Ιδιαίτερα ενδιαφέρον, μεστό και τεκμηριωμένο το παρουσιαζόμενο με το σημείωμά μας αυτό νέο σύγγραμμα, υπό τον ποιητικότατο τίτλο «Δροσερή της φυλλωσιάς σκιά- Ο Ακάθιστος Ύμνος», που γνώρισε τον παρελθόντα Φεβρουάριο το φως της δημοσιότητας. Πρόκειται για ένα σημαντικό πόνημα, μια πραγματικά προσεγμένη περί τον «Ακάθιστο Ύμνο» επιστημονική μελέτη, που ενημερώνει, αξιολογεί, οριοθετεί και κατευθύνει προς ευρεία γνώση αλλά και ψυχική ωφέλεια του αναγνώστη.
Δημιουργοί του οι Χρύσα Κοντογεωργουπούλου και ο Διονύσιος Α. Μαμαγκάκης, πτυχιούχοι και οι δύο και διδάκτορες βυζαντινολόγοι, του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής σχολής του πανεπιστημίου Αθηνών, με πλούσιο συγγραφικό, διδακτικό και ερευνητικό έργο σε προγράμματα, κυρίως, του ΕΚΠΑ, ενώ, περιπλέον, ο Δ. Μαμαγκάκης, πρέπει να το σημειώσουμε εδώ ότι- ως και εκ του ονόματος καθίσταται φανερόν- είναι Ρεθύμνιος στην καταγωγή, από τα Φρατζεσκιανά Μετόχια, γιος του Ρεθεμνιώτη συνταξιούχου θεολόγου, συγγραφέως και ιερέως του ι. ναού του Αγίου Διονυσίου, της Μητροπόλεως Πειραιώς, π. Ανδρέα Ηλ. Μαμαγκάκη, του οποίου στο παρελθόν έχουμε, επίσης, παρουσιάσει βιβλία από τον τοπικό τύπο, με τελευταίο την ενδιαφέρουσα μυθιστορία του υπό τον εντυπωσιακό τίτλο «Οι κορυφαίοι του Μακρύ Στενού».
Αυτοί, λοιπόν, οι δύο διδάκτορες βυζαντινολόγοι ένωσαν τις επιστημονικές τους δυνάμεις, ο ένας (ο Δ. Μαμαγκάκης) περί την ιστορική του θέματος μελέτη και εξέταση και η άλλη (η Χ. Κοντογεωργοπούλου) – βραβευμένη από την Ακαδημία Αθηνών Ποιήτρια – περί τη λογοτεχνική και ποιητική του έργου μεταγραφή και απόδοση στη νεοελληνική γλώσσα και το αποτέλεσμα της συνεργασίας τους υπήρξε, τωόντι, πρωτότυπο και εντυπωσιακό.
Ο «Ακάθιστος Ύμνος», ο «Εθνικός» – κατά τον κ. Μαμαγκάκη από το α΄ μισό του 7ου αιώνα – «Ύμνος» της Ρωμιοσύνης (της ελληνικής ταυτότητας, δηλαδή, κατά τη βυζαντινή εποχή, που είχε ήδη διαμορφωθεί), αποτελεί, χωρίς αμφιβολία, το θεολογικότερο, λυρικότερο και, ασφαλώς, το δημοφιλέστερο λογοτεχνικό κατόρθωμα της βυζαντινής Υμνογραφίας. Πρόκειται για ένα εγκώμιο και δοξολογία και ικεσία μαζί στη Μητέρα του Θεού, την αγιότερη και δημοφιλέστερη μορφή του χριστιανικού αγιολογίου, που εξακολουθεί για δεκατρείς και περισσότερο αιώνες να είναι κατά την περίοδο των ακολουθιών της Μ. Τεσσαρακοστής – της κατανυκτικότερης περιόδου του ορθοδόξου εκκλησιαστικού έτους- σε ενεργό λειτουργική χρήση σε όλες τις χριστιανικές εκκλησίες και να γεμίζει τις καρδιές των πιστών με ευφροσύνη και κατάνυξη.
Η βαθιά ενασχόληση των εν λόγω βυζαντινολόγων με τα προβλήματα της βυζαντινής Υμνογραφίας δικαιολογεί, ασφαλώς, όπως και οι ίδιοι εξομολογούνται, και την παρούσα δοκιμή τους για τον «Ακάθιστο Ύμνο» και τα προβλήματά του, που είναι και πολλά και δυσεπίλυτα, ενώ κάποια από αυτά εξακολουθούν, δυστυχώς, να παραμένουν άλυτα.
Ο Δ. Μαμαγκάκης, αφενός, με την ιστορική μελέτη τού έργου διεισδύει βαθιά στο θέμα και επιχειρεί μια λεπτομερειακή αναψηλάφηση των ιστορικών προβλημάτων των σχετιζομένων προς τη μορφολογία, το περιεχόμενο, τη χρονολόγηση (έργο, μάλλον, της προ ρωμανικής περιόδου, παρότι η συναξαριακή παράδοση συνδέει το κείμενο με την πολιορκία της βυζαντινής πρωτεύουσας από τους Αβαροσλάβους, το 626) και τον Ποιητή του Ύμνου, που παραμένει άγνωστος, αφού και αυτός ο φερόμενος Ρωμανός ο Μελωδός αμφισβητείται. Εξετάζει, περαιτέρω, το θέμα του με σαφήνεια, εκφραστική πληρότητα και επιστημονική ευσυνειδησία και ακρίβεια και προσάγει μετά από διεξοδική και σε βάθος έρευνα και νέα στοιχεία, ώστε η εργασία του να χαρακτηρίζεται για την πρωτοτυπία της, την πληρότητα και αρτιότητά της.
Η Χ. Κοντογεωργουπούλου, αφετέρου, μας προτείνει μια πραγματικά εξαιρετική λογοτεχνική απόδοση των κεντρικών υμνογραφικών έργων του τυπικού των Χαιρετισμών σε νεοελληνική μεταγραφή (συνοδευόμενη και με πλούσια σχόλια), δηλαδή του Κανόνα του Ιωσήφ του Υμνογράφου (9ος αιώνας) και των εικοσιτεσσάρων Οίκων του κοντακίου του Ακαθίστου, καθώς και του β΄ προοιμίου («Τη Υπερμάχω», που αποτέλεσε, ουσιαστικά, πολεμικό παιάνα για κάθε κρίσιμη του Γένους της Ρωμιοσύνης περίσταση) και του αριστουργηματικού θεοτοκίου («Την Ωραιότητα της παρθενίας σου»), που κλείνει την Ακολουθία του Ακαθίστου Ύμνου, ως ελάχιστο φόρο τιμής στο ιερό πρόσωπο της Θεοτόκου.
Επίσης, εξαιρετικά ενδιαφέρουσα – κυρίως για τον ειδικό επιστήμονα – κρίνουμε και την παράθεση από τον Δ. Μαμαγκάκη πολλών και ποικίλων κρίσεων Ελλήνων και ξένων επιστημόνων σε επίμαχα και προβληματικά σημεία του Ύμνου, που, συχνά, αποτελούν θέμα αμφισβήτησης μεταξύ των ειδικών και έντονης απορίας ακόμα και μεταξύ αυτών των απλών αναγνωστών. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, επίσης, θεωρούμε και την εξαιρετική λογοτεχνική απόδοση του Ύμνου από την Χ. Κοντογεωργοπούλου, στην οποία κυριαρχούν και γοητεύουν αισθητικά οι θαυμάσιες ομοιοκαταληξίες, παρηχήσεις, παρομοιώσεις, μεταφορές, αντιθέσεις και προσωποποιήσεις, που κατάφερε και διαφύλαξε ανέπαφες κατά τη μεταγραφή, ενώ- όπως προλογικά, σημειώνει και η ίδια- πολλή προσπάθεια έγινε προκειμένου να αποδώσει κάποιες λέξεις και εκφράσεις χωρίς να «χαλάσει» το μέτρο και τον ρυθμό ή προκειμένου να βρει την κατάλληλη λέξη, για μεταγραφή της στη Νέα Ελληνική, λέξεων του Ύμνου όπως: Παρθένος, παρθενία, Θεοτόκος, του ρήματος, για παράδειγμα, «νεουργείται» ή της γνωστής έκφρασης «χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε» κ.λπ. Και στο σημείο αυτό χρειάστηκε να εργαστεί περισσότερο ως ποιήτρια ή βυζαντινολόγος, όπως η ίδια ομολογεί. Σημαντικά, τέλος, κρίνουμε και τα στοιχεία του έργου που αφορούν στον Ακάθιστο Ύμνο και στη βυζαντινή και μεταβυζαντινή τέχνη (εικονογραφία και μελοποιία), καθώς και το τελευταίο κεφάλαιο της ιστορικής μελέτης του Δ. Μαμαγκάκη, που προσλαμβάνει επετειακό, μάλλον, χαρακτήρα, σε σχέση με τα 200 χρόνια από την Επανάσταση του Εικοσιένα.
Μετά από όλα αυτά, η εν λόγω έκδοση του «Ακαθίστου Ύμνου» αποτελεί, θεωρώ, μιαν από τις εξέχουσες ελληνικές, αυστηρά επιστημονικές εκδόσεις του έργου, με χρήση μιας πλούσιας τετράγλωσσης ξένης βιβλιογραφίας, πράγμα που επιδαψιλεύει στους δημιουργούς της μεγάλη τιμή, για την οξυδέρκεια και την ποιότητα της δουλειάς τους και εγγυάται ότι θα προσελκύσει έντονο το ερευνητικό περί τον «Ακάθιστο Ύμνο» ενδιαφέρον όχι μόνον της ελληνικής αλλά και της διεθνούς κοινότητας.
Η εν λόγω μελέτη απευθύνεται πρωτίστως στον ερευνητή της θεολογικής και φιλολογικής επιστήμης και δη της Βυζαντινής Φιλολογίας και των σχετικών της Θεολογίας κλάδων, όμως, παράλληλα, έχει πολλά να επιδαψιλεύσει και στον απλό αλλά φιλομαθή αναγνώστη, ενημερώνοντάς τον με έγκυρες απαντήσεις σε πολλά άκρως ενδιαφέροντα και σημαντικά ζητήματα, όπως, για παράδειγμα, το γιατί ο εν λόγω Ύμνος ονομάστηκε «Ακάθιστος» ή περί των ιδιαιτέρων γνωρισμάτων του (κοντακίων, προοιμίων, εφυμνίων κ.λπ.) ή, τέλος, και με πλείστα άλλα γενικότερα στοιχεία γύρω από τη βυζαντινή πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη – μια πραγματική από τον 7ο αιώνα Θεοτοκούπολη – στις κυριότερες περιόδους της ιστορικής της πορείας, στα χρόνια, δηλαδή, του Ηρακλείου, του εμβληματικού σταυροφόρου (610 – 641), των Κομνηνών (1081 – 1185) και των Παλαιολόγων (1269- 1453).
Θερμά, όθεν, συγχαίρουμε και ευχαριστούμε τους δύο παραπάνω συντελεστές τού ωραίου αυτού και πολύμοχθου έργου γι’ αυτήν τη γόνιμη, εργώδη και δημιουργική δραστηριότητά τους. Η αίσθηση τού χρέους απέναντι στην πνευματική και πολιτισμική τού Τόπου κληρονομιά είναι, νομίζω, εκείνη που τους καθοδήγησε και συνέβαλε στο ξεπέρασμα των οποιωνδήποτε δυσχερειών. Η προσπάθειά τους, ανάγκη βαθιά εσωτερική, αντανακλά το περίσσευμα τής ψυχής τους.
www.ret-anadromes.blogspot.com
* Ο Κωστής Ηλ. Παπαδάκης είναι φιλόλογος – θεολόγος