχοντας δασκάλους, κορυφαίες μορφές της εκπαίδευσης, μάθαιναν καλά γράμματα. Και μπορούσαν άνετα να μεταλαμπαδεύσουν το φως της γνώσης.
Στην έδρα του δασκάλου
Έτσι ο Νικόλαος με το απολυτήριο του Γυμνασίου, μόρφωση εξαιρετική για τα δεδομένα της εποχής, διορίστηκε δάσκαλος στα Ρούστικα, αρχικά και στη συνέχεια στις Μουρνιές Χανίων. Πόθος του Μυστράκη, όμως, ήταν να σπουδάσει ιατρική. Κι ο πατέρας του, που διέθετε και τη σχετική οικονομική άνεση, δεν είχε καμιά αντίρρηση.
Στα 19 του χρόνια λοιπόν ο νεαρός Μυστράκης, αφήνει πίσω του την έδρα του δασκάλου, ανεβαίνει στην Αθήνα και γράφεται στην ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Αν και οι πειρασμοί για έναν επαρχιώτη φοιτητή ήταν πολλοί, ο Νικόλαος, θωρακισμένος με τις οικογενειακές παραδόσεις, ήξερε να βάζει προτεραιότητες στη ζωή του. Με άνεση, λοιπόν, τέλειωσε, αριστούχος, τις σπουδές του στη Γενική Ιατρική και εξειδικεύτηκε στη Μαιευτική. Σύμφωνα με αναφορά του κ. Αετουδάκη, στο βιβλίο του «Σκόρπιες μνήμες», ο Νικόλαος Μυστράκης μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία, πραγματικό κατόρθωμα για την εποχή του.
Εκείνο που τον χαρακτήριζε ήταν και μια έμφυτη αρχοντιά. Και προκαλούσε τον σεβασμό, με το μέτριο ανάστημα, αλλά χαριτωμένο του παρουσιαστικό.
Μόρφωση αξιόλογη
Σαν γνήσιος Ατσιποπουλιανός, δεν άφησε καμιά ευκαιρία, για περισσότερη γνώση να πάει χαμένη. Συμπλήρωσε λοιπόν τη μόρφωσή του με Γαλλικά και Γερμανικά. Ήταν στα 1897, που ετοιμαζόταν να ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του στη φαρμακευτική, γιατί εκείνα τα χρόνια ο γιατρός παρασκεύαζε ο ίδιος τα φάρμακα που έδινε στους ασθενείς του. Η έκρηξη της επανάστασης, όμως, ξύπνησε τον πατριώτη μέσα του κι έτρεξε να προσφέρει, από τους πρώτους, τις αγωνιστικές του υπηρεσίες στο νησί του.
Μέλος της γ’ τάξης των αγωνιστών, έκανε το χρέος του σαν Κρητικός και το 1902 τελειώνει τις σπουδές του, αποκτά ειδίκευση το 1905 και επιστρέφει στον τόπο του, αδιαφορώντας για τις ευκαιρίες, καριέρας ζηλευτής, που θα του εξασφάλιζε η παραμονή στην πρωτεύουσα.
Εδώ προσφέρει τις υπηρεσίες του στο Δημοτικό Νοσοκομείο Ρεθύμνου, που είχε κτιστεί από τους Ρώσους και σήμερα στεγάζει τη Σχολή Αστυφυλάκων.
Πίσω στο μέτωπο
Νέο κάλεσμα της πατρίδας το 1912, ξεσηκώνει τον νεαρό γιατρό, που κατατάσσεται από τους πρώτους, εθελοντής στον ελληνικό στρατό, με πολλούς συγχωριανούς του, γιατί είναι γνωστή η προσφορά των Ατσιποπουλιανών σε όλους τους εθνικούς αγώνες.
Υπηρέτησε στο 1ο και 6ο Στρατιωτικά Νοσοκομεία και αργότερα στο Μεσολόγγι.
Μετά την αποστρατεία του επιστρέφει στο χωριό του και στα 1918, τοποθετείται επιμελητής στο Δημοτικό Νοσοκομείο μέχρι το 1925. Παράλληλα εξυπηρετούσε και πάσχοντες συγχωριανούς του στο πατρικό του σπίτι, που αποτελούσε ιατρείο και φαρμακείο.
Ήταν άνθρωπος που λάτρευε τη διαφάνεια και ήθελε να βλέπει γύρω του ανθρώπους με άποψη, που μόνο η σωστή ενημέρωση διαμορφώνει. Βλέπουμε λοιπόν να δημοσιεύει στα 1926, στην εφημερίδα «Κρητική Επιθεώρηση» έναν εκτεταμένο πίνακα με τους ασθενείς που εξυπηρετήθηκαν στο νοσοκομείο. Και μας έδωσε με τον τρόπο αυτό και μια πολύτιμη εικόνα, για τον μελλοντικό ερευνητή της κατάστασης που επικρατούσε στον τομέα της Υγείας εκείνη την εποχή στο Ρέθυμνο.
Ενεργός συμμετοχή στα κοινά
Εργάζεται άοκνα ο Νικόλαος Μυστράκης, αλλά και πάλι νιώθει ανεπαρκείς τις υπηρεσίες του στον τόπο. Παράλληλα με τα ιατρικά του καθήκοντα, ασχολείται ενεργά με τα κοινά. Και στη διάρκεια 1903-1905, εκλέγεται δήμαρχος Ατσιποπούλου, αναλαμβάνοντας δήμο με τα τεράστια προβλήματα δώδεκα χωριών, που ανήκαν στη διοικητική δικαιοδοσία του. Και το τονίζουμε αυτό, για να φανεί η ανιδιοτελής ανάγκη προσφοράς, που διέκρινε το Μυστράκη, χωρίς ιδιοτέλειες και προσωπικές φιλοδοξίες. Ο τόπος τον απασχολούσε και η αναζήτηση τρόπου απομάκρυνσης της μιζέριας. Οι συνθήκες της εποχής, υποχρέωσαν τον δήμαρχο να δημιουργήσει ομάδες νέων, ικανών να υπερασπιστούν τον τόπο τους, αν χρειαστεί. Δημιουργήθηκε έτσι ο Σκοπευτικός Σύλλογος με πρόεδρο τον ίδιο.
Μία όμορφη οικογένεια
Τα χρόνια περνούν κι όλοι πιέζουν το γιατρό να δημιουργήσει και οικογένεια. Είχε δικαίωμα κι αυτός στις χαρές της ζωής. Ο ίδιος αποφασίζει ν’ ασχοληθεί με τον εαυτό του έχοντας πια «πατήσει» τα 47 του χρόνια. Εκλεκτή του είναι η Χρυσή Μιχαήλ Κωστάκη και ο γάμος τους γίνεται 12 Ιανουαρίου 1920. Αποδεικνύεται, ωστόσο, κι ένας εξαιρετικός οικογενειάρχης που καμαρώνει τα παιδιά του Κώστα, Μαρία, Ειρήνη και Γαρυφαλιά. Αν και μεγάλος στην ηλικία, για τα δεδομένα της εποχής, μεταδίδει στα παιδιά του νεανικό ενθουσιασμό για κάθε τι πρωτοπόρο και δημιουργικό που ωφελεί τους γύρω μας.
Στο βιβλίο του «Σκόρπιες Μνήμες» ο κ. Αετουδάκης, αναφερόμενος στον αλτρουιστή Νικόλαο Μυστράκη, τονίζει ότι έβαζε το καθήκον πάνω απ’ όλα. Ακόμα κι όταν είχε ο ίδιος πυρετό, όσο άρρωστος κι αν ήταν δεν άφηνε αβοήθητο τον πάσχοντα που τον χρειαζόταν. Ούτε μια στιγμή επίσης δεν σταμάτησε να συμπληρώνει τις γνώσεις του ιδιαίτερα γύρω από τις εξελίξεις στην επιστήμη του. Κατάφορτη ήταν η βιβλιοθήκη του και τα δέματα με νέα βιβλία δεν σταματούσαν ποτέ να φθάνουν στο σπίτι. Η συμπεριφορά του στον ασθενή ήταν παραπάνω από αδελφική. Με τρυφερότητα, αγάπη και κατανόηση αντιμετώπιζε κάθε περίπτωση. Έκανε πάντα άριστη διάγνωση και έδινε αποτελεσματική θεραπεία. Αλλά το σπουδαιότερο είναι ότι είχε ένα μοναδικό τρόπο να δίνει κουράγιο και να ανυψώνει το ηθικό του ασθενούς. Όσο για χρήματα ήταν το τελευταίο που τον απασχολούσε. Ένας πραγματικά «ανάργυρος» γιατρός.
Μέχρι το τέλος
Ο χρόνος άρχισε να βαραίνει στους ώμους του. Ο ίδιος όμως δεν εννοούσε να καταθέσει τα όπλα του αγώνα για τον συνάνθρωπο. Δεν αποφάσιζε να ξεκουραστεί.
Κάποτε αρρώστησε σοβαρά. Και αυτή η ασθένεια που τον κράτησε μεγάλο διάστημα, κατάκοιτο, τον έστειλε στον τόπο των δικαίων το Γενάρη του 1956. Έφυγε με την ικανοποίηση της πλήρους καταξίωσης και της απόλυτης στοργικής φροντίδας των αγαπημένων του.
Σύσσωμος η κοινωνία του Ατσιποπούλου τον συνόδευσε, με ειλικρινή θλίψη, στην τελευταία του κατοικία. Επικηδείους εκφώνησαν ο Γιάννης Δαλέντζας και ο γιατρός Νίκος Λυράκης ως πρόεδρος του Ιατρικού Συλλόγου, που τόνισε μεταξύ άλλων και τα εξής: «Αι ποικίλαι αρεταί, η καλοσύνη και έμφυτος ψυχική του ευγένεια, συνετέλεσαν ώστε ο Νικόλαος Μυστράκης, να αγαπηθεί, η δε προσέλευση των κατοίκων των πέριξ χωριών εις την κηδείαν είναι μια ηθική επιβράβευση της ξεχωριστής του προσωπικότητας.
Ο ανθρώπινος πόνος και η αρρώστια δεν γίνανε ποτέ για τον φωτισμένο και μεγαλόψυχο γιατρό Μυστράκη αντικείμενο πλουτισμού. Σαν επιστήμονας εθεωρείτο ο εκλεκτότερος της εποχής του και μέχρι των τελευταίων του ημερών ακόμα. Οι διαγνώσεις του ήταν πάντοτε σωστές και οι συμβουλές του σοφές.
Θυσίασε και λεφτά και θέσεις που του προσφέρθηκαν επανειλημμένα στην Αθήνα και αλλού για να μείνει κοντά στο χωριό του. Το όνομά του συμβολίζει τη θυσία του επιστήμονα, του αληθινού επιστήμονα που έταξε σε όλο του τον βίο σκοπό άγιο την εξυπηρέτηση των συνανθρώπων του…».
Φλογερός αλτρουιστής
Κι ο Γιάννης Δαλέντζας με την εισαγγελική πένα και την ασυμβίβαστη γραφή, είχε γράψει στον τύπο, για τον Μυστράκη, και πριν ακόμα τον θάνατό του (Μάρτιο 1955).
«Νύχτα μέρα – πάντοτε ξάγρυπνος, πάντοτε πρόθυμος, πάντοτε φλογερός αλτρουιστής έτρεχε να βοηθήσει τους πάσχοντες και τα ψίχουλα της αμοιβής του φτάνανε λίγο λίγο για να περνά και να θρέφει μια στοργική οικογένεια …».
Έτσι μεγάλωσε τα παιδιά του, και τα καμάρωνε στην εξέλιξή τους, ενώ ο Κώστας και η Μαρία του, του έδωσαν την πρόσθετη χαρά, ότι συνέχιζαν τη δική του παράδοση στην ανακούφιση κάθε δυστυχισμένου, με βαθειά χριστιανική αντίληψη στην κάθε τους κίνηση αγάπης. Μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας αποφεύγοντας εκδηλώσεις ευγνωμοσύνης.
Σήμερα η προτομή του γιατρού στο Ατσιπόπουλο μένει να θυμίζει την προσφορά του και να παραδειγματίζει τις γενιές, που έρχονται για το χρέος κάθε ανθρώπου, που θέλει να τιμά τις παραδόσεις του τόπου του, και να δίνει υπόσταση στις έννοιες της πρεπιάς και της ανθρωπιάς.
Οικογένεια Δαλέντζα
Μια και αναφέραμε παραπάνω τον σπουδαίο μας λογοτέχνη Γιάννη Δαλέντζα, Ατσιπουλιανός κι αυτός, να σταθούμε για λίγο στην μεγάλη του μορφή αν και του έχουμε κάνει αρκετά αφιερώματα.
Αν θα επιχειρούσαμε με μια λέξη να χαρακτηρίσουμε τον Γιάννη Δαλέντζα, θα έπρεπε να πούμε Απροσκύνητος.
Γιατί αυτό υπήρξε ο μεγάλος μας λογοτέχνης και συγγραφέας, που δεν είχε ποτέ τη θέση που του αξίζει στο πάνθεον των μεγάλων λογοτεχνών του τόπου. Ίσως επειδή το βιβλίο του «Ντάρα Μανέλα» (Η πολιτεία της ανοχής), πλήγωσε τόσο με την αλήθεια και την ειλικρίνειά του, που δεν υπήρχε συγγνώμη με την υστεροφημία του συγγραφέα. Έμεινε όμως ο τίτλος να χαρακτηρίζει το Ρέθυμνο κι ας μη θυμάται κανένας τον συγγραφέα. Κι όσο περνούν τα χρόνια τόσο περισσότερο δικαιώνεται και ο δημιουργός αλλά και ο τίτλος του δημιουργήματος.
Ο Γιάννης Δαλέντζας με την «εισαγγελική» πένα και την καθαρή καρδιά γεννήθηκε το 1911 στο Χαράρ Αιθιοπίας από γονείς Κρητικούς. Είχαν καταγωγή από την Κούφη και το Ατσιπόπουλο.
Το 1920 εγκαταστάθηκε στην Κρήτη και από το 1964 μόνιμα στην Αθήνα. Διετέλεσε εφοριακός υπάλληλος. Ήταν διευθυντής και εκδότης της εφημερίδας «Αλήθεια» του Ρεθύμνου το 1929-1930.
Έγραψε κριτικές, χρονικά, διηγήματα, βιογραφίες και άρθρα. Έργα του εκτός από την «Πολιτεία της Ανοχής» (1955) είναι και τα «Χρονικά του Ρεθύμνου» (1958) «Κρητικοί αντίλαλοι» (1959) «Αστραπές του Μπράσκου» (1962).
Αυτά που δεν είδαν το φως της δημοσιότητας ήταν τα έργα του «Καπητάνιος», «Ανθισμένοι Τάφοι» «Μορφές της Κρήτης» «Χρονικά των Γραφείων».
Ήταν επίσης συνιδρυτής (1945) και μέλος του Δ.Σ. του συλλόγου «Πνευματική Εστία Ρεθύμνης».
Ο Γιάννης Δαλέντζας, ήταν ένας προικισμένος άνθρωπος του πνεύματος και του λόγου, αλλά τον αδικούσε η πάγια τακτική του να μη χαρίζεται σε κανέναν.
Το αφιέρωμά μας συνεχίζεται.