Πριν μερικές μέρες έγινε πρώτη είδηση στη χώρα μας, αλλά και στο εξωτερικό, η ματαίωση της συνάντησης του Βρετανού πρωθυπουργού ινδικής καταγωγής κ. Σούνακ, με τον Έλληνα πρωθυπουργό κ. Μητσοτάκη. Η δικαιολογία της βρετανικής πλευράς ήταν ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός επανέφερε το θέμα των γλυπτών του Παρθενώνα, κάτι που δεν είχε συμφωνηθεί παρασκηνιακά, μεταξύ των διπλωματών, πριν τη συνάντηση.
Το πώς και το γιατί δεν είναι δική μου δουλειά για να το εξετάσω. Θα αναφερθώ όμως σε δυο άγνωστες ιστορίες στο ευρύ κοινό, σχετικά με το θέμα των γλυπτών. Η μια αφορά την κλοπή από τη μεριά των Έλγιν και η άλλη το ενδιαφέρον για τον επαναπατρισμό των γλυπτών του 1ου βασιλιά του νεοσύστατου τότε ελληνικού κράτους Όθωνα.
Όλοι λίγο πολύ γνωρίζουμε κάτι σχετικά με τα γλυπτά του Παρθενώνα και την ιστορία τους όπως και τη βίαιη κλοπή τους από τον Άγγλο λόρδο Έλγιν την περίοδο της τουρκοκρατίας. Κανείς σχεδόν όμως δεν γνωρίζει τον ρόλο που έπαιξε στη μεγαλύτερη κλοπή των αιώνων, όπως χαρακτηρίστηκε, μια γυναίκα. Η λαίδη Έλγιν. Η όλη επιχείρηση κλοπής η οποία θα κόστιζε αρκετά χρήματα, στήθηκε και χρηματοδοτήθηκε με τα χρήματα της λαίδης.
Ένα παλαιό βιβλίο του 1900 που βρήκε τυχαία στην Αμερική η γνωστή Ελληνίδα ηθοποιός Μιμή Ντενίση, μας δίνει πολύτιμες πληροφορίες από τα γράμματα της λαίδης Έλγιν προς τη μητέρα της και τον άντρα της, τα οποία περιέχονται μέσα στο βιβλίο.
Σ’ αυτά φαίνεται καθαρά πως τα μάρμαρα δεν αγοράστηκαν από τους Τούρκους, όπως έχει ειπωθεί κατά κόρον, αλλά πάρθηκαν με θράσος, μοιράζοντας μερικά μπαξίσια δεξιά αριστερά, σε άτομα που αγνοούσαν παντελώς την πολιτιστική παιδεία και χωρίς καμιά επίσημη άδεια από τους Οθωμανούς. Είναι ολοφάνερο πως προορίζονταν για διακόσμηση του Πύργου των Έλγιν!!!! Το διαζύγιο όμως του Έλγιν από τη λαίδη Μαίρη ήταν εκείνο που στέρησε τα χρήματα από τον λόρδο και έτσι αυτός αναγκάστηκε να τα πουλήσει στο βρετανικό κράτος!
Στη σφαίρα των πολιτιστικών πραγμάτων πολλοί ισχυρίζονται ότι η τέχνη μιλάει πιο άμεσα από την πολιτική. Η ίδια η Μιμή Ντενίση, αδράχνοντας την ευκαιρία από τα ντοκουμέντα του βιβλίου, είπε ότι προετοιμάζεται για ένα δραματικό ντοκιμαντέρ της βίαιης κλοπής των γλυπτών, το οποίο είναι σίγουρο ότι θα ταράξει τα νερά σε πολλά επίπεδα, γιατί έχει εξασφαλίσει τη συμμετοχή σ’ αυτό πολλών μεγάλων διεθνών προσωπικοτήτων.
Δεν μένει παρά να κάνουμε όλοι λίγη υπομονή για να δούμε το αποτέλεσμα.
Σχετικά δε με τον 1ο βασιλιά των Ελλήνων Όθωνα: Μόλις ένα χρόνο μετά την έλευσή του στην Ελλάδα και την ορκωμοσία του ως Βασιλιάς του νεοσύστατου κράτους, ο Όθωνας ζήτησε για πρώτη φορά – το 1834 – από τους Βρετανούς τα Γλυπτά του Παρθενώνα που είχε κλέψει ο Έλγιν.
Το εντυπωσιακό αυτό στοιχείο προκύπτει από έναν φαιοπράσινο φάκελο με τίτλο – στα γερμανικά – «Akropolis von Athen» (Η Ακρόπολις των Αθηνών) και την ένδειξη «Koenigreich Griechenland» (Βασίλειο της Ελλάδος).
Όπως αποκάλυψε η εφημερίδα «Τα Νέα» πριν μερικά χρόνια, ο φάκελος των 223 εγγράφων, που καλύπτει χρονολογικά την περίοδο από το 1834 έως το 1842, είναι ουσιαστικά η πρώτη επίσημη κρούση του νεοσύστατου (μόλις το 1830) ελληνικού κράτους, για επανένωση των Γλυπτών του Παρθενώνα τα οποία είχε λεηλατήσει επί Τουρκοκρατίας ο λόρδος Έλγιν. Και αποτελεί αδιάσειστο ντοκουμέντο ότι οι προσπάθειες της ελληνικής πολιτείας για τον επαναπατρισμό των Γλυπτών του Παρθενώνα είχαν αρχίσει από την εποχή του Όθωνα.
Ο φάκελος αυτός που φυλάσσεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους «είναι χαρακτηριστικό δείγμα συγκροτημένου φακέλου» τονίζει η Χριστίνα Σάρρα, προϊσταμένη του τμήματος Οργάνωσης και Μελετών των Γενικών Αρχείων του Κράτους.
Ήρθε στο προσκήνιο με αφορμή την έκθεση «100 χρόνια Γενικά Αρχεία του Κράτους, 500 χρόνια Ιστορία» που φιλοξενήθηκε στο Ίδρυμα Ευγενίδου.
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, εκείνα που έχουν ιδιαίτερη σημασία είναι τα τουλάχιστον 21 τεκμήρια τα οποία συνιστούν αντιπροσωπευτικά δείγματα της καταγραφής των πρώτων προσπαθειών για την αναστήλωση και την ανάδειξη του μνημείου, την αποκατάστασή του από τις παρεμβάσεις που είχε υποστεί, τον προϋπολογισμό που διατέθηκε για την εκτέλεση των αρχαιολογικών εργασιών, των ενεργειών για τη φύλαξη του μνημείου, αλλά και των προσπαθειών εκ μέρους της ελληνικής κυβέρνησης για την επιστροφή των ανάγλυφων του ναού της Απτέρου Νίκης.
Τον φάκελο με τα συγκεκριμένα έγγραφα συμπληρώνει το σχέδιο αναφοράς του γραμματέα της Επί των Εκκλησιαστικών Γραμματείας Ιάκωβου Ρίζου σχετικά με τις διαπραγματεύσεις για το ίδιο θέμα στο Λονδίνο.
Τα 223 επίσημα έγγραφα που βρέθηκαν μέσα στον φάκελο και καλύπτουν χρονολογικά την περίοδο από το 1834 έως το 1842, αποδεικνύουν ότι η προσπάθεια της Ελλάδας να πάρει πίσω τα Μάρμαρα του Παρθενώνα, που είναι ένα τμήμα ενός μοναδικού μνημείου, κρατάει εδώ και πάνω από 180 χρόνια!
Σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο για το θέμα είχε μιλήσει κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου ο διευθυντής του μουσείου της Ακρόπολης, Δημήτρης Παντερμαλής, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το 2022.
Όπως προκύπτει ο Όθωνας είχε ζητήσει να αποτιμηθεί η «εμπορική» αξία των γλυπτών της Ακρόπολης, τα οποία ο Έλγιν είχε φυγαδεύσει τέσσερις δεκαετίες πριν από τη χώρα, ώστε να προσφέρει στους Βρετανούς τα αντίστοιχα χρήματα ή αρχαία μικρότερης ιστορικής και καλλιτεχνικής αξίας.
«Υπήρχε μία συζήτηση για το τι θα μπορούσε να δοθεί ως αντάλλαγμα και ο θρόνος είχε ζητήσει να μάθει πόσο θα κόστιζαν τα Μάρμαρα στην τότε αγορά Τέχνης της Ευρώπης» δήλωσε ο κ. Παντερμαλής.
Αυτή είναι και η πρώτη καταγεγραμμένη προσπάθεια της Ελλάδας για την αναστήλωση και την ανάδειξη του μνημείου και την αποκατάστασή του από τις βίαιες παρεμβάσεις που είχε υποστεί, χωρίς σε καμία περίπτωση βέβαια να μειώνεται η συμβολή και η επιμονή για τον επαναπατρισμό και την επανένωση των γλυπτών από την Μελίνα Μερκούρη. Η Μελίνα κατάφερε και διεθνοποίησε το αίτημα της χώρας μας, αναγκάζοντας σπουδαίες παγκόσμιες προσωπικότητες του πολιτισμού και της τέχνης να ζητούν πλέον επιτακτικά την ανάγκη του επαναπατρισμού και της επανένωσης των γλυπτών.
Ανεξάρτητα βέβαια από το ντοκιμαντέρ της κ. Ντενίση και όσα λέγονται κατά διαστήματα, από επίσημα ή ανεπίσημα χείλη, σχετικά με την επιστροφή των γλυπτών στη φυσική τους θέση, όπως το είχε οραματιστεί η Μελίνα Μερκούρη, όλοι γνωρίζουμε ότι η υλοποίηση αυτού του ονείρου απέχει για την ώρα αρκετά από την πραγματικότητα.