Από τους σημαντικότερους ο Γεώργιος Καλλέργης η Στέλλα Ροδινού ο Βασίλης Χαρωνίτης
Ένα παραμύθι το βράδυ πριν κοιμηθεί το παιδί είναι μια εξαιρετική ευκαιρία επικοινωνίας με τον πολυάσχολο γονέα. Είναι αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του ποιοτικού χρόνου που θα πρέπει να αφιερώνεται στο παιδί.
Να είχαν αυτό υπόψη τους οι αδελφοί Γκρίμ και όλοι οι σπουδαίοι παραμυθάδες όταν καθιερώθηκαν μέσα από αυτό το είδος λογοτεχνίας;
Μάλλον όχι αν κρίνουμε από τον βίο και την πολιτεία του κορυφαίου όλων, του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν που γεννήθηκε σαν χθες – 2 Απριλίου στα 1805.
Αυτοί έγραφαν παραμύθια κατά τις συνθήκες του καιρού τους για να κρύψουν σ’ αυτά τη δική τους αλήθεια.
Στάθηκα τυχερή επειδή στο Μικρασιάτικο περιβάλλον που μεγάλωσα η μυθοπλασία ήταν από τις σπάνιες διασκεδάσεις που απολαμβάναμε καθημερινά. Απλά τα παραμύθια που άκουγα δεν είχαν πρίγκιπες, ίσως λόγω πολιτικών πεποιθήσεων των συγγενών που μας ανάτρεφαν. Ήταν όμως γοητευτικά και με αρκετό σασπένς ομολογώ.
Αργότερα σταμάτησε η αφήγηση και σαν άσκηση ανάγνωσης από τα πρώτα σχολικά χρόνια ήρθαν στο σπίτι εφημερίδα και το περιοδικό «Ρομάντζο». Και ειλικρινά δεν έβλεπα την ώρα να έρθει η Τρίτη και να σπεύσω στη γνωστή σκουρόχρωμη σελίδα με το σκίτσο που σε έβαζε στο περιβάλλον του παραμυθιού που θα διάβαζες.
Με τα χρόνια έμαθα πως η αφήγηση παραμυθιών δεν ήταν ίδιον μόνο του περιβάλλοντός μου και αργότερα του τόπου που έκανα δεύτερη πατρίδα.
Όπως διαπίστωσα και ιδίοις ωσί, το Ρέθυμνο διέθετε παραμυθάδες που θα ζήλευαν οι πάντες παντού.
Ιδιαίτερα οι κάτοικοι της Λούτρας απολάμβαναν αυτό το προνόμιο έχοντας κοντά τους τον περίφημο παραμυθά Γεώργιο Καλλέργη.
Ήταν ένας αληθινός νοικοκύρης με την αξιοπρέπεια να κατευθύνει τη ζωή του και τον τρόπο που επίλυε τα βιοτικά του προβλήματα.
Από το χάραμα έπαιρνε θέση στη γωνιά του, με τις φαρτσέτες και το καλαπόδι με τα καρφιά, από κοντά, για να διορθώσει τα παπούτσια που του είχαν φέρει και να βγάλει το μεροκάματο.
Έλεγε «Δόξα τω Θεώ», όπως του τα ‘φερνε η ζωή κι έφτανε να δει το χαμόγελο στα χείλη της γυναίκας του και των τεσσάρων παιδιών του, για να θεωρεί τον εαυτό από τους έχοντες και κατέχοντες της γης.
Ο άνθρωπος αυτός είχε πιάσει από νεαρή ηλικία το νόημα της ζωής. Ήξερε καλά πόσο αξίζει ο ύπνος με καθαρή συνείδηση. Και δεν τόλμησε ποτέ να σκεφτεί και να ποθήσει αγαθά που αποκτάς φθείροντας υπολείψεις και αδικώντας τους πλησίον σου.
Όποτε τον έπνιγαν τα μεράκια έπιανε στα χέρια του το μαντολίνο του και αντιλαλούσε ο κόσμος γύρω από τη μελωδία που σκορπούσε με τη δεξιοτεχνική πενιά του.
Αυτό όμως που τον χαρακτήριζε και τον έκανε μοναδικό, ήταν ο τρόπος του να αφηγείται παραμύθια. Με το χάρισμα, που δεν συναντάς σε πολλούς, ήξερε να αναπτύσσει ένα μύθο και να ξεκλειδώνει με τις γλαφυρές περιγραφές του τη φαντασία των παιδιών.
Διηγιόταν ιστορίες αντλώντας το θέμα του από τη λαϊκή σοφία. Δράκοι και νεράιδες, βασιλιάδες και πρίγκιπες, αναδύονταν μέσα από τον λόγο εκείνου του ανθρώπου και όπως το συνήθιζε πάντα κατέληγε ότι το φως νικούσε το σκοτάδι και το καλό καταπόντιζε στα τάρταρα το κακό. Ο Γεώργιος Καλλέργης του Νικολάου, απόγονος της βυζαντινής ιστορικής οικογένειας, γεννήθηκε το 1910 στο χωριό της αντίστασης τη Λούτρα.
Από ιστορική οικογένεια
Ήταν το έκτο παιδί του Νικόλαου Καλλέργη και της Αικατερίνης Ορφανουδάκη, που αποτελείτο από τέσσερα αγόρια και δύο κορίτσια. Βαρύ φόρο αίματος έδωσε η οικογένεια στην πατρίδα. Ο αδερφός του Γεωργίου, Κωνσταντίνος Καλλέργης ήταν δάσκαλος και κατετάγη στον στρατό σαν έφεδρος αξιωματικός την εποχή των απελευθερωτικών αγώνων, πολέμησε σαν ήρωας και θυσιάστηκε για την πατρίδα στη θρυλική μάχη του Μπιζανίου, τιμάται δε στην πόλη των Ιωαννίνων. Ο μεγαλύτερος αδερφός του Γιάννης έφυγε σε ηλικία 17 ετών για το Σικάγο και δεν επέστρεψε ποτέ, ενώ ο αδερφός του Δημήτρης υπηρέτησε την πατρίδα επί οκτώ συναπτά έτη φτάνοντας με τον ελληνικό στρατό μέχρι τον ποταμό Σαγγάριο, όπου και σταμάτησε η επέλαση για να αρχίσει το δράμα και η μικρασιατική καταστροφή το 1922.

Ο Γεώργιος Καλλέργης έζησε μικρό παιδί μεγάλες εθνικές στιγμές, όπως τις επιτυχίες του εθνάρχη Ε. Βενιζέλου και του ελληνικού στρατού, αλλά και τη μεγάλη μικρασιατική καταστροφή. Βίωσε σαν παιδί κι άλλες πολλές συγκλονιστικές εθνικές μνήμες.
Η γνωριμία του με τους ξεριζωμένους που βρήκαν στο Ρέθυμνο δεύτερη πατρίδα, ήταν καθοριστικής σημασίας για την έμπνευσή του. Δέθηκε από νωρίς μαζί τους. Έκανε φιλίες. Βοηθούσε όπως μπορούσε κι είχε την πόρτα του σπιτιού του πάντα ανοικτή και γι’ αυτούς. Άκουγε με μεγάλο ενδιαφέρον εκείνες τις ιστορίες από την Ανατολή, που κρατούν τον ακροατή, δέσμιο της σαγηνευτικής τους πλοκής.
Έτσι αυτά που άκουσε από γονείς, συγγενείς, Μικρασιάτες φίλους τα κράτησε στη μνήμη και μετά τα έλεγε με χαρισματικό τρόπο στα παιδιά του.
Το χάρισμά του αυτό κέντρισε το ενδιαφέρον και των μεγάλων. Έτσι τις κρύες νύχτες του χειμώνα ο Γιώργης έδιωχνε την ανία της βραδιάς με αφηγήσεις που έκαναν τους πάντες να κρατάνε και την ανάσα τους, για να μη χάσουν ούτε λεπτομέρεια από τον μύθο που με μαεστρία ο αφηγητής ξεδίπλωνε.
Με τον καιρό ο Γεώργιος Καλλέργης που είχε και άλλη πτυχή καλλιτεχνικής φύσης, αφού έπαιζε υπέροχα μαντολίνο, αν και αυτοδίδακτος και τραγουδούσε εξαιρετικά έγινε η «ψυχή» κάθε παρέας. Ιδιαίτερα στις μεγάλες μέρες και στις γιορτές.
Σε μια εποχή που ο κόσμος σκεπτόταν με το συναίσθημα και η εποχή δεν πρόσφερε τα αγαθά της σημερινής τεχνολογίας ο Γεώργιος Καλλέργης ήταν ο «γητευτής» της ανίας και κακοκεφιάς, η πηγή της χαράς και του κεφιού. Κι ας κατακλύζανε τον ίδιο τόσα και τόσα προβλήματα.
Ο ίδιος με την ταιριαστή του συντρόφισσα ζωής, την Ελένη Λιοδάκη, δίδαξε ήθος με τον τρόπο ζωής του τα τέσσερα παιδιά του που καμαρώνει σήμερα όλη η κοινωνία.
Άξιος διάδοχός του και στην ανθρωπιστική δράση αλλά και στην καλλιτεχνική προσφορά ο γιος του Κωστής, ο αγαπημένος μας Κ.Ι.Γ.Κ κληρονομώντας αυτή την τόσο σημαντική πνευματική παραγωγή, σκέφτηκε να την εκδώσει ως αιώνιο μνημόσυνο του υπέροχου πατέρα του που λάτρευε. Πήρε το ιδιόγραφο υλικό το επεξεργάστηκε και μας το πρόσφερε σε μια καλαίσθητη έκδοση που ευτυχώς την ακολούθησαν και άλλες.
Η δέσποινα του Ατσιποπούλου
Κι ενώ αυτά συνέβαιναν στη Λούτρα είχε και το Ατσιπόπουλο το προνόμιο να απολαμβάνει παραμύθια από μια δέσποινα του τόπου.
Μια σεβαστή αρχόντισσα, γλυκύτατη κυρία που ευτύχησα να γνωρίσω και που με έκανε να νιώσω παιδί, διηγώντας μου με χάρη γητευτή ένα υπέροχο παραμύθι του παλιού καιρού στην πρώτη επίσκεψη της γνωριμία μας.
Ας ανάψουμε με την ευκαιρία ένα κερί και γι’ αυτή τη Στέλλα Ροδινού.

Είχε καταγωγή από τους Μπεμπήδες του Πρινέ. Μεγάλωσε σαν αρχοντοπούλα, αφού ο πατέρας της Δημήτρης Μπεμπής έκανε εμπόριο βαλανιδιών, κάρβουνου και άλλων ειδών που εκείνη την εποχή είχαν μεγάλη ζήτηση.
Άνθρωπος με ευρείς πνευματικούς ορίζοντες, διορατικός και οργανωτικός, σκέφτηκε πως οι αγρότες θα μπορούσαν να έχουν καλύτερη μοίρα ενωμένοι. Έτσι ίδρυσε την Ένωση Γεωργικών Συνεταιρισμών, που αργότερα ο γιος του Κώστας αξέχαστος αγροτοσυνδικαλιστής της πρόσθεσε κύρος και αποτελεσματική λειτουργία.
Νύφη περιζήτητη έγινε η Στέλλα όταν έφθασε σε ηλικία γάμου. Τυχερός στάθηκε ο Ευάγγελος Ροδινός, γιος του περίφημου Μανόλη του Καντή Μανόλη με το όνομα.
Δεν ήταν τυχαίο το παρανόμι. Επρόκειτο για ένα άνδρα με θαυμαστή ευθυκρισία που έλυνε τις διαφορές των ανθρώπων με σοφία και δικαιοσύνη.
Ήταν ξακουστός για την ιδιότητά του αυτή και πέρα από τα όρια του τόπου του.
Νύφη του Καντημανόλη του Ροδινού η Στέλλα, στάθηκε αντάξια της γενιάς της. Κι ας άρχισαν και τα δικά της τα δεινά.
Πάνω στον αρραβώνα της κηρύχτηκε ο πόλεμος. Έκανε υπομονή, ενώ τα βάσανα έγιναν περισσότερα με την Κατοχή. Πείνα, ταλαιπωρία, στέρηση.
Η αρχοντοπούλα από τον Πρινέ τα υπέμεινε με θάρρος. Και, το σπουδαιότερο, φρόντιζε με κάθε τρόπο να βοηθήσει ασθενέστερους να επιβιώσουν.
Όταν γύρισε ο Ευάγγελος στον τόπο του από το μέτωπο, τη ρώτησε αν γινόταν να παντρευτούν αφού έτσι κι αλλιώς δεν φαινόταν φως στο σκοτάδι.
Γιατί να περιμένουν, καθυστερώντας από τον εαυτό τους το δικαίωμα της ευτυχίας που τους έδινε η αγάπη τους.
Εκείνη δέχτηκε. Έγινε ο γάμος κι έπειτα άρχισαν να έρχονται οι λεβέντες τους στον κόσμο. Ο Μανόλης, ο Τάκης, ο Νίκος.
Η Στέλλα στάθηκε άξια σύζυγος και μάνα. Τα τρία της παιδιά παντρεύτηκαν εξαιρετικές κοπέλες και της χάρισαν πέντε εγγόνια και αυτά με τη σειρά τους οκτώ δισέγγονα.
Για την υπέροχη κυρία Στέλλα έγραψε ο μεγάλος μας λογοτέχνης και συγγραφέας κ. Δημήτρης Αετουδάκης, προλογίζοντας το βιβλίο των αφηγημάτων της με τίτλο «Αναστορήσεις μιας Ατσιπουλιανής αρχόντισσας»: «Μέσα σε τούτα τα χρόνια που έζησε με το λύχνο και τη λάμπα, έμαθε παραμύθια, ιστορίες, παροιμίες και ποιήματα, που ο γιος της Εμμανουήλ της εκμαίευσε από το σοφό της το κεφάλι, εκεί που τα είχε καταγράψει στο βιβλίο της μνήμης της και τα εξιστόρησε με σαφήνεια και καθαρότητα στον γιο της που τα καταγράφει σε τούτα τα φύλλα του βιβλίου του για να μάθουν κυρίως οι νέοι πως εσκέπτοντο τότε, στα χρόνια της Στυλιανής, οι άνθρωποι του χωριού, του λύχνου και της λάμπας, όπως έγραψα και πιο πάνω.
Γιατί τούτη η προικισμένη με σοφία και ισχυρή μνήμη, αρχόντισσα, που μάζεψε σαν τη μέλισσα όλη τη σοφία του τότε κόσμου της, από τη γιαγιά της, τη μητέρα της, τις γειτόνισσές της, που τα βράδια μαζεμένοι γύρω από το πυρωμένο μαγκάλι άφηναν το παραμύθι, το τραγούδι, την ιστορία, το ανέκδοτο, να καλύπτουν τις μεγάλες ώρες της χειμωνιάτικης βραδιάς. Όλα αυτά τα θυμάται και τα ξετυλίγει από το κουβάρι της ισχυρής μνήμης της και τα μεταφέρει σε τούτο το βιβλίο με την ισχυρή γραφίδα του γιου της…».
Μέχρι τα βαθειά γεράματα η γιαγιά Στέλλα ήταν κοντά στα παιδιά Κι ήταν πραγματικά τυχεροί οι μαθητές νηπιαγωγείου και δημοτικού σχολείου Ατσιποπούλου που απολάμβαναν τα παραμύθια της.
Ο Βασίλης Χαρωνίτης
Ένας ακόμα χαρισματικός αφηγητής μύθων και θρύλων της Κρήτης, στον εκδοτικό χώρο αυτός είναι ο εξαίρετος εκπαιδευτικός, συγγραφέας και λαογράφος Βασίλης Χαρωνίτης που πάνω από μισό αιώνα αναδεικνύει την εκπαίδευση, τη παράδοση και τον πολιτισμό.

Από τα πρώτα του βιβλία ξεχωρίζουν τα παιδικά του ποιήματα που ξεκινούν απ’ τις «Χαρούμενες Στροφές» του 1960, τις «Δροσοσταλίδες», τα «Τιτιβίσματα», το «Καλημέρα στην Άνοιξη». Κι ακολουθούν τα ιστορικά του μυθιστορήματα, όπως το «Όλα για τη Λευτεριά» η «Η Κρήτη των Θρύλων» που σε συναρπάζει και σε ταξιδεύει σε χρόνους περασμένους; Αργότερα ήρθαν το «Για ένα κλαδί ελιάς» το «Ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος;» το «Θρύλοι και παραδόσεις για την Μεγαλοβδομάδα και τη Λαμπρή» και το «από τη γέννα του Χριστού ως την Ανάστασή του». Έχει εκδώσει και «αυτοβιογραφικά» – όπως το «Χαρωνίτηδες» και το «Τα Σαρχιανά» αναφορά στα παιδικά του χρόνια.
Ο Βασίλης Χαρωνίτης είναι μόνιμα εγκατεστημένος στα Χανιά αλλά πάντα νοιώθει κοντά του το Ρέθυμνο και ιδιαίτερα την πατρική του γη τα Σείσαρχα.

Η γιαγιά Γωγώ
Με το παραμύθι όμως ασχολείται με μεγάλη επιτυχία και η συμπολίτισσα Γεωργία Λουκά Φραγκιαδάκη. Εκτός από ραδιοφωνικός παραγωγός σε διαφορά τοπικά ραδιόφωνα από το 1993 κυρίως με θέματα για τη γυναικά και το παιδί. ασχολείται τα τελευταία χρονιά από το 2005 και μετά με τη συγγραφή αφήγηση – παραμυθιών σε διαφόρους χώρους όπως σχολεία – παιδικές εκδηλώσεις και στο ραδιόφωνο αναλαμβάνοντας εξολοκλήρου την παραγωγή παιδικών εκπομπών. Με το παραμύθι ξαναγίνεται παιδί και αποκτάει πολλούς και καλούς φίλους κάθε ηλικίας προσφέροντας της αυτό πραγματική ευτυχία που θέλει να τη μοιράζεται με τους γύρω της και κυρίως με τα παιδιά. Είναι μητέρα δυο θυγατέρων και γιαγιά τριών εγγονών και πλέον συστήνεται ως η γιαγιά Γωγώ η παραμυθού. Κι έτσι την ξέρουμε όλοι και την αγαπάμε.

Έχει ασχοληθεί όμως και με το παραμύθι η καλή συνάδελφος Αθηνά Πετρακάκη. Ακόμα θυμάμαι το έργο της «Το Σκιάχτρο» που με συγκίνησε τόσο όταν μου το έδωσε να το διαβάσω με τόση εμπιστοσύνη.
Μια και σας μετέφερε όμως στα επαγγελματικά μου ύδατα με την αναφορά στην Αθηνούλα μου λέω να κάνω και τη μεγάλη αποκοτιά και να μοιραστώ μαζί σας πως και βρέθηκα να μετράω στη συγγραφική μου παραγωγή 65 παραμύθια. Γιατί έχω ασχοληθεί και με αυτό το είδος.
Όπως συμβαίνει με όλες τις πολυάσχολες μανούλες φρόντιζα το βράδυ να έχω ετοιμάσει κάτι να πω στα παιδιά μου.
Εκείνη βέβαια που μου έδωσε κίνητρα να ασχοληθώ ήταν η Ρένα μου. Η σημερινή αγαπημένη «Ρωρώ» των παιδιών. Δεν μπορώ να περιγράψω τη μεγάλη μου χαρά όταν ζητώντας της να προτείνει παραμύθι πριν από τον ύπνο επέμενε στα δικά μου, αγνοώντας φυσικά τη συγγραφέα. Ιδιαίτερα «Τα λαίμαργα γατάκια» είχαν γίνει το αγαπημένο μας. Η επίδοση μου βελτιώθηκε αρκετά και με τον ερχομό της Νέλλης μου.
Στο μεταξύ ξεκίνησε η πορεία μου στην ΕΡΑ Χανίων όπου ευτύχησα να έχω προϊσταμένη τη Μαίρη Φραγκάκη. Ήταν αυστηρή αλλά δίκαιη. Γενικά δεν επέτρεπε τα «πασαλείμματα» που λέμε στη δουλειά μας. Έτσι ο έπαινός της μετρούσε διπλά για τον ευτυχή που τον αποκτούσε.
Μια μέρα με κάλεσε και ζήτησε τη γνώμη μου για μια παιδική εκπομπή. Η χροιά της φωνής μου όπως μου εξήγησε της έδωσε την ιδέα. Κι εγώ ανταποκρίθηκα με έναν ενθουσιασμό που δεν περιγράφεται. Έτσι γεννήθηκε η εκπομπή «Η παραμυθού ξυπνά το διαβολάκι».
Η αγαπημένη μου Μαίρη με άφησε στο φιλότιμό μου χωρίς φυσικά να πάψει να με παρατηρεί. Και πολύ καλά έκανε γιατί εχθρός του καλού δεν είναι το καλύτερο;
Έτσι γράφτηκαν τα παραμύθια μου που αργότερα θα τα βρίσκετε στο Πολιτιστικό Ρέθυμνο. Από αυτά ξεπήδησαν και τα πρώτα θεατρικά μου για παιδιά δηλαδή το Έρημο στάχυ, το «Ήταν κι αυτός ένας τρόπος» «Το καλύτερο δώρο» κ.ά.
Με αυτά δημιουργήσαμε με τον Σύλλογο Γυναικών και αργότερα με το Εργατικό Κέντρο ένα θίασο από παιδιά που παρουσίαζαν έργα για παιδιά.
Ας μου συγχωρεθεί η αναφορά στην ταπεινότητά μου. Μια και το έφερε η επέτειος όμως, είπα να εκμεταλλευτώ την ευκαιρία και θα ήθελα την κατανόησή σας γι’ αυτό.