Κάθε φορά που περνούσα από το μαγαζί του, ένα παραδοσιακό παντοπωλείο, πάντα με χαιρετούσε με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Μα κάθε τι πάνω στον αξέχαστο Διομήδη Συμψίρη ήταν ξεχωριστό.
Ποτέ δεν κατέβηκε στο μαγαζί του απεριποίητος. Πάντα φροντισμένος «στην τρίχα» όπως λέμε. Νοικοκύρης με τα όλα, του σύμφωνα με τις προδιαγραφές της γιαγιάς από τη Σμύρνη, που μου έμαθε πώς να ξεχωρίζω τους ανθρώπους χωρίς να λαμβάνω υπόψη μου κοινωνικές θέσεις.
Ο κ. Διομήδης ήταν από τους ανθρώπους που σε έκανε να ενδιαφέρεσαι και να αγαπάς τον τόπο σου. Μιλούσε και κρεμόσουν από τα χείλη του. Αυτό παρατήρησε και χρόνια αργότερα η αξέχαστη Μαρία Τσιριμονάκη όταν μου μιλούσε για το βιβλίο της «Αυτοί που έφυγαν αυτοί που ήρθαν».
– Νόμιζα Εύα ακούγοντάς τον ότι ακολουθούσα την οικογένειά του βήμα προς βήμα στη σκληρή πορεία της προσφυγιάς.
Εγώ βέβαια προσωπικά είχα εκτιμήσει και το ήθος του ανδρός, όταν είχαμε αποφασίσει μερικοί να επανασυστήσουμε τον σύλλογο Μικρασιατών. Μακριά από μικρόψυχες αντιλήψεις και σκοπιμότητες, αδιαφορώντας για την προσωπική του προβολή ήταν πάντα ένα πολύτιμο μέλος του φορέα. Κι ας είχε την «πατρότητα» αφού ο ίδιος το πρωτοξεκίνησε χρόνια πριν.
Ας γνωρίσουμε όμως καλύτερα τον Διομήδη Συμψίρη τον άρχοντα της προσφυγιάς.
Από τα Μύλασα της Μικράς Ασίας
Η Μύλασα ή Μυλάσων ήταν μια αρχαία πόλη στην σημερινή νοτιοδυτική Τουρκία στην περιοχή της αρχαίας Καρίας. Η πόλη αυτή ήταν η πρώτη πρωτεύουσα της αρχαίας Καρίας. Βρισκόταν βορειανατολικά της Αλικαρνασσού σε απόσταση 44 χιλιόμετρα.
Στις αρχές του εικοστού αιώνα, σύμφωνα με τα στοιχεία του 1912, το αστικό κέντρο της Μύλασα (Μίλας) είχε πληθυσμό 9.000, εκ των οποίων περίπου 2.900 ήταν Έλληνες, χίλιοι περίπου Εβραίοι και η υπόλοιπη πλειοψηφία ήταν Τούρκοι.
Στο διάστημα 1914-1918 είχε 7000 κατοίκους οι μισοί ήταν Έλληνες.
Σ αυτή τη πόλη που σύμφωνα με τον Στέφανο Βυζαντινό πήρε το όνομά της από τον Μύλασο, γιο του Χρυσάωρα, το εγγόνι του Σίσυφου και του Αιόλου γεννήθηκε Νοέμβριο του 1916 ο Διομήδης Συμψίρης.
Ήταν έξι χρόνων όταν έγινε η καταστροφή της Μικράς Ασίας. Τι να θυμάται ένα παιδί στην ηλικία αυτή πέρα από την αγωνία μέχρι να φθάσει η οικογένεια στη Σάμο, να γλιτώσει από τη σφαγή και μέχρι να γυρίσει ο πατέρας του Παναγιώτης, που ταλαιπωρήθηκε στα χέρια των Τούρκων για μεγάλο διάστημα.
Στις καλές εποχές ο Παναγιώτης Συμψίρης ήταν βουλευτής στον τόπο του και από τους πιο μορφωμένους της τοπικής κοινωνίας. Είχε τελειώσει ελληνικό σχολείο, μιλούσε κι έγραφε άψογα Ελληνικά, αλλά γνώριζε και την Τουρκική γλώσσα. Είχε φοιτήσει στη Σμύρνη σε Τούρκικη σχολή κι είχε διατελέσει βουλευτής.
Η αιχμαλωσία του ήταν πλήγμα για την οικογένεια που περίμενε με λαχτάρα την επιστροφή του. Στη διάρκεια αυτή άφησε την τελευταία πνοή μιας σύντομης ζωούλας κι ένα από τα παιδιά της οικογένειας η Ευθαλούλα. Πέθανε από τις κακουχίες σε ηλικία μόλις τεσσάρων χρόνων. Έμεινε η άμοιρη μάνα να προσπαθεί μόνη να μεγαλώσει τα παιδιά της, που ήταν εκτός από τον Διομήδη, ο Γιώργος, η Ελένη, ο Αναστάσης, ο Οδυσσέας και ο Αχιλλέας.
Κάποτε γύρισε ο Παναγιώτης κι επέστρεψε μαζί του η χαρά και η ελπίδα στην οικογένεια. Κι ας σε τρόμαζε η κατάντια του. Όταν τον είχαν συλλάβει οι Τούρκοι ήταν 93 οκάδες κι όταν γύρισε είχε μείνει μόλις 47 από τις κακουχίες που τράβηξε. Δεν ήταν όμως άνθρωπος που αφήνεται μοιρολατρικά στην τύχη αλλά ήξερε να παλεύει για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής του, έτσι χωρίς ιδιαίτερη σκέψη πήρε την οικογένειά του αρχές Απρίλη του 1924 και ήρθε στην Κρήτη.
Στο Ρέθυμνο η οικογένεια Συμψίρη βολεύτηκε πρόχειρα στην αρχή στο Γυμναστήριο μπροστά στο δημοτικό νοσοκομείο (εκεί που είναι σήμερα η σχολή Αστυνομίας ) και λίγο αργότερα τους μετέφεραν σε ένα σπίτι στη Σοχώρα που έγινε και μόνιμη κατοικία τους. Δεν είδαν όμως οι άμοιροι ούτε μια άσπρη μέρα.
Θύματα της φυματίωσης
Ο θάνατος αλύπητος θέριζε τα μέλη της οικογένειας εξαιτίας της φυματίωσης που ήταν η επάρατη νόσος της εποχής.
Έφυγε πρώτα στα 1925 η μάνα, που δεν είχε ακόμα κλείσει τα 40 χρόνια της κι ακολούθησαν το 1930 ο Οδυσσέας μόλις 19 χρόνων κι ένα χρόνο αργότερα ο Γιώργης που μόλις είχε αποφοιτήσει από τη σχολή Αξιωματικών.
Είναι όμως άγραφος νόμος για κάθε Μικρασιάτη πως «επτά φορές κι αν πέσει οκτώ θα σηκωθεί». Έτσι σήκωσε το κεφάλι και ο μικρός Διομήδης και βρήκε καταφύγιο στη μάθηση. Τέλειωσε με επιτυχία το δημοτικό και προχωρούσε καλά στο γυμνάσιο. Αναγκάστηκε όμως να διακόψει για να βοηθήσει τον πατέρα του που με μεγάλο κόπο προσπαθούσε να ξεπεράσει τις απώλειες από τον θάνατο της γυναίκας του και των δυο του παιδιών. Εργάστηκε πρώτα στις οικοδομές κι έπειτα στα έργα οδοποιίας. Κι ένοιωσε προσωπική νίκη όταν ο πατέρας του σιγά-σιγά άρχισε να στέκεται στα πόδια του πείθοντας τον εαυτό του να ασχοληθεί με τα κοινά.
Και τον είχαν τόσο ανάγκη οι συμπατριώτες του που ήταν κάπου 400 οικογένειες από τα Μύλασα και οι υπόλοιποι, οι περισσότεροι Φωκιανοί, κοντοχωριανοί τους δηλαδή. Έτσι ηγήθηκε στην ίδρυση ενός φορέα Αστών Προσφύγων από το 1924 μέχρι το 1937. Κι ήταν μεγάλη η συμβολή του όπως βλέπουμε σε διάφορα δημοσιεύματα στον τύπο της εποχής.
Δεν ήταν η κατάσταση για τους πρόσφυγες καλή τα πρώτα χρόνια που ήρθαν Άθλιες οι συνθήκες διαβίωσης, οπότε ο Παναγιώτης Συμψίρης με παραστάσεις στους βουλευτές και σε άλλες αρχές προσπαθούσε να πετύχει μέτρα για τη βελτίωση της κατάστασης.
Όσο κι αν οι συνθήκες έφερναν σε πρώτη προτεραιότητα το μεροκάματο για την επιβίωση της οικογένειας, ο Παναγιώτης συνέχιζε να νουθετεί τα παιδιά του και να τα καλλιεργεί πνευματικά με τις συζητήσεις που είχε μαζί τους.
Έτσι κανένα παιδί δεν χρησιμοποιούσε το μικρασιάτικο ιδίωμα κι ο ίδιος ποτέ δεν μίλησε στην τουρκική γλώσσα, που είχε μάλιστα σπουδάσει επειδή είχε στα πρώτα του νιάτα μια προοπτική να διοριστεί γραμματέας της Εισαγγελίας στον τόπο του. Είχε όμως πολύ σύντομα παραιτηθεί όταν συνειδητοποίησε ότι το εμπόριο και η πολιτική ήταν δυο τομείς που θα μπορούσε να αναπτύξει σημαντική δράση.
Κι είχε πολλά λαμπρά παραδείγματα ο Διομήδης να πάρει από τον πατέρα του, ενώ ήταν πάντα γι αυτόν, ένας καλός συνοδοιπόρος του στα δύσκολα μονοπάτια της ζωής.
Όπου εύρισκε μεγαλύτερο μεροκάματα έσπευδε αδιαφορώντας για τον κόπο.
Κάποτε μάλιστα ζητώντας μεροκάματο σε έργα οδοποιίας έφθασε μέχρι τη Σητεία επειδή ήταν τα χρήματα περισσότερα.
«Η καλή σου γλώσσα θα σε προστατεύσει…»
Είχε πάντα πρότυπο τον πατέρα του που είχε καταφέρει να έχει τη γενική εκτίμηση και το σεβασμό των Ρεθεμνιωτών, σε βαθμό που δείχνει και το παρακάτω περιστατικό που διηγήθηκε ο ίδιος στη Μαρία Τσιριμονάκη και αναφέρεται στο βιβλίο της.
Ο αδελφός του Αχιλλέας οπλοφορούσε παράνομα. Αυτό το ήξεραν οι χωροφύλακες αλλά για χάρη του Παναγιώτη «έκαναν τα στραβά μάτια». Όταν όμως παράγινε το κακό ζήτησαν από τον πατέρα να πείσει το γιο του για να μη βρουν κι αυτοί κανένα μπελά.
Ο Παναγιώτης χωρίς να δείξει το παραμικρό συναίσθημα πήρε παράμερα το γιο του Αχιλλέα και με περίτεχνο τρόπο έφερε τη συζήτηση στο θέμα της οπλοφορίας. Ναι παραδέχτηκε πως κι αυτός οπλοφορούσε στον τόπο του αλλά για να προστατευθεί από τους Τούρκους. Στο Ρέθυμνο δεν ένοιωσε αυτή την ανάγκη αφού έδινε κι έπαιρνε σεβασμό.
«Δεν μας χρειάζονται τα όπλα παιδί μου, του είπε καταλήγοντας, όταν η καλή σου γλώσσα και συμπεριφορά μπορεί να σε προστατεύσει πιο αποτελεσματικά..».
Είπε και σηκώθηκε να βγει χωρίς κανένα σχόλιο. Ο Αχιλλέας έμεινε λίγο να σκέπτεται τα λόγια του πατέρα του κι έπειτα πήγε στο πλησιέστερο πηγάδι και πέταξε το όπλο του.
Κι ένα ακόμα μήνυμα που πέρασε ο υπέροχος αυτός πατέρας στα παιδιά του ήταν το πνεύμα της φιλοξενίας. Όταν βλέπετε ξένο τους έλεγε πάρτε τον σπίτι σας, δώστε του ζεστό φαγητό και πείτε του μια κουβέντα να ξεχάσει πως είναι ξένος σε ένα τόπο. Κι έτσι έπρατταν τα παιδιά του σε όλη τους τη ζωή.
Πολύτιμες οι συμβουλές του πατέρα
Οι διδαχές του πατέρα του στάθηκαν πολύτιμες για το γιο που ξεκίνησε κι αυτός να ασχολείται με τα κοινά από το 1937. Αναμείχθηκε στο συνδικαλισμό και εκλέχτηκε τη χρονιά αυτή γραμματέας του συλλόγου Εργατοτεχνιτών Οικοδομών.
Πόσο ωφελήθηκε από τα λόγια του πατέρα του, το διαπίστωσε και ο ίδιος όταν το 1946, επρόκειτο να μιλήσει σε μια εορταστική συγκέντρωση ως γραμματέας του Εργατικού Κέντρου Δύσκολες εποχές, τα πολιτικά πάθη στο ζενίθ κι όπως συνέβαινε συνήθως ανάμεσα στους συγκεντρωμένους ήταν και μεγάλος αριθμός χωροφυλάκων, έτοιμων να παρέμβουν στην παραμικρή ύποπτη κίνηση, ακόμα και σε μια φράση που θα ενοχλούσε το καθεστώς.
Ο Διομήδης με τη σοβαρότητα πάντα που τον διέκρινε ξεκίνησε με τις τυπικές προσφωνήσεις κι έπειτα είπε απευθυνόμενος στους συναδέλφους του ότι δεν έπρεπε να φοβούνται τους χωροφύλακες, γιατί δεν υπάρχει καμιά διαφορά μεταξύ τους. Τα ίδια προβλήματα αντιμετωπίζουν κι αυτοί ως εργαζόμενοι επομένως γνωρίζουν πολύ καλά πόσο δύσκολα βγαίνει το μεροκάματο.
Χειροκροτήματα και από τους αστυνομικούς κάλυψαν τα τελευταία του λόγια. Άλλαξε η ατμόσφαιρα αμέσως και ο δήμαρχος Τίτος Πετυχάκης, έσκυψε και είπε στο νομάρχη Χρίστο Τζιφάκη που φαινόταν εντυπωσιασμένος.
– Γεννημένος πολιτικός σου λέω. Και ο πατέρας του ήταν βουλευτής στη Μικρά Ασία…
Η προσφορά του στην πατρίδα και στα κοινά
Ο Διομήδης υπηρέτησε τη θητεία του το 1937 και αποστρατεύθηκε το 1938, αλλά τον επιστράτευσαν ξανά τον Αύγουστο του 1940 μετά τα γεγονότα με τον τορπιλισμό της «ΕΛΛΗΣ». Πήρε μέρος στον Ελληνοιταλικό πόλεμο σε όλη τη διάρκεια του και το 1941, κατά την ανακωχή, βρέθηκε αιχμάλωτος στην Αθήνα. Έμεινε μέχρι τον Νοέμβριο στην πρωτεύουσα ώσπου βρήκε τρόπο να δραπετεύσει με ένα ιστιοφόρο και να έρθει στο Ρέθυμνο.
Έτρεξε να βρει την οικογένειά του και το μονάκριβο τότε παιδί του, αλλά αυτό είχε πεθάνει στο μεταξύ. Μαθαίνοντας για τον θάνατό του έκλαψε πικρά. Ήταν μια απώλεια που του άφησε ανοικτή πληγή.
Γνήσιος Μικρασιάτης όπως ήταν κι ένοιωθε πάντα δεν μπορούσε να μείνει αδιάφορος όταν η πατρίδα στέναζε κάτω από τη μπότα του δυνάστη. Πήρε μέρος στην Αντίσταση μέχρι που τον συνέλαβαν οι Γερμανοί μαζί με τον αδελφό του Αχιλλέα, τον Σταύρο Τζαγκαρούλη και τον Σταύρο Δημητρακάκη.
Κι εκεί έδειξε απαράμιλλο θάρρος με τους συντρόφους του παρά τη γνωστή μεταχείριση των ναζί όταν ήθελαν να αποσπάσουν πληροφορίες. Τελικά κι αφού απογοητεύτηκαν οι βασανιστές τους ότι θα τους λυγίσουν τους άφησαν ελεύθερους με την υποχρέωση να μην απομακρυνθούν από την πόλη.
Με την ανατολή της λευτεριάς ο Διομήδης βρίσκεται και πάλι στα προπύργια του συνδικαλισμού. Δεκέμβρη του 1944 εκλέγεται πρόεδρος του συλλόγου εργατών οικοδομών και οδοποιίας και το 1945 στις αρχαιρεσίες που έγιναν εκλέχτηκε γραμματέας του Εργατικού Κέντρου. Μέχρι που το 1946 κρίθηκε και αυτός ακατάλληλος από την τότε κυβέρνηση για την ιδιότητά του αυτή, που του αφαίρεσαν με συνοπτικές διαδικασίες όπως το συνήθιζαν. Μα ο Συμψίρης δεν πτοήθηκε. Η δημοκρατική του συνείδηση δεν του επέτρεπε να υποχωρήσει και να κάνει συναλλαγές με την εξουσία.
Νέες διώξεις τον περίμεναν τον ίδιο χρόνο με αφορμή το δημοψήφισμα για επιστροφή του βασιλέα, που έκανε το Διομήδη να πάρει ενεργά θέση και να εκφράζει την αντίθεσή του με δημοσιεύματα. Τον συνέλαβαν ξανά και τον οδήγησαν σε δίκη στο Εφετείο Κρήτης όπου και αθωώθηκε.
Στις εκλογές του 1954, ο Στυλιανός Ψυχουντάκης ήθελε πολύ να έχει στο ψηφοδέλτιό του τον Διομήδη Συμψίρη. Εκείνος όμως δεν έδειχνε προθυμία μέχρι που τον πίεσε ο βουλευτής Νικόλαος Ασκούτσης και δέχτηκε να κατέβει και ο Ρεθεμνιώτικος λαός έδειξε την αγάπη και τον σεβασμό στο πρόσωπό του με την ψήφο του. Κι επειδή αμέσως έδειξε πόσο χρήσιμος ήταν για την πόλη του, η εκλογή του ήταν εξασφαλισμένη και στις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις που πήρε μέρος (1954, 1959 και 1965).
Μέχρι που ήρθε η χούντα των συνταγματαρχών. Ο Διομήδης που είχε ταπεινώσει με τον τρόπο του κάθε ενάντιο στα δημοκρατικά ιδεώδη δεν θα μπορούσε να κάνει εξαίρεση με αυτούς. Και το πλήρωσε με την καθαίρεση από το αξίωμά του, όπως συνέβη και με τους άλλους δημοκράτες συμβούλους.
Η φιλία του με τον Παύλο Βαρδινογιάννη
Έναν τέτοιο άνθρωπο ήταν φυσικό να ξεχωρίσει και να αγαπήσει ο Παύλος Βαρδινογιάννης που συνήθιζε να λέει και να λάμπει το βλέμμα του «Ο Διομήδης έχει μπέσα βρε παιδιά …».
Αλλά τα αισθήματα ήταν αμοιβαία. Κι ο Διομήδης αφοσιώθηκε στον Παύλο που με κάθε τρόπο έδειχνε την εκτίμησή του στο Μικρασιάτη φίλο του. Κι όταν αυτός το 1982 έπαθε ένα βαρύ εγκεφαλικό έφερε τα πάνω κάτω για να τον στείλει αμέσως στις κατάλληλες νοσηλευτικές μονάδες, χρησιμοποιώντας μέχρι και ελικόπτερο για να τον σώσει. Και τα κατάφερε. Μια ευεργεσία που ο Διομήδης δεν ξέχασε ποτέ.
Ο Διομήδης Συμψίρης από το 1974 εκλεγόταν στον σύλλογο Παντοπωλών πρόεδρος επί τρεις συνεχείς περιόδους.
Το 1982 μετά και την περιπέτεια της υγείας του συνταξιοδοτήθηκε αλλά χωρίς ποτέ να πάψει να ασχολείται με τα κοινά.
Στο μεταξύ είχε δημιουργήσει νέα οικογένεια που του χάρισε μεγάλη ευτυχία. Μια υπέροχη σύζυγος η Ντίνα, γνωστή σε όλους για την ευγένεια κι εκείνο το ζεστό της χαμόγελο του χάρισε δυο γιους. Τόσο ο Παναγιώτης απόφοιτος της σχολής Ευελπίδων όσο και ο Βαγγέλης του, εξαίρετος μουσικός με λαμπρές σπουδές και μεγάλη προσφορά στη Δημοτική Φιλαρμονική, στη Συμφωνική Ορχήστρα και στη μουσική παιδεία ευρύτερα τον έκαναν πολύ περήφανο.
Ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του τυχερό που βρέθηκε στο Ρέθυμνο μετά την προσφυγιά, που το χαρακτήριζε πάντα το καλύτερο κομμάτι της Ελλάδας.
Μέχρι το τέλος της ζωής του ο Διομήδης έμεινε ένας αξιαγάπητος και αξιοσέβαστος άνθρωπος που τίμησε την προσφυγιά, άφησε πολύτιμα μέλη της κοινωνίας σαν καλός πατέρας που ήταν και μια μνήμη αγαθή που τον ακολουθεί πάντα σε κάθε αναφορά, σε κάθε αναπόληση Μικρασιατών που έγραψαν τη δική τους ιστορία στο Ρέθυμνο.
Πηγές:
Μαρίας Τσιριμονάκη «Αυτοί που έφυγαν αυτοί που ήρθαν».
Μνήμες Διομήδη Συμψίρη.
Αρχείο Ευάγγελου Συμψίρη από όπου και οι φωτογραφίες.